1.421 λέξεις για το «Ονειροσφαγείο» της Κατερίνας | Πηνελόπη Ζαρδούκα

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

 

Μόλις πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζησάκη Μισέρημος και η αλήθεια είναι ότι την περιμένω στα χέρια μου με πραγματική αγωνία.

Πριν όμως «σκύψω» κριτικά και αναγνωστικά στο καινούργιο της ποιητικό «τοπίο», θα ήθελα να κάνω μια αξιολογική θεώρηση στις «Ιστορίες» ως το πρώτο της ποιητικό εγχείρημα πριν από τέσσερα χρόνια. Μπορεί να άργησα κάπως, όμως στην κριτική, όπως και στην ποίηση, κάποια πράγματα αξίζει να μεστώνουν στον χρόνο και στην αφηγηματική τους ταυτότητα. Ξαναδιαβάζοντας τις «Ιστορίες» πρόσφατα, φωτίστηκαν στη ματιά μου κάποια καινούργια σημεία, τα οποία θα ήθελα να αναπτύξω στη συνέχεια.

Η ποιητική φωνή της Κατερίνας στην πρώτη της ποιητική συλλογή αντλεί την έμπνευσή της από τον ενεστώτα χρόνο, με ποικίλους τίτλους, πρόδηλους της θεματικής τους: «ανθρωπόκηπος», «της απεργιακής κινητοποίησης», «ιδανική ερωμένη», αλλά και με τίτλους κρυμμένης σημασίας «καραμέλες και γράμματα», «όλους αυτούς», «ιστορία κομμένη στη μέση». Κάποιοι τίτλοι μας πληροφορούν επαρκώς για τα νοήματα που ακολουθούν όπως «δώδεκα άνθρωποι μαζεμένοι σ’ ένα δωμάτιο», «λίγα λόγια για την γυναικεία ποίηση», «μνημόσυνο Μίλτου Σαχτούρη».

Ως προς τη χρήση των λέξεων, υπάρχουν πολλές επαναλαμβανόμενες λέξεις οι οποίες μας παραπέμπουν σε λέξεις- σύμβολα, λέξεις- εργαλεία που ανοιγοκλείνουν τη μνήμη και μας τοποθετούν σε συγκεκριμένες αναμνήσεις- σπαράγματα της ποιήτριας: η λέξη «άνθρωπος» σε διάφορες πτώσεις ή και ως πρώτο συνθετικό της λέξης-τίτλου «ανθρωπόκηπος» και «ανθρωπομεθύσι», η λέξη «παιδί» που απαντάται είκοσι φορές στη συλλογή, είτε ως ουσιαστικό, είτε ως επίθετο «παιδικός- η- ο», είτε και ως ρήμα «παίζω», η λέξη «ποιητής» και οι ομόρριζες «ποίημα» και «ποίηση» κ.α. κάθε άλλο παρά τυχαία ξαναεμφανίζονται και μας προβληματίζουν από ένα καινούργιο σημείο κάθε φορά. Αυτές οι λέξεις σχηματίζουν την απαραίτητη συνοχή και αλληλουχία στο νόημα όλης της συλλογής, «…θα είμαστε λέξεις…» αναφέρει η ίδια η ποιήτρια στο ποίημα «ιδανική ερωμένη», ταυτίζοντας σχεδόν το ποιητικό υλικό της με την ίδια, στη σελ. 44 «μια μέρα θα αναμετρηθούμε/με ό, τι διαθέτει ο καθείς/δέντρα σπαθιά λέξεις». Ακόμα, μια λέξη με ιδιαίτερη έννοια, «η επανάσταση» καθώς και παράγωγά της διατρέχουν την ποίηση του βιβλίου παίρνοντας διαφορετικές μορφές, την κοινωνική, τη διαπροσωπική, την υπαρξιακή, την οικονομική, τη διαφυλετική επανάσταση. Επιπλέον, δεν λείπουν οι λεκτικές πρωτοτυπίες, οι λεξιπλασίες και η διερεύνηση του μέσου της ελληνικής γλώσσας κρατώντας μας σε νοηματική εγρήγορση κάθε φορά, «ονειροσφαγείο», «ανθρωπόκηπος», «προσευχήνθημα» κ.α απ’ άκρη σ’ άκρη της συλλογής. Αν για κάποιους, αυτό υποδηλώνει εκζήτηση, προσπάθεια εντυπωσιασμού και ποιητική αμηχανία, τότε η αισθητική τους σε κάθε περίπτωση είναι περιορισμένη, αγνοώντας τις λογοτεχνικές πρωτοπορίες του παρελθόντος.

