Ανθρωποφάγος * Χρήστος Χαρτοματσίδης

In Διήγημα by mandragoras

 

«Δεν είναι εδώ οι γονείς σου;» μούγκρισε ο άγνωστος και πριν καν απαντήσω με είχε σηκώσει στον αέρα για να με παραμερίσει από την είσοδο. Μπήκε μέσα, σαν να βρισκόταν στο σπίτι του. «Μην κρύβεσαι, Βασιλάκαινα!» φώναξε. Η μάνα μου, εκείνη τη στιγμή, μάζευε κάτι ρούχα στην ντουλάπα.

«Ζαραούλ, εσύ είσαι;» του απάντησε θυμωμένη. «Να φύγεις! Ο άντρας μου δεν είναι εδώ!»

«Θα καθίσω να τον περιμένω κι εσύ στείλε τον μικρό στο μπακάλικο να φέρει ούζο. Ετοίμασε μεζέ κι έλα να μου κάνεις παρέα!»

Έμοιαζε με τον γίγαντα δράκο, στο εικονογραφημένο βιβλίο για τον Κοντορεβιθούλη. Εκεί, ο ανθρωποφάγος, φορούσε κόκκινη σκελέα κι είχε αρπάξει το παιδάκι από τον γιακά. Το είχε σηκώσει μπροστά στα μάτια του και το περιεργαζόταν μοχθηρά. Μόνο που η μητέρα μου δεν τον φοβήθηκε καθόλου. Βγήκε μπροστά και τον αποπήρε εξοργισμένη:

«Και τι είμαι εγώ για να σου φτιάχνω μεζέδες; Αυτά, στη γυναίκα σου!»

Ο γίγαντας μειδίασε:

«Πολύ αυστηρή είσαι, ρε Βασιλάκαινα!»

«Τέτοια είμαι. Κι αν δεν σου αρέσει, δρόμο!»

«Μα, θέλω τον κοντοχωριανό μου για μια δουλειά!»

«Να πας να τον βρεις αλλού!»

«Ούτε έναν καφέ δεν με κέρασες!»

«Εδώ δεν είναι καφενείο! Φοιτητική εστία είναι δεν βλέπεις!»

«Ναι, σιγά! Παλιά ήταν χάνι!»

Σ’ αυτό είχε δίκιο. Το παλιό κτήριο όπου μέναμε στη Σόφια, κάποτε ήταν χάνι. Μα, η μάνα μου έδειχνε να μην την απασχολούν όλα αυτά κι ήδη έσπρωχνε τον επισκέπτη προς τα έξω.

«Ουφ, γυναίκες!» ξεφύσησε θυμωμένος ο άγνωστος και το βλέμμα του έπεσε πάλι πάνω μου. Τα γκρίζα μάτια του ήταν γουρλωμένα. Τα κράσπεδά τους –γυρισμένα προς τα έξω. Πήγε τάχα φιλικά να μου τσιμπήσει το μάγουλό, μα εγώ φοβήθηκα και τσίριξα. Αυτό τον μπέρδεψε. Και πάλι ξεφύσησε, έκανε μεταβολή κι έφυγε.

 «Τον ξέρω καλά!» σχολίασε το βράδυ ο πατέρας. «Είναι κοντοχωριανός μου. Στο αντάρτικο εκτελούσε και χρέη, πώς να το πω…» σ’ αυτό το σημείο κόμπασε. Σαν να δυσκολευότανε να βρει τη σωστή λέξη, ή σαν να δίσταζε να την προφέρει. Μετά, μας εξήγησε: «Δηλαδή, αν έπρεπε να καθαρίσουν κάποιον… το αναλάβαινε αυτός.»

 Ομολογώ πως τότε, δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι εννοούσε. Η μάνα μου όμως μούτρωσε:

«Δήμιος μ’ άλλα λόγια! Κι εγώ δηλαδή, πρέπει να τον φοβηθώ;»

«Πριν βγει στο βουνό, ήταν ποινικός… έκανε φυλακή… Για κάτι διαφορές με τον θείο του, τον είχε… καταλαβαίνεις τώρα… Κατά βάθος, όμως δεν είναι κακός, μόνο λιγάκι αγροίκος.»

