Πάνος Δημητρούδης | Δύο διηγήματα

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras




O sole mio!

 

Το πανηγύρι στο μοναστήρι του Άγιου ήταν μεγάλο γεγονός για το χωριό. Ξεκινούσε από το απόγευμα της παραμονής και ολοκληρωνόταν ανήμερα της γιορτής του. Το μοναστήρι ήταν στο βουνό, σχεδόν στο κέντρο του νησιού, σε μια μοναδική περιοχή κατάφυτη από πεύκα και πλατάνια. Το ρυάκι που διέσχιζε ένα μικρό φαράγγι είχε ένα κρυστάλλινο νερό που σου πάγωνε τα χέρια. Εκεί κρατούσαμε παγωμένες τις ρετσίνες που κουβαλούσαμε από το χωριό. Η προετοιμασία ξεκινούσε από το μεσημέρι της παραμονής. Η κάθε παρέα διέθετε δυο-τρία γαϊδουράκια στα οποία φορτώναμε λογής-λογής προμήθειες: τρόφιμα, ποτά, κουβέρτες, κιθάρες. Στη διαδρομή τα καλαμπούρια και τα τραγούδια έδιναν κι έπαιρναν. Η πρώτη απαραίτητη στάση γινόταν στην Καστανιά, όπου συνήθως οι μελισσάδες είχαν στήσει τις καλύβες τους με λινάτσες για τον τρύγο. Αφού μας κέρναγαν κομμάτια κερήθρας γεμάτα μυρωδάτο μέλι, ξαποσταίναμε, πίναμε νερό από την πηγή και συνεχίζαμε για το δυσκολότερο τμήμα της ανάβασης. Έπρεπε να φτάσουμε νωρίς το απόγευμα για να πιάσουμε την καλύτερη καβάτζα για την κατασκήνωσή μας. Να είναι κοντά στο ξέφωτο όπου στηνόταν η αυτοσχέδια μεταφερόμενη ταβέρνα και να είναι κι απόμερα, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των συγχωριανών.

Εκείνη τη χρονιά, η συντροφιά ήταν μεγαλύτερη γιατί προστέθηκε μαζί μας και μια μικρή παρέα από το διπλανό χωριό. Όχι τυχαία. Από το διπλανό χωριό ήταν ένα κορίτσι με δυο μάτια σα φεγγάρια και μακριά κυματιστά μαλλιά, που όταν γελούσε, σηκώνονταν τα ζυγωματικά της και σχηματίζονταν δυο υπέροχα λακκάκια στα μάγουλα. Ήταν φίλη της ξαδέρφης μου στο λύκειο. Από την πρώτη γνωριμία υπήρξε ένα έντονο σκίρτημα, αμοιβαίο. Εγώ, ως παιδί που ζούσα χρόνια στην πόλη είχα ένα διαφορετικό εκτόπισμα που το εκμεταλλευόμουν δεόντως. Περισσότερες παραστάσεις, πλούσιος λόγος κι αρκετή λεζάντα, χωρίς πάντα το αντίστοιχο περιεχόμενο, μου πρόσφεραν ένα πλεονέκτημα στην επικοινωνία. Όλα αυτά με βοηθούσαν ιδιαίτερα μιας και ήμουν άτολμος και ντροπαλός. Στην πόλη κάποια πειραχτήρια με λέγανε παντζάρι, γιατί όταν μιλούσα με κάποιο κορίτσι το πρόσωπό μου βαφόταν κόκκινο!

Δεν είναι εύκολη η πόλη για ένα παιδί από το χωριό. Όταν πρωτοπήγα και για αρκετό καιρό μετά, αντιμετώπιζα με δέος το τεράστιο, για μένα, μέγεθός της. Ευτυχώς, η περιοχή που έμενα ήταν δίπλα στο περιαστικό δάσος, είχε αλάνες και χαμηλά σπιτάκια κι έμοιαζε με χωριό. Οι πρώτες μου επιφυλακτικές έξοδοι, από τη γειτονιά προς το κέντρο της πόλης, γινόταν με το αστικό λεωφορείο. Ανέβαινα στην αφετηρία, έπιανα θέση στο παράθυρο απ’ όπου χάζευα τις βιτρίνες των μαγαζιών, έκανα τον γύρο του κέντρου χωρίς να κατέβω από το λεωφορείο κι επέστρεφα στην αφετηρία, ικανοποιημένος με τη δειλή μου απόδραση από την ασφάλεια της γειτονιάς. Μεγαλώνοντας ξεψάρωσα, έβγαινα ευκολότερα αλλά η συστολή παρέμενε. Το φροντιστήριό μου για το Πανεπιστήμιο ήταν απέναντι από την παλιά Φιλοσοφική. Όταν τέλειωνα το μάθημα, αντί να ακολουθήσω τις ανέμελες παρέες των συμμαθητών μου, έβρισκα καταφύγιο στο κοντινό ρετιρέ της οδού Αρμενοπούλου. Εκεί νοίκιαζαν τρία παιδιά από το χωριό, ο Ποσειδώνας φοιτητής Οικονομικών κι ο Βαγγελάνος με τον Γιωργάρα που δούλευαν σε εργοστάσιο. Το σπίτι είχε γίνει σημείο συνάντησης όλης της νεολαίας της Θάσου που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Καθημερινά πάρτι και γλέντια. Το πικάπ με τα βινύλια δεν σταμάταγε να παίζει. Εκεί πρωτοάκουσα, και μου έμειναν αναλλοίωτα ακούσματα, τους δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Την τιμητική τους είχαν βέβαια τα βαριά λαϊκά και πάνω απ’ όλα ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ήταν κι η εποχή της μεταπολίτευσης, της έντονης πολιτικοποίησης. Το σπίτι ήταν στέκι του ΚΚΕ μ-λ κι οι πολιτικές κουβέντες έδιναν κι έπαιρναν. Κυρίαρχο πολιτικό πρόσωπο ήταν ο Τάκης, φοιτητής Νομικής που εγκατέλειψε τη σχολή του για να δουλέψει σε εργοστάσιο και να αποκτήσει ταξική συνείδηση. Ήταν κάτι όχι σπάνιο στον Μαοϊκό χώρο και είχε μάλλον τις ρίζες του στην Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, με τη δαιμονοποίηση της διανόησης και εξιδανίκευση της εργατικής τάξης. Όταν μίλαγε ο Τάκης κανείς δεν τολμούσε να διαφωνήσει και να αντιπαρατεθεί, όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του. Εγώ ήμουνα ο μικρότερος, δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, όλοι όμως με αποδέχονταν έστω και σαν παρατηρητή. Τα κορίτσια της παρέας, φοιτήτριες οι περισσότερες, τα έβλεπα σαν θεές, άσχετα αν ήταν ηθελημένα ατημέλητες, με τα αμπέχονα και τα ταγάρια, σύμφωνα με την αντισυμβατική τάση της φοιτητικής μόδας. Στα πάρτι που κάνανε τα παιδιά στη μεγάλη ταράτσα του σπιτιού, δεν τόλμαγα να πάρω ενεργό μέρος, καθόμουν σε μια άκρη και τους παρακολουθούσα. Από τις καλύτερες στιγμές ήταν όταν το πικάπ έπαιζε την «Δραπετσώνα» κι όλοι περίμεναν να χορέψει ο Ποσειδώνας. Όμορφο παλικάρι, άνοιγε τα τεράστια χέρια του κι έπαιρνε μια γυροβολιά, γεμίζοντας την ταράτσα με λεβεντιά και μεράκι. Από τότε, όταν ακούω την «Δραπετσώνα» θυμάμαι τον Ποσειδώνα, που έφυγε νωρίς για το μεγάλο ταξίδι, και μερικές φορές προσπαθώ να χορέψω όπως αυτόν, που χόρευε με τα χέρια τεντωμένα κι ανοιχτά σα να ήθελε ν’ αγκαλιάσει όλο τον κόσμο.

Το κορίτσι του διπλανού χωριού ήταν από τη μια χαρούμενο κι εκδηλωτικό κι από την άλλη σοβαρό και προσεκτικό. Ήταν πολύ όμορφη, επιθυμητή και πολλοί θα την ονειρευόντουσαν δίπλα τους. Ήταν όμως και μοναχοκόρη κι η στενή σχέση με τους γονείς της μαζί με τους περιορισμούς της κλειστής κοινωνίας του χωριού, δυσκόλευαν πολύ την επικοινωνία και το προχώρημα μιας σχέσης. Μέχρι τότε, οι συναντήσεις μας ήταν λίγες και πάντα ανάμεσα σε κόσμο. Ήταν ευτυχώς κολλητές με τη ξαδέρφη μου, τα είχαν μιλήσει μεταξύ τους, οπότε, όταν συναντιόντουσαν εμφανιζόμουν κι εγώ. Στην καφετέρια, σε γιορτές, αλλά και στο σπίτι της όπου οι γονείς της έδειχναν να με συμπαθούν ιδιαίτερα. Τα χωριά μας δεν ήταν μακριά μεταξύ τους, αλλά οι μετακινήσεις τότε δεν ήταν εύκολες. Αυτή τη φορά, στο πανηγύρι του Αγίου, θα ήταν η πρώτη μας συνάντηση στην οποία θα είχαμε την ευκαιρία να είμαστε μόνοι μας. Το περίμενα πως και πως, πιστεύω και η ίδια. Μέχρι τότε, μόνο πολλά βλέμματα όλο νόημα, λίγες επιφυλακτικές κουβέντες και τίποτα άλλο. Τώρα, αναγκαστικά θα έπρεπε να γίνουν κάποια βήματα, είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Μεγάλη αγωνία…

Μετά την τακτοποίηση της κατασκήνωσής μας, πηγαίναμε στο Αγίασμα. Ήταν μια μικρή σπηλιά με σταλακτίτες απ’ όπου ανάβλυζε νερό, αγιασμένο λέγανε. Μπαίναμε με δέος στη σπηλιά για να πιούμε το αγιασμένο νερό, όχι γιατί πιστεύαμε, αλλά κυρίως γιατί ήταν μέρος της τελετουργίας του πανηγυριού. Σιγά-σιγά μαζευόταν ο κόσμος και στηνόταν η ταβέρνα στο ξέφωτο, η οποία διέθετε μέχρι και λατέρνα. Την μετέφερε ο λαϊκός οργανοπαίχτης από ένα κοντινό χωριό κι ήταν έτοιμος για τις παραγγελιές των γλεντζέδων. Εμείς είχαμε το δικό μας φαγοπότι και με τις κιθάρες μας κάναμε το δικό μας γλέντι, με βασικές επιλογές Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Όσο περνούσε η ώρα, τα ζευγαράκια απομακρύνονταν για να βρουν κάποιο ιδιωτικό χώρο. Δειλά-δειλά κάναμε κι εμείς το ίδιο.

