Είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Τζανετή Σταυράκη, με ένα καλαίσθητο συμβολικό εξώφυλλο. Ο δημιουργός, με τις δεκατέσσερις αφηγήσεις του, μας εισάγει στη φιλοσοφική βεβαιότητα, ότι: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκοτώσεις, χωρίς πιστόλια και μαχαίρια. Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το πρώτο διήγημα, στο οποίο ο ήρωας, ένας πλασιέ σε εταιρεία αθλητικών ειδών, χάνει τη δουλειά του την ώρα που περίμενε προαγωγή και βιώνει αυτή την εξέλιξη σαν ένα είδος θανάτου, (σελ.9-10). Η μεταφορά των συναισθημάτων του, μέσω της αφήγησης, εισάγει ευρηματικά τον αναγνώστη στην κεντρική ιδέα του βιβλίου.
Η γραφή είναι κοφτή και γρήγορη, σαν την παρηγοριά του κυνηγού όταν η βολή του αστοχεί: «Να γιατρευτούμε, να βρούμε το δρόμο μας», (σελ.10), θα γράψει στο πρώτο διήγημα. Όμως, το λαβωμένο πουλί θα ζήσει μέχρι να κακοφορμίσει η πληγή του και να ψοφήσει. Εμφανής ο υπαινιγμός της μετάβασης στα ανθρώπινα. Συμβολισμός που υποδεικνύει πως η ζωή δεν ορίζεται, όσο κι αν τη βλέπεις ποτήρι μισογεμάτο. Σε αρκετά διηγήματα παρατηρούμε καθημερινές στιγμές της πόλης, εκεί που ο πολυπληθυσμός καλύπτει την αναγνωρισιμότητα. Οι ιδιαιτερότητες των ανθρώπων κρύβονται στην ανωνυμία, από όπου όμως όχι μόνο ενοχλούν αλλά ενίοτε προσβάλλουν τον άλλο, («Κάνιγγος-Πατήσια», σελ.11).
Ο δημιουργός, με μία μικρή απόπειρα χρησιμοποίησης ντοπιολαλιάς, αφηγείται σκηνές του παρελθόντος, παρουσιάζοντας τον «εκτελεστή» ως θύτη και θύμα μαζί. Τα χρονικά, ιδωμένα με μάτι αρσενικό, παρατίθενται ετεροχρονισμένα. Η ιστορία διαδραματίζεται σε εποχές που η γυναίκα θεωρείται πονηρή, ανήθικη και αιτία όλων των κακών. Παρότι η αφήγηση τοποθετεί τον άνδρα σε θέση υπεροχής, δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή η εκδοχή μεθοδεύεται ή είναι αυθόρμητη. Η τρομαγμένη φωνή μιας, ειρωνικά αποκαλούμενης, «αθώας παιδούλας» τη στιγμή που βλέπει «τον θηριώδη ανδρισμό» του ήρωα «να επιβουλεύεται την πολύτιμη, “επανειλημμένως απολεσθείσα”, παρθενία της», γίνεται «το σήμα της παρέας». Η σπαρακτική κραυγή «Τη μαμά μου θέλω», που χρησιμοποιείται για την εδραίωση της φαλλοκρατικής υπεροχής του ήρωα, ώστε να ξεπεραστούν οι αδυναμίες του χαρακτήρα του, υπονοεί συμπεριφορές και συνήθειες άλλων εποχών. Πρώτα το μπάρκο και μετά το ποτό για ν’ αντέξει ο ήρωας μοναξιά και ξενιτειά και να τον αντέξουν κι εκείνες. Και η στερνή επιθυμία του, ίδια με της ζωής τα πάθη: Να τον θυμούνται όπως ήταν ζωντανός, με ένα ποτήρι στο χέρι, (σσ. 13-15).
Στο «Αυτοκίνητο», (σελ. 16), ένας δωδεκάχρονος, μόνος και φοβισμένος στην άκρη του δρόμου, παρακολουθεί το πλήθος που περιμένει ένα αυτοκίνητο. Όχι οποιοδήποτε αυτοκίνητο αλλά μια νεκροφόρα με κάποιον «σημαντικό» νεκρό· για ποιόν άραγε; Θα μπορούσε ο εκλιπών να είναι ένας συγγενής αυτού του παιδιού, ο άγνωστος πατέρας του πιθανόν, που επιστρέφει για να ταφεί. Ή μπορεί να είναι και ο ίδιος ο δωδεκάχρονος, σε μία προσπάθεια να φανταστεί τον εαυτό του επιτυχημένο μετά από χρόνια ξενιτιάς. Υπερβατική αφήγηση με αφαιρετικά δεδομένα σκέψης.
Ιστορίες της συλλογής διέπονται από κοινωνικό ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση. Ένας φίλος που πεθαίνει από ανίατη ασθένεια καταφέρνει να αξιοποιήσει όσον χρόνο του απομένει. Σπάνια μορφή αναιμίας η διάγνωση και το κουράγιο του κάθε μέρα και λιγότερο. Παρ’ όλα αυτά επινοεί έναν δούρειο ίππο για την άλωση του Χάροντα. Ανάμεσα από δύσκολες εξετάσεις και απαιτητικές θεραπείες «η αρκούδα που κάθεται» γίνεται «ελέφαντας σε όρθια στάση». Ένα συμβολικό διήγημα για τη δύναμη, τον ελιγμό και την ανασύνταξη, (σσ. 18-22). Τα ιστορικά στοιχεία συμπεριλαμβάνονται στην αφήγηση με οξυδέρκεια και ετοιμότητα. Ο παπάς, ο ξένος, ο ψωμάς συστρατεύονται στον αγώνα για τη λευτεριά από τους Τούρκους. Ακόμα και η ζωή, με συνθηματικά αναγνώρισης, τάσσεται στο πλευρό της πατρίδας και ας προσφέρεται σαν «πρώτο αίμα», (σελ.23-27).
Από τα δύο διηγήματα που ακολουθούν, όπου ο αφηγητής διατηρεί την ιδιότητα του ιατρού όπως και ο συγγραφέας, ενισχύεται το συμπέρασμα της βιωματικής καταγραφής: Στους «Πρόσφυγες», το βίωμα προσφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, αυτούσιο αφηγηματικά όπως η νοσταλγία. Αυτή τη φορά ήρωας είναι ένας Ιρακινός ναυαγός στη Λέσβο, που η υπερηφάνεια του παραλληλίζεται μ’ εκείνη των κυνηγημένων Ελλήνων της Σμύρνης του 1922, (σελ. 28). Στον «Καθηγητή», (σελ. 32), περιγράφεται μία απρόσμενη συνάντηση. Ένας πατέρας απαιτεί από τον τοπικό γιατρό να σώσει το παιδί του που είναι άρρωστο. Ο ίδιος, με την ιδιότητα του δασκάλου, είχε ταλαιπωρήσει στο παρελθόν τον επιστήμονα. Ο δεύτερος τον αναγνωρίζει και, παρότι ανακαλεί τις δύσκολες στιγμές, τηρεί τον όρκο του, σώζοντας το παιδί. Η συνέχεια εξελίσσεται ανατρεπτικά. Αντί για το συγνώμη και ίσως ένα ευχαριστώ, εισπράττει την ειρωνεία και τη χλεύη από τον ευεργετηθέντα. Κοινωνικά προβλήματα, που διαιωνίζονται, και συμπεριφορές, που υποβιβάζουν την έννοια της λέξης «άνθρωπος», περιγράφονται με αφοπλιστική ακρίβεια.
Μεσολαβούν τα διηγήματα τριτοπρόσωπης αφήγησης, «Μα τι ωραία μέρα» και «Περίοδος χάριτος», (σσ.38-43). Στο πρώτο η γραφή εμφανίζεται κοφτή, ακριβής, σχεδόν δωρική, με αξίες και συνήθειες που φωτογραφίζουν εποχές “παλιάς κοπής” όπως το πουλόβερ στην πλάτη κατά την βραδινή έξοδο. Η δομή της σχέσης δύο ανθρώπων αναδεικνύει, με υπεροπτικά σκωπτικό τρόπο, τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Παρότι, στην αρχή δηλώνεται σοβαρή, στη συνέχεια υποσκάπτεται ως ανέντιμα υποκριτική, υπονοώντας την ανειλικρίνεια εκ μέρους της γυναίκας. Έντονο το ειρωνικό στοιχείο ανδρικής αφήγησης αλλά όχι πάντα επιτυχές. Όπως με την προσφώνηση «Η κυρία», εκ μέρους του αφηγητή, που τοποθετεί αυτόματα τη γυναίκα στη θέση του αποδέκτη μιας επικείμενης ενοχής. Παράλληλα, ένας υπαινιγμός μπορεί να οδηγήσει σε ατυχή παρεξήγηση του νοήματος, όπως με το διφορούμενο «σε τόπους χλοερούς», χωρίς όμως αυτό να μειώνεται σημαντικά η ουσία της αφήγησης: «Έφτανε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μία αγκαλιά, ένα φιλί να ξεχειλίσει το συναίσθημα, να ανάψει το πάθος, να ταξιδέψουν σε τόπους χλοερούς…», (σελ.39).
Στην «Περίοδο χάριτος» η αντρική ματιά της γραφής είναι επίσης εμφανής. Ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας, βρίσκει συνεχώς προφάσεις για την καθυστέρηση της υπογραφής των απαραίτητων εγγράφων, για επικείμενο διαζύγιο. Για να καταλήξει, εν μέσω ταχυκαρδίας και βαθιάς ανάσας ανακούφισης, πως «η στέρηση της ελευθερίας εξόδου, λόγω επιδημίας, δεν είναι πάντα κακή υπόθεση», αφού δικαιολογεί την επ’ αόριστον αναβολή της συναίνεσής της, (σελ. 43). Ή επανάληψη λέξεων, όπως «μαρτύριο», δημιουργεί την επίφαση της πράξης που δεν σκοπεύει να πραγματοποιηθεί.
Και ακολουθεί νέο διήγημα πρωτοπρόσωπης βιωματικής αφήγησης με τίτλο «Ο διευθυντής», (σελ.44). Η αντιμετώπιση ενός προκλητικού διευθυντή υπουργείου, που προσπαθεί να επιβληθεί με πολιτικάντικους μειωτικούς χειρισμούς σε έναν γιατρό, αποδεικνύει την υπεροχή ενός πραγματικού επιστήμονα, γνώστη της κατάστασης και της επιστήμης του, έναντι ενός λογοπλόκου πολιτικάντη. Έξυπνος ο χειρισμός σκιαγράφησης χαρακτήρων και συναισθημάτων, επιλογών και κοινωνικών συμπεριφορών, που ο καιρός περιορίζει αργά αλλά σταθερά. Κοινωνικά δεδομένα και συνήθειες εκλείπουν με την πάροδο του χρόνου καθώς οι δυνατότητες παρέρχονται και οι σχέσεις ανισχυροποιούνται, (σελ. 47).
Στα δύο τελευταία διηγήματα ο ρεαλισμός ισορροπεί μεταξύ μαγείας και ονείρου. Στον «Αδελφό», (σελ. 50), αναπτύσσεται μία θαυμάσια υπερβατική αφήγηση μαγικού ρεαλισμού. Στην «Τάφρο» διακρίνουμε μία αφήγηση ονειρικής παραίσθησης με χειρουργική ακρίβεια, μία μετάβαση στο επέκεινα με τρόπο σπουδαίου «υπερβατικού» ρεαλισμού. Και τα δύο σου αφήνουν τη γεύση της ικανοποίησης μετά από μία πολύ καλή αφήγηση.
Πρόκειται για ένα καλό βιβλίο στο οποίο ο τρόπος γραφής φωτίζεται από την πολύ καλή λογοτεχνική επιμέλεια.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
* Τζανετής Σταυράκης, Απόπειρες φόνου, διηγήματα, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2024, σελ. 58