Αντι-λογίες | Ο Κορωνιός

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

Η Παγώνα άκουσε να το λέει μια γριά στην λαϊκή. Πέταξε τις πικραλίδες στον πάγκο, μάζεψε όσες σακούλες πρόλαβε κι έφυγε άρον-άρον. Τί να τα έκανε τα λάχανα τέτοιες ώρες; Πέρασε στα γρήγορα απ’ το μπακάλικο, πήρε καμιά δεκαριά πακέτα μακαρόνια, αλάτι χοντρό – ας είχε έναν σωρό, δεν θα πήγαινε χαμένο – δυο τρεις σοκολάτες γάλακτος – είχε να τις βάλει στο στόμα της από τότε, που η νοσοκόμα στο Κέντρο Υγείας τής βρήκε το ζάχαρο – και κλειδώθηκε στο σπίτι της.

Ο μπακάλης το ήξερε μέρες τώρα, ανέφερε μάλιστα και κάτι για εβδομήντα νεκρούς. Με μισόλογα βέβαια, δεν ήθελε μπλεξίματα –ήταν και λίγο συναχωμένος και δεν είχε όρεξη. Στα χωριά ο κόσμος τα βγάζει πέρα μόνος του· ούτε αστυνομία έχει να τον φυλάει, ούτε στρατό να τον υπερασπίζεται. Κι έπειτα, ένας απλός μπακάλης ήταν, δεν ήξερε να της πει πού ήταν τόσα χρόνια ο Κορωνιός. Σήκωσε τους ώμους και την κοίταξε αφηρημένος, για μερικά δευτερόλεπτα. «Πάντως, αυτή τη φορά, ήρθε από την Ιταλία» της είπε μετά από λίγο. Τρόμαξε η Παγώνα. Δεν ήταν και λίγο να έχει γυρίσει όλον τον κόσμο τόσα χρόνια –γύρευε πόσα– και να βρει να σταλιάσει, χωρίς να τον πάρουν είδηση, στο διπλανό βασίλειο.

Ο Κορωνιός ήταν άγριος από τα νιάτα του. Γύρευε τώρα στην Ιταλία, που θα είχε μπλέξει και με τους μαφιόζους, πόσο χειρότερος θα είχε γίνει. Η Παγώνα φοβήθηκε να ρωτήσει τον μπακάλη αν ήξερε γιατί γύρισε· δεν ήθελε χειρότερα μπλεξίματα. Αμπαρώθηκε στο σπίτι της και κατέβασε τον γενικό διακόπτη. Έβαλε και στα τζάμια τις μπλε κόλλες, που είχε φυλαγμένες από τις συσκοτίσεις του πολέμου. Ήτανε λίγο ξεθωριασμένες μιας και είχανε μείνει κάμποσα χρόνια μετά τον πόλεμο στην ίδια θέση, μέχρι να καταφέρει να φτιάξει κουρτίνες, αλλά άντεχαν ακόμη και λυπήθηκε να τις πετάξει. Τρόμαξε με την είδηση – τί τρόμαξε, τρέλα την έπιασε – αλλά δεν το παραδέχτηκε στον μπακάλη. Άλλωστε κι αυτός φοβισμένος της φάνηκε· δεν άνοιξε τα χαρτιά του. Ο Κορωνιός ήταν χαιρέκακος και εκδικητικός. Το είχε αποδείξει στην Κατοχή. Αν σε έπιανε στα χέρια του δεν σε άφηνε εύκολα. Κορωναίος ήταν κανονικά  το όνομά του, αλλά τόνος είχε πηδήξει στην τελευταία συλλαβή από τον φόβο του. Την Παγώνα την έβαλε στο μάτι όταν αρνήθηκε να του δώσει τη Λενιώ.

