Κώστας Κρεμμύδας | Η ποίηση του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο Χυμένο κόκκινο

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Κώστας Κρεμμύδας | Η ποίηση του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο Χυμένο κόκκινο
Αγκαλιά με τους ληστές ο λαός ραγιάς ξεχνά την ανάσταση λαών

Βιωμένη βαθειά και τραυματικά η πραγματικότητα περνά άλλοτε σαν οργή: «Ρίξε λοιπόν την πετονιά/ στην ανθρωπομάζα των ρούχων μιας χρήσης/ για την καλή ψαριά μιας κρίσης» (βλ. Το στόμα της φάλαινας, 2000), κάποτε σαν τετελεσμένη παραδοχή, σπανίως ως απειροελάχιστη ελπίδα (Και σε περιμένω/ στην άκρη της αφής/ να ταράξουμε τους υφάλους της ζωής/ να περάσουμε τις ξέρες να αφήσουμε τους αφρίζοντες ωκεανούς/ Σε περιμένω να μου δείξεις το όνειρο/ στον δρόμο για την πατρίδα), …μέσα από την πένθιμα λυρική ποίηση του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου στο τέταρτο ποιητικό του βιβλίο: Άφωνοι ποιητές μασουλούν εισοδηματικές ενισχύσεις/ από υπουργεία και ευαγή ιδρύματα/ για συγγραφή εμπνευσμένων έργων/ Και ένας λαός άθυρμα/ να παίζεται στις χρηματαγορές του κόσμου.

Ερωτικές στιγμές από χαμένες κόγχες που προστάτευαν κάποτε τη ζωή, ενώ τώρα παραμονεύουν στο μισοσκόταδο: «Τα όνειρά μας φενάκη». Αίτημα να αφήσει τις λίγες λέξεις του Σ’ ένα χαρτί λευκό/ στίγμα το στίγμα/ κουκίδα τη κουκίδα, με μόνο ένα

Μαρία σ’ αγαπώ.

Παρόλα αυτά στο σώμα της ποίησης και της ζωής παραμένουν βαθιά τα λίγα ρινίσματα της απόφασης να ξανασταθεί όρθιος ο άνθρωπος:

 

Δεν φοβάμαι αυτό που έρχεται

θλιβερό και σκοτεινό

Μια αμπούλα αίμα

χυμένη στα μάτια μας

Δεν φοβάμαι το σκότος

Τα τοπία και τα χρώματα

τα ’χω περισώσει μέσα μου

Τραβώ την κουρτίνα

Σταυροδρόμι εποχών

Η επιλογή δική μας

 

Και αλλού:

Δεν ταριχεύομαι εγώ

στα καλύμματα των λέξεων

Σπάζω τα τσόφλια της αδράνειας

το μάρμαρο της αιωνιότητας

Μεταβλητή είμαι

που βγάζει ένα-ένα

τα σύμφωνα-δόντια των λέξεων

που φυτεύει στα σπλάχνα

ξανά και ξανά τα φωνήεντα

 

Με τον Γιάννη Αλεξανδρόπουλο συνδεόμαστε σχεδόν από τα πρώτα χρόνια του «Μανδραγόρα» που συνέπεσα με τα δικά του πρώτα βήματα στο χώρο της ποίησης. Ήταν ένας από τους νέους της γενιάς του ’90 που συμπεριελήφθη στην αντίστοιχη Ανθολογία μας με τίτλο Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς, εκδ. «Μανδραγόρας» (2002). Ένα εγχείρημα που πραγματοποιήθηκε χάρη στη συμβολή της Αγγελικής Κωσταβάρα με την οποία κάναμε από κοινού, ως Μανδραγόρας, την τελική επιλογή των νέων τότε ποιητών. Να αναφέρω μεταξύ άλλων κάποια από τα ονόματα που ανθολογήθηκαν: Λουκία Βερροίου (επίσης από την Πάτρα), Παναγιώτης Βούζης, Χρήστος Γιαννακός, Δέσποινα Δεμερτζή, Σπύρος Θεριανός, Λίνος Ιωαννίδης, Γιώργος Λίλλης, Χάρης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Παναγιωτίδης, Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Δημήτρης Πορφύρης, Γιώργος Πρεβεδουράκης, Γιώργης Σπανάκης, Κώστας Σταθόπουλος, Νίκος Φωτόπουλος κ.ά. Νέοι τότε που εξακολουθούν να δημιουργούν δικαιώνοντας τις επιλογές και την Ανθολογία.

Είναι το μεγάλο ταξίδι/ δυο τρία ξόμπλια/ μια σκάφη/ και οι λησμονημένες υποσχέσεις/ καρφωμένες στα τριαντάφυλλα/ της μουχλιασμένης ταπετσαρίας […] είναι ένα από τα ποιήματά του που δημοσιεύσαμε στην Ανθολογία.

Επίσης συμμετείχε στη βδομάδα Ποίησης που είχαμε οργανώσει με μεγάλη επιτυχία στο Πνευματικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» το 2000 με αφορμή τη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Μαρίας Κωστάκου, κι απ’ όπου προέκυψε ο τόμος με τίτλο Ποιητικά Τετράδια Φθινοπώρου.

Από κείνα τα πρώτα ακόμα χρόνια η μοναχική Εγώ το άπειρο/ Ένας ακατάλληλος αριθμός/ της μοναξιάς και «πένθιμη» ποίηση του Αλεξανδρόπουλου (Μ’ ένα πινέλο βουτηγμένο στο μαύρο/ σε απόγνωση/ με σιγουριά στρουθοκαμήλου/ αφαιρώ την πολυχρωμία των πραγμάτων) αποκτούσε σταδιακά την οικουμενικότητα ενός λόγου που ωρίμαζε με τα βάσανα του καιρού του. Όλο στρείδι, φλέβα, δείλι… οσμιζόταν τα είδωλα τετελεσμένου χρόνου για να προβλέψει πως στη γενιά του τα όνειρα είναι απλώς δηλωθέντα: «Δηλωθέντα και όχι ποιηθέντα τα όνειρά μας».

Από το ξεκίνημα του νέου αιώνα ξεκίνησε και η συνεργασία μας στις εκδόσεις «Μανδραγόρας» με πρώτο του βιβλίο: Tο στόμα της φάλαινας, (2000), για ν’ ακολουθήσουν οι: Διάλογοι σε αναμονή, (2006), ο Πληθυντικός των συλλαβών, (2009) και τώρα το Χυμένο κόκκινο (2016) σε εξώφυλλο του σπουδαίου και ανήσυχου ζωγράφου, καθηγητή της Καλών Τεχνών στο Αριστοτέλειο και αγαπημένου φίλου Βαγγέλη Δημητρέα.

Ο Αλεξανδρόπουλος αποκτά πλέον γνώριμο ύφος. Στηρίζει την ποίησή του πάνω σε μια στέρεη ποιητική φόρμα με έκδηλους τους σύγχρονους απόηχους μιας υπερρεαλιστικής γραφής που βασίζεται στην κοσμοαντίληψη της συλλογικής λειτουργίας στη ζωή και στην τέχνη, διατηρεί πλήρη την συναίσθηση των μεγάλων τομών της ιστορίας, απελπίζεται δικαιολογημένα αλλά και λελογισμένα, διατηρεί ζωντανό και πάντα στην κοινωνική διαλεκτική διάστασή του το μεγάλο μυστήριο του έρωτα, δεν είναι ποτέ αυτοαναφορικός –ακόμα και στις εκ βαθέων εκμυστηρεύσεις του, λυπάται αλλά και ταυτοχρόνως εξακολουθεί να ελπίζει. Είναι το άπιαστο άχρονο τοπίο/ που γεννά αποτυπώματα/ τυλιγμένα στη στάχτη/ αφημένα στο μουράγιο της αθανασίας, διαβάζω λίγους στίχους από το Διάλογοι σε αναμονή. Και από το ίδιο βιβλίο: Να ’ρθεις/ από μια χούφτα σκοτάδι/ να φέρεις το χάδι. Ή: σε εφιαλτικά εικοσιτετράωρα/ στα χαντάκια της επανάστασης

Από τον Πληθυντικό των συλλαβών που γράφτηκε πριν την κατοχική κρίση για τη μαμά πατρίδα [που] σερβίρει καφέ και τσάι στα στρατευμένα νιάτα/ Αναστολή ευθύνης και προστασίας του πάτριου εδάφους/ Μια πατρίδα που τρυγάει τα παιδιά της κάτω απ’ τις γυαλιστερές αρβύλες τους/ Τραλαλί τραλαλώ να γαμήσω το στρατό/ Οι ασυναρτησίες της σκοπιάς στον τοίχο της χαραγμένης λίμνης/ Κουρασμένος ο ίσκιος μου χαιρετά την αυγή με τον ευκάλυπτο φυτεμένο στην πλάτη (Το στόμα της φάλαινας), θα ’θελα να διαβάσω ένα ποίημα δηλωτικό της δυναμικής που ’χουν η ποίηση και οι ποιητές να προβλέπουν το μέλλον: Βρίσκομαι Άνεργος/ Μια τσαλακωμένη εφημερίδα/ στον προαύλιο χώρο που τυραννιέται / απ’ τους ανέμους/ Μια άδεια μπαταρία// Ένας έλικας που γυρίζει ασταμάτητα/ με το στίγμα του χαμένο/ Στον ωκεανό των συμβάντων βρίσκομαι μετέωρος / στις τέσσερις παγωμένες γωνίες του σύμπαντος μόνος/ Η ελπίδα ράγισε στο έψιλόν της.

Το χρώμα (Κι είναι το πράσινο και το κόκκινο/ το μοβ και το γαλάζιο/ χρώματα και πρακτικές/ κλειδωμένες στο ντουλάπι) που είναι παρόν στην ποίηση του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου –όχι σε μεγάλες ποσότητες, ελάχιστο αλλά ικανό (ακόμα και «πίσω από το μαύρο φόντο/ του νυχτερινού τοπίου»), ή «το βιολετί κουδούνι», ή «κάτω απ’ το λιόδεντρο/ με τα καφετιά καράβια» (Το στόμα της φάλαινας), έρχεται να αναστήσει αυτήν την ελπίδα: «Αναζητούνται παυσίπονα για τη διαρροή/ του χρώματος της ζωής», διαβάζουμε στο Διάλογοι σε αναμονή. «Το λευκό με τυφλώνει», ακούμε στον Πληθυντικό των συλλαβών… Για να ’ρθει σήμερα αυτό κόκκινο αίμα της ζωής, της αλήθειας, της επανάστασης, να σμίξει ως Χυμένο κόκκινο, στο τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου, με το κόκκινο φόρεμα τα ανάκατα μαλλιά και τα γυμνά πόδια τού πρώτου του βιβλίου. «Μύθος και όνειρο/ για έναν τόπο φορτωμένο μνήμες».

Κώστας Κρεμμύδας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία