στην Βάσω, που τα μαύρα μάτια της
καίνε πιο πολύ
από λευκά ερωτήματα την νύχτα
Τα βλέμματά μας χάνονται στον γαλάζιο ουρανό
από συνήθεια
χάνονται σαν πτηνά που δεν ξέρουν
πού τελειώνει η ουράνια φωνή και πού η δική μας
για να χωρέσουν ως σημεία στίξης στο κενό της συζήτησης.
Κι έτσι περιφέρονται στο γαλάζιο
σαν μαύρες κουκίδες –
δεν είδες ότι τα ερωτήματά μας μεταναστεύουνε μαζί τους;
Έχω σημειώσει με κιμωλία λευκή στον ουρανό
τα σύνορα των επιλογών μου
με βάση την κλίμακα του εσύ:
πολύ εσύ, καθόλου, λίγο περισσότερο
άγγιξέ με τρυφερά
φίλησέ με
βρίσε με όπως μου είπες τ’ όνομά σου·
ανοίγω τα φτερά μου μες στο στόμα σου
γιατί στο εσύ είμαι το νεογνό
κι εσύ ο αέρας που θα με παρασύρει.