«Τον καταδότη θα πάρεις;» μάλωσε την κόρη της όταν τής γυάλισε το παράστημά του και το μαύρο το μουστάκι του, κι ας είχε τα διπλά της χρόνια. Εκείνη όμως δεν έκανε πίσω κι επέμενε πως με την οικονομική του άνεση θα έλυναν τα προβλήματα της φτώχειας τους. «Άσε πρώτα να γυρίσει από το τελευταίο μπάρκο και θα δούμε» υποσχέθηκε η Παγώνα κι ευχήθηκε να τον πνίξει η θάλασσα. «Μέσα σε δύο χρόνια ποιος ζει και ποιος πεθαίνει» ήθελε να συμπληρώσει αλλά το κατάπιε. Ευτυχώς, πάνω στον χρόνο βρέθηκε εκείνο το καλό παιδί, ο Γιώργης, πήρε τη Λενιώ και την πήγε μακριά. Δηλαδή, στην Κρήτη την πήγε, αλλά η ξαδέρφη τής Παγώνας, η Λεφάντω, έλεγε πως η Κρήτη ήτανε πολύ μακριά.

«Αλήθεια;» γούρλωνε τα μάτια η Παγώνα κάθε φορά.

«Αμ τι, ψέματα; Κοντά στα ξένα βασίλεια είναι» επέμενε αυτή.

Ας είναι, στην Κρήτη λοιπόν. Θ’ απέφευγαν και τη βεντέτα. Ο Γιώργης δεν γύρευε αιτίες για εκδίκηση. Θα στέριωναν τη ζωή τους μια χαρά. Όμως, για καλό και για κακό, η Παγώνα διέδιδε πως ζούσαν στη Γερμανία· έτσι, για να χάσει τα ίχνη τους ο Κορωνιός. Μόνο η Λεφάντω ήξερε την αλήθεια.

Η Λενιώ ήθελε από την αρχή να πάρει μαζί της την Παγώνα όμως εκείνη δεν είχε καμία όρεξη να ξενιτευτεί. Στο τέλος νίκησε ο φόβος του Κορωνιού, που διέδιδε πως αν την έβρισκε ποτέ μπροστά του θα την έκοβε στα δύο, και πήρε την απόφαση να ξεσπιτωθεί. Μια φορά πήγε όλη κι όλη. Το καράβι ταξίδευε όλη νύχτα με φουρτούνα· έβγαλε τα σκότια της με το κούνα-κούνα αλλά τί να έκανε; Ούτε που θα γύρναγε πίσω στο χωριό αν δεν της έγραφε τα νέα η Λεφάντω, μετά από ένα χρόνο, πως ο Κορωνιός ήταν άρρωστος και πως, αφού δεν είχε κανέναν να τον περιμένει στο χωριό, θ’ άφηνε τα κόκκαλά του στα ξένα. Η Παγώνα το αποφάσισε αμέσως.  

«Θα πάω πίσω στο χωριό» είπε στην κόρη της, που στεναχωρήθηκε.

«Κάτσε λίγο ακόμα, ρε μάνα, μέχρι να ξεπεταχτούν τα μωρά» την παρακάλεσε αλλά η Παγώνα είχε ξεσηκωθεί.

Στο γυρισμό πάλι φουρτούνα είχε. Άσπρη σαν το πανί κατέβηκε η Παγώνα στον Πειραιά κι ορκίστηκε να μην ξαναπάει ποτέ στα «ξένα βασίλεια». Το είπε και το έκανε κι όσο να πεις μια χαρά τα έβγαλε πέρα τόσα χρόνια. Σιγά-σιγά ξέχασε και τον Κορωνιό. Κι αν σκεφτεί κανείς πως είχε πατήσει τα ογδόντα, καλά τα κατάφερνε. Δεν είχε και μεγάλες ανάγκες· ένα φαΐ κι έναν ύπνο. Για διασκέδαση άνοιγε που και που την τηλεόραση – χωρίς φωνή, γιατί είχε χαλάσει το κουμπί της – και χάζευε τις γρήγορες αλλαγές της εικόνας· κι όταν την έπιανε ζαλάδα την έκλεινε. Γρήγορα έφευγε ο καιρός. Δυο πόρτες ανοιχτές τα καλοκαίρια, για να περνάει ο αέρας τη δροσιά του ανάμεσά τους, κι ένα μαγκάλι κάρβουνα, για να νικιέται το κρύο στο δωμάτιο· ίσα που γεννιόταν ο Χριστός έφτανε κιόλας η Ανάσταση. Καλά τα κατάφερνε. Μέχρι τη στιγμή που άκουσε το νέο στη λαϊκή και ο χρόνος σταμάτησε.

Αναστατώθηκε πολύ. Τί τού ήρθε τού αντίχριστου και ξαναγύρισε; Δε γνώριζε κανένας τις βουλές του. Εκτός, αν ετοιμαζόταν για τον αγύριστο και χρώσταγε τζερεμέδες. Αυτή τη φορά, τον φόβο της δεν τον μαρτύρησε ούτε στη Λεφάντω, μην τυχόν και της ξεφύγει καμία κουβέντα. Θα πάω στη Λενιώ, της είπε και κλείδωσε την πόρτα από μέσα. Όταν ηρέμισε και καθάρισε το μυαλό της σκέφτηκε πως ο Κορωνιός είχε ήδη περάσει τα ογδόντα κι εφόσον ήταν κάμποσα χρόνια μεγαλύτερός της, ακόμα και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω για να εκδικηθεί. Αναθάρρησε και πήγε να χαρεί λίγο με αυτή τη σκέψη, αλλά θυμήθηκε ότι στη λαϊκή κάποιος μίλησε για τον γιο του και για τη βεντέτα που ετοίμαζε. Θα ξεπάστρευε πολλούς, έλεγε. Γύρευε πόσα νιτερέσα τού πατέρα του είχε να ταχτοποιήσει. Βλέπεις, έτσι εύκολα που στήνονται οι βεντέτες χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι στο χώμα. Μπορεί να τον είχε δασκαλέψει ο πατέρας του – ποια άραγε τον είχε αντέξει και τού ’κανε και παιδί; – ή να ήταν κανένα εξώγαμο, που ήθελε να τού αποδείξει ότι τον νοιαζόταν, και τον είχε αναλάβει όταν πέθανε η μάνα του για να τον κληρονομήσει. Εδώ που τα λέμε, μία κουβέντα είναι το να πέθανε η γυναικούλα, μπορεί να την είχε ξεκάνει αυτός ο ανέσωστος. Θεός σχωρέσ’ την, όποια κι αν ήταν. Αυτά σκεφτόταν η Παγώνα τις ώρες της απραξίας της. Θυμόταν και τη Λεφάντω – ας ήτανε καλά, τής άνοιγε την πόρτα κάποτε – που έλεγε «Πότε αυγά πότε πλιά», κάθε φορά που έμπαινε η σαρακοστή και η Λενιώ δεν ερχόταν γιατί δεν είχε πού ν’ αφήσει τα μωρά της.

Μέχρι τώρα ο φαΐ της η Παγώνα το έψηνε στο τζάκι· έβαζε την πυροστιά, άναβε κάνα δυο ξυλαράκια κι έκανε οικονομία στο γκάζι. Από εκείνο το βράδυ – είχε αρχίσει να μπαίνει η άνοιξη – που άκουσε πατημασιές κάτω από το παράθυρό της έλαβε τα μέτρα της. Κατέβασε τον γενικό διακόπτη, σκέπασε το άνοιγμα του τζακιού με μια κουβέρτα υφαντή για να μην βγαίνουν έξω οι μυρουδιές και χώθηκε στο κουζινάκι, που είχε το πετρογκάζ. Εκεί έβραζε κανένα μακαρόνι ή καμιά πατάτα για μεσημεριανό ή προσφάιζε με κρεμμύδι, ελιές και παξιμάδι· εκεί έπλενε και τα ρούχα της. Προσπάθησε κάνα δυο φορές να μιλήσει με την κόρη της στο τηλέφωνο αλλά η γραμμή ήταν κομμένη. Ίσως, έτσι, να ήτανε καλύτερα. Η Λενιώ είχε ταχτοποιήσει τη ζωή της· δεν ήθελε να την φοβίσει. Σαν νύχτωνε, η Παγώνα άναβε το καντήλι κι ένα κερί μέχρι να διαβάσει την προσευχή της και ύστερα ξάπλωνε. Αν είχε διάθεση σιγομουρμούριζε κανένα τραγούδι, μέχρι να την πάρει ο ύπνος, έτσι για ν’ ακούει τη φωνή της. Από τότε που έπαψε να έχει επαφή με τον έξω κόσμο καλά τα πήγαινε· όσο τα κατάφερνε με τα τρόφιμα δεν θα ξεμύταγε. Είχε μεγάλη υπομονή. Στο τέλος, ο γιος του Κορωνιού θα βαριότανε και θα έφευγε. Το μόνο πρόβλημά της ήταν πως είχε χάσει το μέτρημα του χρόνου και δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσον καιρό βρισκόταν στην απομόνωση.  

