Διήγημα
Χρήστος Δημητρίου | Τρία Διηγήματα
Ο ΣΓΟΥΡΟΣ
Ο κώλος είναι χρυσωρυχείο φίλε μου! Έχω περάσει μέχρι μισό κιλό πρέζα!
Ο Σγουρός κουβαλούσε πρέζα σε όλη την Ευρώπη. Την έβαζε σε προφυλακτικά κι ύστερα την έχωνε στον κώλο του. Το συνηθισμένο δρομολόγιο ήταν Τουρκία-Άμστερνταμ μέσω πάντα κάποιας άλλης χώρας, για ξεκάρφωμα. Συνήθως έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, έπαιρνε το μερίδιο του σε πρέζα, ερχότανε στην Ελλάδα, μάς πουλούσε την πρέζα, έβγαζε την χαρμάνα του σπίτι με την μαμά κι ύστερα ξαναέφευγε. Στην περίοδο της χαρμάνας ήτανε ανυπόφορος. Μπορούσε να έρθει στο σπίτι σου κατά τις τρεισήμισι-τέσσερις το πρωί, να σε ξευτελίσει στους δικούς σου με γελοίες δικαιολογίες, «να κυρία Μαρία, ξέχασα να ρωτήσω κάτι τον γιο σας» η «κυρία Μαρία συγνώμη που σας ξύπνησα αλλά έχω χτυπήσει το χέρι μου και πρέπει να πάω σε μια δουλεία, αρθεί μια στιγμή ο γιος σας να βάλει μπρος το αμάξι γιατί δεν μπορώ να γυρίσω το κλειδί;» μόνο και μόνο για να σε ρωτήσει μήπως έχεις καμία ψιλή! Κι ας ήσουν μαζί του όλη μέρα στα ίδια χαλιά με τα δικά του. Φυλακή δεν είχε πάει ποτέ.
Μια φορά όμως έφυγε από την Τουρκία με διακόσια πενήντα γραμμάρια στον κώλο μέσω Βουδαπέστης, κι έκλεισε το αεροδρόμιο λόγω κακοκαιρίας. Ο Άγουρος μένει στο αεροδρόμιο της Βουδαπέστης. Στις έξι ώρες αρχίζει να ιδρώνει. Στις οχτώ ήθελε να πιει. Πάει στην τουαλέτα σφίγγεται, ξανασφίγγεται, τίποτα! Ζορίζεται ξαναζορίζεται σκάνε οι αιμορροΐδες του και αίμα μαζί με σκατά του κάνανε το παντελόνι τα παπούτσια χαλιά! Εκεί που άρχισε να ξεπροβάλει το προφυλακτικό ακούει από τα μεγάφωνα ότι η πτήση του φεύγει βάζει το χέρι του τραβάει, ξανατραβάει, τίποτα! Το προφυλακτικό είχε στουμπώσει μισομέσα μισοέξω στον κώλο του και τα μεγάφωνα φώναζαν το όνομα του, να πάει στην θύρα δεκαέξι. Στο τέλος κατάφερε και τράβηξε το προφυλακτικό αλλά ακολούθησε μια τρομερή διάρροια. Μόλις συνήλθε άρχισε να ανοίγει βιαστικά τα προφυλακτικά, έβγαλε αρκετή ποσότητα πάνω στο καζανάκι, αρκετή του έπεσε κάτω, τα συμμάζεψε βιαστικά έβαλε τα προφυλακτικά στην τσέπη του παλτού του. Αλλά ήδη είχαν μπει στην τουαλέτα άνθρωποι που χτυπούσαν πόρτες και φώναζαν το όνομα του. Όταν ετοιμαζότανε να ρουφήξει μια μυτιά άκουσε το αντικλείδι να ανοίγει την πόρτα του. Αντί να ρουφήξει φύσηξε και σκόρπισε την πρέζα ενώ οι υπεύθυνοι που άνοιξαν την πόρτα, πισωπάτησαν μόλις αντίκρισαν το θέαμα. Ο Σγουρός βουτηγμένος στο σκατό και στο αίμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια! Τα χέρια του στην κυριολεξία έσταζαν και βρωμούσε τρομερά!
–Ηemorrhoids problem! Κλαψούρισε ο Σγουρός και κατεβάζοντας τα παντελόνια του τους έδειξε τον κώλο του. Τον άφησαν να πλυθεί λίγο κι ούτε που τον έψαξαν. Στο αεροπλάνο τον έβαλαν μόνο του στο τέλος αφού πρώτα έστρωσαν νάιλον πάνω στην θέση. Στο Άμστερνταμ ο Τούρκος που τον περίμενε τον σάπισε στο ξύλο! Έλλειπε πολύ πράμα.
Είχα παραγγείλει καφέ και καθόμουνα στην χειμωνιάτικη λιακάδα, προσπαθώντας να ζεστάνω τα κοκάλα μου. Ήρθε κι ο Θανάσης!
–Τάμαθες; Πέθανε ο Σγουρός! Έπαθε overdose στο αεροδρόμιο της Ρώμης. Έσκασε το προφυλακτικό που είχε στον κώλο και πέθανε.
Ο ΚΑΤΣΑΡΙΔΑΣ
Μας είχαν πουλήσει χώμα. Είχαμε βάλει λεφτά τρία άτομα και ψωνίσαμε μίση γραμμή. Όταν καταλάβαμε ότι ήταν χώμα πήγαμε στην πιάτσα να τα σπάσουμε. Ψάχναμε τον κατσαρίδα, ένα γλοιώδη τυπάκο με αρβύλες και ένα πέτσινο πιο βρώμικο κι από σκουπίδια. Φυσικά δεν τον βρήκαμε και στο τέλoς το διαλύσαμε. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήμασταν πάλι στην πιάτσα χαρμάνηδες. Βρήκαμε χρήματα από κάτι πράγματα που κλέψαμε από την είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ψωνίσαμε μια συμπαθητική πρέζα, βαρέσαμε και πήγαμε στην παράλια να αράξουμε λίγο και να σκεφτούμε που θα βρούμε κάνα φράγκο. Είχε πολύ κόσμο στην παραλία γιατί ήταν Σάββατο κι ο κόσμος έβγαινε βόλτα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος ίσα-ίσα σου ζέσταινε το πρόσωπο κι ύστερα ριπές παγωμένου αέρα σε χαστούκιζαν και σε δάγκωναν.
–Ρε σεις, αυτός εκεί στο βάθος δεν είναι ο κατσαρίδας;
Αυτός ήταν. Τον ακολουθήσαμε λίγη ώρα και κάπου πιο απόμερα τον σβερκόσαμε. Πήγε να ξεφύγει αλλά ο Ήρα (Ηρακλής αλλά του το κόψαμε, πρώην αθλητής πυγμαχίας του Πανελλήνιου) τον άρχισε στις κλωτσιές. Ο κατσαρίδας ήταν πολύ θέατρο. Με το που έφαγε μερικές, έπεσε κάτω κι άρχισε να σφαδάζει κι ύστερα να κλαίει και να παρακαλάει να τον αφήσουμε. Ξαφνικά πετιέται όρθιος κι αρχίζει να τρέχει αλλά ο Ήρα τον πρόλαβε και με μια τρικλοποδιά τον έριξε στο πλακόστρωτο. Τρέξαμε κι εμείς και τον ψιλοαρχίσαμε. Πάλι τα ίδια ο κατσαρίδας! Άρχισε να κλαίει σαν κοριτσάκι και να μας παρακαλάει να τον αφήσουμε. Μας έλεγε απίστευτα πράγματα για να τον αφήσουμε. Έκλαιγε τόσο ψεύτικα και υστερικά που ξέπιασαν τα γέλια. Πάλι βρήκε ευκαιρία κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Όταν ο Ήρα τον ξανάριξε κάτω τον έπιασε από το πόδι κι άρχισε να τον σέρνει προς το μέρος μας. Ο κατσαρίδας σπαρταρούσε σαν ψάρι. Ύστερα εντελώς ξαφνικά ο Ήρα γύρισε και του έχωσε μια κλωτσιά κατευθείαν μέσα στα δόντια. Του έσπασε όλα τα μπροστινά. Ένα ποτάμι αίμα έτρεξε από το στόμα του. Τον σύραμε ήσυχα μέσα στους θάμνους κι ο Ταρίφας (έκανε ένα διάστημα ταξιτζής αλλά τον διώξανε γιατί έκλεβε) έβγαλε από την τσέπη του το χώμα που μας πούλησε.
–Ρίχτω! Του είπε
Κάτι πήγε να πει ο κατσαρίδας αλλά έφαγε ένα χαστούκι που δεν ξανατόλμησε να αντιδράσει. Ο Ήρα κι ο Ταρίφας βράσανε το χώμα και γέμισαν μια μεγάλη σύριγγα. Εγώ πατούσα τον κατσαρίδα κάτω. Του ανέβασαν το μανίκι κι άδειασαν την σύριγγα στην φλέβα του. Ήταν σχεδόν λιπόθυμος και ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια άρχισε να κοκκινίζει και να σφίγγεται. Νομίζαμε ότι θα έσκαζε. Ύστερα πρασίνισε κάπως κι έσκασε! Έσκασε από πίσω. Μια τρομαχτική μπόχα μας έκανε να το βάλουμε στα ποδιά ενώ ο κατσαρίδας έχεζε ακατάσχετα μέσα στο παντελόνι του. Έκλαιγε κι έχεζε.
Δεν μας ξαναμίλησε ποτέ.
Ούτε κι εμείς.
Η ΚΟΜΠΙΝΑ
Στην πιάτσα δεν είχε μιλιγκράμ ούτε για δείγμα. Όλοι ήταν άρρωστοι. Όλοι βελάζανε σαν πρόβατα για λίγη πρέζα. Ήρθε ο Αμερικάνος και μου έκανε νόημα. Πήγα κοντά του. Με κούρντισε μ’ ένα παραμύθι για μια καλή πρέζα αλλά θέλαμε κάνα δίωρο να πάμε και να έρθουμε. Δεν είχαμε και φράγκα. Μαζέψαμε όλο το χαρτί από την πιάτσα και τους δώσαμε ραντεβού σε ένα τρίωρο στο δασάκι πάνω στον λόφο. Τα χρήματα φτάνανε για πέντε γραμμάρια. Πήραμε ταξί κι εξαφανιστήκαμε. Πήγαμε σε μια πλατεία και ψάχναμε ένα κούρδο. Μας είπαν «από δω πάτε» μας είπαν «από κει πάτε» τον βρήκαμε μέσα σε μια αυλή να παίζει τάβλι ξυπόλητος. Δυσαρεστήθηκε που τον διακόψαμε αλλά όταν του δείξαμε το παραδάκι έλαμψε το μάτι του. «Ένα πεντάγραμμο» είπε ο Αμερικάνος. Ο κούρδος έκανε ένα τηλεφώνημα. Έβαλε τα παπούτσια του και αρχίσαμε να περπατάμε. «Είναι μια πρέζα πεντακάθαρη, τα πέντε γραμμάρια να τα κάνετε δέκα για να μην πεθάνει κανένας. Πάμε στο καφενείο. Εκεί θα είναι ο άνθρωπος». Φτάσαμε έξω από το καφενείο. «Εσείς θα περιμένετε στην γωνία». Ο Αμερικάνος του μέτρησε τα χρήματα. Εμείς πήγαμε στην γωνία κι ο κούρδος μπήκε στο καφενείο. Κάτσαμε με τα μάτια καρφωμένα στην είσοδο του καφενείου. Δεν λέγαμε τίποτα. Μετά από ένα μισάωρο είπα «μας την έκανε ο κούρδος». Μπήκαμε στο καφενείο. Πουθενά ο κούρδος. Ρωτήσαμε τον καφετζή. Κούνησε το κεφάλι αδιάφορα και μας έδειξε στο βάθος την δεύτερη είσοδο του μαγαζιού! Ο κούρδος ήταν μισή ώρα μακριά. Ο Αμερικάνος κοκκίνισε-κοκκίνισε κι έπαθε δύσπνοια. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και φύγαμε. Πήγαμε στον λόφο κι είπαμε στους άλλους τι έγινε. Μας πλάκωσαν στις φάπες. Ένας μου έσκισε το πουκάμισο από τα τραβήγματα. Μας πίστεψαν όμως γιατί ήμασταν κι εμείς άρρωστοι. Όταν έφυγαν όλοι ο Αμερικάνος είπε «δεν έδωσα όλα τα λεφτά στον κούρδο. Κράτησα για μια γραμμή. Ξέρεις καμία άκρη να γίνουμε;» Πήρα τηλέφωνα. Πολλά τηλέφωνα. Στο τέλος κάτι βρήκαμε στου διαόλου την μάνα. Πήγαμε και το πήραμε. Στην επιστροφή περνούσαμε έξω από ένα ψιλικατζίδικο κι ο Αμερικάνος μπήκε μέσα και βγήκε αμέσως σέρνοντας από τα μαλλιά μια σκουρόχρωμη αλλοδαπή. Της έριξε μια κλωτσιά στην μάπα. Αυτή μάτωσε στα χείλια. Της έσκισε τα ρούχα και την ξανακλώτσησε στη μάπα. Ύστερα την παράτησε κι αρχίσαμε να τρέχουμε. «Ήταν η γκόμενα του κούρδου» είπε. «Το κατάλαβα» απάντησα.
Την πρέζα την ήπιαμε μισή-μισή. Το βράδυ ο Αμερικάνος κοιμήθηκε σπίτι μου. Το πρωί έλειπε μαζί με την τηλεόραση μου.
Share this Post