Διήγημα
Π. Ένιγουεϊ | Τρία συν τρία αιρετικά διηγήματα
Τρία αιρετικά μικροδιηγήματα
Αιώνια αγάπη
Στον ανιψιό μου Γιώργο
«Αγάπη μου, είναι ώρα να σηκωθούμε. Πρέπει να πας για κυνήγι. Δεν έχουμε τίποτα να φάμε».
«Δεν πειράζει, ας φάμε τις σάρκες μας».
***
Περίπου έξι χιλιάδες χρόνια κείτονταν αγκαλιασμένοι κάτω από τη γη ένας άνδρας και μια γυναίκα. Αυτή η σπανιότατη, διπλή, αδιατάρακτη ταφή ήρθε στο φως στον περιβάλλοντα χώρο στο σπήλαιο του Διρού.
Καθαρά Δευτέρα στην Πράγα
Στον ανιψιό μου Μάριο
«Φτάνει πια Γρηγόρη! Βγάλε επιτέλους αυτή τη μάσκα! Πέρασαν οι Απόκριες! Και σταμάτα να σέρνεσαι στο πάτωμα σαν κατσαρίδα!»
Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ’ εξαπάτησε!
Στον ανιψιό μου Άγγελο
«Ακίνητος Γιάννη Αγιάννη! Συλλαμβάνεσαι εν ονόματι του νόμου!»
«Δε φταίω εγώ κύριε επιθεωρητά! Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ’ εξαπάτησε! Μου ’ταξε ότι θα γίνω διάσημος!»
«Πιάστε τον!»
«Είμαι αθώος! Είμαι αθώος!»
«Αγάπη μου! Έλα, το φαγητό είναι έτοιμο. Ακόμα δε βαρέθηκες μ’ αυτό το μυθιστόρημα;»
Τρία αιρετικά διηγήματα
Δοκιμήγημα
Είχα φτάσει στο θερινό σινεμά αργοπορημένη. Με περίμενε στην είσοδο με τα εισιτήρια στο χέρι φανερά εκνευρισμένος.
«Συγγνώμη, αγάπη μου», και έσκυψα λίγο για να τον φιλήσω. «Είχε τρομερή κίνηση στο δρόμο, κι αυτός ο ταρίφας όλο κύκλους έκανε! Πάμε;»
Περίμενα να μου παραπονεθεί, αντ’ αυτού απάντησε μ’ ένα ξερό «Δεν πειράζει», και περάσαμε μέσα.
Κάτι τον απασχολούσε. Ούτε ένα σχόλιο δεν έκανε για το ντύσιμό μου. Φορούσα τις ψηλές γαλάζιες γόβες που τόσο του άρεσαν, κι αυτός τίποτα, ούτε ένα πείραγμα.
«Συνέβη κάτι;», τον ρώτησα όταν καθίσαμε, περιμένοντας να ξεκινήσει ο Πολίτης Κέιν.
«Ξέρεις, έγραψα ένα διήγημα και το έστειλα σ’ ένα διαγωνισμό…», είπε κάπως αμήχανα.
«Αλήθεια; Γράφεις; Πώς και δεν μου το ’χεις πει τόσο καιρό;», ρώτησα έκπληκτη.
«Είναι προς τιμήν του Καβάφη, και σκέφτηκα να γράψω κάτι που να διαδραματίζεται στην ελληνιστική περίοδο…»
Σταμάτησε.
«Ναι;»
«Το απέρριψαν πριν καν το αξιολογήσουν…»
«Το έχεις μαζί σου;»
Έβγαλε από το τσεπάκι του πουκαμίσου του ένα χαρτί και το ξεδίπλωσε.
Σημείωμα για τον ανθελληνισμό
Αντιφών ο Αιγινήτης
Συρακούσες 237 π.Χ.
Μετάφραση Τάνια Β.
Πρόσφατα ανέλαβα την έκδοση της Ποιητικής του Αριστοτέλη, ενός έργου που ο φιλόσοφος δεν δημοσίευσε ποτέ όσο ζούσε. Είναι μια ανάλυση σχετικά με την τραγωδία, το ομηρικό έπος και γενικότερα τις «ποιητικές τέχνες». Όμως οι αρνητικές κριτικές της Ποιητικής μού προξένησαν την ίδια παλιά αγανάκτηση: Τι σημαίνει άραγε το σχόλιο «ελληνικούρα»; Γιατί οι λοιποί κριτικοί (της Αιγύπτου, της Περσίας κλπ.) αρνούνται να δουν το αριστουργηματικό αυτό δοκίμιο; Τι θα πει ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρικο», ενώ είναι μια απλή κριτική ανάλυση της Τέχνης; Όλα αυτά εξηγούνται μόνο υπό το πρίσμα μιας ιδεολογίας-πίστης: του ανθελληνισμού.
Ο ανθελληνισμός υπήρχε πριν ακόμη και από την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Τον τροφοδότησαν οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σιδώνιοι παλαιότερα, αλλά και τώρα οι Αιγύπτιοι, οι Αιθίοπες και οι Πέρσες. Οι Έλληνες εξετέθησαν στον πόλεμο της Ασίας (που εξελίχθηκε από στρατιωτική επιχείρηση σε «βρόμικο πόλεμο»), ενώ η εικόνα του Μακεδόνα ελευθερωτή Αλέξανδρου Γ΄ διαδέχτηκε εκείνη του κατακτητή, τύραννου και μακελάρη των ανατολικών λαών. Ο ανθελληνισμός, ως πολιτική στάση και ιδεολογία, πήρε καινούργια διάσταση και έφτασε να αποτελεί σήμερα μια ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία συναντώνται διάφορες πολιτικές παρατάξεις σε όλο τον κόσμο.