Περάσαμε τη νύχτα αγκαλιά. Τα φιλιά ήταν επιφυλακτικά και τα χάδια δειλά, πάνω από τα ρούχα. Για σεξ ούτε λόγος. Εκτός από τη φυσική μου ατολμία, είχα συνειδητοποιήσει ότι η πιθανή ερωτική εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με συμβόλαιο ζωής. Κι ήμασταν τόσο μικροί κι άβγαλτοι. Αυτή όμως η πρώτη, λειψή αλλά τόσο όμορφη ερωτική συνεύρεση, είναι απ’ αυτές που σου αφήνουν μια γλυκιά γεύση σ’ όλη τη μετέπειτα ζωή. Ξημέρωσα με το σεξουαλικό ανεκπλήρωτο να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, μπροστά σ’ εκείνο το γάργαρο γέλιο που φώτιζε το πρόσωπό της. Είχαμε συνομολογήσει, σιωπηρά, έναν εφηβικό έρωτα παλαιάς κοπής. Το καλοκαίρι, όμως, τέλειωσε σύντομα κι εγώ θα έφευγα για το πανεπιστήμιο. Πήρα μαζί μια φωτογραφία της, με το κλασικό της χαμόγελο και ένα κόκκινο μπουφανάκι που της πήγαινε πολύ. Την έχω ακόμα…

Τα επόμενα χρόνια δεν χαθήκαμε αλλά απομακρυνθήκαμε. Εγώ ζούσα τον οίστρο των πρώτων φοιτητικών χρόνων όπου νομίζεις ότι γνωρίζεις τα πάντα, μπορείς να κάνεις οτιδήποτε κι έχεις πάντα δίκιο. Ανεμελιά, θεατρικές ομάδες, ξενύχτια με ατέλειωτες συζητήσεις, τεράστιες παρέες, γλέντια, πολιτικές οργανώσεις. Τα ποικίλα ερεθίσματα της φοιτητικής ζωής και το αέναο κυνήγι των εμπειριών ενισχύουν την ανώφελη αλλά αναπόφευκτη έπαρση της νεότητας, μια επίπλαστη συναισθηματική αυτάρκεια κι έναν εγωκεντρισμό που τον βρίσκεις αργότερα μπροστά σου. Αντιθέτως, αυτή ήταν περισσότερο προσγειωμένη και δεμένη με το χωριό, ίσως αυτό να οφειλόταν στην στενή σχέση με τους γονείς της. Σπούδασε και τα έφτιαξε μ’ ένα παλικάρι που πάντα γελούσε κι αγαπούσε τη μουσική. Έχω ακόμα την κασέτα με τα μπλουζ του Σόνι-μπόι Γουίλιαμσον που μου έγραψε. Παντρεύτηκαν σύντομα κι ο γάμος έγινε στο χωριό. Στο γλέντι που έγινε στο καφενείο της πλατείας, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια, σερβίριζαν οι στενοί φίλοι, τα μπρατίμια, μαζί κι εγώ. Ήταν πολύ όμορφη κι εγώ ένοιωθα ότι την έχανα τελειωτικά. Χαμογελούσε συνεχώς, ως είθισται στα γαμήλια γλέντια, κι είχε δίπλα της τους ευτυχισμένους γονείς της. Την κοίταγα πλαγίως και στα βαθιά της μάτια έβλεπα ότι εγώ ήμουν κάτι παραπάνω από ένας απλός μπράτιμος, η ζωή όμως έχει τους δικούς της νόμους που πολλές φορές μας ξεπερνάνε…

Η φοιτητική ζωή τέλειωσε γρήγορα όπως όλα τα ωραία. Ακολούθησε η κατάθλιψη της αβεβαιότητας του μέλλοντος κι ο στρατός που τον είχα πάρει πολύ στραβά, Κλείστηκα στον εαυτό μου κι η διάθεσή μου πήγαινε από ο κακό στο χειρότερο. Απάγκιο κι η καλύτερη συντροφιά λίγα καλά βιβλία. Όταν κατέβαινα με το τραίνο για το Κέντρο κατάταξης είχα μαζί μου ένα βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου με τον σημαδιακό τίτλο «Τότε που ζούσαμε». Φοβήθηκα να το πάρω μαζί μου μήπως μου το πάρουν στο στρατόπεδο και το έκρυψα πίσω από μια μεγάλη ζαρντινιέρα στο σταθμό του τραίνου. Ήλπιζα ότι θα το έβρισκα όταν θα έβγαινα με την πρώτη άδεια. Δεν το βρήκα ποτέ και το έχω αφήσει ακόμα στη μέση, όπως όσα άλλα πράγματα…

Χριστουγεννιάτικες γιορτές στο στρατόπεδο. Δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση, να σου σφίγγεται η ψυχή. Κυρίως όταν έχεις γυρίσει από την άδειά σου, βλέπεις τους άλλους να φεύγουν για τη δική τους κι οι γιορτές δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Ποτέ άδεια τα Χριστούγεννα όταν είσαι φαντάρος. Καλύτερα τα Φώτα, να έχεις να περιμένεις. Εγώ την πάτησα, δεν ήξερα και πήρα άδεια τα Χριστούγεννα. Όταν γύρισα οι μέρες δεν περνούσαν, καλύτερες ήταν οι νύχτες στη σκοπιά. Μερικές φορές όμως γίνονται θαύματα. Ήταν μεσημέρι και μοναδική μου παρέα ήταν ο Φίλιπ Μάρλοου που, πίνοντας το φτηνό μπέρμπον που είχε πάντα στο κάτω συρτάρι του γραφείου του, έψαχνε τρόπους να ανακαλύψει τη μοιραία γυναίκα στο «Αντίο γλυκιά μου». Ξαφνικά άκουσα από το μεγάφωνο του στρατοπέδου το όνομά μου. Επισκεπτήριο στην πύλη. Παράκουσα, σκέφτηκα, η επιθυμία σου επιφυλάσσει πολλές φορές τέτοια παιχνίδια. Η επανάληψη του ονόματός μου από το μεγάφωνο με έπεισε ότι καλό είναι να πιστεύεις στα θαύματα. Ποιος θα ερχόταν, στην άγνωστη Αθήνα, να μου κάνει επισκεπτήριο; Γεμάτος χαρά αλλά και αγωνία, κατέβηκα τρέχοντας από το θάλαμο μέχρι την πύλη σε ελάχιστα λεπτά. Με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη ανάμεικτη με συγκίνηση. Το κορίτσι από το διπλανό χωριό, που σπούδασε και συνέχισε να ζει στην Αθήνα, καθόταν μαζί με τον άντρα της σ’ ένα παγκάκι δίπλα στην πύλη. Με την πρώτη ματιά φαινόταν έγκυος, σε προχωρημένη μάλιστα εγκυμοσύνη αν έκρινες από την κοιλιά της. Μου έφεραν δωράκι τις «Σταυροφορίες» του Τσιφόρου και κάθισαν αρκετή ώρα να μου κάνουν παρέα. Χάρηκα πάρα πολύ, ήταν ένα βάλσαμο στην κακή ψυχολογική κατάστασή μου ως φαντάρος, που ήταν ακόμα χειρότερη λόγω των γιορτών. Όταν γύρισα στο θάλαμο και ξεφύλλισα το βιβλίο, εκτός από την αφιέρωση βρήκα ανάμεσα στις σελίδες του και δυο χιλιάρικα, χαρτζιλίκι στο φαντάρο! Κι αργότερα έμαθα κάτι ιδιαίτερα συμβολικό και συνάμα συγκινητικό: ότι το γλυκό κορίτσι με το υπέροχο χαμόγελο, που είχε γίνει πια γυναίκα, γέννησε το ίδιο βράδυ ένα αγοράκι…

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, πάνω από τριάντα. Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά όταν βρέθηκα στο διπλανό χωριό που δεν έχει αλλάξει πολύ, μόνο που τα περισσότερα σπίτια του έχουν αγοραστεί από ξένους κι έχουν ανακαινιστεί. Η πλατεία του, κάτω από τα υπέροχα, τεράστια πλατάνια, έχει μείνει η ίδια. Το τοπίο, η φύση, μοιάζανε πολύ με το μοναστήρι του Αγίου. Δίπλα στην πηγή με το κρυστάλλινο νερό, στηνόταν παλιότερα η μικροφωνική όπου ο Γιωργάρας έδινε ρέστα με την κιθάρα του, συνοδευόμενος από το μπουζούκι του Μήτσου. Ενώ, συνήθως, η κιθάρα είναι αυτή που συνοδεύει το μπουζούκι το οποίο σολάρει και παίζει κυρίαρχο ρόλο, εδώ συνέβαινε το αντίθετο. Ο Γιωργάρας ήταν βιρτουόζος κιθαρίστας, με σπουδαίο ρεπερτόριο κι ιδιαίτερη ευαισθησία. Το πρόγραμμά του ήταν απαιτητικό, ψαγμένο, χωρίς εύκολες επιλογές και κομμάτια που ακούγονται συχνά και τα βαριόμαστε. Σπάνια λαϊκά, μερακλίδικα, καλοπαιγμένα, διανθισμένα από τους αγαπημένους του Χατζιδάκη και Θεοδωράκη. Κι όταν μ’ έβλεπε να κάθομαι σε κάποιο τραπέζι της ταβέρνας, έπαιζε αμέσως το αγαπημένο μας τραγούδι: «Φούστα κλαρωτή/ και γαρύφαλλο στ’ αφτί».

Αυτή τη φορά, όμως, το κλίμα ήταν διαφορετικό. Ήταν πανσέληνος του Αυγούστου κι η μαγευτική νύχτα έγινε ακόμα πιο υποβλητική με τις μουσικές επιλογές δυο υπέροχων μουσικών. Παίζανε στην κατάμεστη ταβέρνα της πλατείας. Όταν άρχισε η μουσική, ακόμα και τα πιρούνια ντράπηκαν από την αυθάδειά τους να παρεμβάλουν κι ακολούθησε απόλυτη σιγή. Δεν υπήρχε μικροφωνική, μόνο δυο όργανα, μπαγιάν και βιολί. Σπάνιο όργανο το μπαγιάν, κλασικής προέλευσης, έχει αντί για μεγάλα πλήκτρα μικρά κουμπιά, κι είναι πολύ δυσκολότερο από το συγγενικό του ακορντεόν. Το παλικάρι που έπαιζε μπαγιάν ήταν το αγόρι που γεννήθηκε εκείνο το μακρινό χειμωνιάτικο βράδυ, μετά την επίσκεψη των γονιών του στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Δεν τον είχα δει ποτέ μέχρι τότε κι έμαθα τυχαία για την εμφάνισή του αυτή τη βραδιά. Περίμενα το διάλλειμα να του μιλήσω. Με κοίταξε παράξενα, με απορία. Του διηγήθηκα την ιστορία σε μερικά λεπτά, του έδωσα ένα βιβλίο και τον αγκάλιασα. Με ξανακοίταξε έντονα στα μάτια και μου είπε: «Κάτι βαθύ μας συνδέει εμάς τους δυο! Σου αφιερώνω το επόμενο τραγούδι, αν και θα πρέπει να σου αφιερώσω πολλά ακόμα».

Συνεννοήθηκαν με μια ματιά με τον βιολιστή κι άρχισαν να παίζουν το «O sole mio»!

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποτέ δε χώνεψα τους δάσκαλους και τους μπάτσους

 

 Το μεγάλο σεντόνι είχε ήδη κρεμαστεί και κάλυπτε τη μια πλευρά του λεωφορείου που έκανε κάθε πρωί τη γραμμή από το χωριό στο λιμάνι του Πρίνου. Εξ αιτίας του μεγάλου αυτού του λεωφορείου κι επειδή δε μπορούσε να πάρει εύκολα τη στροφή, έκοψαν κάποια φωτεινά πνεύματα το τεράστιο, αιωνόβιο πλατάνι που στην κουφάλα του παίζαμε κρυφτό κι η σκιά του κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την πλατεία. Ακόμα παραμένει στο μυαλό μου η εικόνα των δύο ανδρών, να κρατούν από τις δυο μεριές το μεγάλο πριόνι και με συντονισμένες κινήσεις να κόβουν τον τεράστιο κορμό που κουβαλούσε τόσες και τόσες μνήμες.

Όταν ήταν έτοιμα. Οι στρατιώτες της ΜΟΜΑ είχαν ήδη στήσει την παμπάλαια μηχανή προβολής πάνω στο τζιπ και περίμεναν να σουρουπώσει. Το ανυπόμονο βουητό των πιτσιρικάδων που ήταν καθισμένοι οκλαδόν στα τσιμέντα της πλατείας, μπροστά από τις καρέκλες που είχε διαθέσει το καφενείο για να κάθονται οι μεγάλοι, κάλυπτε κάθε άλλο θόρυβο. Ήταν καλοκαιράκι και νύχτωνε αργά, το σχολείο είχε κλείσει και μαζί είχε εκλείψει ο φόβος να μας τσακώσει ο δάσκαλος για υπέρβαση του επιτρεπτού ωραρίου. Στη διάρκεια, όμως, της σχολικής χρονιάς δεν ήταν το ίδιο. Μετά τις επτά το απόγευμα απαγορευόταν η κυκλοφορία των μαθητών σε δημόσιους χώρους κι ο δάσκαλος έκανε συχνές περιπολίες για να σημειώσει στο τεφτέρι του τυχόν παραβάτες, τους οποίους περίμενε η τιμωρία της επόμενης μέρας. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί του κι έναν από τους χωροφύλακες του χωριού και περιπολούσαν καμαρωτοί, επιδεικνύοντας την εξουσία τους. Αυτό που απολάμβαναν περισσότερο ήταν να μας πιάνουν στα πράσα, να παρακολουθούμε ποδοσφαιρικό αγώνα στο καφενείο του Μαραγκού.

Στο χωριό, τότε, υπήρχαν μόνο δύο τηλεοράσεις, στα δύο καφενεία. Όταν γινόταν τηλεοπτική μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα, κυρίως όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός, τα καφενεία άλλαζαν χαρακτήρα. Οι καρέκλες στηνόταν η μια δίπλα στην άλλη σε σειρές, τα τραπέζια πήγαιναν στην άκρη και το καφενείο μετατρεπόταν σε σινεμά που στη θέση της μεγάλης οθόνης είχε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση στολισμένη με ασπροκόκκινα κασκόλ. Η μικρή, μαγική αυτή οθόνη έφερνε τους ήρωες του Θρύλου μέσα στο καφενείο. Μερικοί πιτσιρικάδες βαμμένοι γαύροι, παρότι ξέραμε ότι θα μας πιάσουν, χωνόμασταν από την πλαϊνή πόρτα του μαγαζιού, καθόμασταν στο πάτωμα ανάμεσα στις ψάθινες καρέκλες και μας αρκούσε να δούμε έστω για λίγο τα ινδάλματά μας, μέχρι να μας «συλλάβει» η περιπολία δάσκαλου-μπάτσου. Και δε μας ένοιαζε η διαπόμπευση της επόμενης μέρας μετά την πρωινή προσευχή ούτε οι ξυλιές στα χέρια από τη χοντρή βέργα του δάσκαλου. Είχαμε κάνει γι’ άλλη μια φορά μια πράξη αντίστασης στην απόλυτη εξουσία του δάσκαλου και του μπάτσου, μια πρωτόλεια παιδική επαναστατική πράξη για τη διεκδίκηση της ελευθερίας να βλέπουμε τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της ομάδας μας!

Η περιπολία συνήθως μας τσάκωνε και μας έδιωχνε κακήν-κακώς από το καφενείο. Εμείς, όμως, είχαμε ως εναλλακτική λύση την καβάτζα του Πλαστήρα, όπου στο φιλόξενο μαγαζάκι του αρκούμασταν στη ραδιοφωνική μετάδοση του αγώνα. Το ψιλικατζίδικο ήταν πολύ μικρό, σκέτη τρύπα. Πίσω από τον πάγκο ο Πλαστήρας, παρατσούκλι φυσικά, όπως είχαν όλοι στο χωριό. Ήταν υπερβολικά αδύνατος, με μια τεθλασμένη μύτη πολλών γωνιών. Μπροστά από τον πάγκο όλη η πιτσιρικαρία, όσοι χωρούσαμε βέβαια. Όπου να γυρίσεις να κοιτάξεις, στα ράφια και τους τοίχους, φωτογραφίες παικτών του Ολυμπιακού, ασπροκόκκινα κασκόλ και φανέλες, αφίσες με τη ενδεκάδα του Θρύλου. Το σίγουρο ραντεβού στου Πλαστήρα ήταν το απομεσήμερο της Κυριακής, περιμένοντας να ακούσουμε τη ραδιοφωνική μετάδοση του ποδοσφαιρικού αγώνα της ομάδας μας. Με την αίσθηση της ακοής να παίρνει υπερβολικές διαστάσεις σε συνδυασμό με την διψασμένη φαντασία μας, οι φωτογραφίες των παικτών αποκτούσαν κίνηση κι ήταν σα να αναπαριστούσαμε νοερά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που δεν βλέπαμε. Αγωνία όταν το γκολ δεν έμπαινε, απογοήτευση για τις χαμένες ευκαιρίες, θλίψη και κατεβασμένα κεφάλια όταν χάναμε αλλά και τρελοί πανηγυρισμοί στα γκολ που βάζαμε και στις συχνές μας νίκες. Το μικροσκοπικό ψιλικατζίδικο του Πλαστήρα είχε μετατραπεί στη φαντασία μας στο «Καραϊσκάκη» και ζούσαμε μ’ όλη μας την ψυχή τον αγώνα σα να ήμασταν μέσα στο γήπεδο. Ο Πλαστήρας είχε καταφέρει να δώσει διέξοδο στη μεγάλη μας αγάπη για τον Ολυμπιακό, δημιουργώντας μια πρωτότυπη προσομοίωση γηπέδου στον μικρό χώρο του. Η μαγεία των κυριακάτικων απογευμάτων, τότε που το ποδόσφαιρο ήταν μύηση και μυσταγωγία, θα μείνει χαραγμένη πάντα στη μνήμη μας!

Που και που έμπαινε κάποιος πελάτης, ζητούσε κάτι μ’ ένα συνθηματικό νεύμα κι ο Πλαστήρας του το έδινε με καμουφλαρισμένο τρόπο. Ένας ψαράς που ερχόταν συχνά του έλεγε: «σημείωσέ το στα καλαμάρια(;)». Πολύ αργότερα καταλάβαμε ότι ο πλαστήρας ήταν ο μοναδικός στο χωριό που πουλούσε προφυλακτικά. Έτσι, αποτελούσε το βαρόμετρο και το στατιστικό μέτρο της σεξουαλικής ζωής του χωριού. Το ζευγάρι που κατανάλωνε τα περισσότερα προφυλακτικά ήταν φυσικά και το θερμότερο. Κι όπως αποδείχτηκε, ο ψαράς που πλήρωνε σε είδος, ήταν ο καλύτερος πελάτης!

Στο ημίχρονο κάθε αγώνα, για την εκτόνωση της έντασης και για να βγάλει κανένα φράγκο, ο Πλάστήρας έδινε το σύνθημα ν’ αρχίσει ένα παιχνίδι δικής του έμπνευσης. Έβαζε καρτελάκια με αριθμούς μέσα στο περιτύλιγμα, σε μικρές σοκολάτες αμυγδάλου ΙΟΝ, τις ανακάτευε και μας τις μοίραζε. Όποιος πετύχαινε τον μεγαλύτερο αριθμό τις κέρδιζε όλες. Στο τέλος, βέβαια, μοιραζόμασταν τις περισσότερες γιατί δεν μπορούσε να τις φάει ένας μόνος του, όλοι μέναμε ευχαριστημένοι και φυσικά κι ο Πλαστήρας που πούλαγε τις πιο πολλές σοκολάτες στο χωριό! Κι εκείνη η γεύση της αμυγδάλου ΙΟΝ έχει μείνει αναλλοίωτη στο στόμα μας, για πολλά-πολλά χρόνια…

Άλλο, όμως, ποδοσφαιρική μετάδοση στην τηλεόραση κι άλλο θερινό σινεμά και μάλιστα χωρίς το φόβο της περιπολίας. Μόλις, λοιπόν, έσβησαν τα φώτα της πλατείας κι ακούστηκε ο θόρυβος της παμπάλαιας μηχανής προβολής, έπεσε απόλυτη σιωπή. Οι φασαριόζοι πιτσιρικάδες, μαγεμένοι από τις πρωτόγνωρες εικόνες, παρακολούθησαν με θρησκευτική ευλάβεια την υπέροχη «Βαβυλωνία» που περιέγραφε απολαυστικά το γλωσσικό, κοινωνικό και πολιτικό αλαλούμ της πολυπολιτισμικής Ελλάδας, που έκανε τα πρώτα βήματά της ως κράτος μετά τη επανάσταση του 1821. Χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολλά πράγματα, κυριάρχησε το γέλιο κι η συγκίνηση κι ήταν για κάποιους από μας η αφετηρία της μεγάλης μας αγάπης για τον κινηματογράφο. Κάτι που μελλοντικά έγινε ευχάριστη συνήθεια, απαραίτητη επιλογή των βραδινών εξόδων, αφορμή για τα πρώτα ραντεβού και τα δειλά αγγίγματα στη σκοτεινή αίθουσα, ένα παράθυρο στον κόσμο, τη ψυχαγωγία και τη γνώση που κρατά μια ζωή και συνοδεύει τις μοναχικές μας στιγμές.

Οι προβολές του θερινού σινεμά της ΜΟΜΑ ήταν σπάνιες. Οι χειμερινές προβολές, όμως, στο καφενείο του Μαραγκού ήταν μια φορά τη βδομάδα, κάθε Πέμπτη. Ο Καραγιώργης, σινεματζής με αίθουσα προβολής στα Λιμενάρια, έπαιρνε κάθε Πέμπτη τη φορητή του μηχανή και πρόβαλε μια ταινία στο χωριό. Ήταν το μεγάλο γεγονός της βδομάδας. Ο καφετζής έστηνε τις καρέκλες του στη σειρά κι έκλεινε με σκούρες κουρτίνες τις πολλές τζαμένιες επιφάνειες που είχε, από τη μια του πλευρά, το καφενείο. Η αίθουσα γέμιζε πολύ νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα προβολής. Κάποιοι από τους πιο φανατικούς θεατές, κυρίως γυναίκες, είχαν τις σταθερές, αποκλειστικά δικές τους θέσεις. Εμείς οι πιτσιρικάδες, όμως, εκτός του ότι δύσκολα θα βρίσκαμε το αντίτιμο του εισιτηρίου, έπρεπε να συμμορφωθούμε και με την απαγόρευση του δασκάλου, ο οποίος διατεινόταν ότι δεν ήταν επιτρεπτό τα παιδιά να εμφανίζονται στα καφενεία για οποιοδήποτε λόγο. Ξέραμε, λοιπόν, ότι αν τολμούσαμε να πάμε στο σινεμά της Πέμπτης, σίγουρα το δίδυμο δάσκαλου-μπάτσου θα μας ανακάλυπτε και θα πληρώναμε την επαύριο τις συνέπειες. Η μόνη μας λύση ήταν να γίνουμε λαθροθεατές. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσουμε από πριν κάποια καλή κυρία που θα καθόταν δίπλα στα παράθυρα, να τραβήξει το κουρτινάκι κι έτσι να κλέψουμε μερικές εικόνες, όρθιοι στις μύτες των ποδιών έξω από το καφενείο, με κολλημένα τα μάτια στο τζάμι, κι αν ήμασταν τυχεροί να δούμε όλη την ταινία. Εγώ είχα καταφέρει να έχω το πλεονέκτημα της σταθερής θέσης. Η θεια Μόρφω, η ευτραφής γυναίκα του μπάρμπα Μήτσου που έπινε καθημερινά τα ουζάκια του στο μπακάλικο του πατέρα μου, είχε πάντα τη θέση της δίπλα σ’ ένα από τα παράθυρα του καφενείου. Μόλις, λοιπόν, άρχιζε η ταινία κι έσβηναν τα φώτα, χτυπούσα σιγά-σιγά το τζάμι κι αυτή αμέσως τράβαγε το κουρτινάκι και μου άνοιγε ένα τεράστιο σε σημασία και αξία, θαυμαστό κι ονειρικό παράθυρο στον κόσμο, στις μαγικές εικόνες του κινηματογράφου. Εικόνες χωρίς ήχο, βέβαια, αλλά καθόλου δε μ’ ένοιαζε, γιατί όταν φαντάζεσαι τα λόγια των ηθοποιών φτιάχνεις παράλληλα τη δική σου ταινία.

