Σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν, και μάλιστα σχετικά γρήγορα –το καθετί για διαφορετικό λόγο– είναι επόμενο και η λογοτεχνική γραφή να επηρεάζεται απ’ αυτήν τη γενική αρχή που διέπει το σύγχρονο κόσμο. Αυτή η σκέψη μου ήρθε στο νου, διαβάζοντας το Σινέ Σκάλες, δέκατο λογοτεχνικό πεζό έργο του συγγραφέα Βασίλη Λαδά, που γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Πάτρα. Το έργο είναι μια ιδιόρρυθμη νουβέλα-διήγηση, όπου ο αφηγητής, ένας πατρινός πολυταξιδεμένος, επιστρέφει κρυφά στην πατρίδα του, μετά από 43 χρόνια απουσίας, παίρνοντας πολλές προφυλάξεις ώστε να μην αναγνωριστεί από παλιούς γνώριμούς του και παρακολουθεί, για να σπάσει την πλήξη του, τις κινηματογραφικές προβολές, που διοργανώνει η συλλογικότητα «Ουτοπία», στις «Σκάλες του Αγίου Νικολάου Πατρών» και της οποίας τη δράση παρακολουθεί η αστυνομική ασφάλεια.
Το έργο, χωρισμένο σε έξι ισοσκελή κεφάλαια, αναδεικνύει το ρόλο της σκάλας ως μοτίβο ή θέμα, στη σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή και κυρίως τη σημειολογία του στην καθημερινότητα της ζωής. Πέρα από ένα αστικό τοπίο, πέρα από ένα επικοινωνιακό χώρο στον ιστό μιας περιοχής, η σκάλα δεν παύει να συμβολίζει την πορεία μιας ζωής, προς δύο κατευθύνσεις, της ανόδου και της καθόδου. Αυτό συμπεραίνει ο αναγνώστης παρακολουθώντας τον παράξενο αφηγητή, Χάρη Ντεντόπουλο –Χάρι Ντένιτς κατά το αμερικάνικο διαβατήριό του– που σε πρώτο πρόσωπο, εξιστορεί πως ξαφνικά, ύστερα από πολλά χρόνια, σε μεγάλη ηλικία, αυτό τονίζεται κάθε τόσο ποικιλοτρόπως στην αφήγηση, επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη, αφού αυτοδημιουργήθηκε στις ΗΠΑ, έχασε τη γυναίκα του, Κλάρα, και επεδίωξε να βρει τον Πολωνό φίλο του, Πάβελ, στο Λούμπλιν, που κι αυτός, μετά το θάνατο της δικής του γυναίκας, Σόνιας, επέστρεψε στην πατρίδα του, την Πολωνία. Όμως ο αφηγητής μας, που αυτοεξορίστηκε για πολλούς λόγους, κι αναφέρει μερικούς: «πατριάρχης πατέρας, όνειρα για κάτι άλλο απ’ αυτό που με προόριζε –όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν– χυλόπιτα από το κορίτσι που είχα ερωτευθεί», βαρεμάρα περισσότερο» (σ. 9), κι αφού περιπλανήθηκε, εργάστηκε και απέκτησε κάποια περιουσία, από το 1979 έως το 2022, κυρίως στις ΗΠΑ, ολομόναχος και με εύθραυστη υγεία, που επιδεινώθηκε μετά το θάνατο της γυναίκας του, επιστρέφει στην Ελλάδα, νιώθοντας ξένος, χωρίς τίποτα να τον συνδέει με τη γενέτειρα γη. Στη μακρά του απουσία διατήρησε επικοινωνία μόνο με τη μητέρα του που όμως κατέληξε, και συνεπώς αυτός ο «ξένος» ή «παρά-ξενος» επαναπατρισμένος αφηγητής ήρωας, που γνώριζε ήδη πρόσωπα και πράγματα- -στην ουσία ανέβηκε και κατέβηκε πολλές σκάλες- δεν εντυπωσιάζεται από καμιά αλλαγή, αφού ουσιαστικά τίποτα δεν άλλαξε: «ένιωθα σαν να μην είχα φύγει, σαν να είχα ζήσει εδώ όλα αυτά τα χρόνια» (σ. 12).
Πρόκειται για μια ακριβόλογη αφήγηση που εδράζεται σε 4 μέρες που περνά στην Πάτρα, όπου με αφορμή τις εντυπώσεις που του αφήνουν οι ταινίες που παρακολουθεί, ο αφηγητής παραθέτει στοιχεία από τη ζωή του ως έφηβος, ως φοιτητής στην Αθήνα, όπου αγάπησε τον κινηματογράφο κι εντάχθηκε πολιτικά στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο, αλλά και στις διάφορες ενασχολήσεις του στην Αμερική, καθώς και σε στιγμιότυπα από τις περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο. Οι ταινίες που παρακολουθεί είναι παλιές, κάτι που τον βοηθά να θυμηθεί στιγμές της ζωής του, ονειροπολώντας, όντας μόνος και με αρκετά βεβαρημένη υγεία. Ως παλιός σινεφίλ, μες στη ραστώνη του καλοκαιριού, σε μια πόλη που έχει ως μοναδικό θέμα συζήτησης, μια πρόσφατη μητροκτονία, προβληματίζεται με διάφορες «αν-ισορροπίες» που προβάλλονται στην οθόνη. Με την εξέλιξη της μυθοπλασίας μέσω των ταινιών, ο αφηγητής αναδεικνύει τελικά πολλά προσωπικά και κοινωνικά στοιχεία της περιόδου που έζησε, και πείθεται άλλη μια φορά για την ακάματη «ανθρωποφαγία» του καπιταλισμού στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη περίοδο μιας πλαστής ευημερίας.
Μέσα από την πορεία των ταινιών που παρακολουθεί, και τις παρατηρήσεις που προκύπτουν από το διάλογο που ακολουθεί μετά το τέλος της προβολής τους, ο αφηγητής-ήρωας αναφέρεται σε περίπου 38 κινηματογραφικές ταινίες και στις γνώμες ή τεχνικές κριτικές τριάντα τριών σκηνοθετών, γεγονός που μετατρέπει την αφήγηση σε μικρό δοκίμιο μελέτης του ρόλου της κινηματογραφικής τέχνης στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός ατόμου, εφάμιλλου με την επίδραση που μπορεί να έχει η λογοτεχνία. Έτσι λοιπόν κινηματογραφική και λογοτεχνική αφήγηση συμπλέουν, καθώς στην προσωρινή λογοτεχνική διήγηση της διαμονής του στην Πάτρα, παρεμβαίνει η αναφορά άλλου θέματος, η περιγραφή ταινιών, η εκδήλωση πολλαπλών συναισθημάτων σε άλλο χώρο-χρόνο, σε πιο ώριμη περίοδο της ζωής του, έχοντας αποκτήσει ποικίλες εμπειρίες, γεγονός που διασπά τη γραμμική εξιστόρηση, εμπλουτίζει την εξέλιξη της πλοκής με παρεμβάσεις, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη που παρακολουθεί δύο τεκταινόμενα, προσπαθώντας να διακρίνει συσχετισμούς μεταξύ κινηματογραφικής δράσης και λογοτεχνικής εξιστόρησης.
Κι αν ο αφηγητής, καθώς παρακολουθεί τις ταινίες και μας παρουσιάζει τους χαρακτήρες των προσώπων μέσα από τις συμπεριφορές τους, με αναφορές και σε άλλες ταινίες, δράσεις και περιστατικά, ο αναγνώστης αφήνεται να σχηματίσει τη δική του γνώμη για τη συμπεριφορά των προσώπων που αναφέρονται αλλά και του ιδίου του αφηγητή. Ο αναγνώστης βγάζει τα τελικά συμπεράσματα κι όχι ο αφηγητής, που περιορίζεται σε μια απλή καταγραφή με βάση το παρελθόν του. Ο αναγνώστης, πιθανόν γιατί έχει δει κι αυτός πολλές από τις ταινίες που αναφέρει ο αφηγητής της Σινέ Σκάλες, προχωρά, με τη συνδρομή της δικής του μνήμης και εμπειρίας, σε διαφορετικές προσλήψεις της ιστορίας και καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Συνεπώς το κάθε κεφάλαιο του αφηγήματος εμπλουτίζεται μέσω της «αναχρονίας» των γεγονότων, ενώ η ακολουθία λέξεων και περιγραφόμενων εικόνων σχηματίζουν μια νέα αφήγηση, καθαρά εγκιβωτισμένη, με την παρεμβολή μιας αφήγησης στο εσωτερικό μιας άλλης ευρύτερης.
Φυσικά η όλη μυθοπλαστική διήγηση, είναι μια περιπαιχτική αντιμετώπιση της ζωής, που την αποτυπώνει ο συγγραφέας με την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση του αφηγητή στα πλαίσια της τετραήμερης παραμονής του στην Πάτρα, συνδέοντας το μακρινό πλούσιο σε γεγονότα παρελθόν του με τις δραστηριότητες των νεαρών μελών της συλλογικότητας «Ουτοπία» που επιχειρούν κι αυτά με τη σειρά τους, ν’ ανακαλύψουν και να διατυπώσουν τις απόψεις τους για την τέχνη και την πολιτική. Αν και ο αφηγητής προβάλλει κάθε τόσο, έμμεσα, την ομοιότητα παρόντος – παρελθόντος, παρά την εξόφθαλμη διαφορά τους, τελικά εκφράζει την σκωπτική του διάθεση για την ανθρώπινη ύπαρξη. Κάτι που φαίνεται, στο τελευταίο κεφάλαιο, «Το Αμερικανικό όνειρο», –άλλη πιθανή αναφορά στο Αμέρικα – Αμέρικα του Ελία Καζάν– «Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν η έξοδος από το Πένθος και η είσοδος στη Μελαγχολία» (σ. 91) μας λέει. Ο αφηγητής διηγείται τη ζωή του σα να πρόκειται για μια κινηματογραφική ταινία σημειώνοντας με κεφαλαία, τρεις λέξεις (Ελλάδα, Πένθος, Μελαγχολία), θέλοντας να τονίσει πως η χώρα του δεν άλλαξε, μα έκλεψε και πρόδωσε πολλά από τα όνειρά του· πως επέστρεψε για να τιμήσει τη μητέρα του και πως με συντροφιά τη μελαγχολία, θα συναντήσει έναν παλιό του φίλο μετανάστη, που είχε κι αυτός παρόμοια ζωή με τον ίδιο, για να καταλήξει στην «πόλη που πέθανε η Κλάρα» θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα: «έζησα πραγματικά ή ήμουν πάντα πάνω σ’ ένα σύννεφο» (σ. 91).
Έργο σοβαρό, πολυσχιδές ως προς τη δομή και την αφηγηματική του δεινότητα, εστιάζει το ενδιαφέρον στην ανάδειξη του χαρακτήρα ενός ατόμου, που ως «ξένος» διανύει μια ζωή που ποτέ δε διανοήθηκε, αλλά την έζησε σαν κινηματογραφική ταινία, σ’ ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένο, για να συνειδητοποιήσει τελικά, με χιούμορ, πως η υπαρξιακή οντότητα του καθενός, ξεχωρίζει από την προσωπική του δράση και τις συναισθηματικές του δεσμεύσεις. Αυτή η βαθυστόχαστη έννοια, που παρουσιάζεται ανάλαφρα κι ευχάριστα στη μυθοπλαστική πραγματικότητα του Σινέ Σκάλες, καθιστά το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο ως ένα πρωτοποριακό πόνημα της γραμματείας μας, που ασχολήθηκε, μετά την πανδημία που συνέπεσε και με τη δεινή οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, ως μια ειρωνική περιγραφή της προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής αυτογνωσίας του σημερινού νεοέλληνα.
Γιώργος Φρέρης
[Βασίλης Λαδάς, Σινέ Σκάλες, Εκδ. Μανδραγόρας, 2024, σελ. 96]