H περιφρόνηση προς τους Έλληνες είναι φαινόμενο παλιό. Οι υπόλοιποι λαοί (ιδίως μετά την Ομήρου Οδύσσεια) υιοθετούσαν τη συμπεριφορά κάθε παλιάς γενιάς έναντι της καινούργιας (υπεροψία, ηθικό πανικό, απόρριψη), εκφράζοντας αίσθημα ανωτερότητας και αποκρύπτοντας έτσι το σύμπλεγμα κατωτερότητας.
«Συγγνώμη, διαγωνισμός διηγήματος είναι ή δοκιμίου;», τον ρώτησα με απορία.
Αυτός άνοιξε ανέκφραστος μια μπίρα και τη μοίρασε σε δύο ποτήρια. Τσουγκρίσαμε.
Μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το χάσμα μεγάλωσε και η διαμόρφωση του ελληνικού χαρακτήρα προκάλεσε έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Λίγο αργότερα, την εποχή του Περικλή, ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε, οι Έλληνες εξελίχθηκαν στη μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο και το επιχειρηματικό πνεύμα τους θριάμβευσε και έγινε θρύλος. Από την άλλη πλευρά, ο ανθελληνισμός εκφραζόταν άλλοτε με τον μετριοπαθέστατο λόγο του Θεμιστοκλή (όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για την Περσία) και άλλοτε με τον οργισμένο του Αλκιβιάδη (όταν, καταφεύγοντας στη Φρυγία, προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει επιχείρηση του Αρταξέρξη κατά της Σπάρτης).
Μέχρι τη Μάχη του Μαραθώνα ο ανθελληνισμός είχε κυρίως ψυχολογικά αίτια: Ο παλιός κόσμος ταραζόταν από την ανάδυση μιας καινούργιας δύναμης, που διαφοροποιείται από την περσική/αιγυπτιακή παράδοση και νοοτροπία. Η αίτια ήταν μια σειρά μύθων που είχαν αρχίσει να υφαίνονται γύρω από την Ελλάδα και τα χαρακτηριστικά του «μέσου Έλληνα»: Αυτό που επηρέαζε βαθύτερα τις σχέσεις των λαών δεν ήταν οι αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στις ελληνικές και στις ασιατικές αξίες, αλλά η γεωγραφία (ευρωπαϊκή ήπειρος), οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες, καθώς και η δημιουργία ενός τοπικού πολιτικού συστήματος, της δημοκρατίας (έστω μόνο στην Αθηναϊκή Πολιτεία).
Ο ανθελληνισμός αποτελεί έκφραση όσων λαών έχουν χάσει τα πρωτεία. Συγκροτείται από ένα σύνολο ιδεών, προκαταλήψεων, παραστάσεων, ανακατασκευών της πραγματικότητας, που αναφέρονται στους «Έλληνες» και δεν έχουν τίποτε να προσκομίσουν ως εξήγηση της ύπαρξής τους πέραν της αυταπόδεικτης «αλήθειας» τους: Ο ανθελληνισμός υπάρχει επειδή οι Έλληνες συγκεντρώνουν εκ φύσεως μια σειρά αρνητικών χαρακτηριστικών. Εάν δεν μας αρκεί αυτή η ταυτολογική «απόδειξη», είμαστε αναγκασμένοι να αναζητήσουμε αλλού τους λόγους ύπαρξης του ανθελληνισμού.
H πλήρης απόρριψη του ελληνικού πολιτισμού είναι φαινόμενο που συμβαδίζει ιστορικά με την ελληνική ευημερία και πρόοδο. Άλλωστε κάθε «μεγάλος» πολιτισμός…
Τότε χαμήλωσε ο φωτισμός. Άναψα τον αναπτήρα και προσπάθησα να συνεχίσω το διάβασμα.
«Άσ’ το. Το συνεχίζεις στο διάλειμμα», με διέκοψε και μου πήρε το χαρτάκι απ’ τα χέρια. Το έκρυψε πίσω στο τσεπάκι.
«Μα αυτό δεν είναι διήγημα! Είναι κάτι σαν δοκίμιο… Αλλά ούτε και δοκίμιο μπορείς να το πεις…», του ψιθύρισα με απορία.
Οι διαφημίσεις προβάλλονταν ήδη.
«Ξέρεις, είναι ένα σατιρικό διήγημα σε στιλ δοκιμίου. Κάπως έτσι ξερά έγραφε κι ο Καβάφης, τηρουμένων των αναλογιών. Ξερά, ειρωνικά και όλο σοφίες», δικαιολογήθηκε αμήχανος.
«Δεν το διάβασα όλο, αλλά να σου πω κάτι… Νομίζω, είχαν δίκιο που το απορρίψανε. Δεν είναι διήγημα καθαρό. Είναι… είναι… είναι δοκιμήγημα», και γελάσαμε παρέα.
Ύστερα μ’ αγκάλιασε και με φίλησε. Το αστείο μου τον είχε χαλαρώσει. Από πίσω κάποιος μας επέπληξε, να κάνουμε ησυχία. Η ταινία άρχιζε. Άφησε την μπίρα στο διπλανό τραπεζάκι και ακούμπησε το χέρι του στο γυμνό γόνατό μου. Άρχισε να το χαϊδεύει. Γύρισε προς το μέρος μου.
«Το σορτσάκι σου με αναστατώνει», μου ψιθύρισε και ταρακούνησε με την άκρη της γλώσσας του το κρεμαστό σκουλαρίκι μου.
«Here, for Xanadu’s landlord, will be held 1940’s biggest, strangest funeral; here this week is laid to rest a potent figure of our Century – America’s Kubla Kahn – Charles Foster Kane…»
(Το Σημείωμα για τον ανθελληνισμό βασίζεται στο άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου
Σημείωμα για τον αντιαμερικανισμό, http://bookpress.gr/stiles/apopseis/antiamericanismos)
Η ανάγνωση μιας περιπέτειας
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη.
«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!»
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη.
«Στο διάολο!»
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης.
«Στο διάολο!»
Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι.
«Στο διάολο!»
Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη.
*
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος ήτανε δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει. Πυκνό δάσος. Tρεις βδομά. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει. Είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Πυκνό.
Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι.
«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!»
Όποιος παρέβαινε τη διαταγή θα πέρναγε στρατοδικείο. Δε χώραγε καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή… Δεν ήτανε παίξε γέλασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δε χώραγε καμιά παρανόηση.
Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός. Οι Άλλοι. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει. Πυκνό. Οι Άλλοι. Τους είχε φάει η βρώμα. Και οι μεν και. Οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα. Δάσος. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός. Οι Άλλοι. Δεν επιχειρούσαν επίθεση. Τα φυλάκια. Έτοιμα για παν ενδεχόμενο. Για παν.
Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι.
«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!»
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη.
Τρεις βδομάδες! Διάλειμμα. Πυκνό δάσος. Τους είχε φάει η βρώμα. Οι Άλλοι δυο τάγματα. Άνοιξη πια! Τρεις βδομάδες! Διάλειμμα.
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε ένας λοχίας, ο Αντώνης. Άνοιξη πια! Λίγο αργότερα σύρθηκε ως τους δικούς του. Οι Άλλοι δυο τάγματα. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα δυο φαντάροι. Το ποτάμι. Ακούσανε πολυβολισμούς. Ύστερα σιωπή.
Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι. Το ποτά.
«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!»
Το ποτάμι. Μεγάλος πειρασμός. Πυκνό. Το λαχταρούσανε. Και οι μεν και οι δε. Τους είχε φάει η βρώμα. Το ποτάμι. Δυόμισι χρό. Πυκνό δάσος. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας… Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Ολόγυ. Πέρα όχθη. Και οι μεν και οι δε.
Θα πήγαινε. Το ποτάμι. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Θα πήγαινε. Ολόγυ.
*
Το ποτάμι! Δυο άνθρω. Φτερουγίζανε πουλιά. Στάθηκε και το κοίταζε. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει. Αν δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Το ποτάμι! Να μπει στα νερά του. Να πρόφταινε. Τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε. Το πρωινό! Φτερουγίζανε πουλιά. Θαύμα! Να πρόφταινε.
Άφησε τα ρούχα του. Το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Να πρόφταινε. Το ποτάμι! Μην ήτανε κανένας. Οι Άλλοι δυο. Μπήκε στο νερό. Το! Φτερουγίζανε πουλιά.
Δυόμισι χρόνια. Το σώμα. Ολόγυμνο. Μπήκε στο νερό. Βασανιζότανε. Δυόμισι χρόνια. Πέρασε ένα σφουγγάρι. Τα ’σβησε. Τα φυλά. Και οι μεν. Δυόμισι χρό. Ολόγυμνο. Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος. Κολυμπούσε. Φτερουγίζανε πουλιά. Ήταν ένα παιδί τώρα. Πότε μπρούμυτα πότε ανάσκελα. Πέρασε ένα σφουγγάρι. Το σώμα. Ολόγυ. Δεξιά κι αριστερά. Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος. Φτερουγίζανε πουλιά. Τον χαιρετούσανε.
Είδε ένα κεφάλι. Μπροστά του. Κολυμπούσε. Τριάντα μέτρα μακριά. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Το πρωινό! Θαύμα! Σταμάτησε. Κολυμπούσε. Σταμάτησε. Το πρωινό! Θαύμα! Είδε ένα κεφάλι. Δυο άνθρω. Το ποτά. Στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Οι Άλλοι δυο τάγματα. Σταμάτησε. Κοιτάζονταν. Τους είχε φάει η βρώμα. Το! Πυκνό δάσος. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Τα φυλάκια. Έτοιμα για παν ενδεχόμενο. Κοιτάζονταν. Κολυμπούσε. Σταμάτησε. Οι Άλλοι. Είδε ένα κεφάλι. Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Οι Άλλοι. Και οι μεν και οι δε. Κοιτάζονταν. Ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Ένα κεφάλι. Στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Το πρωινό! Θαύμα! Φτερουγίζανε πουλιά. Έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Φταρνίστηκε. Βλαστήμησε.
Εκείνος άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη. Οι Άλλοι. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Και οι μεν και οι δε. Προς την αντίπερα όχθη. Βγήκε πρώτος. Ο Άλλος ό,τι έβγαινε από το νερό. Οι μεν και οι δε. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Σήκωσε το τουφέκι του. Αυτός. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Φτερουγίζανε πουλιά. Το ποτάμι! Το σώμα. Δυόμισι χρόνια. Ολόγυμνο. Τα φυλά. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος. Δυο άνθρω. Τρεις βδομά. Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη. Το ποτάμι! «Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!» Βγήκε πρώτος. Τα φυλάκια. Σήκωσε το τουφέκι του. Δυόμισι χρόνια. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Μια σφαίρα στο κεφάλι.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι! Δεν τους χώριζε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Τους ένωνε. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος. Μια σφαίρα στο κεφάλι. Δεν μπορούσε να τραβήξει.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Χαμήλωσε το τουφέκι του. Το ποτάμι! Φτερουγίζανε πουλιά. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Τους ένωνε. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος. Το! Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη. Κεφάλι. Τα φυλάκια. Έτοιμα. Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Τους είχε φάει η. «Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!». Δυο άνθρωποι γυμνοί. Το! Και οι δε. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος. Σήκωσε το τουφέκι του. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο. Χαμήλωσε το τουφέκι του. Το ποτά! «Στο διάολο!». Δυο άνθρωποι γυμνοί. Κεφάλι.
Δεν είδε τίποτα.
Μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα.
Τον χαιρετούσανε.
*
Τρειςβδομάδυόμισιχρόολόγυτοποτάδυοάνθρωκαιοιμενπεραόχθηταφυλάκεφάλι.
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη.
(Βασίζεται στο Το ποτάμι του Αντώνη Σαμαράκη)
Η κωμωδία της μέλισσας
α. Queen Bee
Λίγες ημέρες απομένουν ακόμη για την παρθενική εμφάνιση στην Ελλάδα της διάσημης πορνοστάρ, της μοναδικής Queen Bee.
Τα εισιτήρια του πολυαναμενόμενου gangbang show πωλούνται πλέον με καταιγιστικούς ρυθμούς. Όσοι ενδιαφέρονται πρέπει να σπεύσουν ταχέως.
Είναι ένα show που θα αφήσει εποχή, αφού σχεδόν όλες οι προηγούμενες εμφανίσεις της ήταν sold out, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κάτι που αναμένεται να γίνει και στην Αθήνα.
Εκτός αυτού η Queen Bee θέλει να σπάσει ένα ακόμη ρεκόρ και να γραφτεί στο βιβλίο Guinness ως η γυναίκα που ήρθε σε σεξουαλική επαφή με τους περισσότερους άντρες σε μία μόνο βραδιά.
«Ναι, θέλω να σπάσω όλα τα ρεκόρ. Θέλω να πάρω πάνω από χίλιους άντρες εκείνη τη βραδιά! Εμπρός, Έλληνες, Λατίνοι εραστές! Σας περιμένω όλους στο στάδιο!», μας εξομολογήθηκε.
Το τελευταίο της ρεκόρ είναι 919 άντρες μέσα σε δώδεκα ώρες!
Ποιοι λοιπόν θα είναι οι χίλιοι τυχεροί που με κλήρωση θα κληθούν από τις κερκίδες να απολαύσουν τα θέλγητρα της Queen Bee;
β. Ελεάνα
Ο Μάνος ροχάλιζε δίπλα μου ανάσκελα, ο Στέφανος έκανε μπάνιο σφυρίζοντας και σιγοτραγουδώντας και εγώ περίμενα να πάρω σειρά διαβάζοντας ένα ανάλαφρο ερωτικό μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ευτυχώς δεν άργησε, ήρθε στο δωμάτιο μετά από λίγο, πέταξε στην καρέκλα την πετσέτα και άρχισε να ντύνεται.
«Τι διαβάζεις;», με ρώτησε.
«Δεν είναι κανένα σπουδαίο βιβλίο, αλλά μ’ αρέσει γιατί είναι γρήγορο, περιπετειώδες και με άφθονο σεξ», του απάντησα, βάζοντας το σελιδοδείκτη ελάχιστες σελίδες πριν από το τέλος. Το άφησα δίπλα, στο κομοδίνο.
«Θες να μου διαβάζεις ενώ θα μαγειρεύω;», μου πρότεινε φορώντας το παντελόνι.
«Θες να μαγειρεύεις φορώντας μόνο την ποδιά και εγώ να σου διαβάζω φορώντας μόνο τα σκουλαρίκια μου;»
Γελάσαμε και οι δυο. Κατέβασε το παντελόνι και πήγε προς την κουζίνα χαμογελώντας. Τον ακολούθησα με το βιβλίο ανά χείρας.
Έδεσε την ποδιά, ξέπλυνε καλά το κοτόπουλο, προθέρμανε το φούρνο και άρχισε να κόβει κρεμμυδάκια.
«Δεν ξέρω κατά πόσο θα σε συγκινήσει η ιστορία».
«Μην ανησυχείς, ούτως ή άλλως δεν συγκινούμε εύκολα», μου απάντησε ρουφώντας τη μύτη του. «Όποτε θέλεις μπορείς να ξεκινήσεις», είπε και, γυρίζοντας προς τα μένα, σήκωσε την ποδιά και σκούπισε τα δακρυσμένα του μάτια.
Τον πλησίασα και άρχισα να χαϊδεύω με το ένα χέρι το εργαλείο του, που δεν άργησε να γίνει σκληρό όσο το εξώφυλλο του βιβλίου, και με το άλλο να διαβάζω μια επιστολή της πρωταγωνίστριας προς ένα περιοδικό της εποχής:
Αγαπητή κ. Πολυξένη,
Είμαι τακτική αναγνώστρια της στήλης σας και αποφάσισα να σας γράψω διά να ζητήσω την πολύτιμον συμβουλήν σας. Ελπίζω να με λυπηθείτε και να μου απαντήσετε. Είσθε το μόνον πρόσωπον εις το οποίον αποφασίζω επί τέλους να εξηγήσω τι μου συμβαίνει. Μα πριν εξακολουθήσω, θα σας ομιλήσω για την ζωήν μου.
Είμαι είκοσι οκτώ ετών, κόρη εκλεκτών γονέων, που εμερίμνησαν όσον ολίγοι διά την ανατροφήν μου. Ευτυχώς αι συμβουλαί των και προ πάντων τα καλά των παραδείγματα έφεραν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Απέκτησα χαρακτήρα σοβαρόν και ευθύν.
Η συνέχεια της επιστολής μου θα σας εκπλήξει, κ. Πολυξένη. Αν και δεν σας βλέπω, εν τούτοις κοκκινίζω από την εντροπήν μου. Θεέ μου, πώς ν’ αρχίσω; Τι να γράψω; Πώς να εξακολουθήσω;
Είμαι ένα θύμα του πάθους του αυνανισμού. Υπάρχουν στιγμές που δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Δεν ξεύρω και εγώ τι παθαίνω. Ευρίσκομαι εις μίαν τρομεράν διέγερσην. Τίποτε –σας βεβαιώ– δεν μπορεί να με συγκρατήσει. Μου είναι αδύνατον να επιβληθώ εις τον εαυτόν μου. Δεν ησυχάζω παρά αφού παραδοθώ εις το κατηραμένον αυτό πάθος! Και έπειτα, όταν συνέρχομαι, αισθάνομαι τόσην αηδία διά τον εαυτόν μου, τόσην περιφρόνηση, ώστε προτιμώ να μη ζω.
«Πώς σου φαίνεται;», τον ρώτησα χαϊδεύοντας το σφριγηλό πισινό του.
«Συνέχισε, συνέχισε, πλάκα έχει», μου απάντησε καθαρίζοντας πατάτες.
Αν υπάρχει στον κόσμο και κανένα άλλο κορίτσι που υποφέρει από το βρωμερό αυτό πάθος, θα είναι κανένα κορίτσι του λαού, χωρίς μόρφωση, χωρίς αρχές, χωρίς χαρακτήρα, με παραμελημένην ανατροφήν, με ψυχή δηλητηριασμένη από αηδή μυθιστορήματα. Διά το κορίτσι αυτό υπάρχουν ελαφρυντικά. Μπορούμε να το κρίνουμε επιεικώς. Ενώ για μένα; (Σημειώσατε ότι το πάθος αυτό με βασανίζει επί χρόνια ολόκληρα).
Και τώρα…
Αλλά τότε ο Μάνος μπήκε στην κουζίνα:
«Ελεάνα, Στέφανε! Τι μαγειρεύετε εδώ πέρα; Γιατί δεν με φωνάξατε;»
Στο δεξί του χέρι κρεμόταν το κιλοτάκι μου.
γ. Ηλιάνα
Ταξίδευα για Αθήνα με τρεις συμφοιτητές μου, πρωτοετείς στο φιλολογικό της Φιλοσοφικής, βράδυ Καθαράς Δευτέρας – ξημερώματα Τρίτης. Είχαμε συναντηθεί τυχαία στο ίδιο δρομολόγιο, ο Γιάννης από Βόλο, ο Νίκος από Θεσσαλονίκη, ο Πέτρος από Καλαμπάκα και εγώ, που ανέβηκα τελευταία, από τον Δομοκό. Ανταμώσαμε στο μπαρ και καθίσαμε να κουβεντιάσουμε για το τριήμερο της Αποκριάς: πώς τα περάσαμε, αν και τι μασκαρευτήκαμε, πώς τσικνίσαμε και τα λοιπά, αλλά και για τη σχολή, για τα μαθήματα που περάσαμε στην πρώτη μας εξεταστική. Όλοι μας είχαμε διαλέξει το νυχτερινό δρομολόγιο κυρίως επειδή θέλαμε να αποχωριστούμε την πόλη μας όσο γίνεται αργότερα, αλλά και εξαιτίας του ότι δεν κλείσαμε έγκαιρα εισιτήρια με το απογευματινό.
Η ώρα περασμένη μία, όλος ο συρμός να λαγοκοιμάται, εμείς να έχουμε κατεβάσει κάνα δυο μπίρες ο καθένας, να φλυαρούμε και να χαζογελάμε. Ώσπου κάποιος ρώτησε –νομίζω ο Νίκος ήταν– αν έχουμε διαβάσει ερωτική ποίηση και γενικότερα ερωτική λογοτεχνία. Οι άλλοι δυο απάντησαν αρνητικά, ενώ εγώ έβγαλα από την τσάντα μου ένα βιβλίο τσέπης, ένα ανάλαφρο ρομάντζο της δεκαετίας του ’30. Ο Γιάννης τότε πρότεινε να τους διαβάσω κάποια «πικάντικα» αποσπάσματα του βιβλίου, και αυτό ακριβώς έκανα. Δεν είχα ξεκινήσει καλά καλά και όλοι άρχισαν να γελάνε, όχι τόσο με το τι διάβαζα, αλλά κυρίως με τον τρόπο που το διάβαζα. Υποδυόμουν τόσο φυσικά όσο κανένας την πρωταγωνίστρια και ήταν σαν να ζούσα πραγματικά την ερωτική της περιπέτεια. Όλοι στην παρέα είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια, φώναζαν και ενοχλούσαν τους γύρω – εγώ με τα χίλια ζόρια κρατούσα τα δάκρυα στα μάτια από το αστείο της υπόθεσης.
Τότε κάποιος, που δεν άντεξε τη φασαρία (ήθελε να πιει το ουισκάκι του με την ησυχία του και του το χαλάγαμε), άρχισε να μας κατσαδιάζει.
«Εδώ βρήκατε να φωνάξετε;» και «Φύγετε από εδώ, βρε αλήτες!» και τα λοιπά. Και τότε ο Γιάννης πέταξε την ιδέα να «κρυφτούμε» σε καμιά τουαλέτα και να «απαγγείλουμε ποίηση» με την άνεσή μας, σχήμα οξύμωρο βέβαια, γιατί μπορεί μεν να μην ενοχλούσαμε κανέναν, αλλά μόλις που χωράγαμε. Έτσι αναγκάστηκα να ανέβω στη λεκάνη για να συνεχίσω το διάβασμα.
Ήταν στριμωχτά και μύριζε κάτουρο, αλλά μου άρεσε. Μου άρεσε να τους βλέπω από ψηλά να χειροκροτούν, να ζουζουνίζουν και να σφυρίζουν, ώσπου ο Πέτρος άρχισε να με χαϊδεύει στην κοιλιά αρχικά και μετά στο στήθος, ο Νίκος να φιλά τα πόδια μου πάνω από το τζιν και ο Γιάννης να με χαϊδεύει μπροστά. Και εγώ να διαβάζω, όλο να διαβάζω, σοβαρή και με στεντόρεια φωνή.
Δια το κορίτσι αυτό υπάρχουν ελαφρυντικά. Μπορούμε να το κρίνουμε επιεικώς. Ενώ για μένα; (Σημειώσατε ότι το πάθος αυτό με βασανίζει επί χρόνια ολόκληρα).
Και τώρα δεν μου μένει παρά να σας ζητήσω μία μεγάλη χάρη.
Έως τώρα πολλοί νέοι καλών οικογενειών και με αρκετά προσόντα μ’ εζήτησαν εις γάμον. Δεν εδέχθην, πότε διά τον έναν και πότε διά τον άλλον λόγον. Τελευταίως όμως μου εγίνη μια νέα πρότασις γάμου. Επρόκειτο δι’ έναν νέον που ανταπεκρίνετο εις τα ιδανικά μου. Πώς λοιπόν ν’ αρνηθώ; Πώς να χάσω ένα τόσον εκλεκτόν σύντροφον; Να δεχθώ; Δεν τολμούσα, εδίσταζα. Άραγε, εσκεπτόμην, είμαι «εν τάξει», όπως όλα τα κορίτσια, εγώ, η επί τόσα χρόνια δούλη του βρωμερού αυτού πάθους; Εσκέφθην αρκετά και τέλος το απεφάσισα. Απήντησα εις τους γονείς μου πως δέχομαι. Ναι, έκαμα την απερισκεψία να δεχθώ! Μα όσον ο καιρός περνά και η ημέρα του γάμου πλησιάζει, η ανησυχία μου μεγαλώνει. Είναι δυνατόν το βρωμερόν πάθος μου να μην είχε «συνέπειες»; Μα τότε τι θ’ απογίνω, Θεέ μου; Ω, δεν μπορώ να σας περιγράψω την ψυχολογικήν κατάστασην εις την οποίαν ευρίσκομαι!
Και μετά άρχισαν να ξεκουμπώνουν το πουκάμισό μου και να με φιλούν πάνω από το σουτιέν ή στον αφαλό μου –εδώ κάποια στιγμή γέλασα, δεν άντεξα– και να χαϊδεύουν το στήθος μου, να μου ξεκουμπώνουν το παντελόνι μου αργά αργά, ένα ένα τα κουμπιά, ώσπου το ξεκουμπώσανε τελείως και το κατέβασαν κάτω ως τον αστράγαλο. Έμεινα με ανοιχτό πουκάμισο και κατεβασμένο το παντελόνι, όρθια πάνω στη λεκάνη, να διαβάζω, όλο να διαβάζω και να γυρίζω σελίδες σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Σας ζητώ, λοιπόν, μια μεγάλη χάρη. Να με λυπηθείτε και να μου γράψετε δυο τρία παραινετικά, συμβουλευτικά λόγια. Μη μ’ εγκαταλείψετε στη φοβερά αμηχανία και απόγνωσή μου. Είμαι μια δυστυχισμένη, μια αξιολύπητη κόρη, της οποίας την ζωή εδηλητηρίασε ένα κατηραμένον πάθος! Μη με περιφρονήσετε! Η απάντησίς σας, την οποία εναγωνίως θα αναμένω και διά την οποίαν θα σας ευγνωμονώ, θα είναι μία ευεργεσία διά την πονεμένη μου ψυχή!
Τότε μου κατέβασαν το κιλοτάκι.
δ. Ελίνα
Είχαμε μαζευτεί πάλι οι συνήθεις ύποπτοι για το καθιερωμένο μας μπανάκι κάνα δυο χιλιόμετρα πριν από το Σούνιο, σε κάτι βραχάκια. Την καταβρίσκαμε εκεί πέρα γιατί ήταν ήσυχα και απόμερα. Σχεδόν κάθε Κυριακή περνούσα και έπαιρνα τα τέσσερα αγόρια μου με το Micra που είχα πρόσφατα αγοράσει. Ήταν λίγο στενόχωρα, αλλά δεν θέλαμε να χωριστούμε σε δύο αυτοκίνητα – άσε τις βενζίνες… Δεν παραπονιόταν κανένας. Είχε και την πλάκα του. Γι’ αυτόν το λόγο πολλές φορές με φωνάζανε Αλίκη ή Σοφερίνα, από την ομώνυμη ταινία. Είχε πλάκα.
Συνήθως στο πήγαινε κατεβαίναμε παραλιακή για να απολαύσουμε τη διαδρομή, αλλά στο γυρισμό πιάναμε τη Λαυρίου και μετά την Αττική Οδό, γιατί από «κάτω» τέτοια ώρα είχε πάντα κίνηση.
Δέκα, δέκα και τέταρτο λοιπόν φτάσαμε στο καθιερωμένο μας σημείο. Πάρκαρα πάνω στο χωματόδρομο και κατεβήκαμε με όλα τα συμπράγκαλα μας προς τα βραχάκια.
Απλώσαμε τις πετσέτες μας και βουτήξαμε κατευθείαν, προσέχοντας μη γλιστρήσουμε.
Τα αγόρια μου παίζανε σα μικρά παιδιά – είχανε φέρει και μια πλαστική μπάλα. Στην αρχή ήταν διασκεδαστικό να τους βλέπεις να τσιρίζουν, αλλά γρήγορα βαρέθηκα. Έκανα το μπάνιο μου και βγήκα.
«Αλίκη, Αλίκη, έλα να παίξουμε!»
Ώρες ώρες τους βαριέμαι. Άλλες πάλι μ’ εκνευρίζουν. Συνήθως όμως τους θέλω όσο τίποτε άλλο…
Άπλωσα το αντηλιακό σε πρόσωπο και σώμα και ξάπλωσα μπρούμυτα. Τους άκουγα που τσιρίζανε και χαμογέλαγα απολαμβάνοντας τις ακτίνες του ήλιου.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα και έβγαλα το πάνω μέρος απ’ το μαγιό μου. Ήταν βρεγμένο και με πίεζε. Ξάπλωσα ξανά, αλλά προηγουμένως έπιασα την τσάντα μου, έβγαλα ένα «καλοκαιρινό» βιβλιαράκι και συνέχισα να το διαβάζω από εκεί που το είχα αφήσει.
«Αλίκη, τι διαβάζεις; Ερωτική λογοτεχνία;», με ρώτησε ένας τους και μου πήρε το βιβλίο με βρεγμένα χέρια. «Δεν έχω διαβάσει ποτέ. Καλό είναι; Πώς σου φαίνεται;»
«Ούτε εγώ», πρόσθεσε ένας άλλος και του το πήρε μες απ’ τα χέρια.
«Τι βιβλίο είναι αυτό; Αχ ναι, το ξέρω. Γιατί δεν μας διαβάζεις κάποια “πικάντικα” αποσπάσματα;», είπε ο τρίτος.
Είχαν βγει όλοι τους έξω και άρχιζαν να ζουζουνίζουν γύρω μου.
Ο Τάσος τότε πρότεινε να τους διαβάσω κάποια «καυτά» αποσπάσματα του βιβλίου, όπως και έκανα. Δεν πρόλαβα να ξεκινήσω και όλοι άρχισαν να γελάνε, όχι τόσο με το τι διάβαζα, αλλά κυρίως με τον τρόπο που το διάβαζα.
Δεν ήθελα να τους χαλάσω το χατίρι. Ούτως ή άλλως αυτό ήθελα! Να είναι γύρω μου και να ασχολούνται μαζί μου. Όχι με το… τόπι!
Υποδυόμουν τόσο φυσικά όσο κανένας την πρωταγωνίστρια και ήταν σαν να ζούσα πραγματικά την ερωτική της περιπέτεια. Όλοι στην παρέα είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια, φώναζαν και ενοχλούσαν τους γύρω.
Είχαν ξετρελαθεί με το βιβλίο μου. Όλο γελάγανε, όχι τόσο με το τι διάβαζα, αλλά με τον τρόπο που το διάβαζα. Υποδυόμουν τόσο φυσικά όσο κανένας την πρωταγωνίστρια και ήταν σαν να ζούσα πραγματικά την ερωτική της περιπέτεια, και τα αγοράκια μου είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Εγώ με τα χίλια ζόρια κρατιόμουν μη βάλω όχι τα γέλια, αλλά τα κλάματα από το αστείο της υπόθεσης.
«Σήκω όρθια! Διάβασέ μας όρθια!», με παρότρυνε ένας. Και αυτό ακριβώς έκανα. Γύρισα το καπέλο μου πλάγια, σηκώθηκα με ύφος αυστηρό και συνέχισα να διαβάζω φωναχτά.
Μου άρεσε να τους βλέπω από ψηλά να χειροκροτούν και να σφυρίζουν, ώσπου ο Τόλης με έπιασε από τη μέση και άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη μου, ο Πάνος να φιλά τα πόδια μου πάνω από το σορτσάκι και ο Σάκης να με χαϊδεύει στο στήθος.
Ήταν και οι τέσσερις τους κάτω, στα πόδια μου, οκλαδόν και, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω, ρουφούσαν την παραμικρή κίνηση του στόματός μου, των χεριών μου, ολόκληρου του σώματός μου.
Και εγώ να διαβάζω, όλο να διαβάζω, σοβαρή και με στεντόρεια φωνή.
Τότε ένας τους έσκυψε και άρχισε να μου γλείφει τον ένα μου αστράγαλο και την αλμυρή μου γάμπα. Ως πάνω. Ως το γόνατο. Και εγώ διάβαζα, όλο διάβαζα αποσπάσματα από το βιβλίο. Και κάποια στιγμή ένας άλλος άρχισε να χαϊδεύει και το άλλο μου το πόδι και την άλλη μου γάμπα και να με φιλά μπρος και πίσω, στο γοφό και στην κοιλιά.
Και μετά μου σήκωσαν το t–shirt μου και άρχισαν να με φιλούν πάνω από το σουτιέν ή τον αφαλό μου και να χαϊδεύουν τα μαλλιά μου. Και τότε ένας ξεκούμπωσε το σορτσάκι μου αργά αργά, ένα ένα τα κουμπιά…
Και μετά ο τρίτος σηκώθηκε, ήρθε πίσω μου, παραμέρισε τα βρεγμένα μου μαλλιά και με φίλησε στον αυχένα. Ανατρίχιασα. Και τότε ο τέταρτος με πλησίασε κι αυτός και άρχισε να γλείφει τις θηλές μου. Και εγώ να διαβάζω και να γυρίζω σελίδες σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
…ώσπου το ξεκούμπωσε τελείως και μου το κατέβασε κάτω ως τον αστράγαλο. Έμεινα με το σουτιέν μόνο, όρθια πάνω στη λεκάνη, να διαβάζω, όλο να διαβάζω και να γυρίζω σελίδες σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Τότε μου κατέβασαν το κιλοτάκι.
Τότε μου κατέβασαν το μαγιό.
ε. Τζίνα
Τους περιμένεις πώς και πώς. Πού να είναι; Δεν θα έρθουν; Έχει γούστο! Γιατί αργούνε; Κάποια φάρσα θα ετοιμάζουν τα καθίκια! Πού ’ναι τα αγοράκια σου; Πού ’ναι τα ζουζουνάκια σου; Πόσο σου λείπουν! Από πέρυσι έχετε να μαζευτείτε. Τους θέλεις όλους! Τους θέλεις όλους τρελά! Δεν θες να λείψει κανείς απ’ το τραπέζι. Τι ώρα είναι; Κοιτάζεις το ρολόι. Πέρασε η ώρα. Κανονικά θα έπρεπε να είναι εδώ. Αλλά δεν έχει έρθει κανένας. Πας να σκάσεις! Και έκανες τόση ώρα να ετοιμαστείς! Ψώνισες καινούρια, πανάκριβα ρούχα και δωδεκάποντα πέδιλα ειδικά για την περίσταση. Έβαψες τα μαλλιά, έκανες εξτένσιον, μια περιουσία ξόδεψες, έχει γούστο να μην έρθουν! Γυρνάς προς το τραπέζι και μετράς τις καρέκλες, μην έχεις κάνει κάνα λάθος. Έξι σε κάθε πλευρά. Και εσύ στην κεφαλή. Έχει γούστο να μην έρθουν! Μαγείρευες όλη μέρα! Έβαψες τα μαλλιά. Έκανες τόση ώρα να ετοιμαστείς. Πέρασε η ώρα. Ψώνισες καινούρια, πανάκριβα ρούχα. Έκανες εξτένσιον. Έξι σε κάθε πλευρά. Μια περιουσία ξόδεψες. Και εσύ στην κεφαλή. Έχει γούστο να μην έρθουν! Τους θέλεις όλους τρελά! Τους περιμένεις πώς και πώς. Δεν θες να λείψει κανείς απ’ το τραπέζι. Πού να είναι; Κανονικά θα έπρεπε να είναι εδώ. Τους θέλεις όλους! Δεν θα έρθουν; Έχει γούστο! Έβαψες τα μαλλιά. Έκανες εξτένσιον. Μια περιουσία ξόδεψες. Πέρασε η ώρα. Ψώνισες. Έβαψες. Μαγείρεψες. Έκανες εξτένσιον. Έκανες τόση ώρα να ετοιμαστείς. Τους θέλεις. Θα σκάσεις! Γυρνάς προς το τραπέζι. Μην έχεις κάνει κάνα λάθος; Κοιτάζεις το ρολόι.
Οπ, το κουδούνι! Είναι όλοι τους έξω! Συνεννοημένοι ήταν; Ανοίγεις την πόρτα.
«Καλώς τους, καλώς τους!», και τους ρουφάς τα χείλη έναν έναν. Νιώθεις το κιλοτάκι σου να υγραίνεται.
ζ. Queen Bee
Η Queen Bee αναχώρησε από τη Grande Bretagne, όπου διέμενε, με μια άκρως αποκαλυπτική εμφάνιση: φορώντας ολόσωμο διχτυωτό κολάν και δύο μεταλλικά κουλουριασμένα φίδια να κρύβουν το μπούστο της.
Σχεδόν ογδόντα χιλιάδες θαυμαστές την περίμεναν στο κατάμεστο ΟΑΚΑ για ένα μοναδικό gangbang show, αγωνιώντας αν θα είναι μέσα στους τυχερούς της βραδιάς.
Τα εισιτήρια ήταν αριθμημένα και η κλήρωση έγινε μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, γεγονός που διασφάλισε το αδιάβλητο της διαδικασίας.
Λίγο μετά τις 21:00, και μετά την ανακοίνωση των εκατό πρώτων ονομάτων, οι οποίοι προσήλθαν στην κεντρική σκηνή περήφανοι και περιχαρείς, εμφανίστηκε και η Queen Bee, που, καταχειροκροτούμενη από το πλήθος, έλαβε θέση σε ένα ανάκλιντρο… Και το gangbang show ξεκίνησε υπό τον εκκωφαντικό ήχο beat μουσικής.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η Queen Bee «κατάπινε» χωρίς σταματημό τους εραστές της τον ένα μετά τον άλλο σαν σφηνάκια με λικέρ!
Μετά από μιάμιση ώρα προσήλθαν οι επόμενοι εκατό, και μετά πάλι οι επόμενοι και οι επόμενοι, και η βραδιά συνεχίστηκε έτσι με αμείωτο ρυθμό μέχρι το ξημέρωμα…
Γύρω στις εννιά το πρωί το show έλαβε τέλος, μιας και ο σκοπός είχε επιτευχθεί: H Queen Bee είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ! Είχε συνουσιαστεί με 1.023 άντρες σε μόλις δώδεκα ώρες!
Οι θαυμαστές ζητωκραύγαζαν, παραληρούσαν και καλούσαν κατενθουσιασμένοι τη μεγάλη πορνοντίβα να επιστρέψει στη σκηνή για έναν ακόμη γύρο. Την αποθέωναν για την ανεπανάληπτη εμπειρία που τους είχε χαρίσει.
Τελικά η Queen Bee εμφανίστηκε στην έξοδο του σταδίου, αγκαλιά με την αγαπημένη της σκυλίτσα, χαιρέτησε τους θαυμαστές της και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα κατάμαυρο τζιπ. Ξαναεμφανίστηκε μετά από λίγο ανοίγοντας την οροφή του αυτοκινήτου και συνέχισε να τους χαιρετάει στέλνοντας φιλιά. Στο τέλος πέταξε το κιλοτάκι της απ’ την οροφή και χάθηκε στη στροφή.
η. Ελεάνα
Αγαπητή κ. Πολυξένη,
Προ μηνών σας είχα γράψει και σας παρεκάλουν θερμώς να μου απαντήσετε. Έκτοτε δεν έκανα άλλο τι από το να περιμένω εναγωνίως την απάντησίν σας και να διερωτώμαι αν θα μου απαντήσετε ή όχι.
Χθες αγόρασα το τελευταίο τεύχος. Η απάντησή σας ήτον εκεί! Δεν μπορώ να σας περιγράψω την χαράν και την ανακούφισιν την οποίαν ησθάνθην την στιγμήν εκείνην!
Πήρα το τεύχος και με τρελή ανυπομονησία διάβασα την απάντησίν σας, αμέτρητες φορές, σε μια γωνία δίπλα από το περίπτερο.
Σας ευχαριστώ, καλή μου κ. Πολυξένη, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό, σας ευχαριστώ εκ βάθους ψυχής! Δεν φαντάζεσθε τι καλό μου κάνατε! Με ανακουφίσατε, με καθησυχάσατε, με σώσατε! Η απάντησίς σας, ωσάν μία χρυσή ακτίς, εφώτισεν το σκότος που με περιέβαλλε πανταχόθεν!
Εγκαρδίως,
Ελεάνα
Σημειώσεις: Τα δύο μέρη από το Αγαπητή κ. Πολυξένη βασίζονται σε πραγματική επιστολή που έχει δημοσιευτεί στη μελέτη Για το αγόρι της αφροδισιολόγου Άννας Κατσίγρα, εκδ. Εστία, 1935.
Ο τίτλος το διηγήματος είναι παράφραση του τίτλου του θεατρικού έργου Η κωμωδία της μύγας του Βασίλη Ζιώγα.
Share this Post