Δυστυχώς, όμως, τα βάσανα των μικρών λαθροθεατών δεν είχαν τελειωμό. Το αστυνομικό τμήμα ήταν δίπλα στο καφενείο του Μαραγκού κι ο αγροίκος ο Θανάσης ο χωροφύλακας, όταν δεν μπεκρόπινε στο άλλο καφενείο, έκανε ασκήσεις εξουσίας εναντίον των μικρών λαθραίων θεατών. Έβαζε τις φωνές, κατέβαινε κάτω και μας κυνηγούσε μέχρι να χαθούμε στα στενά του χωριού. Κατόπιν καθόταν στη βεράντα της αστυνομίας παραφυλάγοντας μήπως ξαναγυρίσουμε. Κι έτσι τέλειωνε για μας, πικρά κι άδοξα, ακόμα μια κινηματογραφική προβολή…

Τέτοιες ήταν οι πρώτες μας επαφές με το σινεμά. Σκόρπιες εικόνες χωρίς ήχο, ταινίες που δεν μάθαμε ποτέ πως τέλειωναν, λειψή οπτική από το θολό τζάμι κι από το στρίμωγμα να χωρέσουν τα κεφάλια μας μέσα στο πλαίσιο του μικρού παραθύρου. Και πάντα με το φόβο να πλανιέται στην ατμόσφαιρα, με τις αισθήσεις μας διαρκώς σε επιφυλακή μήπως ακούσουμε τις απειλητικές αγριοφωνάρες του μπάτσου που είχε βρει έναν ακόμα τρόπο άσκησης της εξουσίας του, απαγορεύοντας τα διψασμένα για σινεμά παιδιά του χωριού να δουν τις ταινίες της Πέμπτης.

Η ποικιλόμορφη εξουσία των μπάτσων στο χωριό είχε κι άλλες διαστάσεις. Εκτός του ότι είχαν καταγράψει τις πολιτικές πεποιθήσεις των γονιών μας, που στο θολωμένο από την εξουσία μυαλό τους είχαν προέκταση και στα παιδιά, γνώριζαν επακριβώς και τις ποδοσφαιρικές μας προτιμήσεις. Το χωριό, λόγω της μεγάλης αγωνιστικής και κομμουνιστικής παράδοσης, είχε μια σαφή προτίμηση στο κόκκινο χρώμα κι ως εκ τούτου στον Ολυμπιακό. Αντίθετα, ο Παναθηναϊκός, ως η προσφιλής ομάδα της χούντας, ήταν η επιλογή των λίγων δεξιών και φυσικά των εκπροσώπων και των οργάνων της εξουσίας. Ο Παναθηναϊκός, τότε, είχε προχωρήσει στο ευρωπαϊκό κύπελλο πρωταθλητριών ομάδων κι είχε φτάσει στον τελικό με αντίπαλο τον μεγάλο Άγιαξ. Το γνωστό σκηνικό είχε ήδη στηθεί στο καφενείο κι όλοι περίμεναν την έναρξη του αγώνα. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο δάσκαλος έλειπε σε κάποιο σύντομο ταξίδι οπότε ήταν ανοιχτός ο δρόμος για το καφενείο και την παρακολούθηση του τελικού για τον οποίο είχε γίνει τόσος μεγάλος ντόρος. Στην πόρτα του καφενείου με σταμάτησε ο μπάτσος και με ειρωνικό ύφος με ρώτησε: «Ποια ομάδα θα υποστηρίξεις σήμερα;». Αν έδινα την προφανή απάντηση, τον Παναθηναϊκό, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα και θα έβλεπα το ματς. Έτσι όμως, υποστηρίζοντας τον ιστορικό μας αντίπαλο, θα πρόδιδα τη μεγάλη μου αγάπη, τον Ολυμπιακό, και ταυτόχρονα θα έσκυβα το κεφάλι στην εξουσία του μπάτσου που δεν θα έκρυβε την ικανοποίησή του. «Υποστηρίζω τον Άγιαξ», απάντησα περήφανα στο μπάτσο και πριν με διώξει κακήν-κακώς από το καφενείο, του γύρισα την πλάτη κι έφυγα εγώ πρώτος, με ψηλά το κεφάλι γιατί δεν υποχώρησα μπροστά στο φόβητρο της αστυνομικής στολής.

Μεγάλος πια, όταν για οποιοδήποτε λόγο βρισκόμουν σε αστυνομικό τμήμα ένοιωθα ένα σφίξιμο στην ψυχή. Επίσης, λόγω πολιτικής και κινηματικής δράσης, ερχόμουν συχνά σε επαφή με την κατασταλτική εξουσία των μπάτσων η οποία έπαιρνε, πολλές φορές, ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα. Όταν τους έβλεπα απέναντί μου σε συγκρουσιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, δεν ήταν μόνο η αποκρουστική τους εικόνα, με τα κράνη, τα γκλομπς και τους εκτοξευτήρες χημικών, που μου δημιουργούσε οργή και αγανάκτηση. Ήταν κάτι βαθύτερο, κάτι που ζητούσε τη δικαίωσή του κι έπρεπε να κάνεις μια βουτιά στο παρελθόν για να το ανακαλύψεις. Ήταν κάποιες χαμένες κινηματογραφικές εικόνες, κάποιες μισοτελειωμένες ταινίες, κάποια ποδοσφαιρικά ματς που διακόπηκαν απότομα, κάποια απογεύματα που μας αναγκάζαμε να τα περνάγαμε κλεισμένοι στο σπίτι, ήταν η κλεμμένη παιδική μας αθωότητα από μια ηλίθια εξουσία.

 

 

Πάνος Δημητρούδης

Share this Post