Ποίηση
Γιάννης Αλεξανδρόπουλος | Διάλογοι σε αναμονήΓεμίζει ο καιρός
ψεύτικα ηλιοτρόπια
και ο υποψήφιος αυτόχειρας
μοιρολογεί στο διπλανό δωμάτιο
με τις κόκκινες παπαρούνες
στους τοίχους
ΤΡΑΒΑ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ
να τεντώσει ο σπάγκος της ζωής
να δοκιμάσει ο καθείς τις αντοχές του
Φέρνει, λες, μήνυμα
ο ποταμός μ’ ένα μπουκάλι
μα ήδη έχει κλαπεί η γραφή στα σπάργανά της
Σύρθηκε ο αθλητής της διαδρομής
και σβήστηκε η σάρκα του στο χώμα
Ανάμεσα στους ήχους των όπλων που θέλουν νεκρό τον ποιητή της Ανδαλουσίας, στο ρυθμό μιας σταγόνας σε κάποιο βρώμικο νεροχύτη, τους ψιθύρους που συνοδεύουν την ηχώ της νύχτας και τα ηλιοτρόπια ενός αυτόχειρα, ξεπετάγονται συνεσταλμένες λέξεις ικανές να λειτουργήσουν ως στίχοι που με τη σειρά τους θα αναζητήσουν τη θέση τους στο ποίημα. Για να ’ρθουν στη συνέχεια τα ποιήματα να συναρθρώσουν τα δύο βιβλία του νέου πατρινού ποιητή Γιάννη Αλεξανδρόπουλου (γεν. 1972), που σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών, εργάστηκε ένα μικρό διάστημα στην Αθήνα ως λογιστής, συνδέθηκε στενά με τον Μανδραγόρα, και εξέδωσε το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Το στόμα της φάλαινας» (2000). Την ίδια χρονιά επέστρεψε στη γενέτειρά του, συνδέθηκε στενά με τη φοιτητική λογοτεχνική ομάδα του Πανεπιστημίου και παρουσιάστηκε στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης. Συμμετείχε στην Ανθολογία Νέων Ποιητών του περιοδικού «Μελωδία» καθώς και στην ποιητική Ανθολογία της γενιάς του ’90, με τίτλο «Η Γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς» (εκδόσεις Μανδραγόρας2002). Να σπεύσω να προλάβω τα των δεκαετιών στις γενιές, αναγνωρίζοντας το ρίσκο μιας πρώιμης επιλογής που μέλλεται να δικαιωθεί ή να διαψευσθεί, αφού το έργο των περισσότερων ποιητών είναι (και θα παραμείνει σε εξέλιξη). Απλώς οι προβλέψιμοι ή απρόβλεπτοι κίνδυνοι από τέτοιου είδους περιοδολογήσεις, αντισταθμίζονται τόσο από τη διαπίστωση πως εξακολουθoύν και στην κάθε άλλο παρά φιλικά διακείμενη προς την ποίηση εποχή μας, να γράφονται καλά ποιήματα από διαβασμένους (κι ο Γιάννης ανήκει σε αυτούς που διαβάζουν), νεότατους δημιουργούς, όσο και από τη διόλου αμελητέα στήριξη και κίνητρο, που παρόμοιες πρωτοβουλίες (παρουσιάσεις, ποιητικές αναγνώσεις, βιβλιοκρισίες, δημοσιεύσεις, εκδόσεις βιβλίων, Ανθολογίες, κλπ.), παρέχουν σ’ όσους βρίσκονται στο ξεκίνημά τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Αλεξανδρόπουλο που με το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο εξακολουθεί (για την ώρα) εγνωσμένα ανήσυχος στα λογοτεχνικά, να δικαιώνει την κρίση του Μανδραγόρα.
Κυρίαρχα συστατικά της ποίησής του το λεπτό ήπιο διαλογικό ύφος, η διακριτική ανάσα των χρωμάτων, η απαλότητα των εκφράσεων και η ηρεμία μιας πορείας που ο δημιουργός του ακολουθεί νηφάλια, δίχως ωστόσο να διστάζει να αντιτείνει με ενάργεια τις προσωπικές του ποιητικές φόρμες-προτάσεις. Μια ελεγχόμενη υπερρεαλιστική γραφή, με προσεκτικές διαρθρώσεις των λέξεων-φράσεων που συνθέτουν τα συνήθως σύντομα ποιήματά του. Με κατακτημένο ένα δικό του, χωρίς ακρότητες ύφος, που πλέον γίνεται εμφανές στο τωρινό δεύτερο βιβλίο του «Διάλογοι σε αναμονή», συνέχεια της πρώτης του πριν έξι χρόνια ποιητικής απόπειρας με «το στόμα της φάλαινας», ο Αλεξανδρόπουλος διαχειρίζεται με πειθώ και ιδιαίτερη πραότητα, το υλικό του. Με άξονα τη διαλεκτική και το διάλογο με τον θεατή-ακροατή-αναγνώστη, ο ποιητής προσπαθεί να διατυπώσει τις απορίες, τις πικρίες και ν’ αποδώσει τα συναισθήματά του. Το σκοτάδι, το βράδυ, η νύχτα, ακόμα και μέσα στα χρωματικά του ενσταντανέ (άλλοτε γαλάζιο του ουρανού κι άλλοτε το πράσινο του σκότους εναλλάσσονται με ρυθμό και μέτρο στους στίχους του, αφήνοντας να εννοηθεί μια υποψία λύπης ή ένα ξάφνιασμα ενδεχόμενου αδιεξόδου. Εντούτοις ακόμα και στα δυσκολότερα, ακόμα και στις εξομολογήσεις των φόβων του, ο Αλεξανδρόπουλος παραμένει ψύχραιμος και αποτελεσματικός και πάντως παρά τα φαινόμενα δεν είναι μόνος, δε θέλει να είναι μόνος. Ίσως γι’ αυτό στα ποιήματά του τελικά διακρίνουμε την αισιοδοξία παρούσα, έστω κι αν δεν το κραυγάζει ή δεν το ομολογεί ο ίδιος. Τέλος αυτό που προσωπικά εκτιμώ στον Γιάννη, πέρα από το ότι πασχίζει, αγωνιά, αισθάνεται την ποίηση, παραμένει ανήσυχος, διαβάζει, αφουγκράζεται, είναι η προσήλωσή του στα μικρά, ευτελή και ασήμαντα, σ’ αυτά που πρόκειται να χαθούν και με οποία συνομιλεί, συνυπάρχει και συνθέτει.
«Μ»
Μανδραγόρας, 2006
61 σελ.
ISBN 960-7528-65-4,
ISBN-13 978-960-7528-65-0
Share this Post