Το συντακτικό, αποτελεί ακόμα ένα καλλιτεχνικό πεδίο διερεύνησης. Χαρακτηριστικά, το ποίημα-πρόζα «ιστορίες με Ζάχαρη» μας ταξιδεύουν στις εσχατιές της σύνταξης με την εμφανή αστιξία, την εσκεμμένη μικρογράμματη ή μεγαλογράμματη γραφή, καθώς μας συστήνουν έναν νέο επικοινωνιακό ορίζοντα του ποιητικού λόγου. Ακόμα, στην σελίδα 34 με το ποίημα-αφιέρωμα στον Κ. Αξελό, στην σελίδα 39 με το ποίημα- αναφορά στον Ρίτσο και στην σελίδα 45 με το «ποίημα για μια πενταετία», η ποιήτρια μέσα από τις συντακτικές της υπερβάσεις, την αναφορά της στην οπτική και συγκεκριμένη ποίηση, πειραματίζεται με δυναμικό τρόπο με τη φόρμα των ποιημάτων της.

Σε όλο το ποιητικό φάσμα της συλλογής μας αποκαλύπτεται η διευρυμένη προβληματική της ποιήτριας στην ίδια την ποιητική πράξη. Τα ποιήματα κάποτε γίνονται τα ίδια ένα πρόβλημα προς λύση- αποκρυπτογράφηση, άλλοτε μέσα τους βρίσκουμε τον ορισμό της ίδιας της ποίησης σε σχέση με τον συνάνθρωπο και το χρόνο, διαβάζουμε στο ποίημα «ουρλιαχτά στην άκρη της νύχτας», «…γίνομαι εκείνο το αρχέγονο εσύ-πάντα-μέσα-μου ποίημα» καθώς δίνεται παρακάτω και η διαβεβαίωση «… θα γραφτούν κι άλλα ποιήματα». Επιπλέον, το μέλλον της ποίησης διερευνάται στα ποιήματα «γράμμα στους φίλους» με τον στίχο- απορία να επαναλαμβάνεται «… τη φάγαμε την ποίησή μας;». Στο ποίημα «καραμέλες και γράμματα», έχουμε μια προτροπή- διαπίστωση προς τους αναγνώστες «τα ξεχνούν όλα οι άνθρωποι όταν διαβάζουν» υπονοώντας κι εδώ ίσως την ανάγνωση της ποίησης. Στο ποίημα «ουρλιαχτά στην άκρη της νύχτας», βρίσκουμε το στίχο «το κρεβάτι τετράδιό μας έλα να γράψουμε ποιήματα». Και τα ποιήματα τότε ενσαρκώνουν την ίδια τη βιωμένη ζωή. Στο ποίημα στην σελ. 30 «λίγα λόγια για την γυναικεία ποίηση», η ποιήτρια σκόπιμα αναφέρει στον τίτλο τη διαφυλική διάκριση της ποίησης για να καταλήξει «ίσως να είναι αυτό τελικά τα ποιήματα/ ίσως να είναι άλλος ένας τρόπος/ να πεθαίνεις.» κάνοντας αισθητή όχι την διάκριση αλλά μάλλον την ενιαία αντίληψη για την ποίηση στην διαφυλική πάλη της σύγχρονης ζωής. Ακόμα, στη σελ. 28, η διεμφυλική παρέκβαση του στίχου «αν ήμουν άντρας σίγουρα θα κάβλωνα μαζί τους» μας αποκαλύπτει την ανδρόγυνη φωνή της ποιήτριας, χωρίς να υιοθετεί ούτε γυναικεία, ούτε αντρική υφολογική φωνή. Στις «διορθώσεις», σελ. 31, το ποίημα αποτελεί γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των υποκειμένων, καθώς η πλάτη του άλλου γίνεται χαρτί. Στο ποίημα «μη βάζεις μαύρα γίνεσαι στόχος», συναντάμε την έννοια της πόλης, αφού «ένα ποίημα πλανιέται πάνω από την πόλη» και μας επαναφέρει στο αστικό τοπίο των ποιημάτων της συλλογής ανοίγοντας διάλογο του τόπου και του λόγου. Ας μην ξεχνάμε πως η πόλη στη σελ. 9 της συλλογής είναι ένα πλάσμα ζωντανό, που «ψυχορραγεί». Το ποίημα επίσης εδώ λειτουργεί ως μάρτυρας εγκλημάτων ενός αστικού «πολέμου». Γενικά, θα παρατηρούσαμε πως ο σχολιασμός της προβληματικής της ποίησης στη συλλογή, έρχεται σε αναλογία με την προβληματική και τη δυσλειτουργία της σύγχρονης πραγματικότητας.

Το ποιητικό ύφος μας ξανασυστήνεται με μια μετα-μοντέρνα εκδοχή έκφρασης. Ο εσωτερικός ρυθμός όμως των ποιημάτων δεν λείπει. Τα στοιχεία της φύσης, μέσα από λέξεις και εικόνες σε όλη τη συλλογή εξυπηρετούν μια αντι- ρομαντικότητα και αντι-λυρικότητα με αποτέλεσμα να τονίζεται το αστικό περιβάλλον περισσότερο, για παράδειγμα στην σελ. 44 με τον τίτλο του ποιήματος «οι μέλισσες που δε δοκίμασαν το μέλι», η λέξη «βροχή» και «χιόνι» σε άλλα σημεία της συλλογής. Τα ποιήματα μπορούν επιπλέον να χαρακτηριστούν δραματικά καθώς έχουν στοιχεία δραματικού μονολόγου, είναι αφηγηματικά με αποσπασματική και πολυπρόσωπη αφήγηση κυρίως σε α’, γ’ και κάποιες φορές σε β’ πρόσωπο. Η αφηγήτρια- ποιήτρια μετέχει στις «Ιστορίες» που εκτυλίσσονται, άλλοτε μόνη, άλλοτε σε ένα ευρύτερο όλον σελ. 17 «και δεν θυμάμαι…», αλλού «και δεν μπορούμε μια απεργία της προκοπής…», «παιδιά να μείνουμε ακόμα», σελ. 40 «είπες πως δεν θα καταλάβαινες ποτέ», σελ 41 «βρήκα τη θέση μου σε μια γωνιά», σελ. 44 «θα το σπάσουμε», σελ. 28 «κι από εκεί να χαζεύω τον κόσμο για όσο κρατάει». Τέλος, η αφηγηματική τεχνική της εικόνας, όπου μπορούμε να την εντοπίσουμε, καταδεικνύει έναν αδυσώπητο ρεαλισμό σελ. 41 «κι όλες αυτές τις εικόνες/ που δεν μπορούσα πια/ να μεταμορφώσω/ κι έγραψα φρίκη/ μίλησα φρίκη» μαζί με μια αίσθηση υπερρεαλισμού σελ. 37 «κατά τα άλλα η ζωή κυλά ομαλά/ σε κάθε λήξη βάρδιας/ μαζεύουμε τα νεκρά πουλιά απ’ τους δρόμους/ τα ρίχνουμε στους ειδικούς κάδους έξω από κάθε σπίτι/ και φεύγουν ξημερώματα/ για το Ονειροσφαγείο».

Στις «Ιστορίες» εμφανίζονται άλλοτε σε προμετωπίδες, άλλοτε στους τίτλους, ονόματα ποιητών που «εμψυχώνουν» τα ακόλουθα ποιήματα λειτουργώντας παράλληλα ως αναφορές στο δικό τους έργο, στις δικές τους ιδέες. Κάποιες φορές, κάποιες εικόνες της Ζησάκη θυμίζουν μοτίβα άλλων ποιητών- ποιητριών όπως η αναφορά στην «Πατησίων» της Γώγου, στα «πουλιά» του Σαχτούρη κ.α. Ακόμα, αυτές οι διακειμενικές σχέσεις της συλλογής με την ποιητική γενιά του ’70 έρχονται να εμπλουτίσουν το ποιητικό βίωμα της ποιητικής ματιάς της Κατερίνας στα πράγματα γύρω της.

Υπάρχει αυτοβιογραφικότητα στη συλλογή, όπως και μια κρυμμένη αυτοαναφορά στην ποιητική δημιουργία. Στο ποίημα «μάθημα ιατροδικαστικής αρ. 5», η ειρωνεία συμπλέκεται με το τραγικό, και εκεί βρίσκεται και το ίδιο το ποιητικό σώμα της ποιήτριας που ανατέμνεται και εξετάζεται. Στην «σελίδα 23», σελ. 22, η ποιήτρια αναφέρει πως «αν είχαμε δυο τρεις ώρες θα προσπαθούσα/να σ’ αγαπήσω περισσότερο από μένα», στην σελ. 29 «το βλέπω στον καθρέφτη/τότε ανάβω όσο πιο πολλά φώτα μπορώ». Η παρουσία της μοναξιάς, ως έννοια και βίωμα τη συναντάμε στην ίδια σελίδα, στο ποίημα «δέκατο τρίτο υπόγειο» με τον στίχο «τι φοβερό το πρόσωπο της μοναξιάς» και στους καταληκτικούς στίχους «τι φοβερό το πρόσωπο της μοναξιάς/ψάχνω ένα χέρι/να μου σκεπάσει τα μάτια». Στο ίδιο ποίημα η Κατερίνα θίγει τη λήθη ως ομόρροπο συμβάν της μνήμης «ύστερα κάνω ασκήσεις λήθης/να ξεχνώ/να ξεχνώ/ να ξεχνώ μόνο».

Η νέο-μοντέρνα ποίηση της Ζησάκη (ας μου επιτραπεί ο όρος) χωρίς άσκοπες ρητορείες, με άγρυπνο το ποιητικό της «μάτι», μας ταξιδεύει ήδη από την πρώτη της συλλογή σε έναν κόσμο χωρίς συναισθηματισμούς μάταιους μα πηγαίους, χωρίς ανούσια «κατηγορώ» και «υπάρχω», αλλά ουσιώδη. Προκρίνεται η ποιητική της φωνή ως μάχιμη και εφηβική, φρέσκια, αιχμηρή και ξαφνιασμένη, απορημένη για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ποίηση που περισσότερο θέλει να γνωρίσει τον κόσμο γύρω της παρά να αμφισβητήσει και να αποσυρθεί. Ας δούμε με την δεύτερη ποιητική της συλλογή «Μισέρημος», από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, τι νέο θα έχει να μας συστήσει.

Κατερίνα, είμαστε όλοι «αυτιά».

 

Πηνελόπη Ζαρδούκα

 

Η Πηνελόπη Ζαρδούκα είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ζει και εργάζεται στην Αθήνα, έχει  παρακολουθήσει το ποιητικό εργαστήριο του Ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος», για ένα μεγάλος διάστημα  ήταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Μανδραγόρα, μέχρι που αφοσιώθηκε στον γιο της Αλέξανδρο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά έντυπα και ηλεκτρονικά.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία