Ένα ταξίδι ενδοσκόπησης, μία πορεία καταβύθισης στο βαθύτερο ωκεάνιο σημείο της ύπαρξης, μια ευσυνείδητη θητεία στο θαλερό σκοτάδι της νύχτας, αναδύεται μέσα από τις σελίδες της ποιητικής συλλογής REM της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου.
«rem θα πει πως έχω επαφή με τη διαίσθηση»
ορίζει με βεβαιότητα στην πρώτη σελίδα με το ομότιτλο ποίημα, για να καταλήξει μετά από μία συνεχή αγωνιώδη κι ολοένα αναστοχαστική προσπάθεια εμβάθυνσης στην άρση αυτής της αρχικής βεβαιότητας και στη λυτρωτική ομολογία του τελευταίου ποιήματος:
«rem μάλλον θα πει πως έχω επαφή με την ψευδαίσθηση».
Το σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» το βλέπουμε να προσεγγίζεται σταδιακά, λέξη λέξη, στίχο στίχο, για να επιτευχθεί εν τέλει, έπειτα από επίπονες και επίμονες απόπειρες ενδοσκόπησης του βαθύτερου «εγώ» η κατάκτηση της ύψιστης συνειδητότητας : το επίσης σωκρατικό «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα».
Μια ψευδαίσθηση λοιπόν, μια ονειρική επαφή με το υποσυνείδητο το οποίο απρόσκλητο και σχεδόν αυταρχικά αλλά απόλυτα λυτρωτικά διαλύει τα όποια θέσφατα και τις «ένδοξες» κατακτήσεις του εκάστοτε δειλού μας «φαίνεσθαι».
«Θέλει αρετή!
πολλή αρετή!
η τόση ελευθερία μας»
διαδηλώνει με καλβικό τρόπο η ποιήτρια, ενθρονίζοντας ως ύψιστο ιδανικό το μέτρο, το μόνο που μπορεί να λειτουργήσει και σαν ασφαλιστική δικλείδα του όποιου εκτροχισμού.
Το «μηδέν άγαν» όμως στο σκοτεινό αλλά γόνιμο χωράφι του ονείρου έχει την πολυτέλεια της «διακύμανσης». Κι αυτό διότι εκεί είναι που ανθίζουν οι μύχιοι πόθοι και φόβοι, οι ανομολόγητες ελπίδες και διαψεύσεις, τα πάθη και η επακόλουθη σταύρωση κι ανάταση.
Τα σύνορα στην ποίηση της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου άλλοτε χαράσσονται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας κι άλλοτε οριοθετούνται πάνω στην ασαφή γραμμή μεταξύ ονείρου κι εφιάλτη. «Εύκολη λεία πάντα ήμουνα» κραυγάζει σιωπηλά, απαρνούμενη όμως και την ευκολία της φυγής. Με υπέροχη, αριστουργηματικά διατυπωμένη τραγικότητα, τέτοια που σε σπάνιες στιγμές της παγκόσμιας ποίησης συναντάμε λέει:
«μια φορά κι έναν καιρό
θα πάψω ίσως να σεργιανώ
στα παραμύθια
πρέπει καλύτερα να ζήσω!!
Η ειλημμένη, γεμάτη επισφαλή βεβαιότητα, απόφαση, αυτοαναιρείται εν τη γενέσει της, αφού το χρονικό πλαίσιο τής υλοποίησής της οριοθετείται στη σφαίρα του ανέφικτου. «Μια φορά κι έναν καιρό» λοιπόν, γεγονός που εμπεριέχει κι ένα ίχνος πικρού αυτοσαρκασμού αφού φαίνεται να ανιχνεύει την όποια προσπάθεια διαφυγής στο ονειρικό πλαίσιο του παραμυθιού. Γενναία ομολογία, ες αεί ηρωικώς αντιστεκόμενη απέναντι στην «σωτηρία» και στην κατευναστική «θεραπεία» της ψευδαίσθησης ενός άλλου εαυτού, της συνειδητής απόκρυψης του «είναι» που ευσπλαχνικά προσφέρει ασφαλές μα επονείδιστο καταφύγιο πίσω από τη μάσκα, πίσω από το προσωπείο.
Η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου κοιτάζει με τόλμη μέσα από το μεγεθυντικό φακό που προσφέρει η ποιητική τέχνη στον πρόθυμο και γενναίο εργάτη του λόγου, και προσεγγίζει τα πιο δυσπρόσιτα σύνορα της αλήθειας υπό την διαυγή έκλαμψη συνειδητότητας του ονείρου.
«Ο καθρέφτης δεν παραμυθιάζεται
χαράζεται από την αγωνία της ερώτησης».
Της ερώτησης που καραδοκεί πάντα πάνοπλη και πάντα έσωθεν εκπορευόμενη όπως εξάλλου όλες οι επικίνδυνες πολιορκίες αυτές που δεν έχουν ανάγκη από κερκόπορτες κι από νίκες ατιμωτικές, αφού γνωρίζουν πως τείχη προστατευτικά στις επελάσεις της αυτογνωσίας δεν υπάρχουν. Εκεί όλοι μας παραμένουμε τραγικά άοπλοι.
«ενδίδω
ταριχεύω τα πτώματα
συντηρώ το στοχασμό
πώς κερδίζεται η μάχη
αν ο πόλεμος έχει πια τελειώσει;»
Κι όμως, πάλι μέσα στο όνειρο, αλιεύουμε την ελπίδα, ανακαλύπτουμε την αναγέννηση.
«Τα όνειρα θα έπρεπε να είναι χαρταετοί
να αφήνονται το πρωί
πάνω απ’ την πόλη
-αμόλα κουράγιο-
να τους δείχνουν τα παιδιά
με το δάχτυλο σαν ύψος
που ανέλπιστα μπορεί κανείς να φτάσει».
Η προοπτική της κορυφής είναι αυτό που νοηματοδοτεί την ύπαρξη, η αφύπνιση ή μάλλον η αντίσταση στην παραίτηση, στην αυτοεξορία «ανάμεσα στο όνειρο κι εφιάλτη».
Κι εκεί στη φάση rem αγγίζει και το ανέφικτο του Έρωτα, προστακτικά, με το δικαίωμα του καθαγιασμένου πόνου.
«να μ’ αγαπάς,
να μ’ αγαπάς
όσο δεν τόλμησε η χαρά»
Για να έρθει το αδυσώπητα αποκαλυπτικό φως:
«μέχρι που ξύπνησα
με μια Δευτέρα Απουσία σου»
Η γραφή της Ελένης Αρτεμίου – Φωτιάδου είναι συμπαγής, ευφυής, αριστοτεχνικά δομημένη, γεγονός που προδίδει μια σχολαστική κάθε φορά επιλογή στη σχεδόν μεταφυσική σφαίρα του ονείρου συνομιλώντας παράλληλα με την πραγματικότητα. Και με μια τολμηρά ρεαλιστική κι αυτοαναφορορική ματιά εντοπίζει και το σκοπό της ποίησης:
«γράφω συνθήματα πρωτίστως για το ανέφικτο
αλλά το εφικτό
τι χρεία έχει από όνειρο
τι φόβο από εφιάλτη;»
Ναι, ο ποιητής εκφράζει το άρρητο, ελπίζει στο ανέλπιστο, υπερασπίζεται το μάταιο, πιστεύοντας με πάθος στην πραγμάτωσή του, κι έτσι εκπληρώνει, έστω νοερά, το κάθε ανεκπλήρωτο.
Η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου με τη δέκατη ποιητική συλλογή της βεβαιώνει : ποιητής σημαίνει να πιστεύεις στο ανέφικτο.
Νικολέττα Κατσιδήμα Λάγιου
Φιλόλογος Ποιήτρια