Σαν «πελώριο κύμα» ξεχύνονται τα γυρίσματα και τα λιανοτράγουδα που συνέλεξε ο Παναγιώτης Καρώνης. Τιθασευμένο σε κάβους αλφαβητικούς, ζυγιασμένο πάνω στη ρότα της μακρόβιας ζωής του, το κύμα σχηματίζεται από το «Α» για να εκπνεύσει, φρέσκο και παιχνιδιάρικο ακόμη, στα «ρόδινα ακρογιάλια» του «Ω» του.[i] Θα ξανάρθει, όπως τόσες και τόσες φορές από τον 19ο αιώνα, σταματώντας σε άλλους λιμένες, θέτοντας αλλιώς τη διαδρομή και άρα, εν μέρει, και την πρόσληψή του. Άλλοτε κόκκινο από το βάρος της αγάπης ή από το φονικό που προοιωνίζεται, άλλοτε μαύρο από αβάσταχτο πόνο, άλλοτε με τον απροσδιόριστο χρωματότυπο της γλύκας και της πίκρας ή γλαυκό από το γαλανό όνειρο του άλλου. Άπειρες είναι οι χρωματικές του μεταλλάξεις, ανάλογες κάθε φορά της δίστιχης πλοκής του, της ανθρώπινης πείρας και ανάγκης που το γεννά.
Εν ολίγοις, ο Καρώνης θέτει σε 360 περίπου σελίδες τα τραγούδια της αγάπης, σελίδες στις οποίες φωλιάζουν και πάλι οι μολυβένιες απεικονίσεις του, σκίτσα που δε σχολιάζουν απλώς τον έρωτα, μα είναι περιεκτικά αυτού, καβαφικοί νέοι, αγόρια και κορίτσια με σώματα της ηδονής. Θέτει τα τραγούδια της αγάπης, επιμερίζοντάς τα σε δύο κατηγορίες – κεφάλαια, τα «γυρίσματα» και τα πολυπληθή «λιανοτράγουδα». Τα παρουσιάζει εν είδει αλφαβηταρίου, ώστε τα δίστιχα υπακούουν σε μια σχεδόν τυχαία λογική. Σχεδόν, διότι και στην πλέον συμπτωματική γειτνίαση οι ελκτικοί νόμοι είναι ενεργείς. Για παράδειγμα, όταν «τα μάτια» της καλής γίνονται όργανα αρπαγής του ποθοπλάνταχτου νέου, το αρχικό κύμα αποκτά νέο ρυθμό και η ακολουθία της ανάγνωσης διαπερνάται από την απολυτότητα του πάθους: «Τα μάτια σου έχουνε θηλιές, θηλιές και ανοιγοκλείνουν,/ τον άνθρωπο κι οπού τον δουν στον τόπο τον αφήνουν», «Τα μάτια σου με σφάζουνε, όταν τα χαμηλώνεις,/ όταν τα παίζεις και γελάς το στήθος μου πληγώνεις»,[ii] κ.ά. Ή, όταν το «εσύ» προσλαμβάνει στις ποιητικές του αναπτύξεις τη βαρύτητα του μοναδικού όντος, σε βαθμό ώστε το «εγώ» να ακινητοποιείται, η αναγνωστική διαδρομή μοιάζει να αιωρείται σχεδόν στατική, στην ιλιγγιώδη της πλεύση: «Εσ’ είσαι μήλο κόκκινο, φρεγάδα τ’ς Ιγγλιτέρας,/ είσαι φεγγάρι της νυχτός και ήλιος της ημέρας», «Εσύ με σφάζεις στην καρδιά, εσύ με μελαγχώνεις,/ εσύ τα σωθικούλια μου γλήγορα τα μερώνεις»,[iii] κ.ά. Έτσι, παρά το ότι κανένα από τα αναμενόμενα κριτήρια εντοπιότητας ή θεματικών περιοχών δεν εφαρμόζεται στη συλλογή, οι θεματικοί κύκλοι αναδεικνύονται, αναδυόμενοι μέσα από τις ποικίλες συγγένειες ή τις παραλλαγές των λέξεων που προτάσσονται. Η δε γεωγραφική προέλευση των δίστιχων ναι μεν δεν αναφέρεται, υπογραμμίζεται όμως σθεναρά, μέσα από τη γλωσσική ποικιλία των φωνών που εναλλάσσονται διαλεγόμενες πάνω στο ίδιο μοτίβο. Για παράδειγμα, διαβάζουμε, σχεδόν τυχαία: «Μαργαριτάρι ατρύπητο, κόρη μου, στο λαιμό σου,/ κ’ ένα μικρό, μικρόπουλο, φιλί στο μάγουλό σου» και το αμέσως επόμενο: «Μαργαριτάρι αζύγιστο, κόρη μου, στο λαιμό σου, δίνω για ένα τρυφερό φιλί στο ροδομάγουλό σου».[iv] Και ακόμη: «Ήθελα να ’σουν θάλασσα, κι εγώ να ’μαι βαπόρι,/ να σου ξεσχίζω την καρδιά με πρύμη και με πλώρη» και το επόμενο: «’Ηθελα να ’μουν θάλασσα και να ’μουμ ποταμάκιν,/ να μπαίνω στηγ καρδούλα σου, σαδ δροσερόν νεράκιν».[v]