Στην αρχή, η Λενιώ δεν ανησύχησε. Ήξερε τις παραξενιές της μάνας της, άλλωστε δεν μιλούσανε συχνά στο τηλέφωνο. Όταν όμως πέρασαν δύο μήνες και δεν είχε ακόμα επικοινωνήσει μαζί της, τηλεφώνησε στη Λεφάντω. Ούτε αυτή τής απάντησε, ούτε και κανένας άλλος από τους γνωστούς που θυμότανε στο χωριό. Άλλωστε, το χωριό τους είχε ξεκληριστεί από την ασιατική γρίπη και όσοι είχαν απομείνει ήταν σε καραντίνα στα νοσοκομεία της πόλης. Έτσι της είπαν από την Αστυνομία, που απευθύνθηκε η Λενιώ, και τρόμαξε. Ήξερε για τον ιό, που είχε εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα αλλά ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό της πως θα έφτανε μέχρι το χωριό και θα κινδύνευε η μάνα της. 

Έφυγε την επόμενη μέρα από την Κρήτη, με το καράβι της γραμμής. Το βράδυ κοιμήθηκε στον Πειραιά και πρωί-πρωί ξεκίνησε για το χωριό με το τραίνο. Στο σταθμό πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της. «Δεν έμεινε κανένας στο χωριό», είπε ο ταξιτζής, «Ο κορωνοϊός τους ξεκλήρισε όλους». Η Λενιώ ταράχτηκε. Σκέφτηκε πως έπρεπε να είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Έσπρωξε τα κλαδιά για ν’ ανοίξει την αυλόπορτα, που την καλωσόρισε τρίζοντας δαιμονισμένα. Τίποτα δεν έδειχνε πως υπήρχε ζωή στο σπίτι. Ο κήπος είχε ξεραθεί, τα πουλιά είχαν στήσει φωλιές στα παράθυρα, η πόρτα ήτανε γεμάτη ζούδια και το κατώφλι της ήταν χωμένο κάτω από τα ξερά φύλα. «Μάνα» φώναξε η Λενιώ και δεν πήρε απάντηση. Ξεκλείδωσε την πόρτα με το κλειδί της και την έσπρωξε προς τα μέσα. Το πορτόφυλλο ούτε που κουνήθηκε. «Μάνα, πού είσαι; Άνοιξε! Εγώ είμαι, η Λενιώ» ξαναφώναξε. Ακούστηκε ένας κρότος από μέσα σαν να έπεφτε το πάτωμα κάτι βαρύ και το σύρσιμο τού μπουφέ πίσω από την πόρτα. Η γριά Παγώνα είχε μείνει η σκιά του εαυτού της. Μάζεψε τον κόπανο από το πάτωμα και τον έστρεψε εναντίον του ταξιτζή.

«Πίσω, ρε χαϊβάνι. Τί κι αν είσαι γιος του Κορωνιού; Δεν θα με καταφέρεις εμένα εύκολα» ούρλιαξε.

«Μάνα δεν σε κυνηγούσε ο γιος του Κορωνιού. Άλλος ιός ήτανε, αλλά δεν σε πέτυχε γιατί αμπαρώθηκες» είπε η Λενιώ, προσπαθώντας να την ηρεμίσει. Η Παγώνα ήτανε έξαλλη και δεν καταλάβαινε. Ο ταξιτζής βοήθησε να τής φορέσουν τη ρόμπα της ανάποδα και να την κατεβάσουν στο νοσοκομείο της πόλης. Οι εφημερίδες έγραψαν πως ήταν η μοναδική που επέζησε από τον ιό, χάρη στον εγκλεισμό της. Η Λενιώ δεν επέτρεψε σε κανένα δημοσιογράφο να την πλησιάσει. Η Παγώνα χρειάστηκε να νοσηλευτεί αρκετό καιρό σε ψυχιατρική κλινική, με έξοδα του κράτους. Στο μεταξύ το σπίτι της πουλήθηκε. Όταν συνήρθε, η Λενιώ την πήρε μαζί της στο «ξένο βασίλειο» της Κρήτης. Αυτή τη φορά δεν έφερε αντίρρηση.    

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου