Η κληρονομιά της θείας Μάλτας * Πάνος Δημητρούδης

In Διήγημα, Πεζογραφία by mandragoras

 

Ο Δημητρός ήταν το πιο όμορφο παλληκάρι στο χωριό. Αθλητικό σώμα, σπαστό-κυματιστό μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, βλέμμα φωτεινό και ντροπαλό και πάντα καλοντυμένος, με τα πιο όμορφα και μοδάτα κουστούμια ραμμένα σε ράφτη κι όχι ετοιματζίδικα. Λίγοι είχαν την δυνατότητα να ράβουν κουστούμια εκείνη την εποχή. Το χωριό ήταν φτωχό, αγροτικό με μονοκαλλιέργεια την ελιά η οποία δεν άφηνε πολλά χρήματα λόγω της ακραίας εκμετάλλευσης από τα λίγα, ιδιωτικά ελαιοτριβεία. Ο Δημητρός, όμως, ήταν από οικογένεια μπακάληδων κι οι μπακάληδες, τότε στα χωριά, ήταν οι προύχοντες γιατί είχαν στην διάθεσή τους όλα τα «καλούδια» που έπρεπε να αγοράσουν οι υπόλοιποι χωριανοί για να ζήσουν: αλεύρι για ψωμί, ζάχαρη, όσπρια, ζωοτροφές. Ο πατέρας του ο μπαρμπα-Παναγιώτης ο μπακάλης, καλόβολος, στοχαστικός και μποέμ, έφευγε με το καΐκι για την κοντινή αγορά της Καβάλας κι άλλες φορές έφτανε μέχρι τον Πειραιά για να γεμίσει τα αμπάρια με τα «εδώδιμα και αποικιακά» του μπακάλικου. Έτσι, λοιπόν, ο Δημητρός είχε ότι ήθελε, σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, χωρίς να το επιδιώκει, μιας και ήταν συνεσταλμένος και εσωστρεφής, ξεχώριζε και ήταν το μήλο της έριδος για τα κορίτσια του χωριού. Όταν, μάλιστα, ανέβαινε στο κατάρτι του ψαροκάικου για να κάνει βουτιά στην θάλασσα, το γυμνασμένο κορμί του γινόταν αντικείμενο θαυμασμού από όλο τον κοριτσόκοσμο που χάζευε από την δέουσα απόσταση που επέτρεπαν τα ήθη της εποχής.

Η κατοχή τον βρήκε στα είκοσί του χρόνια. Παρότι το μπακάλικο διέθετε τα απαραίτητα είδη διατροφής, και πρώτα από όλους για την οικογένεια του μπακάλη, ένα παλληκάρι με ιδιαίτερη αίσθηση δικαιοσύνης δεν ένοιωθε άνετα να κάθεται σε γεμάτο τραπέζι ενώ οι φίλοι του να πεινάνε. Η βουλγάρικη κατοχή ήταν πολύ σκληρή, οι στρατιωτικές δυνάμεις της ήλεγχαν τα πάντα και είχαν επιτάξει σχεδόν ολοκληρωτικά τους παραγωγικούς πόρους των χωρικών. Ο Δημητρός βοηθούσε όσο μπορούσε, παίρνοντας τρόφιμα κρυφά από τις αποθήκες του μπακάλικου για να τα μοιράσει στους φίλους του. Ο πατέρας του, εντέχνως αποστασιοποιημένος, τον ενθάρρυνε χωρίς να παίρνει θέση μπροστά στις γκρίνιες των καλομαθημένων αδελφάδων του και στα δηλητηριώδη καρφιά του μεγάλου αδελφού του που ήδη είχε αρχίσει τις παρέες με τους ταγματασφαλίτες του χωριού. Παρά τις όποιες αντιδράσεις εκ των έσω, υπήρξε και κάποιος μπακάλης σ’ ένα μικρό χωριό της Θάσου που δεν ήταν μαυραγορίτης!

Ήταν θέμα χρόνου να οργανωθεί ο Δημητρός στην ΕΠΟΝ και κατόπιν στο ΕΑΜ Νέων. Η πολιτικοποίησή του ήταν απόρροια των ιδιαίτερα πιεστικών κοινωνικών αναγκών και των προσωπικών του ευαισθησιών και αναζητήσεων. Κι η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη: κρυφές συνεδριάσεις της οργάνωσης, συχνές ενέργειες εναντίον των βουλγάρων και τελική κατάληξη το βουνό. Η απελευθέρωση και η αποχώρηση των κατακτητών απομυθοποιήθηκε γρήγορα, με τους ταγματασφαλίτες και τους συνεργάτες των βουλγάρων να παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους και να οργανώνουν την δική τους κατοχή, απέναντι σ’ αυτούς που έκαναν αντίσταση με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους. Η αδίστακτη δωσιλογική εξουσία και οι ξένες δυνάμεις που την στήριζαν κράτησαν για λίγο καιρό τα προσχήματα, εξωθώντας όμως ουσιαστικά την κατάσταση στην εμφύλια σύρραξη. Για τον Δημητρό, που είχε τον μεγάλο του αδερφό δραστήριο ταγματασφαλίτη, η αποχώρηση από το νησί ήταν μονόδρομος, διαφορετικά ο εμφύλιος θα ξέσπαγε και εντός της οικογένειας. Εντάχθηκε λοιπόν άμεσα στο αντάρτικο στην ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, από την Δράμα μέχρι την Κομοτηνή, ξεχώρισε αμέσως και έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχη.

Οι συνθήκες του αντάρτικου σ’ αυτές τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας ήταν δύσκολες, κυρίως λόγω της απόστασης από την κεντρική Ελλάδα όπου δρούσαν οι βασικοί αντάρτικοι πυρήνες. Ο Δημητρός «ψήθηκε» γρήγορα, προσαρμόστηκε στις ανάγκες του βουνού, ανέπτυξε επιτελικές δυνατότητες, λάμβανε γρήγορες και παράτολμες αποφάσεις σε αντιδιαστολή με τον εσωστρεφή χαρακτήρα του και συγχρόνως καλλιέργησε την θεωρητική και ιδεολογική του κατάρτιση. Μιας και ήταν έξυπνο παλληκάρι, με διορατικότητα και τολμηρή σκέψη, αντιλήφθηκε σύντομα τα αδιέξοδα του αντάρτικου και την επερχόμενη ήττα που ήταν απόρροια του διαμοιρασμού που προέκυψε από τους νικητές του 2ου παγκοσμίου πολέμου, με βασική ευθύνη της, υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής, ανέγγιχτης Σοβιετικής Ένωσης. Τέτοιες κουβέντες έκανε με ελάχιστους συντρόφους που είχαν τις ίδιες ανησυχίες και τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, το Νώντα τον διανοούμενο με τα στρογγυλά γυαλιά και τον Βασίλη τον βουνίσιο που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, μιας και η προσήλωση και η πίστη στις δογματικές αντιλήψεις και στο αλάθητο της «σοβιετικής πατρίδας» ήταν απόλυτα κυρίαρχες. Η αμφισβήτησή τους, μάλιστα, συνοδευόταν με δυσμένεια και με έναν πολιτικό στιγματισμό που καταγραφόταν ανεξίτηλα στο προφίλ όποιου άνοιγε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Σε κάποια από τις συχνές μετακινήσεις των αντάρτικων μονάδων προς την Θράκη, όπου τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα λόγω των μειονοτικών πληθυσμών, γνωρίστηκε ο Δημητρός με την Μάλτα, ένα μικροκαμωμένο κορίτσι από τους Μεταξάδες του Έβρου που ανέβηκε στο βουνό μαζί με τον κυνηγημένο ΕΠΟΝίτη αδελφό της. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και αμοιβαίος, κρυφός βέβαια δεδομένης της αυστηρότητας που επέβαλαν οι συνθήκες του αντάρτικου. Κλεφτές ματιές, ντροπαλά χαμόγελα και το πρώτο φιλί με χίλιες προφυλάξεις, που η γεύση του έμεινε ανεξίτηλη και δεν έλεγε να εγκαταλείψει τα χείλη τους. Το ερωτευμένο ζευγάρι αντάλλαξε όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης και μιας και οι μονάδες τους είχαν διαφορετικές χρεώσεις και αρμοδιότητες βλεπόντουσαν σπάνια.

Ο εμφύλιος τέλειωσε και την απογοήτευση της ήττας ακολούθησε η αναγκαστική εξορία. Ο Δημητρός πέρασε στην Βουλγαρία η οποία, από χώρα που συνεργάστηκε με την χιτλερική Γερμανία και αποτέλεσε μισητή κατοχική δύναμη στην Θάσο, έγινε κατόπιν λαϊκή δημοκρατία και καταφύγιο των εξόριστων ανταρτών. Οι σφαίρες επιρροής είχαν πλέον καθοριστεί απαρέγκλιτα στο ευρωπαϊκό τοπίο. Γνωρίζοντας ότι η Μάλτα θα κατευθυνόταν προς την Ρουμανία, ο Δημητρός είχε σκοπό να φύγει γρήγορα από τον πρώτο του σταθμό, την Βουλγαρία, και να συναντήσει την αγαπημένη του στο Βουκουρέστι. Λογάριαζε, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Οι σταλινικές μέθοδοι παρακολούθησης, στοχοποίησης και δαιμονοποίησης είχαν δυστυχώς διαβρώσει και τις τάξεις των ανταρτών. Κάποιος εγκάθετος καλοθελητής, είχε κρυφακούσει και κατόπιν μετέφερε δεόντως τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες, στις κουβέντες που έκαναν ο Δημητρός με τους συντρόφους του Νώντα και Βασίλη. Οι μυστικές υπηρεσίες του βουλγαρικού κομμουνιστικού κόμματος, σε συνεργασία με την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, συνέλαβαν τους τρεις συντρόφους και τους έκλεισαν στην φυλακή με βαρύτατες κατηγορίες: αντικομματική συμπεριφορά, προδοσία και συνεργασία με τις δυνάμεις τους εχθρού. Οι μέθοδοι του πανίσχυρου διοικητή των μυστικών υπηρεσιών της Σοβιετικής Ένωσης Λαβρέντι Μπέρια έβρισκαν πρόθυμους μιμητές σε όλες τις λαϊκές δημοκρατίες. Ο Δημητρός κλείστηκε σε κελί απομόνωσης και δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν οι δυο σύντροφοί του. Εφαρμόστηκαν πάνω του διάφορα ακραία είδη βασανιστηρίων με στόχο την αποδοχή των κατηγοριών που τού είχαν προσάψει. Μέχρι και το περίφημο μαρτύριο της σταγόνας, το οποίο θεωρούνταν η κορωνίδα των μαρτυρίων που έσπαγε τις αντιστάσεις και τις αντοχές ακόμα και των σκληρότερων κρατουμένων. Είχαν δεμένο, ακίνητο τον Δημητρό και μια σταγόνα νερού έσταζε μονίμως πάνω στο κεφάλι του, μέρες ολάκερες. Κόντεψε να τρελαθεί, το κεφάλι του απέκτησε ένα βαθούλωμα από το διαρκές στάξιμο της σταγόνας αλλά, τελικά, ο Δημητρός άντεξε και δεν παραδέχτηκε το, εναντίον του, άθλιο κατηγορητήριο. Οι βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο, με την προϋπόθεση ότι θα εγκατέλειπε άμεσα την χώρα. Παρά το διαλυμένο κορμί και τα σμπαραλιασμένα νεύρα από τα βασανιστήρια, αυτή ήταν η μεγαλύτερη λύτρωση για τον Δημητρό. Θα ξανασυναντούσε επιτέλους την Μάλτα!

Τα πράγματα στην Ρουμανία ήταν σαφώς καλύτερα. Αντάμωσε την Μάλτα στο Βουκουρέστι, απέκτησε επαφή με εξόριστους συντρόφους και βρήκε δουλειά σε ένα μεγάλο τυπογραφείο. Παντρεύτηκαν σύντομα με την Μάλτα, τους δόθηκε δικό τους σπίτι ως νέο ζευγάρι και απέκτησαν ένα αγοράκι, τον Γιαννίκο. Το κοινό τους όνειρο που επιτέλους πραγματοποιήθηκε βοήθησε τον Δημητρό να ξεπεράσει τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα που τού άφησαν τα βασανιστήρια στην φυλακή της Βουλγαρίας. Τα ιδεολογικά και πολιτικά, όμως, τραύματα και οι μεγάλες διαψεύσεις έμειναν βαθιά χαραγμένα μέσα του και, λόγω της εσωστρέφειάς του και της υπερβολικής ιδεολογικής συνέπειας, δεν τά εξωτερίκευε σε κανέναν και τά κουβαλούσε μέσα του ως δυσβάσταχτο βάρος.

Μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, που οδήγησε στην λεγόμενη αποσταλινοποίηση, επήλθαν αλλαγές που επηρέασαν όλες τις λαϊκές δημοκρατίες και ιδιαίτερα την Ρουμανία. Ο ηγέτης της Νικολάε Τσαουσέσκου κράτησε αποστάσεις από την απόλυτη επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και οικοδόμησε την δική του προσωποπαγή ηγεμονία. Μετά από λίγα χρόνια, το ΚΚΕ διασπάστηκε και ο Δημητρός, μαζί με τους περισσότερους πολιτικούς πρόσφυγες στο Βουκουρέστι, ακολούθησε το ΚΚΕ εσωτερικού το οποίο απηχούσε τις δικές του απόψεις, τις οποίες εξέφραζε με πολλούς δισταγμούς στα χρόνια του αντάρτικου. H Μάλτα έπιασε δουλειά ως διοικητικός υπάλληλος σε ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα κι ο Δημητρός απέκτησε ειδίκευση τυπογράφου, περνώντας τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του στην λέσχη των ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Έβλεπε φυσικά την στρεβλή οικοδόμηση ενός ανελεύθερου καθεστώτος και ενός υπερφίαλου ηγεμόνα που ήλεγχε τα πάντα, αλλά τα κρατούσε μέσα του και δεν μίλαγε, από τη μια γιατί το ΚΚΕ εσωτερικού διατηρούσε καλές σχέσεις με το καθεστώς Τσαουσέσκου κι από την άλλη γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού και την διάψευση των ιδεών και των οραμάτων του. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του μια σκιά σκοτείνιαζε το πρόσωπό του και μια μόνιμη θλίψη συνόδευε το βλέμμα του, η θλίψη της ματαίωσης και του αδιεξόδου. Ήθελε, έστω και διά της σιωπής, να υπερασπίσει την όποια εφαρμοσμένη εκδοχή της ιδεολογίας στην οποία αφιέρωσε την ζωή του.

Το καραμανλικό κράτος της μεταπολίτευσης δεν επέτρεψε στον Δημητρό να έρθει στην Ελλάδα ούτε για την κηδεία της μάνας του , της γιαγιάς Μαριγούδας. Παρότι τα κομμουνιστικά κόμματα νομιμοποιήθηκαν μετά την μεταπολίτευση, η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων ήταν ένα ακόμη πολιτικό ταμπού για την κυβέρνηση της Δεξιάς. Ο Δημητρός και η Μάλτα επαναπατρίστηκαν το 1985, είχαν απομείνει στο Βουκουρέστι από τους τελευταίους πολιτικούς πρόσφυγες της Ρουμανίας. Ο γιος τους ο Γιαννίκος, γεννημένος στο Βουκουρέστι και παντρεμένος πλέον με Ρουμάνα παρέμεινε στην γενέτειρά του. Η επιστροφή στο χωριό δεν ήταν εύκολη. Πούλησαν το πατρικό σπίτι που ήταν στην άκρη του χωριού και έκτισαν καινούριο σπίτι στον παραθαλάσσιο οικισμό της Σκάλας Καλλιράχης, για να είναι κοντά στην πιάτσα και να βλέπουν γύρω τους ανθρώπους, όπως έλεγε η Μάλτα. Αρκετοί ντόπιοι ήταν επιφυλακτικοί και τυπικοί μαζί τους, υπήρχε μια δυσπιστία και μια ενδόμυχη άρνηση αποδοχής των πρώην κομμουνιστοσυμμοριτών, των «μιασμάτων» που επέστρεψαν στον τόπο τους. Παρότι θα περίμενε κανείς να είναι το κλίμα διαφορετικό μιας και το ΚΚΕ είχε τότε μεγάλη δύναμη στο χωριό και διατηρούσε την προεδρεία της Κοινότητας, ο Δημητρός και η Μάλτα είχαν διαπράξει το αμάρτημα του αναθεωρητισμού το οποίο δεν ήταν δυνατό να συγχωρεθεί από το Κόμμα. Έτσι, η επιφυλακτικότητα και η απόσταση από τους επαναπατρισθέντες επικρατούσε και από τις δυο πλευρές, από τους δεξιούς και από τους αριστερούς. Λίγοι τους υποδέχτηκαν και τους συμπεριφέρθηκαν με εγκαρδιότητα και αγάπη, με πρώτο από όλους τον Γιαννάκη τον αδερφό του Δημητρού.

Ο μπάρμπα-Γιαννάκης, και μπάρμπας και Γιαννάκης ως ευφυές αλληλοαναιρούμενο προσωνύμιο, περίμενε μια ζωή την επιστροφή του αδερφού του, του καπετάνιου όπως τον αποκαλούσε. «Μη με λες καπετάνιο, δεν είμαι πια τίποτα», απαντούσε θλιμμένα ο Δημητρός. Κάθε πρωί, λοιπόν, άφηνε την κυρά-Χρυσάνθη στο μπακάλικο και κατέβαινε στην Σκάλα για να συναντηθούν και να παίξουν το ταβλάκι τους. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν και συνήθως κέρδιζε ο Δημητρός ενώ ο Γιαννάκης έσκαγε γιατί δεν ήθελε ποτέ να χάνει. Πολλές φορές, ο Δημητρός βιαζόταν να τελειώσουν την παρτίδα γιατί έπρεπε να πάει στο σπίτι να τηγανίσει τα ψάρια που αγόραζε πολύ συχνά, μιας και τού είχαν λείψει πολύ στην Ρουμανία. Το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει ο Γιαννάκης. «Ακούς εκεί, μπορεί το Μαλτέλι να έχει ύψος ενάμισι μέτρο με σηκωμένα τα χέρια, επιβάλει όμως στον καπετάνιο να τηγανίζει τα ψάρια», έλεγε στην Χρυσάνθη και έπαιρνε πληρωμένη την απάντηση: «Έτσι λειτουργούν οι αληθινοί καπετάνιοι, είναι άνθρωποι της προσφοράς! Άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι ζήσανε τον σοσιαλισμό και την ισότητα άνδρα και γυναίκας στην πράξη. Μη βλέπεις που εσύ θέλεις να βρίσκεις πάντα έτοιμο, στρωμένο το τραπέζι, άσχετα αν μ’ αφήνεις μόνη στο μπακάλικο και πηγαίνεις να παίξεις το ταβλάκι σου».

 Σε μια από τις καθημερινές ταβλαδόρικες συναντήσεις των δύο αδερφών, μπήκε στο καφενείο του Γυαλάκια ο Φιρφιρίκος, γνωστός χουντικός που «ξεπλύθηκε» στο πλυντήριο της μεταπολίτευσης και ήταν τώρα τοπικό στέλεχος της καραμανλικής Δεξιάς. Ο Γιαννάκης τού είχε άχτι γιατί, ως μέλος της εφορευτικής επιτροπής στο χουντικό δημοψήφισμα για το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ, που θα εξέλεγε πρόεδρο της Δημοκρατίας τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, φέγγρισε στο φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο το ψηφοδέλτιο της Χρυσάνθης και τού είπε την επόμενη μέρα: «Η γυναίκα σου ψήφισε ΟΧΙ, δεν σκέφτηκε ότι έχει να μεγαλώσει δυο παιδιά;». Ο χαφιές είχε στηθεί στην εφορευτική επιτροπή για να καρφώνει αυτούς που ψήφιζαν ΟΧΙ. Πλησίασε, λοιπόν, στο τραπέζι όπου καθόντουσαν τα δυο αδέλφια και είπε με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν όλοι οι θαμώνες του καφενείου: «Οι συμμορίτες που ήθελαν ξεπουλήσουν την Ελλάδα στους Ρώσους δεν έχουν θέση εδώ, να γυρίσουν πίσω στο Παραπέτασμα». Ο Δημητρός ήταν ψύχραιμος και έκανε πως δεν άκουσε, χτύπησε μόνο με δύναμη τα πούλια που είχε στο χέρι και συνέχισε ρίχνοντας την ζαριά του. Ο Γιαννάκης, όμως, άναψε και κόρωσε, σηκώθηκε πάνω και έριξε ένα δυνατό σκαμπίλι στον Φιρφιρίκο, που πήρε μια στροφή και σωριάστηκε πάνω στις διπλανές καρέκλες. «Εσύ δεν έχεις θέση πουθενά, μεταμφιεσμένε χαφιέ της χούντας. Χάσου από δω σκουπίδι κι αν σού βαστά πήγαινε στους μπάτσους να τους πεις τον λόγο που σε χτύπησα». Ο Δημητρός, κοίταξε τον Γιαννάκη χαμογελώντας και τού είπε με νόημα: «Έλα καπετάνιε να συνεχίσουμε την παρτίδα. Σήμερα μάλλον θα κερδίσεις γιατί εσύ είσαι ο καπετάνιος!». Έτσι κι έγινε, ο Γιαννάκης κέρδισε στο τάβλι κι οι μπάτσοι δεν ήρθαν ποτέ στο καφενείο.

Τα χρόνια περνούσαν κι ο Δημητρός με την Μάλτα περνούσαν την ζωή τους ήρεμα. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο ζευγάρι. Αλληλοκατανόηση, σεβασμός, βαθιά αγάπη, ισοτιμία, σύμπνοια. Δεν χρειαζόταν παρά μια ματιά για να καταλάβει ο ένας τι ήθελε ο άλλος. Είχε δίκιο η κυρα-Χρυσάνθη που έλεγε ότι δημιούργησαν μεταξύ τους αυτή την υπέροχη σχέση γιατί ζήσανε στον σοσιαλισμό! Μπορεί η Μάλτα να μην συνήθισε ποτέ την μικροπρέπεια και την μιζέρια του μικρού χωριού, της έφτανε όμως που ο Δημητρός ήταν ευχαριστημένος που επέστρεψε στο χωριό του. Κι όταν ο Δημητρός έφυγε από την ζωή, ήταν θέμα χρόνου να τον ακολουθήσει κι αυτή στο μεγάλο ταξίδι. Λίγες μέρες μετά την κηδεία της, ο γιος της ο Γιαννίκος μού έφερε ένα μεγάλο κιβώτιο γεμάτο βιβλία. «Ήταν επιθυμία της μάνας να σού τα δώσω. Δεν ήθελε να χαθούν και ήξερε ότι σε σένα θα πιάνανε τόπο», μού είπε. Στο κιβώτιο, εκτός από επιλεγμένα βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας υπήρχαν παλιές δερματόδετες εκδόσεις θεωρίας του μαρξισμού και αρκετά βιβλία για τον εμφύλιο. Δύο τόμοι από το «Κεφάλαιο», βιογραφίες του Λένιν και του Μάο Τσε Τουγκ, «Καταγωγή οικογένειας, ατομικής ιδιοκτησίας και κράτους», «Εισαγωγή στην διαλεκτική της φύσης», «Κριτική του προγράμματος της Γκότα», «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», «Γιούρα-Ματωμένη βίβλος», «10η Μεραρχία του ΕΛΑΣ», «Από τον Δεκέμβρη στον εμφύλιο», με πολλές επισημάνσεις και υπογραμμίσεις. Βαριά η κληρονομιά της θείας Μάλτας!

Πάνος Δημητρούδης
Αύγουστος 2025