Νίκος Χαρτοματσίδης * Δύο διηγήματα

In Διήγημα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ, Πεζογραφία by mandragoras

 

02/06/1971

Όταν ο φίλος του Φώτη ο Γ. Ζ. τον ρώτησε τι θυμόταν από την ημέρα που έπαιζε ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ, κανείς τους δεν φανταζόταν πως η ερώτηση αυτή θα ήταν η αφορμή να γραφτεί το αφήγημα που ακολουθεί. Και κάθε αφήγημα που σέβεται τον εαυτό του, έχει έναν τίτλο. Τίτλο πιθανά πολύ διαφορετικό από την ξερή ημερομηνία που φιγουράρει πάνω-πάνω. Ας πούμε «Ξασπρίζει έρημο πανάκι στην άχλη θάλασσας γαλανής», «Τα όμορφα γράμματα της Ζένια» ή «Τα μεταλλικά κουμπιά της γυμνασιακής στολής του Ηγέτη». Θα μπορούσε να είναι ένας τίτλος καθαρά οπαδικός, ας πούμε «ΠΑΟ 1972». Υπάρχει και ένας που υπόσχεται μια κάποια περιπέτεια «Είκοσι χρόνια μετά», άλλα είναι παραπλανητικός. Όλοι τους έχουν σχέση με κομμάτια της ιστορίας αυτής.

 «Έχεις το ελεύθερο να πεις και να γράψεις ό,τι σου κατέβει ,αρκεί να σεβαστείς το γεγονός πως ήμουν και παραμένω οπαδός κυρίως της «Λέβσκι». Ακόμα και τώρα που δεν γνωρίζω τίποτα για τα τεκταινόμενα στην ομάδα αυτή» τόνισε o Φώτης στον γράφοντα και κατέληξαν πως η ημερομηνία σκέτη θα ήταν καλός τίτλος για όλο το αφήγημα. Περιλαμβάνει όλα όσα συνέβησαν την μέρα αυτή και όχι μόνο τα γνωστά γεγονότα, αλλά και συμβάντα άλλων ημερών. «Αν σε διευκολύνει μπορείς να χωρίσεις το αφήγημα σου σε μικρότερα και να τιτλοφορήσεις το κάθε ένα από αυτά» είχε συμπληρώσει ο Φώτης ,για να συμφωνήσει αμέσως μαζί του ο γράφων που είναι φίλος του.

«Ξασπρίζει έρημο πανάκι στην άχλη θάλασσας γαλανής» και «Τα όμορφα γράμματα της Ζένια»

Στο σχολείο του ,το 102ο στην Σόφια, oΦώτης ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Χο. Το παρατσούκλι αυτό του το κόλλησαν στην πρώτη του κατασκήνωση στην Μπίαλα (παλιά Λευκή), όπου είχε πάει με τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων. Εκείνα τα χρόνια ήταν ένα αδύνατο αγόρι και σε μερικούς θύμιζε τον Χο Τσι Μινχ. Το παρατσούκλι αυτό βρήκε τους δρόμους και έφτασε ως την αυλή της πολυκατοικίας που έμενε η οικογένεια του Φώτη· από εκεί με ευκολία διέσχισε την μικρή απόσταση, πέντε λεπτά αργόσυρτο βάδισμα ή δυόμιση γρήγορο, ως την αυλή του σχολείου (ο Χο απεχθανόταν να δίνει τις αποστάσεις σε μέτρα). Εκεί το παρατσούκλι του έγινε αμέσως αποδεκτό. Στις περισσότερες αλφαβήτους το Φ είναι γειτονικό με το Χ και οι μονοσύλλαβες λέξεις απομνημονεύονται ευκολότερα από τις δισύλλαβες. Ο Φώτης με περηφάνια κουβαλούσε το παρατσούκλι του, χαιρόταν μάλιστα που δεν άκουγε πλέον το παρατεταμένο τελικό σίγμα του ονόματος του στα βουλγάρικα. Όπως όλα τα παιδιά τις ηλικίας του ο Χο παρακολουθούσε και έπαιζε ποδόσφαιρο και με τιμή κουβαλούσε τα σημάδια και τις μελανιές από το παιχνίδι αυτό στα πόδια του. Και όπως όλα τα παιδιά ,υποστήριζε μια ομάδα. Ήταν οπαδός της Λέφσκι! –πάντα μπαίνει θαυμαστικό μετά από δήλωση οπαδικής ταυτότητας.

Αν το πρωί της 2 Ιουνίου του 1971 κάποιος ρωτούσε τον Χο, τι περιμένει να συμβεί απόψε στο Γουέμπλεϊ με τον Παναθηναϊκό ,δεν θα λάμβανε καμία απόκριση από μεριάς του. Το αγόρι δεν θα το έκανε από αγένεια ή από έλλειψη διάθεσης να απαντήσει. Απλά ήθελε να απαντάει με σαφήνεια και ακρίβεια σε ό,τι τον ρωτούσαν. Ο Φώτης σαν καλός μαθητής και εκκολαπτόμενος λάτρης του ποδοσφαίρου γνώριζε πως το Γουέμπλεϊ είναι γήπεδο στο Λονδίνο. Θυμόταν μάλιστα το παγκόσμιο του 1966 και το γκολ του Γκούντι (Ασπαρούχοβ). Το όνομα Παναθηναϊκός όμως; Αυτό δεν του έλεγε τίποτα. Ας μην χαίρονται οι Γαύροι, ούτε και αυτό του Ολυμπιακού του έλεγε κάτι. Εκείνη την εποχή ο Φώτης αναγνώριζε μία μόνο ελληνική ομάδα τον ένδοξο Κεραυνό Ποντοηράκλειας. Η γνώση αυτή ήταν προϊόν των αφηγήσεων του πατέρα του ,που στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε και παίκτης-κλειδί της προπολεμικής ομάδας. Έπαιζε στα χαφ. Η φήμη των οπαδών του Κεραυνού για τον αφοσιωμένο τρόπο υποστήριξης της ομάδας είχε ξεπεράσει τα όρια του νομού Κιλκίς και είχε αφήσει βαθιά σημάδια στις πλάτες των οπαδών των αντιπάλων ομάδων. Ο Χο δεν καταλάβαινε γιατί αυτά τα νέα χαροποιούσαν τον πατέρα του όταν τα διάβαζε στα γράμματα που έρχονταν από την Ελλάδα.

Το πρωί εκείνης της μέρας (02-06-1971) o Χο είχε άλλες έγνοιες. Η τελευταία μέρα της σχολικής χρονιάς κουβαλούσε την συνηθισμένη αγωνία κάθε μαθητή για την βαθμολογία. Επίσης ο Φώτης κατακτούσε με το σπαθί του τον πρώτο του ακαδημαϊκό τίτλο, το σεμνό ακόμα «Απόφοιτος Βασικής Εκπαίδευσης». Ο Χο πορεύτηκε με επιτυχία στις υποχρεώσεις του σχολικού έτους. Μάλιστα κέρδισε και βραβείο αριστείας. Ένα βιβλίο με αφιέρωση στην πρώτη σελίδα του. «Ο μαθητής Φώτης βραβεύεται για τις επιδόσεις του στην διαδικασία της διδασκαλίας και την ενεργή συμμετοχή τους στην ζωή της πιονέρικης ομάδας της τάξης στην διάρκεια του σχολικού έτους 1970-1971. Σόφια 02/06/1971».Η αφιέρωση ήταν γραμμένη με τα όμορφα γράμματα της Ζένια. Το κορίτσι ήταν η μόνιμη επιλογή της δασκάλας του Φώτη για την διεκπεραίωση τέτοιου τύπου αγγαρειών. Η αφιέρωση αυτή διαβάστηκε αρκετές φορές από τον Χο. Και σε κάθε της ανάγνωση το αγόρι αναρωτιόταν για το τι ένιωθε η συμμαθήτρια του όταν έγραφε το όνομα του. Πολύ αργότερα θα κατανοούσε πως το πιο πιθανό ήταν το κορίτσι να βαριόταν. Αυτή όμως είναι μία ιστορία που δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, αναφέρεται όμως σε έναν από τους τίτλους της Ιστορίας.

Ακόμα και τώρα ο Φώτης θυμάται καλά το βιβλίο που του έδωσαν σαν βραβείο. Με τίτλο δανεισμένο από τον πρώτο στοίχο του ποιήματος του Λέρμοντοβ «Ξασπρίζει έρημο πανάκι ». Αναφερόταν στα γεγονότα γύρω από την Ρώσικη Επανάσταση 1905 και το πέρασμα του εξεγερμένου θωρηκτού «Ποτέμκιν» από την Οδησσό. Όλα αυτά ιδωμένα με την ματιά ενός παιδιού συνομήλικου του Φώτη. Το όνομα του συγγραφέα ήταν Βαλεντίν Κατάεφ. Το βιβλίο έμεινε για μερικές μέρες να αναπαύεται στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι του. Λανθασμένα ο Χο είδε την ανάγνωσή του σαν μία από τις σχολικές υποχρεώσεις που τρύπωσε λαθραία στο καλοκαίρι του. Το πήρε όμως μαζί του στην κατασκήνωση στην Μπιάλα, κόλπο δοκιμασμένο στο να προλαβαίνει γονικές προτροπές καταπολέμησης της καλοκαιρινής εκπαιδευτικής απραξίας. Μέχρι και την δέκατη μέρα της κατασκήνωσης το βιβλίο αναπαυόταν στην βαλίτσα του και δεν είδε την θάλασσα ούτε το φως της ημέρας. Στις κατασκηνώσεις μοιράζονται απλόχερα οι τίτλοι του «σπασίκλα» ,του «παράξενου» και του «βλάκα» και κερδίζονται δύσκολα αυτοί του «τυπά», ή του «μάγκα». Ο Φώτης δεν τιμήθηκε με κανέναν από αυτούς. Τον προστάτευε και το παρατσούκλι του από την πρώτη κατασκήνωση. Ο ίδιος νομίζει, ακόμα και τώρα ,πως είχε κερδίσει αυτόν του «απαρατήρητου». Είχε τον φόβο πως η εμφάνιση του βιβλίου από τις πρώτες μέρες της κατασκήνωσης θα του εξασφάλιζε τον τίτλο του «σπασίκλα».

Μετά την 10η μέρα της παραμονής του Χο στην Μπιάλα, το βιβλίο βγήκε από την φυλακή της βαλίτσας ,χωρίς να προκαλέσει κανένα σχόλιο. Η Δέκατη μέρα μιας κατασκήνωσης είναι σημαδιακή. Ο αρχικός ενθουσιασμός των παιδιών έχει εξανεμιστεί και η νοσταλγία για το σπίτι εκτοπίζει βαθμιαία όλες τις άλλες σκέψεις και πράξεις. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης τα παιδιά καταφεύγουν σε πράξεις συνηθισμένες για την ζωή τους στο σπίτι. Ο Χο διάβασε το βιβλίο. Μονορούφι. Η μέρα ήταν μουντή σχεδόν ψυχρή ,από αυτές που ο ήρωας μας είχε βαφτίσει «καλοκαιρινή μέρα μακριών παντελονιών», από αυτές που δεν προσφερόταν για καμία από τις συνηθισμένες δραστηριότητες μιας κατασκήνωσης. Ο Χο ξεγλίστρησε από τον θάλαμο, κάθισε στην απάνεμη πλευρά του παραπήγματος, μεταμόρφωσε τα πόδια του σε αναλόγιο και βυθίστηκε. Επανήλθε στην πραγματικότητα της κατασκήνωσης μόνο στην αναφορά πριν το μεσημεριανό.

Ο Φώτης ακόμα και τώρα ντρέπεται να ομολογήσει πως στην πρώτη ανάγνωση δεν εντυπωσιάστηκε από τις περιπέτειες του καταζητούμενου από την τσαρική αστυνομία ναύτη του εξεγερμένου θωρηκτού «Ποτέμκιν» Ζούκοφ ˙ούτε από την γνωριμία του ήρωα του μυθιστορήματος και συνομήλικου του Πέτια Μπατσεΐ με την ζωή της «φτωχής ,ταξικά άδικης και εξεγερμένης» Οδησσού. Αυτά τα είχε συναντήσει και σε άλλα βιβλία. Τον είχε εντυπωσιάσει ή ανταλλακτική αξία που είχανε τα κουμπιά από την στολή του γυμνασιόπαιδου στην Ρωσία του 1905. Ο Χο είχε άποψη για αυτά τα κουμπιά. Τα είχε δει στις γυμνασιακές φωτογραφίες του Λένιν. Την προηγούμενη σχολική χρονιά είχαν παρελάσει χιλιάδες φορές μπροστά στα μάτια του, γιόρταζαν τα 100 χρόνια από την γέννηση του Ηγέτη. Ήταν μεταλλικά πλατιά με ανάγλυφο τον δικέφαλο αετό˙ κουμπιά βαριά κατάλληλα για παιχνίδι. Σαν αυτό των καπακιών (από μπύρες ή αναψυκτικά)που έπαιζαν και αυτοί στην Σόφια, μόνο που το βάρος των κουμπιών πρέπει να ήταν τέτοιο που έκανε περιττή την χρησιμοποίηση γέμισης από λάσπη.

 ΠΑΟ 1972

Ο ΠΑΟ έκανε την εμφάνιση του στον κόσμο του Φώτη με ένα χρόνο καθυστέρηση τον Σεπτέμβριο του 1972. Κληρώθηκε να παίξει με την ΤΣΣΚΑ. Την μισητή για τον Χο ΤΣΣΚΑ. Στο σχολείο οι συμμαθητές του προσπάθησαν να του βάλουν το δίλημμα ποια ομάδα θα υποστήριζε.«Εννοείτε την ΤΣΣΚΑ». Ο Χο ξεφούρνιζε το ψέμα δίχως να ντραπεί. Ήταν οπαδός της Λέφσκι ,ο μοναδικός στο τμήμα του και η ομάδα του στρατού του προκαλούσε απέχθεια και πάντα αναφερόταν σ αυτήν με το περιφρονητικό «καραβανάδες». Καταλάβαινε όμως, πως η ανοιχτή υποστήριξη της ελληνικής ομάδας θα του δημιουργούσε προβλήματα όμοια με αυτά που του είχαν δημιουργήσει την περσινή χρονιά, οι ασταμάτητοι πόλεμοι των Βουλγάρων με τους Βυζαντινούς. Τα προβλήματα αυτά ήταν συνέπεια της λάθος κατανόησης του μαθήματος της Βουλγάρικης Ιστορίας από την μεριά των συμμαθητών του. Μπορεί να μην έφταιγαν οι συμμαθητές του, τα παιδιά αντιλαμβάνονται ως αξίωμα τα λεγόμενα από τους δασκάλους και τα σχολικά βιβλία. Ο Χο δεν ντρεπόταν να παραδεχτεί πως είχε χαρεί όταν οι Οθωμανοί κατέλυσαν όλα αυτά τα αλληλοσπαρασσόμενα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και έτσι ησύχασε το κεφάλι του, ως τις εθνικές αφυπνίσεις του 19ου αιώνα. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας δεν τον εντυπωσίασε. Κέρδισε η ΤΣΣΚΑ. Αναμενόμενο. Δεν είχε αντίπαλο την Λέφσκι.

Περισσότερο όμως από τον αγώνα τον εντυπωσίασε η άνοδος στην Σόφια τόσων πολλών φιλάθλων του ΠΑΟ. Στα πεταχτά η πόλη προσαρμόστηκε στην άφιξη τους. Δεν αποφεύχθηκαν και κάποια λαθάκια. Τα προκάλεσε η «άγνοια» των Βουλγάρων υπεύθυνων συντρόφων για τα ελληνικά πράγματα και μία κάποια επιφανειακή προσπάθεια πικαρίσματος της Χούντας. Στο κεντρικό πολυκατάστημα της πόλης τα μεγάφωνα έπαιζαν ελληνική μουσική. Το πρώτο λάθος –το αθώο– ήταν πως έπαιζαν σε οπαδούς του Παναθηναϊκού τα «Παιδιά του Πειραιά» και το δεύτερο –ο Φώτης νομίζει πως ήταν το πικάρισμα– από τα ίδια μεγάφωνα ακουγόταν τραγούδια του Θεοδωράκη. Κάποια χρόνια αργότερα, μετά τον επαναπατρισμό του, φοιτητής στην Θεσσαλονίκη, ο Φώτης τα συνέδεσε με τις «Μικρές Κυκλάδες» του συνθέτη.

Με το μπουλούκι των φιλάθλων ήρθαν και κάποιοι (πολλοί στον αριθμό) άσχετοι με το ποδόσφαιρο, αγνοί και ίσως όχι τόσο αγνοί φίλαθλοι(; ). Οι περισσότεροί τους φιλοξενήθηκαν στα σπίτια των πολιτικών προσφύγων στην Σόφια. Όπως μία θεία της μάνας του Χο, ηλικίας σχεδόν εκατόν πενήντα χρονών με τον γιό της. Η παρουσία τους στο σπίτι, του έφερε και μια αυστηρή προειδοποίηση από τον πατέρα του «να έχεις το στόμα σου ραμμένο Φώτη ο γιός της θείας είναι τελωνιακός στο Τριεθνές». Για τον πατέρα του το στοιχείο αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τους συσχετισμούς του με τους κρατικούς μηχανισμούς Ασφάλειας της Ελλάδας. Ο Φώτης είχε να ακούσει την προειδοποίηση από το 1968 που έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ και η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Την έλαβε σοβαρά υπόψη του, σχεδόν δεν άνοιξε το στόμα του. Όταν η θεία του ζήτησε επίμονα να πει κάτι για το ελληνικό σχολείο, τους εντυπωσίασε απαγγέλλοντας με πάθος το δημοτικό του Διάκου. Χρήσιμο ποίημα που το είχε μάθει και απαγγείλει στις πρόσφατες γιορτές για την «εκατοστή πεντηκοστή επέτειο» του 1821. Κρίνοντας από το μειδίαμα του πατέρα του ο Φώτης κατάλαβε πως είχε πράξει σωστά. Ο αποκλεισμός του Παναθηναϊκού τον είχε αφήσει αδιάφορο. Το παράδοξο ήταν πως κανείς από τους συμμαθητές του δεν επανήλθε στις κουβέντες και στα διλήμματα που είχε γεννήσει ο ποδοσφαιρικός αγώνας. Είχανε μπει για τα καλά στο υγρό φθινόπωρο του 1972.

Είκοσι χρόνια μετά (αναγνώσματα εφημερίδων σε κήπο αθηναϊκού νοσοκομείου)

Στα υπόγεια των Νοσοκομείων κρύβονται τα Εργαστήρια. Εκεί, κρυμμένα από τα μάτια του κόσμου, εργάζονται τα μυρμήγκια της επιστήμης και βοηθούν στο χτίσιμο των διαγνώσεων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Εργαστηρίων είναι η χαμηλή συγκέντρωση αρσενικού πληθυσμού. Το Εργαστήριο στο οποίο έκανε την ειδικότητα του ο Φώτης δεν αποτελούσε εξαίρεση. Συνολικά απασχολούσε τέσσερεις άνδρες. Δηλαδή τρεις άνδρες και έναν εγγεγραμμένο στις μισθολογικές καταστάσεις των εργαστηρίων συνδικαλιστή με την κυβερνητική παράταξη Μονίμως απόντα. Αν τον έψαχνε κανείς θα τον έβρισκε σε κάποιο άσχετο σημείο του Νοσοκομείου να «βοηθάει στην επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος». Η Διευθύντρια ,αν και παλιάς κοπής, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο, επέτρεπε αυτές του τις απουσίες.

Στα διαλείμματα ο Φώτης ανέβαινε στον Απάνω, ή Φωτεινό Κόσμο, έπαιρνε τον καφέ του από το κυλικείο και καθιστός σε ένα ηλιόλουστο παγκάκι απολάμβανε την όποια ησυχία προσφέρει η αυλή ενός Νοσοκομείου. Υπήρχαν φορές που μαζί του ανέβαιναν και οι άλλοι δύο άντρες των εργαστηρίων. Εκτός από τον καφέ τους έφερναν τις εφημερίδες τους και τις ειδήσεις που είχανε αποτυπωθεί πάνω στα φύλλα τους. Ο ένας ο Χάρης ο Γραμματικός του Βιοχημικού διάβαζε την Αθλητική Ηχώ και ο άλλος ο Νίκος της Αιμοδοσίας την Προλεταριακή Σημαία. Ο Φώτης με μεγάλη χαρά άκουγε τις αναγνώσεις των αποσπασμάτων που του προσέφεραν οι δύο τις παρέας του, από μικρός του άρεσε να ακούει τις ιστορίες που του προσέφεραν οι άλλοι. Μέσα του έβρισκε πολλά σημεία πολιτικής και αθλητικής διαφωνίας με αυτά που άκουγε. Απέφευγε όμως να τα εκφράσει. Φοβόταν πως η διατύπωση και ο σχολιασμός των διαφωνιών χαλούσε την ευδαιμονία της στιγμής. Ευτυχώς για τον Φώτη και ο Νίκος της Αιμοδοσίας είχε την ίδια με αυτόν αντίληψη. Λόγο περιορισμένης ύλης τα αναγνώσματα της «Σημαίας» τέλειωναν γρηγορότερα και έτσι ο Χάρης ο γραμματικός του Βιοχημικού κέρδιζε περισσότερο χρόνο να παρουσιάζει τα γραφόμενα της «Ηχούς».

Σε ένα τέτοιο φθινοπωρινό διάλειμμα του 1988 μπροστά στον Φώτη εμφανίστηκε ξανά η μισητή από τα παιδικά του χρόνια ΤΣΣΚΑ. Για να ξεγελάσει και να μπερδέψει τον παλιό του τρόφιμο – «αδόκιμος όρος» μουρμουρίζει ο Φώτης αλλά δεν επιτρέπει στον γράφοντα να τον διαγράψει– το καθεστώς στην Βουλγαρία της είχε αλλάξει το όνομα σε Σρεντέτς (το μεσαιωνικό σλάβικο όνομα της Σόφια). Όλα τα υπόλοιπα έμεναν ίδια: οι κόκκινες φανέλες, οι παίχτες, η νοοτροπία της ομάδας και οι στρατηγοί φίλαθλοι της. Είχε κληρωθεί να παίξει με τον Παναθηναϊκό στο Πρωταθλητριών. Μετά την ανάγνωση των ρεπορτάζ της κλήρωσης ο Χάρης ο Γραμματικός ύπουλα πέταξε την ιδέα να πάνε να δούνε τον εδώ αγώνα «Δεν θα το μετανιώσετε αν έρθετε μαζί μου στο γήπεδο. Θα τους τσακίσουμε !» «τους καραβανάδες» πρόσθεσε από μέσα του ο Φώτης και το μυαλό του άρχισε να δουλεύει την ιδέα αυτή. Κανόνισε τις εφημερίες και οι τρεις τους βρεθήκαν στο γήπεδο. Ο ΠΑΟ έχασε. Δεν του πήγαινε η ΤΣΣΚΑ. Φτηνές δικαιολογίες.

Το παράξενο ήταν πως μετά από τον αγώνα αυτό ο Φώτης κατέληξε να δηλώσει οριστικά πως είναι Παναθηναϊκός (χωρίς θαυμαστικό). Έπεισε τον εαυτό του πως του είναι αδύνατο να παρακολουθήσει ποδόσφαιρο ως ουδέτερος. Το γήπεδο της Λεωφόρου που ήταν δίπλα στο σπίτι του ίσως να βοήθησε στο να ξεφύγει από την «ουδετερότητα», εκεί είδε κάποιους αγώνες Κυπέλλου ….. Επανέρχεται το «φτηνές δικαιολογίες». Δεν χρειάστηκε κάποια δήλωση προσχώρησης ή κάτι παρόμοιο. Σε μια από τις κουβέντες στο ηλιόλουστο παγκάκι της νοσοκομειακής αυλής τού ξέφυγε η κτητική αντωνυμία «μας» μετά το Παναθηναϊκός. Δεν προσπάθησε να το πάρει πίσω. Όλες οι δικαιολογίες θα ήταν αστείες.

Θα μπορούσε να είχε γίνει Γαύρος ;  Όχι ! Η ιδιότητα του οπαδού της Λέφσκι του το απαγόρευε. Υπήρχαν προηγούμενα με την ομάδα του Πειραιά. Δύο αγώνες και αποκλεισμός του Ολυμπιακού τον Σεπτέμβρη του 1978. Τον προβλημάτιζε η συνεχής προσπάθεια μερικών γνωστών του ταύτισης ιδεολογικών και αθλητικών επιλογών. Υπήρχε και αυτή η κόκκινη ρίγα στις φανέλες του Ολυμπιακού που του θύμιζε την ΤΣΣΚΑ. Άλλωστε όπως είπε και ο Νίκος της Αιμοδοσίας «Είναι χαζό να αποδώσει κανείς στην ομάδα του πολιτικά χαρακτηριστικά. Άλλο πράμα οι κόκκινες φανέλες και άλλο οι κόκκινες σημαίες». Σίγουρα κάπου στην «Προλεταριακή Σημαία» θα το είχε διαβάσει αυτό.

***

Το μεγάλο τραπέζι της Επιστροφής στρωμένο στη σκιά της Ελιάς (το όνειρο του Σμαραγδή)

Μεγάλος τίτλος για όνειρο. Περιέγραφε όμως με ακρίβεια την επιθυμία του Σμαραγδή. Τίτλος; Δεν τον είχε σκεφτεί ο ίδιος. Θα το ήθελε. Πάντα δυσκολευόταν να εκφράσει με λόγια τις σκέψεις του. Την διατύπωση την έκανε ο ανεψιός του, ο μεγάλος γιος της αδερφής του. Ήταν στο σπίτι τους στην Σόφια. Κάθονταν οι δύο τους μόνοι στην κουζίνα. Έπιναν ούζο και κάπνιζαν. Στην κουβέντα πάνω, ο Σμαραγδής βρήκε το θάρρος και του μίλησε για το όνειρο του. Και ο ίδιος δεν είχε καταλάβει γιατί διάλεξε τον νεαρό να ανοίξει την καρδιά του. Ίσως επειδή δεν του είχε ζητήσει τίποτα. Τα υπόλοιπα ανίψια του, κάθε φορά που πήγαινε να τους επισκεφτεί στη Βουλγαρία, όλο και κάτι του ζητούσαν. Χαζά πράματα ζητούσαν.

Το όνειρο του ήταν παλιό και απλό. Ήθελε να τους δει μαζεμένους όλους μαζί, τα αδέρφια του και τις οικογένειές τους, καθισμένους γύρω από το γιορτινό τραπέζι, στην σκιά της γέρικης ελιάς της αυλής. Ο ανιψιός του με ανεβασμένη, από το ούζο, ποιητική διάθεση το ψιθύρισε όπως ψιθυρίζουν οι ήρωες των ονείρων: «Το μεγάλο τραπέζι της Επιστροφής, στρωμένο στην σκιά της ελιάς». Άρεσε στον Σμαραγδή. Έδωσε την εικόνα που ήθελε για το όνειρό του. Οι άλλοι, τα αδέρφια του Σμαραγδή και τα ανίψια ήταν στο σαλόνι μαζί με την γερασμένη μητέρα και γιαγιά τους.

Δικιά της επιθυμία ήταν αυτό το ταξίδι. Του ζήτησε να την συνοδέψει για να πάει να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της που ζούσαν πρόσφυγες στην Βουλγαρία. « Θέλω πολύ να τους δω Σμαραγδή παιδί μου!» Έτσι του είχε πει. Συγκρατήθηκε και δεν πρόσθεσε το «πριν να κλείσω τα μάτια μου». Θα τον στεναχωρούσε και δεν το ήθελε. Όπως αποδείχτηκε έλεγε αλήθεια, δεν είδε τα παιδιά της να επαναπατρίζονται. Λίγους μήνες μετά την επίσκεψη τους στη Βουλγαρία συγχωρέθηκε.

Ευτυχώς που κάθονταν μόνοι με τον ανεψιό στην κουζίνα. Τα άλλα αδέρφια του δεν άκουσαν την κουβέντα τους. Αν την είχαν ακούσει; Ο καθένας τους θα ήθελε να προσθέσει και τον δικό του τίτλο. Και τόσοι τίτλοι για ένα όνειρο θα μπέρδευαν την κατάσταση. Ο ανιψιός κατάφερε με τα λόγια του να σχηματοποιήσει το όνειρό του, να το χωρέσει σε μια μόνο πρόταση. Να τους μαζέψει όλους.

Θα βοηθούσε όσο μπορούσε στον Επαναπατρισμό και στην εγκατάστασή τους και τέλος όλοι τους απαλλαγμένοι από τους φόβους και τις έγνοιες της επιβίωσης θα κάθονταν της Παναγίας γύρω από το μεγάλο τραπέζι στην αυλή. Τα είχε σχεδιάσει όλα. Και θα ήταν πράγματι ωραία να μαζευτούν γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, φορτωμένο με αγαθά. Χωρούσαν όλοι· τα αδέρφια του Σμαραγδή, τα παιδιά τους, τα πρώτα εγγόνια τους, ακόμα και οι σκιές αυτών που απουσίαζαν. Θα έρχονταν και αυτοί καλεσμένοι και γαληνεμένοι από το κρασί και το φαΐ της θυσίας. Αυτές τις λέξεις πάλι ο ανιψιός του τις είχε πει. Του τα είχε εξηγήσει όλα για τις χοές που ηρεμούν τις ψυχές και τις φέρνουν κοντά μας. Μίλαγε ωραία ο νεαρός. Και του Σμαραγδή πάντα του άρεσε να ακούει ωραίες αφηγήσεις. Ειδικά αυτές που έδιναν εικόνα στις επιθυμίες του. Θα τους μάζευε όλους γύρω από το μεγάλο τραπέζι της Επιστροφής τους. Όλους. Όλο το σόι. Και οι μικροπρέπειες των τσακωμών τους, ακόμα και αυτές ντροπαλές και σιωπηλές θα καθόταν κάπου εκεί στην σκιά της ελιάς. Θα περίμεναν την ώρα τους. Πάντα έρχεται αυτή. Θα ήταν ένα τραπέζι εξαγνισμού. Εξαγνισμού και επιστροφής στα παλιά.

Ποια παλιά; Τα προπολεμικά; Ο Σμαραγδής δεν τα θυμόταν. Όταν τελείωσε η Κατοχή ήταν μόλις έντεκα. Στον Εμφύλιο πριν κλείσει καλά-καλά τα δεκατέσσερα είδε τον Πατέρα, τους Θείους του και τα μεγαλύτερα αδέρφια του να ανεβαίνουν για δεύτερη φορά στο βουνό. Ήθελε να πάει μαζί τους. Τους παρακάλεσε. «Είσαι μικρός!» έτσι τον ξέκοψε η μία από τις δύο μεγάλες αδερφές του που ήταν μόνο δεκαεπτά. Η άλλη, η μεγαλύτερη δε μίλησε, απλά τον αγκάλιασε. Κατάλαβε όμως τι ήθελε να του πει με αυτή την αγκαλιά. Έτσι του φάνηκε τότε. Ήταν προσταγή να μείνει πίσω. Κάποιος έπρεπε να προστατεύει την Μάνα τους τον Παππού και την Γιαγιά και τα μικρότερα ξαδέρφια τους. Στα δεκατέσσερα του τον έχρησε προστάτη.

Τα άλλα τα «παλιά» τα προπολεμικά ο Σμαραγδής από τον Παππού τα είχε ακούσει. Όταν επέστρεφαν ένας, ένας από τις εξορίες ο γέρος προσπαθούσε να τους παρηγορήσει με ιστορίες παλιές προπολεμικές. Περασμένες εποχές. Στα λόγια του Παππού φάνταζαν χορτάτες και πλούσιες. Μιλούσε στα εγγόνια του για τα χρόνια που τα παιδιά του, οι πατεράδες τους, κατέβαιναν στην πλατεία και όλο το χωριό τους καμάρωνε, μα και τους φοβόταν.

Ναι και ο Παππούς τα έλεγε ωραία. Θα ήταν ωραία να είχαν βρεθεί αυτοί οι δύο, Παππούς και δισέγγονος. Σίγουρα θα ταίριαζαν τα χνώτα τους. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει αυτά τα δισέγγονα του, παρά μόνο από τις φωτογραφίες που έρχονταν από την Βουλγαρία. Η Γιαγιά του Σμαραγδή είχε γεμίσει το εικονοστάσι με αυτές τις φωτογραφίες των μωρών. H γριά τα έβλεπε, έκανε το σταυρό της και τέλος έβρισκε λόγο για γκρίνια. Με τόσα δισέγγονα και δεν βρίσκεται κανένα κοντά της να φέρει ένα λαγηνάκι γεμάτο με νερό από την Παλιά βρύση. Αλλά έτσι ήταν πάντα η Γιαγιά.

Ναι, ο Παππούς θα τα πήγαινε καλά με αυτό του το δισέγγονο. Και με τον ίδιο τον Σμαραγδή τα πήγαιναν καλά. Είχαν το ίδιο όνειρο. Να τους δούνε να επιστρέφουν όλοι ζωντανοί·αρχικά από το βουνό, αργότερα από την προσφυγιά. Λαχταρούσαν να τους δούνε ξανά όλους καθισμένους γύρω από το γιορτινό τραπέζι. O Παππούς έσβησε όταν στο δικό του όνειρο δεν είχε μείνει κανείς για να επιστρέψει. Δεν του αρκούσε η επιστροφή εγγονιών και δισέγγονων.

Οι αναγγελίες των απουσιών αυτών ερχόταν πάντα τηλεγραφικώς. Ο Σμαραγδής δεν καταλάβαινε το γιατί. Λες και θα προλαβαίνανε να πάνε στην κηδεία. Με τόσες διατυπώσεις στην έκδοση διαβατηρίων και βίζας; Ακατόρθωτο. Δεν βοηθούσε σε τίποτα το πότε μάθαινε κανείς την απώλεια του αγαπημένου προσώπου αργά η γρήγορα. Η απώλεια ήταν απώλεια και ας φάνταζε μακρινή και ψεύτικη. Πόσο πραγματική θεωρείται μία απώλεια διατυπωμένη με πέντε λέξεις;

Πηγαίνανε μαζί με τον Παππού στο Σταθμό Χωροφυλακής να παραλάβουν τα τηλεγραφήματα που ερχόταν από την Βουλγαρία και ο Χωροφύλακας τους τα διάβαζε, περήφανος σαν να ανάγγελλε κάποια σπουδαία νίκη του. Αργότερα την ώρα που ανηφόριζαν προς το σπίτι, ο Παππούς αναρωτιόταν «Γιατί στην Χωροφυλακή;». Ο Σμαραγδής όμως ήξερε, τον γέρο τον βασάνιζε πως θα πει τα μαντάτα στην Γιαγιά και στις νύφες του. Τα μαντάτα τους πάντα τούς προλάβαιναν. Κανένας δεν καταλάβαινε πώς δραπέτευαν από τον σταθμό της Χωροφυλακής και σκόρπιζαν παντού στο χωριό, μπορεί και επίτηδες να τα αφήναν να κυκλοφορούν ελεύθερα.

Ο Σμαραγδής περπατούσε στο πλάι του Παππού. Ένιωθε τα βλέμματα των συγχωριανών, κρυμμένων πίσω από τους μαντρότοιχους, τις γρίλιες και τα οπωροφόρα στις αυλές. Κατάφερνε και ξεχώριζε αυτά της σιωπηλής συμπόνιας, της έχθρας και του μίσους. Ο Παππούς στηριζόταν πάνω του και ανηφόριζαν προς το σπίτι. Έφταναν αμίλητοι. Η Γιαγιά που είχε όλες τις νύφες μαζεμένες δίπλα της, τους έριξε ένα γρήγορο βλέμμα με τα τεράστια από τους φακούς των γυαλιών της μάτια και ρωτούσε μόνο «Ποιος;».

Την επόμενη μέρα κάθε τηλεγραφήματος στο καφενείο ο Παππούς τελούσε το μνημόσυνο του γιού του. Κάποιοι από τους θαμώνες επιδεικτικά σηκωνόταν και έφευγαν. Μερικοί από αυτούς ήταν κάποτε, πριν τον Πόλεμο, φίλοι των γιών του. Ο Σμαραγδής έκανε προσπάθεια να παρηγορήσει τον Παππού. Του έλεγε πως οι άνθρωποι πρέπει να φοβόνταν. Τι περιθώριο στην συμπαράσταση μπορεί να αφήσει ο φόβος; Ο Σμαραγδής φανταζόταν πως εκτός από τον φόβο ήταν και οι τύψεις. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που για να σώσουν τον εαυτό τους, είχαν φορτώσει στις πλάτες των παιδιών του Παππού ό,τι έγινε στο χωριό στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τα παιδιά του Παππού απουσίαζαν. Δεν θα μπορούσαν να πούνε τις αντιρρήσεις τους. Ήταν ηττημένοι και μακριά. Στην κηδεία του Παππού μερικοί από αυτούς ήρθαν.

Έμεινε μόνη της η Γιαγιά. Την έβρισκε κάθε μέρα καθιστή με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα με τα μάτια καρφωμένα στο εικονοστάσι των δισέγγονων. Κουνούσε άφωνη τα χείλη της. Μπορεί και να μιλούσε με τα μωρά στο εικονοστάσι. Μπορεί. Τις φωτογραφίες που έρχονταν αργότερα και έδειχναν τα παιδιά μεγαλωμένα δεν τις δεχόταν. «Μόνο άγγελοι χωράνε στο εικονοστάσι μου. Κοίτα τούτον εδώ. Μοιάζει με άγγελο;» Η αλήθεια είναι πως το εγγόνι της φωτογραφίας δεν έμοιαζε με άγγελο. Δεν υπάρχουν άγγελοι κοκκαλιάρικοι, κοντοκουρεμένοι, με κοντά παντελόνια και ριγέ ναυτικές μπλούζες.

Έφυγε και η Γιαγιά. Τα εγγόνια μοιράστηκαν την κληρονομιά. Το όνειρο του Παππού δεν το διεκδίκησε κανένα από τα εδώ εγγόνια του. Τα περισσότερα δεν είχαν πια να περιμένουν την επιστροφή κανενός. Ο Σμαραγδής είχε. Με προθυμία αποδέχτηκε αυτό τον κλήρο. Μόνο που άλλαξε τον τόπο του οράματος, το σπίτι του Παππού είχε άλλον ιδιοκτήτη και οι άγγελοι της γιαγιάς είχαν εξαφανιστεί από το εικονοστάσι. Το σκηνικό του ονείρου μεταφέρθηκε στην αυλή τους. Θα έστηνε το τραπέζι στην σκιά της γέρικης ελιάς.

Για αρχή ο Σμαραγδής χρειαζόταν ένα μεγάλο τραπέζι, να χωράει τουλάχιστον είκοσι άτομα μπορεί και τριάντα, αν έρχονταν όλοι μπορεί και παραπάνω. Για μήνες τριγυρνούσε τα επιπλοποιεία στην πρωτεύουσα του νομού. Του τα γύριζαν συνέχεια, χρειαζόταν λέει ειδική παραγγελία. Είχαν διαθέσιμες τραπεζαρίες αλλά για δώδεκα το πολύ άτομα. Του έλεγαν και κάτι παράξενα ονόματα ξένα. Και αυτά τα είπε στον ανιψιό του, στην κουβέντα τους στην κουζίνα, αυτός γέλασε με την καρδιά του με τα παραλλαγμένα από τους επιπλοποιούς ονόματα των στιλ, αλλά και με την όλη εικόνα που έπλασε η φαντασία του. Τραπεζαρία με δώδεκα καρέκλες σε στιλ Empire στην αυλή του χωριατόσπιτου. Όταν ο Σμαραγδής αφηγήθηκε το οδοιπορικό του στα επιπλοποιεία ο νέος άρχισε ξανά να γελάει. Τον ρώτησε γιατί. Ο ανιψιός προσπάθησε να του εξηγήσει ήταν μια μπερδεμένη ιστορία από κάποιο βιβλίο για θησαυρό κρυμμένο σε μία καρέκλα τραπεζαρίας.

«Θα το φτιάξω μόνος μου ! Ακόμα και τις καρέκλες!» –με αυτή την φράση έκοψε τα γέλια του ανιψιού.

Η απόφαση του αυτή τον συνεπήρε. Στο μυαλό του o Σμαραγδής άρχισε να σχεδιάζει το τραπέζι, ακόμα και την κατηφορική κλήση της αυλής έπρεπε να υπολογίσει. Είχε όλο τον καιρό μπροστά του. Ο μεγάλος αδερφός θα επαναπατριζόταν σε ένα χρόνο. Οι αδερφές όταν τελείωναν τα παιδιά τις σπουδές. Ναι είχε άφθονο χρόνο στη διάθεση του. Η ιδέα τον συνεπήρε τόσο που δεν έδωσε προσοχή σε μια φράση του ανιψιού. Μια δυσοίωνη προειδοποίηση. «Να προσέχεις θείο όταν αρχίζεις να δίνεις. Ο καθένας μας θα το εκλάβει ως δικαίωμα του και υποχρέωση σου και όχι ως δικιά σου γενναιοδωρία».

Ο Σμαραγδής μετέτρεψε την αυλή του σπιτιού σε ξυλουργείο. Εκεί σε μια καρέκλα στην λιακάδα καθόταν η μάνα τους και τον παρακολουθούσε. Σ’ αυτή την καρέκλα συγχωρέθηκε, έφυγε σαν να την πήρε ο ύπνος. Δεν μετακίνησε την καρέκλα. Μετά έρχονταν να του κρατήσουν συντροφιά τα ξαδέρφια. Δεν βοηθούσαν, είχαν μόνο την περιέργεια να καταλάβουν τι του συμβαίνει. Όταν έπιανε να σουρουπώνει σταματούσε την εργασία. Έβγαζε από το ψυγείο ούζο και πρόχειρο μεζέ, τίναζε τα ροκανίδια από πάνω του καθόταν κατάχαμα και απολάμβανε το δείπνο του. Ήταν η ώρα των άλλων επισκεπτών. Εμφανιζόταν ο τρελο-Γρηγόρης και στεκόταν σαν μπάστακας πάνω από το κεφάλι του ακουμπισμένος στην μαγκούρα του. Ο Σμαραγδής τον υποδεχόταν πάντα με τα ίδια λόγια «Θα κοψοχολιάσεις κάποιον ξένο με αυτή σου την εμφάνιση». Ο Γρηγόρης τον κοιτούσε ευχαριστημένος με τα λόγια του, έπαιρνε από το χέρι την μπουκιά που του είχε ετοιμάσει. Ούζο δεν του έδινε ποτέ. Εκείνη την ώρα μέσα από το σκοτάδι εμφανιζόταν και ο Παππούς ντυμένος όπως παλιά με τα ποτούρια και το γιλέκο από σαγιάκι. Στεκόταν απέναντί του, ακουμπισμένος στην χαμηλή πέτρινη μάντρα. Έκανε πως έστριβε τσιγάρο αλλά δεν το άναβε ποτέ, ούτε έψαχνε στο σιλιάχι του για την ίσκα και την τσακμακόπετρα. Στεκόταν και παρατηρούσε πώς προχωρούσε η δουλεία μέσα στο σούρουπό. Είχε πείσει τον εαυτό του πως είναι οπτασία, γέννημα της κούρασης του. Μόνο που κάθε βράδυ πριν εξαφανιστεί η οπτασία άκουγε τον τρελό Γρηγόρη να λέει «Καληνύχτα Παππού». Κάθε βράδυ φοβούμενος πως έχει αλλοφρονήσει μαζευόταν, αναθέτοντας στον άνεμο να κάνει το σκούπισμα της αυλής από τα ροκανίδια. Το πρωί τα εύρισκε μαζεμένα σε κάποια από τις γωνίες της αυλής.

Το τραπέζι υποδέχτηκε ένα-ένα όλα τα αδέρφια του και τις οικογένειες τους κατά την επιστροφή τους. Κάθονταν γύρω του κουμπωμένοι. Σαν από υποχρέωση. Πέταξαν πάνω στην τάβλα του, για να μην λερώνεται, ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με σταμπαρισμένα κάτι αδιευκρίνιστα πορτοκαλί φρούτα. Από τα παράθυρα του σπιτιού έμοιαζαν με σκορπισμένες πάνω στο τραπέζι εστίες φωτιάς.

Από τα αδέρφια του δεν έμεινε κανείς στο χωριό. Εγκατασταθήκαν στις πόλεις. Τους βοήθησε με την καρδιά του και συχνά πέρα από τις δυνατότητες του. Τα καλοκαίρια έρχονταν ως επισκέπτες για  διακοπές, λίγες φορές έτυχε να είναι όλοι τους μαζί. Κάθονταν συχνά γύρω από το τραπέζι, μόνο που οι κουβέντες δεν ήταν πάντα ευχάριστες. Εμφανιστήκαν από το πουθενά, έτσι του φάνηκε, τα περιουσιακά ζητήματα. Μεγάλο σαράκι και αυτό.

Τα λόγια του ανιψιού για την γενναιοδωρία ο Σμαραγδής τα θυμήθηκε αργότερα, ένα φθινοπωρινό βράδυ με Νοτιά, αρκετά χρόνια μετά από την κουβέντα που είχαν στην κουζίνα του σπιτιού της αδερφής του στη Σόφια. Ο Παππούς είχε χρόνια να εμφανιστεί και τον Γρηγόρη τον είχαν περιμαζέψει στο τρελάδικο. Μπορεί να έφταιγε και ο Νοτιάς που δυσοίωνα σφύριζε στα κλαδιά της ελιάς. Μπορεί και το ότι έμεινε μόνος του. Τα θυμήθηκε όλα: τις παρεξηγήσεις και τα παράπονα που δημιουργήθηκαν από την μη κατανόηση της γενναιοδωρίας του. Καθόταν μόνος του στην κατηφορική άκρη του άδειου μεγάλου τραπεζιού της Επιστροφής στημένο στην σκιά της Ελιάς. Τρόμαξε, ήταν η πρώτη φορά που και ο ίδιος χρησιμοποίησε την λέξη γενναιοδωρία. Με αυτή είχε αντικαταστήσει τις λέξεις «έγνοια» και «αγάπη».