Η δουλειά του Ιωάννη Αρτινόπουλου είναι ιδιαίτερη και πρωτότυπη. Μοντερνιστική. Με σχήματα απλά και λίγα χρώματα. Οι εικόνες του τείνουν προς το φανταστικό, το μη ρεαλιστικό, ταυτόχρονα όμως δεν περιορίζονται σε εγκεφαλικές αναπαραστάσεις. Συγκινούν.
Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στη Ναύπακτο.
Στον πύργο δηλαδή που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο του αριστερού βραχίονα του πανέμορφου βενετσιάνικου λιμανιού της Ναυπάκτου. Ένα μουσείο, με άλλα λόγια, η πιο σωστά μια πινακοθήκη-εργαστήρι. Η πινακοθήκη-εργαστήρι του Ιωάννη Αρτινόπουλου.
Στον παραπάνω κάπως αυτοβιογραφικό πίνακα, βλέπουμε τη σχέση του με τη γενέθλια πόλη και το ταξίδι. Είναι σαν η πόλη να είναι από την άλλη μεριά, στο εκείθε περιορισμένη, και στο εδώθε, η απεραντοσύνη.
Ο ζωγράφος γεννήθηκε το 1940 στη Ναύπακτο. Σε μικρή ακόμη όμως ηλικία βρέθηκε στο Βέλγιο, όπου τελείωσε το σχολείο και στη συνέχεια, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο, αρχιτεκτονική. Ταυτόχρονα παρακολούθησε μαθήματα κεραμικής και σμάλτου.
Το 1966 αποφοίτησε από τη σχολή ζωγραφικής του διακεκριμένου Βέλγου ζωγράφου Marcel Hastir. Εκεί γνώρισε τους μεγάλους ζωγράφους Ρaul Delvaux, Jean Brusselmans, Εdgard Tudgat, René Wilquet και Gust Kulche. Επίσης, για έναν χρόνο μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο Βέλγο σουρεαλιστή ζωγράφο René Magritte, ο οποίος εκτίμησε την τέχνη του και τον ενθάρρυνε να εκθέσει τα έργα του. Έτσι, το 1969 διοργανώθηκαν δύο ατομικές του εκθέσεις στις Βρυξέλλες, οι οποίες σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Το 1981 επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο και αφιερώθηκε στη ζωγραφική.
Η θεματολογία του εκτείνεται από τα προβλήματα και τις αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, τις κοινωνικές ανισότητες, μέχρι τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων και τον έρωτα ως καθολική κινητήρια δύναμη. Και βέβαια, σε όλο του το έργο κυριαρχούν τα τέσσερα στοιχεία, φωτιά, γη, νερό, αέρας μέσα στον κύκλο της ζωής, και ο προβληματισμός για τη φύση.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η καθηγήτρια κ. Ελένη Στεργιοπούλου: «Στο έργο του Αρτινόπουλου τα μάγια λύνονται σ’ ένα διονυσιακό θρίαμβο χρωμάτων και γραμμών, σε μια μέθεξη με τη μεγάλη φύση, τον συμπαντικό έρωτα».
Σίγουρα, στην κοσμοθεωρία του Αρτινόπουλου παίζει μεγάλο ρόλο η ελληνική πολιτισμική παράδοση, η εκφραστική λιτότητα ορισμένων θρησκευτικών συμβόλων, κάποια στοιχεία του ελληνικού τοπίου και το ελληνικό φως.
H χρήση του χρώματος στους πίνακες του Αρτινόπουλου μας θυμίζει διάφορα κινήματα, φοβισμό, εξπρεσιονισμό, ίσως και ποπ αρτ. Τα χρώματά του είναι έντονα, εκρηκτικά, θα τολμούσαμε να τα αποκαλέσουμε εξπρεσιονιστικά, καθώς αποσκοπούν στον προβληματισμό και όχι απλώς να δημιουργήσουν ειδυλλιακές εικόνες, όπως στον φοβισμό.
Πλην όμως η αποθεωτική τους λειτουργία διαφέρει από τη λειτουργία των χρωμάτων στο κίνημα του εξπρεσιονισμού, που έτεινε σε κάτι πιο σκοτεινό. Από την άλλη, μπορεί να παρατηρούμε επαναλήψεις απλών, καθημερινών σχημάτων, όχι όμως ευτελών. Η επανάληψη στον Αρτινόπουλο απέχει από εκείνη στην ποπ-αρτ, διότι είναι ολοφάνερη η πρόθεση του ζωγράφου να στήσει μια αινιγματική κατάσταση σε ένα γοητευτικό παιχνίδι σχημάτων, όπως στον παρακάτω πίνακα με τους σκελετούς ψαριών σε μια καθοδική πορεία. Συμβολισμός της πτώσης; Γιατί όχι. Το μήλο, ο καρπός της γνώσης, θα μπορούσε να μας παραπέμψει σε μια τέτοια ανάγνωση, με μια χροιά όμως όχι τόσο θρησκευτική όσο οικολογική. Είναι διάσπαρτη στο έργο του ζωγράφου η σκέψη ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει κάτι χωρίς να καταστρέφει ταυτόχρονα:
Θα λέγαμε ότι οι εικονοποιήσεις του Γιάννη Αρτινόπουλου τον κατατάσσουν προς τους μεταφυσικούς, εκείνους τους ζωγράφους που όσο ζοφερό κι αν είναι το θέμα τους δε χάνουν την προτίμησή τους για τα ζωηρά και αστραφτερά χρώματα. Η έκφρασή του δεν είναι ψίθυρος, είναι μια φωτεινή κραυγή, πολύ φωτεινή όμως. Η χρωματική ένταση των έργων του διεγείρει τον θεατή να συλλογιστεί, είναι ένα αφυπνιστικό ξάφνιασμα, κι όχι μια στείρα πρόκληση.
Τα έργα του, όπως και του δασκάλου του, διακατέχονται από μια αινιγματική κατάσταση, καθώς απεικονίζουν πραγματικότητες σε ανοίκεια διάταξη, κάτι που αναιρεί τον συνήθη τρόπο αντίληψης των πραγμάτων και τις καθιερωμένες έννοιες που τις συνοδεύουν. Οι πίνακές του έχουν μια τάξη κι ένα συγκεκριμένο νόημα. Ζωγραφίζει το θέμα του με τέτοιο τρόπο ώστε να το χαρακτηρίζει το άνοιγμα. Η διαστολή στον χρόνο, στην απεραντοσύνη. Η αναζήτηση του φωτός, η δυσκολία του να σταθείς πάνω στη γη, όρθιος, το ταξίδι, η καταστροφή, ο θάνατος, κάποια από τα θέματά του, φωτίζονται σε μια ανοικτή προοπτική κι όχι σε ένα κλειστό καταθλιπτικό ορίζοντα.
Φωτεινή Παπαρήγα