«Ναι και δέρνει την γυναίκα του!»

«Στα οικογενειακά τους δεν ανακατεύομαι!»

«Μήπως θα έπρεπε να τα ξέρουμε!:»

Έτσι είχε λήξει τότε, εκείνη η επίσκεψη, μα πολύ σύντομα ο γίγαντας , μας κουβαλήθηκε ξανά.

 Πρώτα είχε τρέξει πανικόβλητη η γυναίκα του, η συντρόφισσα Τριάδα. Αδύνατη κι άσχημη. Πετσί και κόκκαλο! Μένανε από την άλλη πλευρά της λεωφόρου. Είχε έρθει όπως, όπως – ξυπόλυτη με την ρόμπα και τις παντούφλες.

«Σύντροφε Βασιλάκη, σώσε με! Θα με σκοτώσει!» τσίριζε. Προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε, μα, κατέφτασε λαχανιασμένος ο Ζαραούλς. Ήταν μεθυσμένος. Ούτε χτύπησε την πόρτα, ούτε περίμενε να του ανοίξουμε. Εισέβαλε οργισμένος:

 «Που είναι η σκρόφα!» Η γυναίκα του κρύφτηκε πίσω απ τον πατέρα.

«Εσύ μην ανακατεύεστε!» μούγκρισε ο Ζαραούλς, μα οι γονείς μου ήταν αποφασισμένοι να τον σταματήσουν. «Τράβα στην άκρη, είπα!» επανέλαβε απειλητικά κι άπλωσε την τεράστια χερούκλα του. Πάνω από τον ώμο του μπαμπά κατάφερε να την χτυπήσει. Τρέξανε τα αίματα. Η καημένη η Τριάδα στρίγκλισε με την απαίσια φωνή της. Ο Ζαραούλς παραπάτησε. Πήγε να κρατηθεί απ’ το τραπέζι μα, αυτό έγειρε κι αναποδογύρισε την κατσαρόλα με τη σούπα. Εγώ φοβήθηκα. Έβαλα τα κλάματα. Η μητέρα άρπαξε την κουτάλα κι άρχισε να τον βαράει. Ο άγνωστος σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Φώναζε κι έβριζε. Ορμούσε ξανά και ξανά. Ο πατέρας, όσο μπορούσε του κρατούσε τα χέρια. Έγινε τρομερή φασαρία. Αναστατωμένοι οι γείτονες ήδη χτυπούσαν στον τοίχο.

Στο διάδρομο ακούστηκε ποδοβολητό και στην κάμαρη όρμησαν τα μέλη της κτηριακής επιτροπής – ο ξανθός αεροπόρος Ιβάν κι ο μελαχρινός τανκίστας Νικολάι:

 «Τι γίνεται εδώ! Δεν μπορούμε να διαβάσουμε!» ωρυόταν ο πρώην αεροπόρος. Ενώ ο απόστρατος τανκίστας, άρπαξε τον Ζαραούλη. Του έκανε κανονικό κεφαλοκλείδωμα και τον έριξε κάτω. Μέχρι που άρχισε να σκούζει:

«Θα μου σπάσεις το χέρι, ρε γαμώτο!»

«Να σου το σπάσω! Ιβάν κάλεσε τη μιλίτσια!»

«Όχι τη μιλίτσια!» τους εκλιπαρούσε ο πατέρας. «Θα γίνουμε ρεζίλι! Ο σύντροφος ήταν μαζί μας αντάρτης. Δουλεύει στην Ασφάλεια!»

Πράγματι ο Ζαραούλς οδηγούσε μια υπηρεσιακή «Πομπέντα» στην Ασφάλεια. Κυκλοφορούσε με κουστούμι και γραβάτα, ενώ στο χοντρό κεφάλι του φόραγε εντελώς αλλόκοτα ένα μεγάλο καπέλο ρεπούμπλικα.

Ευτυχώς, τα μέλη της κτηριακής επιτροπής αποφάσισαν να μην καλέσουν τα όργανα της τάξης. Αρκέστηκαν στο να κάνουν αυστηρή παρατήρηση τόσο στον Ζαραούλη, όσο και σε μας:

«Για χάρη των συντρόφων τη γλιτώνεις!» του είπαν. «Να λύνετε τις διαφορές σας στο σπίτι, όχι εδώ, στην δικιά μας την εστία, που φέρνουμε εμείς την ευθύνη!»

«Και μην τολμήσεις να ξανασηκώσεις χέρι σε γυναίκα, γιατί θα στο τσακίσω!» συμπλήρωσε ο πρώην τανκίστας, ενώ ο ξανθός Ιβάν απευθύνθηκε σε μας:

«Θα σας παρακαλέσω σύντροφοι, να μην δέχεστε άλλο τέτοιες επισκέψεις!»

Μουγκρίζοντας ο Ζαραούλς αποχώρησε:

«Θα τα ξαναπούμε!» απείλησε φεύγοντας.

Εκείνο το βράδυ η συντρόφισσα Τριάδα έμεινε να κοιμηθεί σπίτι μας. Φόρεσε μια νυχτικιά της μάνας, που της έπεφτε φαρδιά και κάθε τόσο κλαψούριζε σιγανά. Την άλλη μέρα αν και με μαυρισμένο το μάτι, πήγε κανονικά στη δουλειά. Το βράδυ δεν εμφανίστηκε. Μάθαμε αργότερα πως μετανιωμένος, ο Ζαραούλς την περίμενε με λουλούδια για να συμφιλιωθούν και με το υπηρεσιακό αυτοκίνητό την πήγε σε ρεστοράν. Για κάποιο χρονικό διάστημα τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει και τους ξεχάσαμε.. Οι φοιτητές μπορούσαν αμέριμνοι να διαβάζουν.

Την άνοιξη εμφανίστηκε ξανά η συντρόφισσα Τριάδα. Φορούσε εντυπωσιακό λευκό φόρεμα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Φαινόταν χαρούμενη:

«Με τον Γιώργο μου, θέλουμε να σας κάνουμε το τραπέζι!» ανακοίνωσε. «Σας περιμένουμε το βράδυ στο σπίτι!»

«Σίγουρα κάτι θα μας ζητήσουν.» σχολίασε μετά η μητέρα. «Αλλιώς γιατί τέτοια περιποίηση.»

Το κτίριο όπου μένανε, ήταν παρόμοιο με το δικό μας. Το μικρό δωμάτιο τους φώλιαζε στη σοφίτα, κάτω από την οροφή. Με τα σανίδια της στέγης, ο χώρος έμοιαζε με αμπάρι πειρατικού πλοίου – ενώ οι τετράγωνοι φεγγίτες –θύμιζαν θυρίδες για τα κανόνια. Η καμαρούλα τους, αν και μικρή, ήταν πεντακάθαρη. Στους τοίχους έβλεπες δύο γκόμπλεν: το ένα με ιστιοφόρο, που αντιστεκόταν περήφανα στα φουρτουνιασμένα κύματα της ζωής. Το άλλο, απεικόνιζε Σπανιόλες χορεύτριες, με ντέφια και φούστες κλαρωτές. Η μια, μάλιστα, με τις αδύνατες γάμπες και το πλούσιο ντεκολτέ έμοιαζε ιδιαίτερα με τη συντρόφισσα Τριάδα.

Ήμουν περίεργος τι θα μας φιλέψει αυτός ο αγριάνθρωπος. Στο εικονογραφημένο βιβλίο για τον Κοντορεβιθούλη, το τραπέζι του γίγαντα ήταν στρωμένο με λογιών, λογιών εδέσματα. Μπροστά δέσποζε το ψητό γουρουνόπουλο, που χαμογελούσε μελαγχολικά με κλειστά τα μάτια. Γύρω του είχε πατατούλες κι ένα τεράστιο πιρούνι ήταν καρφωμένο στον γοφό του. Και στη μικρή σοφίτα το τραπέζι ήταν πλούσιο. Η συντρόφισσα Τριάδα, είχε φροντίσει ειδικά για μένα – παιδικό μενού, με κεφτεδάκια και τηγανιτές πατάτες. Για τους μεγάλους είχαν επιφυλάξει μια «σπουδαία έκπληξη», όπως ανακοίνωσε ο ίδιος ο Ζαραούλης. Αμέσως, πετάχτηκε έξω κι επέστρεψε με ένα ταψί με αρνίσια κεφάλια. Όλα ήταν με γαλαζωπά μάτια και δαγκωμένες τις γλώσσες. Ο ίδιος τα τσάκισε με σφυρί και κατσαβίδι για να βγάλει τα μυαλά.

«Το μάτι είναι το πιο νόστιμο!» μούγκρισε με γεμάτο το στόμα, μετά καμάκωσε ένα με το πιρούνι για να μου το προσφέρει. Φυσικά, ούτε καν μπορούσα να το αντικρίσω, πόσο μάλλον να το βάλω στο στόμα μου. «Φοβήθηκε ο μικρός!» γέλασε ο οικοδεσπότης και το δάγκωσε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.

Για επιδόρπιο προσφέρανε μαλεμπί, με ροζ σιρόπι κι άρωμα τριαντάφυλλου. Για τους μεγάλους η συντρόφισσα Τριάδα έψησε καφέ στην χόβολη. Ο Ζαραούλς με πολύ κέφι άναψε το τσιγαράκι του:

«Θα σας πρότεινα να παίξουμε χαρτιά, μα τον ξέρω τον Βασίλη πόσο ξενέρωτος είναι…»

 «Όχι, δεν παίζω χαρτιά,» επιβεβαίωσε ο πατέρας, που δεν κάπνιζε κι είχε αραιώσει το κρασί του με αρκετή λεμονάδα.

«Τι να σε κάνω τότε!» αναστέναξε ο Ζαραούλς και διστακτικά μετέφερε τη συζήτηση στο θέμα, που τον απασχολούσε. «Κοντοχωριανέ, θέλω από σένα μια εξυπηρέτηση! Πρέπει να μου γίνεις εγγυητής για το Κόμμα.» η μητέρα κοίταξε με νόημα τον μπαμπά: «Δεν σου τα ’λεγα!»

«Μα, πως και δεν είσαι μέλος του Κόμματος;» απόρεσε ο πατέρας. Ο Ζαραούλς και πάλι αναστέναξε:

«Για τα δύσκολα είναι καλός ο Γιώργαρος, όταν είναι όμως για παροχές λένε: «Α, μα εσύ δεν είσαι μέλος του Κόμματος!»

«Όλο τον κοροϊδεύουν, σύντροφε Βασίλη!» πετάχτηκε η γυναίκα του. «Πήγε στα γραφεία να ζητήσει σπίτι. Μια γκαρσονιέρα θέλουμε τέλος πάντων, όχι κανένα μέγαρο. Δυο ψυχές είμαστε, ούτε παιδιά έχουμε, ούτε σκυλιά…»

«Μόνο που δεν με πέταξαν έξω, με τις κλοτσιές! Μου ήρθε να τους αρπάξω απ τον λαιμό!…» αγρίεψε ξαφνικά ο Ζαραούλης.

«Όχι, Γιώργο μου! Όχι έτσι!» παρενέβη φοβισμένη η Τριάδα.

«Τους τα έψαλα ένα χεράκι!.. Εγώ αν ανοίξω το στόμα μου…»

«Οι σύντροφοι από την Ασφάλεια δεν μπορούν να σε βοηθήσουν;» παραξενεύτηκε ο πατέρας.

Ο Ζαραούλης μόρφασε περιφρονητικά:

«Κι αυτοί χαλβάδες είναι. Τα βρήκαν έτοιμα από τους σοβιετικούς και κάνουν το σπουδαίο. Τους δικούς τους, τους φροντίζουν, για μένα –τελείωσαν λέει οι γκαρσονιέρες, αν θέλεις να σας βάλουμε σε δυάρι, μαζί με κάποια άλλη οικογένεια;.» Μα, δεν θέλω με οικογένεια. Θέλω μόνος μου, με την ησυχία μου. Μεγάλος άνθρωπος είμαι, έχω τις ανάγκες μου…»

«Ξυπνάει στον ύπνο του καταϊδρωμένος και παραμιλάει …»

«Αφού πνίγομαι, δεν μου φτάνει η ανάσα… Μίλησα με τον δικό μας τον ιατρό, τον Τρικούπη κι όλο βλακείες μου λέει: «Έχεις πολεμίτιδα!»

«Πολλοί σύντροφοι, πάσχουν από αυτό το σύνδρομο. Είναι ψυχολογικό, συνέπεια του Αγώνα…» μας φώτισε ο μπαμπάς.

«Δεν ξέρω τι είναι, το μόνο που ξέρω είναι να μου κάνεις τα χαρτιά για το Κόμμα, μπας και αλλάξουν συμπεριφορά, γιατί, αν ανοίξω το στόμα μου…»

Ο πατέρας έγνεψε σιωπηλά και φύγαμε. Στον δρόμο τον περιέλαβε η μαμά:

«Σκέφτεσαι στα σοβαρά να τον εγγυηθείς για το Κόμμα;…»

«Γιατί, οι άλλοι καλύτεροι είναι; Αυτός τουλάχιστον ήταν παλικάρι, στην πρώτη γραμμή…»

«Και στα μετόπισθεν έκανε τις βρώμικες δουλειές!»

«Εντολές εκτελούσε! Άλλοι τον διατάζανε. Και στο κάτω, κάτω –ταξικός αγώνας είναι. Ή αυτοί, ή εμείς»

«Είναι αηδιαστικός. Αν γίνει αυτός μέλος του Κόμματός, εγώ θα παρατηθώ απ το Κόμμα!»

«Ναι, τέτοια λέγε, να μας μαζέψουν κάποιο βράδυ για να μας στείλουν σε άγνωστη κατεύθυνση…» μετά ο πατέρας συνέχισε: «Η μητέρα του ήταν χήρα. Πέντε μυξιάρικα είχε, με τον Γιώργαρο, το μεγαλύτερο, στα δεκαπέντε. Πήγε η καημένη στα χωράφια του τσιφλικά, που ήταν και θείος της, να μαζέψει χόρτα να τα ταΐσει. Ο βλάχος την άρπαξε από τα μαλλιά, την σβούρισε κάτω, και την άρχισε με τις κλοτσιές. Πετάχτηκε ο Γιωργάκης να τη σώσει, κι ο άλλος τον άρχισε με το υποκόπανο του όπλου του. Παντού κυκλοφορούσε με μια κυνηγητική καραμπίνα. Τον σάπισε στο ξύλο. Μετά, χρειάστηκε να τον τυλίξουν με δέρματα από σφαχτά για να τον σώσουν… Ε, όταν έγινε καλά, βρήκαν τον βλάχο μαχαιρωμένο… Συλλάβανε τον Γιώργαρο… Ξύλο, φυλακές… Μετά ήρθε η Κατοχή… Για το δεύτερο αντάρτικο κατάφερε να δραπετεύσει και βγήκε στο βουνό…»

«Πολύ ηρωικά μας τα λες!» ξεφύσησε η μάνα. «Τέτοια αν γράψεις, μπορεί να τον ανακηρύξουν κι άγιο…»

«Άγιος σίγουρα δεν είναι, πάντως έχει τραβήξει πολλά…»

Τελικά δεν χρειάστηκε ο πατέρας μου να εγγυηθεί για τον Ζαραούλη. Ένα βράδυ η συντρόφισσα Τριάδα κατέτρεξε και πάλι αναστατωμένη. Έτρεμε ολόκληρη. Αυτή την φορά όμως δεν κλαψούριζε. Κρατούσε κάτι ματωμένα ρούχα κι από πάνω την ρεπούμπλικα.

«Τον φάγανε, τον καημένο! Τον φάγανε!» ψιθύρισε: «Με κάλεσαν στην Ασφάλεια και μου παρέδωσαν τα ρούχα του. Τάχα ήταν μεθυσμένος και τράκαρε… Τέτοιος άνθρωπος!»…

Χρήστος Χαρτοματσίδης