Η γοητεία των λέξεων
Ο Απόστολος Παλιεράκης είναι ένας θετικός επιστήμονας με λογοτεχνικές αλλά και εικαστικές ευαισθησίες. Τα βιβλία του το αποδεικνύουν. Ειδικά το τελευταίο. «Στα βιβλία [του] όλα μιλάνε» ακόμα και στο εξώφυλλο, το έργο της Άννας Παλιεράκη, με τον τίτλο «Μάτια κλειστά». Ο δημιουργός αφιερώνει τη συλλογή στην οικογένειά του και σ’ εκείνους που «γνώρισε και συμπορεύτηκε μαζί τους με συναίσθηση και αγάπη», (σελ. 7).
Στις δεκαοκτώ προσωπικές καταθέσεις, με κεντρικό πυρήνα τον άνθρωπο, ο δημιουργός ξεδιπλώνει τις σκέψεις του, μετά από βαθιά έρευνα στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, ακουμπώντας σε εγκαυματικά βιώματα. Από τη «Μέδα», (σελ.9), έως την «Αναφορά», (σελ.74), οι ιστορίες αναπτύσσονται συνήθως σύντομες, εμβαθύνοντας όμως στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. ευθύς, σαφής άμεσος
Στην πορεία της αφήγησης παρεμβάλλεται η ποιητική διάσταση του συγγραφέα, άλλοτε υπαινικτική και άλλοτε ευθεία, σαφής και άμεση, με σύντομους στίχους και αναφορές, όπως συναντάμε σε αρκετά από τα αφηγήματα, (σσ.22-23, 27, 41). Κάποιες φορές με ισχυρές δόσεις αστεϊσμού, (σελ.11), λυρισμού, (σσ.27,41) και άλλες με έντονα φιλοσοφική διάθεση (σελ.41). Εμφανείς οι συμβολισμοί στην παραβολική αφήγηση, που ελαφραίνουν το βαρύ κλίμα της δύσκολης επιλογής των θεμάτων του. Ένα παράδειγμα είναι η χρησιμοποίηση του ονόματος της τροφού του Οδυσσέα στην ηρωίδα του διηγήματός του «Το αρτοποίημά της», (σελ.69).
Στο διήγημα «Η νίκη της Ευρυδίκης», (σελ.16), ο μύθος της Ευρυδίκης εξελίσσεται αλλιώς. Η Ευρυδίκη γίνεται νερό του ποταμού και αγκαλιάζει τον Ορφέα. Η ιστορία διαμορφώνεται μέσα από την αφήγηση ενός ανδρικού χαρακτήρα, όμως διαφορετικά. «Ο μύθος έχει συνέχεια, που δεν έφτασε σε μας», θα γράψει ο συγγραφέας, καθώς «δεν ήταν δίκαιο να επιστρέψει στο βασίλειο των σκιών η Ευρυδίκη, έχοντας φτάσει τόσο κοντά στο φως». Υμνώντας τον έρωτα, ο δημιουργός «βιάζεται να λουστεί» στην «νίκη της Ευρυδίκης» με την ελπίδα πως κάτι από την αφήγηση τον αφορά και θα του συμβεί, (σελ.17).
Το σπίτι, ο χρόνος, το φως, το χρώμα και ο έρωτας, έχουν σημαντικό, θα μπορούσε κανείς να πει και πρωταρχικό, ρόλο στις αφηγήσεις του Απόστολου Παλιεράκη. Η φωτισμένη ανάμνηση, πυρκαγιά που καίει με συναισθηματική φόρτιση, οδηγεί, με ένα ταξίδι προγραμματισμένο ως «πορεία προς τη λήθη», σ’ έναν τοίχο-εμπόδιο του έρωτα (σελ.19).
Στο βιβλίο πολλά εκτυλίσσονται ταυτόχρονα, σε παράλληλο τόπο και χρόνο, σαν προβολές εικόνων, που, γνώριμες όλες, εναλλάσσονται με κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων. Ο Απόστολος Παλιεράκης χειρίζεται τον φακό λήψης ευεργετικά για τον αναγνώστη. Φωτίζοντας τα «κολασμένα σκοτάδια» της σκέψης του, (σελ.23), μεταφέρει τις εμπειρίες μιας εγκαυματικής περιπλάνησης και ασφαλίζει τις δημιουργίες του στους χώρους ενός σπιτιού, (σελ.21). Αρκετές φορές, αυτές είναι εμπνευσμένες από έργα σημαντικών δημιουργών, (σελ.23).
Συχνά η αφήγηση εξελίσσεται υπερβατικά χωρίς αυτό να είναι φανερό από την αρχή και ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται μετά από μία ευρηματική ανατροπή στο τέλος του διηγήματος. Μία συνάντηση στο διαταραγμένο μυαλό του ήρωα, η καταλυτική επήρεια της μοναξιάς, των ουσιών ή της απώλειας αγαπημένου προσώπου μεταφέρει τον αναγνώστη σε μία άλλη κανονικότητα, που ενώ αποδεικνύεται υπερβατική δεν αμφισβητείται, (σελ.25).
Στο διήγημα «Η ταραχή ενός βιβλίου, ιστορημένη από τον ευαίσθητο επιλήσμονα που τη βίωσε», ένα βιβλίο επιστρέφει στον αγοραστή του το αντίτιμο της αγοράς του και αποζητάει την ησυχία του στο ράφι. Το άζωο ζωοποιείται, υποστασιοποιείται επιτακτικά, μέσα από μία υπερβατική λογοτεχνική αφήγηση μαγικού ρεαλισμού, (σσ. 29-32). Παράλληλα, «η απώλεια λογίζεται ως αντίτιμο της επιλογής αφάνειας», ενώ «το ηθελημένα, διαρκώς άδοξο» βρίσκει τη θέση του με το «ο νους κοντά στη γνώση». Κατά συνέπεια, οντοποιούνται οι έννοιες ένστικτο, συναίσθημα, αίσθηση, επίγνωση. Φιλοσοφική ανάλυση της «επίπεδης θέσης που δεν κατανοεί την Τρίτη διάσταση», (σελ.33).
Η διαλεκτική του λόγου εκτυλίσσεται με Πλατωνική διάσταση. Η αλήθεια ή η κατανόηση προκύπτει μέσα από τη συζήτηση, την αντίθεση απόψεων και την εξέταση των όρων. Η αμφισβήτηση, μέσα από τον μέγιστο χρόνο διάρκειας-εκτόνωσης, απαιτεί την απόδειξη της πρώτης σκέψης, (σελ.35). Ο καθένας διεκδικεί την άγια καθαρότητα του δικού του σκεπτικού. Το αποτέλεσμα είναι στην κρίση του αναγνώστη, (σελ.35). Το ίδιο συμβαίνει και με την εκτίμηση του χρόνου ομορφιάς, (σελ.39). Άδηλο αν όλος αυτός ο συλλογισμός αποδειχθεί ένα παιχνίδι ασυνεννοησίας. Προς το παρόν οι στοχασμοί είναι συνεργάσιμοι και στον έρωτα που αναπτύσσεται, πασχίζει να υπάρξει με «ξεχωριστά θέλω» και «αντίπαλες διαθέσεις». Μέχρι να δικαιωθεί ο ένας ή ο άλλος, το παρελθόν θα παραμένει οριστικά διαγραμμένο και μακρινή νοσταλγική ανάμνηση, (σελ.43). Και πάντα θα υπάρχει ο φόβος, μήπως η σκιά της πίκρας ανοίξει την πόρτα στην ελπίδα και να την αφήσει να ξεφύγει από το πλήθος των σκέψεων, (σελ.45).
Ο δημιουργός εξηγεί και δεν αξιολογεί στο πλαίσιο του μαρξιστικού υλισμού. Οι αλήθειες εξελίσσονται διαλεκτικά, μέσα από μία διαφορετική ματιά κατά της φιλελεύθερης θέσης της αστικής τάξης, καθόσον «παρηγοριά χωρίς αγωνιστική πρόθεση είναι μοιρολατρία», (σελ.51). Εδώ γίνεται μία συμβολιστική φιλοσοφική ανάλυση κάθε πορείας. Η περιορισμένη ατομική διάρκεια ζωής τροφοδοτεί τη συλλογική εις το διηνεκές. Τα φώτα που σβήνουν είναι οι ζωές των ανθρώπων που περνούν απέναντι. Συμβολίζουν ελπίδες και διαθέσεις, επήρειες και επιβεβλημένες καταστάσεις. Ένα παιχνίδι με τον χρόνο και την αδυναμία, χωρίς να κατονομάζεται κάποιο από τα δύο. Ο υπαινιγμός και η υποβολή συναισθημάτων δρα ανεξάρτητα της θέλησης του υποκειμένου, (σελ.52).
Στην «Αμοιβή των χρωμάτων», (σελ. 53), η ανάλυση περί χρωμάτων, μετά τον φωτισμό, και φωτισμού και χρωμάτων, μετά από αυτόν (τον φωτισμό), έχει να κάνει με την ουτοπία του πρόσκαιρου, λόγω της ελάχιστης διάρκειάς του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παντοδυναμία του ελάχιστου μεγιστοποιείται λόγω της αδυναμίας διατήρησής του. Η φωτεινότητα και τα χρώματα είναι ο τρόπος να εκτιμηθεί η ελάχιστη ζωή και η ακούσια απώλεια. Κάλλιστα η αφήγηση μπορεί να υποβάλλει και την εκδοχή της γέννησης. Καθώς επιμένει πως το υποκείμενο δεν είναι δυνατόν να φανταστεί ούτε να υποθέσει κάτι διαφορετικό από το σκοτάδι. Θα υποστηρίξει μάλιστα ότι: Λίγο πριν γεννηθείς, πριν πάρεις τη θέση σου στο «πρωτόγνωρο, απόλυτο φως», «είσαι απολύτως τίποτα», (σελ. 53).
Μέχρις εδώ, παρουσιάζεται η πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται μέσα από τη φιλοσοφική σκέψη περί ύπαρξης: ότι το φως φανερώνει την υπόσταση, που δεν υπάρχει στο σκοτάδι αφού δεν μπορεί να φανεί. (σελ. 53). Η αφήγηση, ένας ύμνος στην δημιουργία της ύπαρξης, (σελ. 54), υπονοεί και παραπέμπει συμβολικά και στην ιδέα της ανάκαμψης από αναγκαστικό λήθαργο. Είναι φορές που εκδηλώνεται με στοιχεία μεγαλόπρεπου λυρισμού, όπως σε ότι αφορά τα ακατάλληλα κριτήρια της βούλησης του πάσχοντος υποκειμένου: «Θα ήμουν, ίσως, φύλλο ενός αντίτυπου μιας δημοφιλούς συλλογής ψιθύρων», (σελ. 55).
«Η γη της Ευαγγελίας», (σελ.58), εμφανίζει συμβολιστικά και υπερβατικά ευρήματα αφήγησης. Σμήνος παράξενα πετούμενα, που κινούνται νότια, αφήνουν τις σκιές τους στον ουρανό. Οι χαρακτήρες της αφήγησης, τόσο εδώ όσο και στα άλλα διηγήματα, ακολουθούν πορείες χρόνιας συναισθηματικής φόρτισης, άλλοτε ευεργετικής και άλλοτε βασανιστικής. Το «για ώρα ανάγκης», που επικαλείται ο συγκεκριμένος ήρωας, ανακαλεί παλιές μνήμες και φωτίζει περασμένες εποχές.
Το λογοπαίγνιο του τίτλου φωτογραφίζει τον πόθο για έναν τόπο ανάπαυσης ψυχικής και σωματικής ευημερίας. Ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την ανάγκη του ανθρώπου για τη δική του μεριά, τον δικό του τόπο μέσα στην προσωρινότητα της ζωής. Φανερώνει επίσης και τη συμπεριφορά του ίδιου του τόπου που “αντιδρά” στην εγκατάλειψη με όλο του το «είναι». Ο τόπος συνεπαίρνει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας και τον “αναγκάζει” να επιτρέψει στον βοριά να “τακτοποιήσει” τις εκκρεμότητες μαζί του. Το αληθές του λόγου αποδεικνύεται από μία «άνισα ξεθωριασμένη φωτογραφία», αρχή έμπνευσης πιθανόν όλης της αφήγησης, (σελ.60).
Ο υπερβατισμός συνοδεύει τον συγγραφέα και στο επόμενο διήγημα, το «Τρυφερό φιλί της Μέδουσας», (σελ.61). Πρόκειται για φιλοσοφική συνομιλία μαγικού ρεαλισμού. Ο αφηγητής μιλάει για κάποιον άνδρα που επιστρέφει μόνος στην κοιτίδα του, μετά από χρόνια. Μπορεί να είναι γενέθλιος τόπος, η γη που αισθάνθηκε τα πρώτα σκιρτήματα και έζησε τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες ή έκανε μία αρχή που αναγκάστηκε ν’ αποχωριστεί και τώρα, ώριμος πια, την ψάχνει για να κλείσει ο κύκλος. Πρόκειται για μία μελέτη επιστροφής σε όσα πρέπει ν’ αναθεωρηθούν για την αποκατάσταση και αποδοχή των πεπραγμένων. Μέσα από εκκρεμότητες του χρόνου, τις πρωτόγνωρες εικόνες και τα αποκαλυπτικά μηνύματα του ταξιδιού, αργεί να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε πού αλλού να πάει.
Σε αυτή την υπερβατική επιστροφή στην κοιτίδα του ο ποιητής θα συναντηθεί με τη Μέδουσα και όσα αυτή συμβολίζει· τον ξαφνικό και δυνατό φόβο που παγώνει τους ανθρώπους, αλλά και τη θνητή φύση τους. Και καθώς εκείνος, ως πλάσμα της ποίησης, μεταφέρει μήνυμα δημιουργίας, άμυνας, θυσίας, στηρίζοντας τη σκοπιμότητα του κόσμου να «στέκει», (σελ.62), θα τον εμπιστευθεί και να τον βοηθήσει να δει και να δείξει ποια ήταν πριν την «βιάσει η βάρβαρη ισχύς». Μία εξαιρετικά συμβολική αφήγηση για τη δημιουργία στην πράξη και το άγχος του δημιουργού να μείνει ο λόγος ως απόδειξη της ύπαρξής του, (σελ.62).
Στην «Κοτσυφίνα στο παγκάκι», (σελ.63), ένας σύζυγος αναμένει στο παγκάκι της κοντινής πλατείας το πέρας της εγχείρησης της συντρόφου του. Η Κοτσυφίνα που τον πλησιάζει, ζητώντας ουσιαστικά τη βοήθειά του, καταθέτει υπερβατικά την ανάγκη της ν’ απαλλαγεί από το νόσημα που την ταλαιπωρεί. Παράλληλα, λειτουργώντας ως ρυθμιστής της θεϊκής εξουσίας –σαν προερχόμενη ίσως από μια ουτοπική, Νεφελοκοκκυγική πολιτεία– παίρνει τον ρόλο της ενδιάμεσης του Θεού με τους ανθρώπους και του διαβιβάζει το μήνυμα της αίσιας έκβασης της κατάστασης που τον απασχολεί.
Στο διήγημα «Ανθρωπάκι από σαπούνι», (σελ.65), μεταφέρονται οι δεισιδαιμονίες του παρελθόντος στο σήμερα της ανάπτυξης καθώς και η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος στα δύσκολα γυρνάει σε ασφαλή αρχέτυπα. Σαν υπερβατικά συμβολιστική συνέχεια από το προηγούμενο διήγημα έρχεται το «Ανθρωπάκι από σαπούνι», (σσ.65-67), όπου η τσιγγάνα παίρνει το ρόλο της στη βεβαιότητα των τάχα αναχρονιστικών φόβων για τη μαύρη μαγεία, δημιουργώντας ρωγμή στις ασφαλιστικές δικλίδες της εξέλιξης.
Στο προτελευταίο διήγημα, «Το αρτοποίημά της», (σελ.70), γίνεται εμφανής ο συμβολισμός με τη χρησιμοποίηση του ονόματος Ευρύκλεια, (υπαινιγμός στην τροφό του Οδυσσέα). Ερωτικό πάθος που οδηγεί στην εκδίκηση η συμπεριφορά της, καθώς η συναισθηματική εκμετάλλευση ζυμώνει την ανταπόδοση της βλάβης και την οδηγεί στη γραφή με «μονοκοντυλία», ενός ποιήματος, (σελ.71). Τέλος, η «Αναφορά» είναι ένα σύντομο «άριστο δείγμα περιγραφικής ακρίβειας» και «της δύναμης ενός εξαίρετου εκφραστικού εργαλείου», (σελ.74).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα διηγήματα του Απόστολου Παλιεράκη οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές του λόγου είναι εξαιρετικές, όπως: το «φορτωμένο σύννεφο [που] φίμωσε τους θορύβους [της πόλης], (σελ.20) και «Ο βοριάς [που] χαχάνισε με ένα αργόσυρτο βουητό, (σελ.60).
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, με παλμό, ενσυναίσθηση, ευαισθησία, που υποδηλώνει θέση κοινωνική αλλά και πολιτική και προσφέρει στον αναγνώστη την ευχαρίστηση της ανάγνωσης.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
* Απόστολος Παλιεράκης Στα βιβλία όλα μιλάνε, διηγήματα, εκδ. Κουκίδα, 2025, Αθήνα, σελ. 78