Κριτική
«Μου αρκεί να μ’ αγαπάνε οι άνθρωποι του καιρού μου…»
Κάτω από τον τίτλο «Μοιρόγραφτο», του Γιάννη Πανούση, μπορούμε να το καταχωρήσουμε σε υποκατηγορίες, τις αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, μεταξύ Έρωτος και καθήκοντος, αυτοσυντήρησης και αυτοθυσίας, σκοπών και μέσων, μεταξύ πίστης και λογικής, την υπέρθεση δύο αξόνων. Σκέψης και μέτρου, όπου κυριαρχεί, ένα πρωταρχικό στοιχείο, του διατεταγμένα σύνθετου, κυριολεκτικά της ομορφιάς. Μ’ έναν εσωτερικό ρυθμό υποδορίως ελεγειακό, να έχει την έγνοια να νανουρίζει τον άνθρωπο και το μυαλό του, πάνω σε μια ξύπνια νάρκη, αυτογνωσίας και κριτικής.
«Νέμεσις;»: «Η Ιστορία/ ούτε διαψεύδει ούτε δικαιώνει/ αμετάκλητα/ Αφήνει όλους τους λογαριασμούς/ ανοιχτούς/ γιατί τρέφεται με τις έριδες/ των ανιστόρητων ανθρώπων.» και με τον «Ίλιγγο»: «Αν θέλεις να πάθεις ίλιγγο/ κοίταξε τη ζωή από ψηλά/ και πριν ζαλιστείς/ πρόλαβε να πηδήξεις πρώτος/ για να γεμίσεις το κενό/ με την παρουσία σου.» να συνοδεύονται με συναισθήματα δυσαρέσκειας. Σχηματίζονται συγκινησιακές εμπειρίες, άλλοτε με «φόβους» και κάποτε με «θυμούς».
Η λαχτάρα του ποιητή Γιάννη Πανούση, να τις μοιραστεί με ένα ακροατήριο, μπορεί να είναι πραγματική ή υποθετική. Όταν οι δημαγωγοί της πολιτικής «υπνωτίζουν τα πλήθη», αναφέρεται σε περιστατικά, της ψυχολογίας της μάζας! «Οφθαλμ-Απάτες»: «Το μάτι του μέλλοντος/ θάμπωσε από τις ακτινοβολίες/ των ηλεκτρονικών μηνυμάτων/ κι από τον κουρνιαχτό/ των υπερηχητικών αισθημάτων./ Γύρισε ανάποδα ο βολβός/ και φάνηκαν σκιές από το παρελθόν/ αποθηκευμένες στην ωχρά κηλίδα./ Γλαύκωμα εικόνων, αχρωματοψία προσώπων,/ στραβισμός ιδεολογιών συμπίεσαν/ τόσο το οπτικό νεύρο/ ώστε για λίγο η ιστορική ανοφθαλμία/ διαχύθηκε σε όλο τον εγκέφαλο./ Ευτυχώς/ το ασπράδι και το μαυράδι του ματιού/ ξαναγύρισαν γρήγορα στην αρχική τους θέση,/ οι κρυστάλλινοι φακοί καθάρισαν/ και τα βλέφαρα/ της ένοχης μνήμης έκλεισαν./ Μέχρι νεωτέρας ρωγμής, είπαν οι ειδικοί.».
Ο Καντ είναι πιθανώς, ο πιο εμβληματικός, απ’ τους φιλοσόφους. Ήταν προάγγελος του Φρόυντ: Αφού στα πεδία των αισθητηριακών αντιλήψεων, αισθήσεων, που δεν κατέχουμε στη συνείδηση, αν και αναμφίβολα μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι την κατέχουμε. Των σκοτεινών με άλλα λόγια ιδεών, μέσα στον άνθρωπο, είναι δίχως μέτρο. Αντιθέτως, οι «καθαρές ιδέες», δεν καλύπτουν παρά εξαιρετικά λιγοστά σημεία, ανοιχτά στη συνείδηση. Έτσι, πάνω στο μεγάλο χάρτη της νόησής μας, δεν φωτίζονται στην πραγματικότητα παρά μονάχα λίγα σημεία, σαν τα νησιά μέσα στον ωκεανό. «Σκιές»: «Περπατώντας πάνω στον ίσκιο μου/ έκπληκτος ανακάλυψα/ ότι είμαι πιο μικρός/ απ’ όσο φανταζόμουνα./ Κι έτσι/ έντρομος/ αποφάσισα να κρυφτώ/ πίσω από τις σκιές των άλλων.» Ο ποιητής Γιάννης Πανούσης, γνωρίζει, όπως ο μηχανικός «ποδηλάτου», τους παράγοντες της πτώσης, της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, του πολιτισμού και της πολιτικής αφασίας κ.ό.κ., στρέφοντας έτσι το «τιμόνι», τη γραφή του, ώστε «για μια δεδομένη γωνία αστάθειας» με την κυρτότητα της καμπύλης κάθε περιστροφής, να είναι αντιστρόφως ανάλογη, προς το τετράγωνο της ταχύτητας, με την οποία προχωρεί, ο «ποδηλάτης» ενεργώντας. Ο «ποδηλάτης» υπακούει σε κώδικες. Όπως και η πολιτική. Η τρέχουσα πολιτική, δεν γνωρίζει τον αριθμό του ποδηλάτου. Οι κώδικες είναι αρκετοί, κρυφοί σύμβουλοι, με εντολές.
«Ελλάδα της κρίσης»: «Ήρθαν και φέρανε/ δόξες πλαστικές/ Φύγαν και πήρανε/ τ’ ουρανού φωτιές/ Ήρθαν και φέρανε/ τ’ άδικου γραφές/ Φύγαν και πήρανε/ πέτρες σκαλιστές/ Ήρθαν και φέρανε/ μαύρες ενοχές/ Φύγαν και πήρανε/ σκόνη απ’ το χθες/ Ρ/ Κι εμείς/ Κοιτάμε το Κακό/ Ρωτάμε το Θεό/ Απάντηση καμιά/ Η τέχνη μας παλιά/ Ούτε γάτα ούτε ζημιά.». Η λογική μας έχει ελάχιστη δυναμική για να επιβληθεί, όταν έχουμε εκνευρισμό και άγχος. Χρειάζεται χρόνος για να πείσουμε έναν άνθρωπο, να αλλάξει ρότα, όσο κι αν είναι σοβαρά τα επιχειρήματά μας. Το πάθος μένει τυφλό, μπροστά στη λογική. Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε τις διαθέσεις μας, θα είμαστε ακροβάτες, με την ίδια ταχύτητα που πηδάμε από τη μία σκέψη στην άλλη. Ο κάθε κατάδικος φαίνεται να παίζει χαρτιά με τους δεσμώτες του. Θέλει να πετάξει έξω απ’ την φυλακή. Να απολαύσει την ελευθερία του. Ο Γιάννης Πανούσης είναι μάρτυρας σε πολλά γεγονότα, λόγω, των πολλαπλών ιδιοτήτων. Αυτό είναι μαρτύριο. «Η μοίρα των μοιραίων»: «Γιατί συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε/ γνωρίζοντας ότι ζούμε/ σ’ έναν κόσμο σκοτωμένων «πρέπει»/ και πεθαμένων «θέλω»;/ Σ’ έναν κόσμο που δεν απεβίωσε μόνος/ και εν αγνοία μας,/ αλλά ενταφιάστηκε με παράτες/ και με παρόντες όλους τους επίσημους,/ πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες;/ Όσο κι αν φοβόμαστε τις αντιδράσεις/ της Ιστορίας/ δεν έχουμε το δικαίωμα να δολοφονήσουμε/ το μέλλον/ για να δικαστούμε στο παρόν,/ από συνένοχους δικαστές/ που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν./ Αν η ζωή μας τείνει να τελειώσει διαφορετικά/ απ’ ό,τι την είχαμε προγραμματίσει/ οφείλουμε ν’ αντιστρέψουμε τη μοίρα./ Τη δική μας μοίρα./ Όχι των άλλων.». Οι λέξεις μπορούν να γίνονται και βρόχοι, δολώματα, απλές ετικέτες κρεμασμένες πάνω σε πρόσωπα ή πράγματα. Η πολιτική γλώσσα μπορεί να γίνει προπέτασμα καπνού. Κρύβεται από τον στοχασμό. Είναι λόγος για τον οποίο πολλές φορές η δημιουργία, αρχίζει από εκεί, που τελειώνει η γλώσσα. Ανήκει σε ρεπερτόριο των υπόγειων παιχνιδιών. Η αναφορά στην προσωποποίηση χρησιμοποιείται, στην κορφή της ομαδικής θεραπείας. Είναι γνωστή με τον όρο «ψυχόδραμα», οδηγεί στην απομόνωση των «κλειστών αστικών συστημάτων». Εμπεριέχονται σ’ αυτό τα «πάντα»: Αλτρουισμός, αυτοεπιβεβαίωση, επαγγελματίες ευεργέτες, «τίγρεις της φιλανθρωπίας», με λαμέ επισκέπτες φυλακών, ιεραπόστολοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.τλ. Είναι όλοι «απαραίτητοι»; Το να αναλύσουμε, τους σκοπούς, είναι αγενές. Το να κάνουμε κριτική, είναι απαραίτητο. «Μεταναστευτικό»: «Πρέπει να μείνει/ ό,τι κι αν γίνει/ Ανάψτε πάλι το μαγκάλι/ πριν μας την πάρουνε οι άλλοι/ Πρέπει να κρύψει/ ό,τι κι αν λείψει/ Φωνάξτε πάλι τον τελάλη/ για να το μάθουνε κι οι άλλοι/ Πρέπει να τρέξει/ ό,τι κι αν φέξει/ Ανοίξτε πάλι την αγκάλη/ μήπως γιορτάσουνε κι οι άλλοι/ Ρ/ Δίχως ειρήνη/ κι ανθρωπιά/ Άδειο το σπίτι/ Μαύρ’ η καρδιά.»
Λίγο προζύμι έχει τη δύναμη, να ζυμώσει ολόκληρο το ζυμάρι. Ο φίλος μου ποιητής Γιάννης Πανούσης, έχει τη δύναμη, πίστη, ελπίδα και αγάπη (αλληλεγγύη) να δράσει. Η γραφή του, έχει το εμβατήριο των εξεγερμένων (Als Adam grub und Eva spann-Wo War denn da der Edelmann?). Τότε έφθασε η φωνή δίχως απόκριση/ Τούτου τ’ ανθρώπου ο χαμός για να ‘ναι σίγουρος/ όταν για την αλήθεια πρέπει να πεθάνει… Αφού είναι καλύτερη μια καταστροφική αλήθεια παρά ένα χρήσιμο ψεύδος. «Ωδή στην πατρίδα»: «Πατρίδα που σε γνώρισα/ στ’ αναγνωστικά του σχολείου/ πάνω στο λόφο του Κολωνού/ Πατρίδα που σ’ αγάπησα/ στις διηγήσεις του περήφανου παππού/ πλάι στη σβησμένη ξυλόσομπα/ Πατρίδα που σε ανακάλυψα/ μέσα στις σκοπιές της ομιχλώδους Λάρισας/ Πατρίδα που σε θαύμασα/ στις απαντοχές της Κομοτηνής/ Πατρίδα που σε λησμόνησα/ τρέχοντας από δω κι από κει/ για να βρω μιάν άλλη ταυτότητα/ Πατρίδα που σ’ έχασα/ -ευτυχώς για λίγο-/ χαμένος κι εγώ στις φρούδες υποσχέσεις/ μιας παγκοσμιοποιημένης ειρήνης/ Πατρίδα που σε πλήγωσα/ αρνούμενος την ιστορία και τους ήρωές σου/ Πατρίδα που σε πρόδωσα/ κρατώντας και κυματίζοντας άλλες σημαίες/ Πατρίδα-μάνα/ πρέπει να ξαναγυρίσεις κοντά μας/ να προστατεύσεις όλα σου τα παιδιά/ στην Ελλάδα και στην ξενητειά/ από τους κινδύνους του μέλλοντος/ Χωρίς εσένα/ κρατάμε τη δάδα μιας δόξας/ που μας καίει δίχως ποτέ να μας φωτίζει.»
Ασφαλώς, η προσγείωση είναι περίπου όπως η απόγνωση. Δεν υπάρχει (θεραπεία) ούτε οίκτος, ούτε έλεος απ’ τον καπιταλισμό. Το έγκλημα παραμένει. Στην οφθαλμαπάτη δεν υπάρχουν πουλιά! Ελευθερία. Γι’ αυτό χρειάζεται ψυχή επαναστάτη, και καρδιά με λογική. «Επίδομα θέρμανσης 2018»: «Πετάχτηκε η σπίθα απ’ τα κάρβουνα/ του μαγκαλιού/ Ο παππούς κοιμόταν,/ το παιδί που διάβαζε δεν την πρόλαβε,/ βρήκε ανοιχτό το φωταγωγό η σπίθα κι ανέβηκε/ στην ταράτσα/ για να πάρει αέρα πριν σβήσει και ξεψυχήσει./ Μόλις έβγαλε το κεφάλι της στον ανοικτό ουρανό/ την χτύπησε καταπρόσωπο ο ήλιος/ και την ξαναφούντωσε/ κλείνοντάς της με νόημα το μάτι./ Κι αυτή ξανακατέβηκε στο φτωχόσπιτο/ μπήκε στη μαντεμένια ξυλόσομπα/ που ‘χαν ξεχάσει να την ανάψουν/ οι κουρασμένοι γονείς/ γιατί είχαν βγει από τα μαύρα χαράματα/ για να βρουν δουλειά/ κι όλο το σπίτι είχε παγώσει,/ όμοια με τα όνειρά τους,/ που τώρα, χάρη στη σπίθα του φωτοδότη ήλιου/ ζωντάνεψαν/ για να μπορέσουν ν’ αντέξουν μιάν ακόμα νύχτα.»
Ο ποιητής Γιάννης Πανούσης έχει το προνόμιο να περπατά απάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Όπως οι εικόνες στην επιφάνεια μίας λίμνης, στην οποία έπεσε μια πέτρα. Αυτές τις πέτρες πρέπει να μαζέψουμε γρήγορα. Για να «ζεσταθούμε», βάζοντας τις φωτιές της σκέψης μας. «Γρήγορα ο Ποταμός θα ανανεώσει την στιλπνάδα του. Γρήγορα/ θα ξαναγυρίσουν τ’ οράματα/ και να, μένει και γρήγορα αχνά συντρίμμια από όμορφες μορφές. Που πίσω έρχονται τρεμάμενες, ενώνονται, να, τώρα, άλλη μία φορά/ η λίμνη γίνεται ένας καθρέφτης». Αφού στον «Απο-λογισμό»: «Τόσα ήξερα/ Τόσα πίστευα/ Τόσα έδωσα/ Τόσα άντεξα/ Τόσα άξιζα/ Για τα υπόλοιπα/ ας με κρίνουν/ οι Θεοί των ανθρώπινων λαθών/ και το DNA των λαθών της φύσης.»
Ο ποιητής και φίλος μου Γιάννης Πανούσης, κόντρα σ’ ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (Tina: There is no alternative) υψώνεται. Και καταθέτει με ειλικρίνεια. Αφού, αληθώς, με λόγια και με πράξεις, παρεμβαίνει. Βουτάει παντού, με αναπνευστήρα! Και αντέχει, προσωρινά άφαντος και πάντα μελλοντικός!
Γιατί, αυτούς που βλέπουμε, θα τους ξαναδούμε πάλι, άλλον θα λένε Κωσταντή κι άλλον Μιχάλη, όπως έλεγε ο αείμνηστος φίλος και ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Έχει κι αυτό τη σημασία του Αντισταθείτε! Είναι η διαρκής προτροπή για τη μία απώλεια της εν εγρηγόρσει καταστάσεως, του Ανθρώπου. Αυτό επιτυγχάνεται, μέσα από το «Μοιρόγραφτο» του ποιητή Γιάννη Πανούση. Εναντίον κάθε μορφής εξουσίας, που οδηγεί σε χάσματα, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Εναντίον της ομοιομορφίας.
Ο φιλόσοφος αυστριακός Βιτγκενστάιν (1889-1951), με το θεωρητικό του έργο περί γλώσσας-γνώσης: Οι «ήρωες του» και οι λέξεις δεν είναι ξεκάθαρες, τι σημαίνουν οι πράξεις τους. Κανείς δεν μπορεί να μειώσει την ασυδοσία. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για τη φύση, κοινωνία, στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κανείς δεν μπορεί να σχεδιάσει τις λέξεις, για, ένα γεγονός, όπως θλίψη, η στάχτη, νεκροί απ’ τις Πυρκαγιές, ή πνιγμοί (Μάτι, Μάνδρα). Δεν υπάρχουν λόγια. Για τους κατοίκους της Στάχτης «Μετά είναι η στάχτη/ όσο είναι καιρός/ αν είναι δέντρο/ θα γίνει φλεγόμενο δάσος./ Ανησυχώ για τους κατοίκους της στάχτης όσο ακόμα είναι καιρός./ Η στάχτη μαζεύει» (Μιχάλης Κατσαρός). Η Μοναξιά κατόπιν, έρχεται σαν οργή, πανικός, γύρω από ένα «μέρος της αλήθειας» που σφετερίζεται το ρόλο, όλης της αλήθειας. «Μοναξιά»: «Αποκοιμήθηκε ο έρωτας/ στο αδειασμένο του κορμί./ Κι όταν χτύπησε το ξυπνητήρι/ δεν είχε άλλα ρούχα να φορέσει για να βγει έξω/ παρεκτός τις σκουροκόκκινες φλέβες του μίσους/ κατά του εαυτού του».
Υπάρχει πολιτικός κυνισμός. Μετασχηματίζει τον άνθρωπο, τη συνύπαρξη σε ζούγκλα. Είναι ο έμπορας (κάθε είδους) που γνωρίζει την τιμή κάθε πράγματος και την αξία κανενός, έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ…
Η γλώσσα όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά, γίνεται μηχανισμός παραχάραξης της συνείδησής μας. Υπάρχει εκφυλισμός στον πολιτικό λόγο. Ο πολιτικός λόγος πρέπει να έχει ISO (ταυτότητα αληθείας). «Μπορείτε να ανοίξετε το μυαλό σας και να αφήσετε τις ετοιματζίδικες φράσεις να μπουν μέσα. Αυτές θα στήσουν τις προτάσεις σας -θα σκεφτούν ακόμη και τις σκέψεις σας ως έναν βαθμό- και εν ανάγκη θα επιτελέσουν τη σημαντική υπηρεσία να συγκαλύψουν εν μέρει το νόημά σας ακόμη κι από σας τους ίδιους» έγραφε ο Όργουελ το 1946 (Politics and the English Language).
Τέλος για την τεχνολογία αρμόζει: Η συνύπαρξη μεταξύ χειρών και τεχνολογικής μηχανής, πρέπει να περνάει μέσα απ’ το συναίσθημα και την καρδιά. Την ηθική.
Παναγιώτης Καραβασίλης
ΥΓ1: Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς στο βιβλίο του, «Πολιορκία» (1953) αναφέρεται στους ξένους παράγοντες, ότι «Ούτε υπάρχει πιο σίγουρος θάνατος για ένα Έθνος, πλην να παραδώσεις την πολιτική στους συμμάχους σου». Η Ιστορία της Μικρασιατικής καταστροφής (1922), εμφύλιος πόλεμος (1944, 1946-1949), η προδοσία της Κύπρου (1960, 1974) κ.λπ., μέχρι σήμερα συντηρούν αρκετά θερμοκήπια αυταπατών.
ΥΓ2: «Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν, τον Ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο (αστική τάξη), δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν, Ιστορικά προβλήματα, τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους», έγραφε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, στο βιβλίο του «Θεωρία πολέμου» (Θεμέλιο, Αθήνα 1997). Μαζί με τη ρήση για την μεταπολίτευση στην Ελλάδα: «Χαρτοπαίκτες στην επαρχία και Τσόκαρα στην Αθήνα…».
Ο Γιάννης Πανούσης είναι γνωστός ως εγκληματολόγος και ακαδημαϊκός δάσκαλος και δευτερευόντως ως πολιτικός. Οι παραπάνω ιδιότητες απέκρυβαν για πολλά χρόνια την αγαπημένη του ενασχόληση με τη Λογοτεχνία και κυρίως με την Ποίηση, αφού είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές με το ψευδώνυμο Γιάννης Απαρθινός και είχε τιμηθεί με βραβεία και επαίνους.
Η ποιητική του συλλογή «Μοιρόγραφτο» είναι η πρώτη με το όνομά του.
Share this Post