Ο ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΥΠΑΚΟΥΑ ΣΠΙΡΤΑ * Δημήτρης Γκιβίσης

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

Πιάσε μια μπύρα.
Κερασμένη από μένα.
Γιατί;
Γιατί είσαι σύντροφος

Σπρώχνοντας ανάμεσα στον κόσμο πλησίασε στην σκηνή. Ο Αγγελάκας όπως πάντα ανύπαρκτος, δηλαδή θεός. Ήπιε μια γουλιά, άναψε ένα τσιγάρο, και ξεκίνησε να χτυπιέται στον ρυθμό του Γιάννη.

«Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός, σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει
Μα εσύ σε λίγο δεν θα βρίσκεσαι εδώ, κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με τη σκόνη
Θέλεις ξανά ν’ αποτελειώσεις μοναχός, ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει
Κάτω απ’ τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός, μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι
Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό, ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι
Ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω, πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Σε ποιο όνειρο σε ξύπνησαν…».

Ξαφνικά ακούστηκε το κλειδί στη μεταλλική πόρτα, που του έκοψε το όνειρο και απότομα ξύπνησε. Άντε γαμήσου καριόλη, είπε από μέσα του. Ο δεσμοφύλακας μπήκε στο κελί, πάντα βλοσυρός, με αυτό το ψυχρό βλέμμα που έκοβε κάθε σκέψη για δεύτερη κουβέντα.

Μελλοθάνατε σου μένουν λίγες ώρες ακόμα, και ο Αρχηγός αποφάσισε ότι πρέπει να πεις την τελευταία επιθυμία σου πριν οδηγηθείς στο απόσπασμα.
Καλοσύνη του, είναι μεγάλη ψυχή.
Σκάσε, βούλωστο γιατί θα σε γαμήσω.
Και αν δεν την πω τι θα γίνει, θα αναβληθεί η εκτέλεση;

Το ζώο πάγωσε, αυτό δεν το είχε σκεφτεί, δεν του είχε συμβεί ποτέ στην σκατοζωή του να ακούσει κάτι τέτοιο. Και μηχανικά είπε:

Δεν μπορείς να πας κόντρα στον Αρχηγό. Ο κανονισμός αυτό λέει, μια επιθυμία λοιπόν και γρήγορα. Και με μια ξαφνική λαβή τον έπιασε από τον σβέρκο και του πίεσε το κεφάλι στο πάτωμα. Όμως αυτός παρά τον πόνο ένοιωσε να ξεπηδάει από μέσα του μια σπίθα, θυμήθηκε αυτό το σύνθημα που είχε δει στην ΑΣΟΕΕ: «όλα τα ωραία κάποτε αρχίζουν», και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ζητήσει μια τελευταία βόλτα με το κορίτσι του στο δάσος, να πάει ξανά με τους κολλητούς του για τσίπουρα, να ξανακάνει κάμπινγκ στην Ανάφη, αν και κάπου είχε ακούσει ότι το απαγόρευσαν, ή να δει στα αλήθεια αυτήν την συναυλία με τον ανύπαρκτο, δηλαδή τον θεό, τον Αγγελάκα.

Εντάξει, αποφάσισα.
Μίλα, βιαζόμαστε, σε λίγες ώρες ξημερώνει.
Και αν δεν προλάβουμε να γίνει η επιθυμία μου μέχρι το πρωί;
Μην ανησυχείς, θα γίνει, όλος ο μηχανισμός είναι πανέτοιμος για το τέλος σου.
Ωραία λοιπόν. Αυτό που θέλω είναι να δω ένα σπίρτο να ανάβει.

Ο ανθρωποφύλακας ξαφνιάστηκε και έξυσε το κεφάλι του. Δεν κατάλαβε τι επιθυμία είναι αυτή, αλλά το ένστικτό του τού έλεγε ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, και αμέσως σκέφτηκε να τον μεταπείσει γιατί αν δεν γινόντουσαν όλα στην ώρα τους ο Αρχηγός θα του έβαζε τις φωνές. Και το χειρότερο, θα μπορούσε να τον αξιολογήσει με χαμηλό βαθμό και να κινδυνεύσει η μονιμότητά του.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε; Ανώμαλος είσαι; Δεν θέλεις καλύτερα να σου φέρουμε μια πουτάνα να ξεχαρμανιάσεις;
Δεν θέλω.
Να γαμήσεις ρε, να μην πας αγάμητος στον άλλο κόσμο. Άκου το φιλαράκι σου που σου μιλάει.

Αυτός ανακατεύτηκε και έκανε εμετό πάνω στο τρυπημένο στρώμα, ενώ ο δεσμοφύλακας τον κοίταξε απορημένος και προσπάθησε ξανά να τον μεταπείσει.

Μια πουτάνα μαλάκα, και ένα μπουκάλι ουίσκι από μένα για να γουστάρεις.
Ό,τι είχα να πω το είπα.

Ο δεσμοφύλακας έφυγε βρίζοντας, και εκείνος ένοιωσε να παίρνει μια μικρή εκδίκηση γιατί ήξερε. Τα μάτια του έκλειναν, αλλά προσπαθούσε να μην κοιμηθεί για να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του. Λίγα λεπτά μετά ακούστηκε ξανά το κλειδί στη μεταλλική πόρτα, ο δεσμοφύλακας μπήκε στο κελί και τον πλησίασε, έβαλε το χέρι στην τσέπη της φόρμας του και του πέταξε ένα κουτί με σπίρτα.

Πάρε τα γαμημένα τα σπίρτα σου και βάλτα στον κώλο σου.
Αυτό που ζήτησα δεν είναι να ανάψω ένα σπίρτο, αλλά να δω ένα σπίρτο να ανάβει. Επομένως, εσύ θα το ανάψεις και εγώ θα κοιτάζω.

Το ζώο γέλασε, με αυτόν τον χαρακτηριστικά κτηνώδη τρόπο που αντιμετωπίζουν τους αδύνατους όλα τα καθίκια αυτού του κόσμου που έχουν μια ασήμαντη εξουσία, και μετά πήρε ένα σπίρτο για να το ανάψει. Έκανε μια πρώτη προσπάθεια αλλά απέτυχε. Προσπάθησε ξανά πολλές φορές, μα τα σπίρτα εξακολουθούσαν να μην ανάβουν. Ο δεσμοφύλακας ταράχτηκε, βγήκε από το κελί και ξαναμπήκε κρατώντας στο χέρι του ένα άλλο σπιρτόκουτο. Προσπάθησε να ανάψει ένα σπίρτο, μα το κάθε σπίρτο όταν ερχόταν η σειρά του πεισματικά αρνιόταν να πάρει φωτιά. Συνέχισε μέχρι να τελειώσει το κουτί, και μετά το πέταξε στο πάτωμα και απελπισμένος κάθισε στη βρώμικη πλαστική καρέκλα για να πάρει ανάσα. Έτρεμε από τον φόβο μήπως το μάθει ο Αρχηγός και τον ξεσκίσει, και έκλαιγε, σε τέτοιο βαθμό που αν δεν ήξερες το πόσο απαίσιο σκουλήκι είναι θα μπορούσες και να τον λυπηθείς. Τότε ο κρατούμενος έβγαλε ένα σπίρτο που είχε κρατήσει σαν φυλαχτό στο μαξιλάρι του, και τρίβοντάς το στην καρδιά του το άναψε. Ο δεσμοφύλακας τρελάθηκε, και έπεσε στα πόδια του παρακαλώντας τον να του αποκαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει.

Μια ζωή μέσα στον κόσμο των ζωντανών νεκρών, σε αυτό το αποτρόπαιο σύμπαν της αδιαφορίας που ανέχεται την κάθε βαρβαρότητα, δεν είχε μάθει ότι ένα σπίρτο, το κάθε σπίρτο στη ζωή, ανάβει μόνο μέσα από την οργή των ανθρώπων. Ότι φλέγεται μέσα από την αλληλεγγύη του εμείς, εκεί που η κραυγή του ενός συναντάει τα ουρλιαχτά των άλλων. Ό,τι παίρνει ζωή και καίγεται μόνο όταν σπάμε τη σιωπή μας για να δυναμιτίσουμε το ορμητικό ποτάμι της ιστορίας. Ξαφνικά ο δεσμοφύλακας κιτρίνισε, το βλέμμα του πάγωσε, και γουρλώνοντας τα μάτια φώναξε «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» και σωριάστηκε στο πάτωμα.

Σε λίγο ξημέρωνε, και δυο εργάτες μπαίνοντας στο σκοτεινό κελί για να οδηγήσουν τον κρατούμενο στο εκτελεστικό απόσπασμα σκόνταψαν πάνω στο πτώμα.

Φοβήθηκε την εκτέλεση ο μαλάκας και αυτοκτόνησε, είπε ο πρώτος.

Πάντα ένας χέστης ήταν, συμπλήρωσε ο δεύτερος, βάζοντας το άψυχο κουφάρι του δεσμοφύλακα σε ένα σακί πριν το πετάξουν στα σκουπίδια, ενώ την ίδια ώρα ο κρατούμενος άνοιγε με λαχτάρα την πόρτα της λευτεριάς του.