Ο Παναγιώτης Καρώνης παραδίδει στην 1η ενότητα της εισαγωγής που προτάσσει στο βιβλίο του το σκεπτικό σύνταξης και παρουσίασης της συλλογής που υπογράφει ως συλλέκτης και επιμελητής. Συλλέκτης, πρωτίστως με την έννοα του ανθολόγου, καθώς αρδεύει την πλειονότητα των παρατιθέμενων δίστιχων μέσα από μελέτες πάμπολλων άλλων συλλογών, τις οποίες παραθέτει σε μια εντυπωσιακού μεγέθους βιβλιογραφία, στο τέλος του βιβλίου. Δε λείπουν, βέβαια, και τα «άνθη» της προσωπικής του καταγραφής, κυρίως, όπως ομολογεί στην εισαγωγή, από την περιοχή της λαογραφικής του μούσας και πολυαγαπημένης του πατρίδας, της Νεστάνης Αρκαδίας. Αναφέρει, λοιπόν, προκειμένου για τους στόχους του τα εξής: «[…] στόχος μου εδώ είναι –πέρα από την παρουσίαση και μελέτη της ποίησης του λαού μας- η ανάγνωση της ποίησης και κατ’ επέκταση η γνώση και, βέβαια, η απόλαυσή της».[vi] Η απόλαυση, ωστόσο -το μόνο άψογο και αδιάψευστο κριτήριο και μέσο προσέγγισης της Τέχνης του λόγου, όπως παραδίδει διαπρύσια ο Harold Bloom στον Δυτικό Κανόνα και όπως υποδόρια μας διδάσκει το αδηφάγο στάδιο των εφηβικών μας αναγνώσεων, απαιτεί διαλείμματα, παπαδιαμαντικές «στάσεις εις τον ελαιώνα», σιωπηρή κατοχή του αναγνωστικού υποκειμένου από ένταση κριτικού ή και καθαρώς αισθητηριακού θαυμασμού, μιλώντας δε για τα ερωτικά δημοτικά δίστιχα της γλώσσας μας, η απόλαυση καθίσταται κάποτε τραυματική. Διότι η μορφή του λόγου κρυσταλλώνει, με σοφία και δεσίματα πανάρχαια, τον έρωτα. Για να μιλήσω αλλιώς, δεν καταπίνεται μονορούφι αυτή η συλλογή, ανήκει στα βιβλία της ορισμένης ώρας ή και στα βιβλία αναφοράς, όπως συνηθίζουμε να λέμε οι φιλόλογοι.
Έτσι διέσχισα κι εγώ τούτο το βιβλίο, διαλειμματικά και ασθματικά από το άχθος της ομορφιάς αλλά και από το άγχος της οικειοθελούς ανάληψης του καθήκοντος της παρουσίασής του. Αδυνατώντας να το καθυποτάξω, αποφάσισα να σταθώ σε λίγους προσωπικούς μου κόμβους και να αγνοήσω, ως ένα βαθμό, της επιστήμης τα δεσμά. Έτσι,… τούτα τα λίγα, τα οποία επιτρέψτε μου να τα αριθμήσω, όπως μου έρχονται «κατ’ επιφοράν εις την μνήμην», για να μνημονεύσω ακόμη μία φορά τον ηδονικότερο των εντέχνων Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.[vii]
1. Θεωρώ υποχρέωσή μου, να αναφέρω, έστω και ονομαστικά, την τετραμερή διαίρεση του βιβλίου, καθώς και την εύγλωττη έκταση, σε αριθμό σελίδων, που καταλαμβάνει το κάθε μέρος. Μέρος 1ο, εισαγωγικό, σ. 15–75, κατατετμημένο σε επτά κεφάλαια. Μέρος 2ο, Γυρίσματα, σ. 77-125, μέρος 3ο, Λιανοτράγουδα, σ. 127-437 και μέρος 4ο, Βιβλιογραφία, σ. 439-461. Όλων των παραπάνω προηγείται αφιέρωση του ανθολόγου στον ελληνικό λαό, τον οποίο αντιλαμβάνεται ως «βασικό Δημιουργό» του βιβλίου, αλλά και ως «μεγάλο Ερωτικό» και, μάλιστα, σε εποχές «σκοτεινές».
2. Περίπου 25 σχέδια με μολύβι κοσμούν τα Λιανοτράγουδα…, τα περισσότερα εκ των οποίων ολοσέλιδα. Οπωσδήποτε, το εκτύπωμά τους δίδει πολλά στην αισθητική του βιβλίου, καθώς το εννοιακό του πλέγμα εκτείνεται, με την αναδίπλωσή του σε άλλη γλώσσα. Και ο χείμαρρος των δίστιχων ηρεμεί, συγκρατείται για λίγο, σαν από αντιπλημμυρικά έργα. Κυρίως, όμως, είναι η αυταξία του σχεδίου που θωπεύει τον αναγνώστη. Ένας ρεαλισμός που φέρει την ηδυπάθεια του χθες, την πνευματική περιπέτεια του σώματός μας ανά τους αιώνες στο σήμερα. Σκίτσο ιδιαίτερης καθαρότητας, με στάση και ατμόσφαιρα ρευστή, που συγκρατεί με παράξενη άνεση μνήμες αθηναϊκού Γυμνασίου, Πομπηίας, χριστιανικής προσδοκίας, μιας χαμηλοβλεπούσας Τουρκοκρατίας, βλέμματα και σώματα ενορατικά και συνάμα πραγματικά, τυλιγμένα τα περισσότερα στην κυκλωτική αιχμαλωσία του μολυβιού, που τα απομονώνει στην απολυτότητα του ερωτισμού τους.
3.Περί εισαγωγής. Μιας εισαγωγής προσφερόμενης στην κριτική, καθώς ο Παναγιώτης Καρώνης δεν ακολουθεί πάντα τις επιταγές της μετρημένης και μετριοπαθούς έκθεσης στοιχείων και πορισμάτων. Μια εισαγωγή, επίσης, αξιέπαινη για την ιστορική διάσχιση που επιχειρεί στις λογοτεχνικές μορφές που μετεξελίχθηκαν σε ή απηχούνται στο δημοτικό ερωτικό δίστιχο.
4. Τα απολαυστικά «γυρίσματα», απότοκα πολλών και ποικίλων δημωδών εκδηλώσεων: πανηγυριών, ήχων και απόηχων ζωής, μεταπλασμένα σε ρεμπέτικη ωδή, σε τραγουδάκια «ημιδημώδη» του 19ου αιώνα –τότε θα ήταν του συρμού, αστικών ασμάτων, διυλισμένων στο λαϊκό πάθος, κ.ά. Τα περισσότερα δεν κρύβουν τη χορευτική τους χρήση, καθώς αισθάνεσαι έναν οικείο ρυθμό, συχνά και σε παντελώς άγνωστα. Σχεδόν τυχαία, σταχυολογώ, καταγράφοντας την εντύπωσή μου, καθώς περιδιαβαίνω τα σοκάκια της συλλογής: Αναλογίζομαι τι ποίηση θα διαχυόταν στο νυχτερινό ουρανό όταν μια κοπέλα θ’ άκουγε κάτω απ’ το παράθυρό της να γυρίζουν οι στίχοι: «Έβγα είναι μου/ γλυκό και κρίνε μου»∙[viii] τι μεγάλη εικόνα καταστροφής ξετυλίγεται χοροπηδηχτά μέσα από το φαιδρό: «Έλα, έλα με τα μένα/ πουν’ τα μέσα μου καμένα»∙[ix] πόσο απροσχημάτιστο, παρά τη μετωνυμία, και για τα δύο φύλα πρέπει να ήταν το διαλογικό: «Έλα γιαλό». «Δεν έρχουμαι./ Μεγάλωσα και ντρέπουμαι»∙[x] πόσο αδιαφιλονίκητη η υπεροχή της όρασης στην ερωτική κατάληψη: «Κοίταξέ τη ομπρός και οπίσω, πώς να μην την αγαπήσω!», «Κοίτα στήθια, κοίτα μέση,/ που βεργολυγάει να πέσει»∙[xi] τι παράπονο στάζει, με ακρίβεια χαϊκού, το δίστιχο: «Κωστή μ’ τα χιόνια λιώσανε,/ κ’ εμείς δεν ανταμώσαμε»∙[xii] πώς τα ονόματα φωσφορίζουν ερωτικά σημαινόμενα: Ελένη, Κωνσταντινιά και Άννα και Μαρία. Αναλογίζομαι ακόμη τα «μαύρα μάτια», τόσο αγαπημένα από το δημοτικό, το ρεμπέτικο, το έντεχνο τραγούδι: «Μαύρα μάτια και μεγάλα/ ζυμωμένα με το γάλα», «Μαύρα μάτια στο ποτήρι/ γαλανά στο παραθύρι», «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια/ ζωντανόν με τρων τα φίδια», «Μαύρα μάτια με κοιτάζουν/ και γλυκά μου κουβεντιάζουν».[xiii] Τέλος, κατά πώς φαίνεται, είχε ο Μάρκος ακριβό υλικό για τον ύμνο του, είχε και το σημάδι που σφραγίζει η Τέχνη λίγα απ’ τα παιδιά της: «Τα ματόφρυδά σου λάμπου/ σαν τα λούλουδα του κάμπου», «Τα ματόκλαδά σου λάμπου/ σαν τα λούλουδα του κάμπου», «Τα ματόφυλλά σου κλείνεις,/ να περάσω δε μ’ αφήνεις», «Τα ματάκια σου αδελφούλα/ το ’να άστρι, τ’ άλλο η Πούλια», «Τα ματάκια σου μικρούλα/ ο Αυγερινός κι η Πούλια».[xiv]
5. Είναι τόσο όμορφα τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα 15σύλλαβα τραγούδια μας, τα Λιανοτράγουδα ή στιχοπλόκια ή παραμικρά ή τραγουδέλια ή μαντινάδες ή όλα τ’ άλλα ευφάνταστα ονόματα με τα οποία τα έντυσε η λαός και που αποθησαύρισε ο Καρώνης στην εισαγωγή του.[xv] Διαβάζοντάς τα, διαβαίνουμε τα μονοπάτια της λυρικής σοφίας της γλώσσας μας, την ακρίβεια του μεταφορικού της συστήματος, τη λαγαρότητα των εικαστικών της αναπαραστάσεων, την πολυσχιδία του προσωποποιητικού της ρεπερτορίου, την εύφορη προσαρμοστικότητα των γλωσσικών της μοτίβων, τον ρεαλισμό που ανακύπτει μέσα από την αμεσότητα του 15σύλλαβου τονισμού και την ελεύθερη διατύπωση της ερωτικής ανάγκης. Αλλά και το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα ποιήματα δύναται να ιχνηλατηθούν στην πρώτη γραμμή της προσωπικής ποιητικής δημιουργίας ανά τους αιώνες, σ’ έναν Χορτάτση, σ’ έναν Κορνάρο, σ’ έναν Σολωμό, σ’ έναν Ελύτη, σ΄ έναν Ρίτσο ενισχύει την a priori κατάφαση στην καλλιτεχνική τους αξία. Επιπλέον, δυο σκέψεις μόνο. Όλες οι περιοχές της επικράτειας του έρωτα απαντούν. Έκσταση, θαύμα, πείραγμα, όρκος, σύγκριση, αρρώστια, περιέργεια, φλόγα, απογοήτευση, το ομηρικό αδύνατο, ζήλια, περηφάνια, έλλειψη, ανάγκη, κομπασμός, θαυμασμός, οδύνη και ξανά θαυμασμός και ανάγκη σε μια ατελεύτητη επίκληση, προσφώνηση, παράκληση του ερωτικού Άλλου. Προκειμένου για τη γυναίκα, οι προσφωνήσεις και οι επικλήσεις πολύ συχνά καταφεύγουν στον άμεσο ελληνικό ανθικό και φυτικό περίγυρο, σε σημείο που μοιάζουν να συστήνουν τον διάκοσμο απόκρυφου ιερού. Ζουμπούλι, γαρύφαλλο, κρίνο, ρόδο, γιασεμί, κανέλλα, βασιλικός, αμπέλι και σταφύλι και, βέβαια, σε ασυναγώνιστη συχνότητα η ελιά, το μήλο και το κυπαρίσσι: «Γαρούφαλλο μη μαραθείς, πανσέ μου μη μαδήσεις/ και συ, γλυκό γιασμάκι μου, γλήγορα μην ξανθίσεις».[xvi] Τα σύνθετα επίθετα ακουμπούν με παρρησία στις «αμμουδιές του Ομήρου»: «Ανοιχτοκουταλάτε μου, χρυσοκουμπόστηθέ μου,/ άρκησες να ‘ρθεις να σε ιδώ, τζιαι κακοφάνηκέ μου».[xvii] Τα φυσικά στοιχεία, πρωτίστως η θάλασσα, το ορατό διάστημα, ήλιος, φεγγάρι, αστέρι, Πούλια κι Αυγερινός, ανήκουν, ασκώντας αρχαιότατο λογοτεχνικό δικαίωμα, στη δικαιοδοσία των ερωτευμένων και εμφανίζονται εν αφθονία. Από τα πουλιά, το περιστέρι, η πέρδικα, ο αητός και τ’ αηδόνι: «Αηδόνι του περιβολιού, πώς δε λαλείς καθάρια/, μον’ καις παλικαριών καρδιές μέσα στα φυλλοκάρδια».[xviii]
6. Ο άνεμος της μεταφορικής σχέσης προς τον κόσμο έρχεται «προ πάντων των αιώνων». Φύσηξε πρώτη φορά από τον άγριο πρόγονο, καθώς επιχειρούσε να καθυποτάξει το ακατανόητο και το φοβικό. Αποδίδοντάς του ιδιότητες άλλης τάξης, το ημέρευε και, εν μέρει, το κατανοούσε. Τη δομή του μεταφορικού συστήματος της ελληνικής γλώσσας διέσωσε, κυρίως, η λυρική μούσα, αναλυμένη μέσα στους καιρούς σε είδη και, βέβαια, επηρεασμένη από την προπατορική όλων επική. Θεματικά, η περιοχή που επέβαλλε και, εν ολίγοις, διέσωσε σε αξιοσημείωτο βαθμό τη μεταφορική της δεξιότητα είναι ο έρωτας. Εν μέρει γιατί έργα αδιανόητης ευαισθησίας, αντιπροσωπευτικά του ανθρώπου ως όλον, γράφτηκαν υπό το κράτος του. Η παραδοχή όμως αυτή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αντοχή των λογοτεχνικών του μορφοτύπων. Μπορούμε, επιπλέον, να αναλογισθούμε ότι η ερωτική ανάγκη έχει επείγοντα χαρακτήρα, ή ότι ο έρωτας ως ιδέα άντεξε στον χρόνο, μέσω των ακατάπαυστων σωματοποιήσεών του. Μπορούμε, ακόμη, να ανατρέξουμε στην ενόρμηση του έρωτα, στη libido, το αντίπαλον δέος της ενόρμησης του θανάτου και να ισχυριστούμε ότι, μέσω αυτού, η ανθρωπότητα και το μεμονωμένο άτομο ξεγλιστρούν αέναα από τον αφανισμό τους. Μπορούμε να σταθούμε στον 20ό αιώνα, να θυμηθούμε την εσχατολογία που τον έθρεψε, λίγο πολύ δικαιολογημένη από τα έργα του… Το τέλος του θεού, διαδέχτηκε το τέλος της ιστορίας, της αφήγησης, κ.λπ. Κάποιοι μιλούν και για το τέλος του έρωτα. Άραγε θα είχε τύχει επιβίωσης ο ερωτικός λόγος, χωρίς τον θεματικό του θεό; Και πόσο ρομαντικοί θα γινόμασταν αν διαπιστώναμε απλώς ότι ο ερωτικός λόγος διασώζει τη μαγεία του κόσμου; Ή μήπως η παρατακτική τρέλα των ημερών μας θέλει και τη μαγεία ως ένα από τα υλικά της βιτρίνας της;
7. Όλοι, πάντως, θα συμφωνήσουμε, πως ο Παναγιώτης Καρώνης, πέρα από συλλέκτης – ανθολόγος και επιμελητής της πληθωρικής έκδοσης που μας χάρισε είναι και διασώστης μαγείας…
Μαίρη Σιδηρά
[i] Παπαδιαμαντικής προέλευσης οι εντός εισαγωγικών φράσεις. Πρόκειται για την εναρκτήρια φράση («Πελώριον κύμα») του διηγήματος «Ναυαγίων ναυάγια» και βέβαια για τα «ρόδινα ακρογιάλια» της ομώνυμης νουβέλας.
[ii] Παναγιώτης Καρώνης, Λιανοτράγουδα. Ερωτικά δημοτικά δίστιχα και γυρίσματα, Πάτρα, Το Δόντι, 2018, σ. 387.
[iii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 209, 210.
[iv] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 261.
[v] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 223-224.
[vi] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 26.
[vii] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, [χ.χ.]
[viii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 88.
[ix] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 89.
[x] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 92.
[xi] Π. Καρώνης, ό.π., σ.101.
[xii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 102.
[xiii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 104.
[xiv] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 116.
[xv] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 15.
[xvi] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 173.
[xvii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 148.
[xviii] Π. Καρώνης, ό.π., σ. 133