Χρονογράφημα
20.3.18 Τρίτη. Στο Δημήτρη Σταμούλη για να δω που βρισκόμαστε με την Αμνησία. Δεν βρισκόμαστε πουθενά. Ο Δημήτρης με μαλώνει για τον «Μεταναστευτικό Λόγο και τον αουτσάιντερ πολιτισμό». Έπρεπε να τον βγάλω στον Ηρόδοτο, λέει. Μπορεί να γίνει και τώρα προσθέτει. Μα δεν λέει σπουδαία πράγματα, απευθύνεται κυρίως στους ελληνοαυστραλούς. Ο Σταμούλης επιμένει, να αλλάξω τίτλο και κάποια τινά και να προχωρήσουμε σε δεύτερη έκδοση. Ωραία ας δώσουμε τον τίτλο: «Εκτός έδρας πολιτισμός»! Θα είναι και στη μόδα με όσα θλιβερά συμβαίνουν στην μπάλα. Θα κάνουμε επανέκδοση και του Χαρούμενο Σύδνεϋ. Εγώ του το πρότεινα κι ο Δημήτριος δεν είπε όχι.
Κοντοστέκομαι στα βιβλιοπωλεία. Μία κυρία στην είσοδο καταστήματος μοιράζει «Ευτυχία». Ένα βιβλιαράκι δηλαδή με τον δρόμο προς την Ευτυχία. Μπορείτε να κάνετε και τεστ για την ευτυχία μέσα στο κατάστημα, λέει. Όχι ευχαριστώ, θα σας απογοητεύσω προσωπικώς, κάνω ασκήσεις δυστυχίας, λέω.
Στο μεταξύ ο διεθνούς φήμης μελλοντολόγος Κουντουπιέ αναζωογονεί το γάμο σας ενεργειακά και βελτιώνει την τύχη στα τυχερά παιχνίδια. Ο μαύρος, που μου δίνει το σχετικό στην Ακαδημίας και Ασκληπιού προσπέκτους, έχει μία σύριγγα κι ένα κουτάκι κόκα κόλα στα πόδια του.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έφαγα αργά και άτσαλα και ένιωθα δυσφορία. Το κάνω αυτό συχνά να τριγυρνάω δηλαδή σαν την άδικη κατάρα στο ψυγείο. Δοκίμασα σόδα και λεμόνι τίποτα. Μέσα στην άγρια νύχτα τα αυτοκίνητα έκαναν τέτοιο θόρυβο που μου φαινόντουσαν σαν να πετούσαν μαχητικά αεροπλάνα στη Δεριγνύ. Έχω επηρεαστεί από το ψυχροπολεμικό κλίμα των ημερών με την Τουρκία. Στριφογύριζα με το φόβο ότι έχω καρκίνο στο στομάχι! Λόγω της προδιάθεσης με την κακοήθη αναιμία. Είμαι χέστης. Όπως όλα τα αγόρια που πάνε στον πόλεμο. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο.
Στο υπουργείο τιμητική βραδιά στον Τζεμίλ με επίκαιρο το κουρδικό και το ελληνοτουρκικό πάντα. Κάτι σαν χειραγώγηση, κάτι σαν γραμμάτιο που εξοφλείται. Ρέππας όπως παλιά ως οδοστρωτήρας. Φαίνεται πάντα ειλικρινής. Και μία πολύ στυλάτη νεαρή φωτορεπόρτερ με καπελάκι ως κούρδισσα απαθανατίζει τα πρόσωπα της σεμνής τελετής.
21.3.18 Διαβάζω και κάνω τις τελευταίες διορθώσεις για την επανέκδοση του Κάλας. Βρίσκω ατέλειωτα λαθίδια. Απογοητεύομαι. Θέλω να μιλήσω σε κάποιο, αλλά δεν μούρχεται κανείς. Ποιον να ενοχλήσεις; Όλοι έχουν τη ρουτίνα τους, όλοι κοιτάζουν την καριέρα τους. Ποιος είναι ο φίλος μου στην Ελλάδα; Ουδείς. Ίσως θα έπρεπε να πλησιάσω περισσότερο τους απλούς ανθρώπους, τους λιγότερο μπίζι. Τους συνταξιούχους όχι: Έχουν τη σύνταξή του και το καφενείο τους.
Στο μεταξύ απόγνωση και οργή για την κατάσταση που επιδεινώνεται με τις προκλήσεις Ερντογάν, ένα μούδιασμα στους νουνεχείς πολίτες, μία ατμόσφαιρα που ευνοεί τους λεονταρισμούς των δειλών. Προσπαθώ να γράψω το πρώτο σοβαρό ποίημα κι ένας πιτσιρικάς με μια παλιοσφυρίχτρα έξω σφυρίζει επίμονα και με αποπροσανατολίζει.
Ποιο είναι το στοιχείο της ταυτότητας που δεν μεταλλάσσεται; Τι είναι αδιαπέραστο και τι δεν είναι; Διαβάζω μία μελέτη του Ν. Γεωργιάδη για τα «σκανδιναβικά» και καρφώνομαι.
Στην ελληνική αγορά του βιβλίου κάνει θραύση σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία και δη η σκανδιναβική. Δεν υπάρχει φίλος του βιβλίου που να μην έχει διαβάσει «Το κορίτσι με το τατουάζ» του Σουηδού Λάρσον που γυρίστηκε σε ταινία δύο φορές μάλιστα, η μία σουηδική και η άλλη αμερικανική, πολύ καλύτερη η πρώτη. Ποιος δεν αγάπησε την ιδιόρρυθμη χάκερ την μικροσκοπική Σλάιντερ που πέφτει στα νύχια ενός διεφθαρμένου της σουηδικής κοινωνικής πρόνοιας και την βιάζει συστηματικά για να της δώσει κάτι που δικαιούται, έναν υπολογιστή. Δυστυχώς ο Λάρσον συγγραφέας της τριλογίας έφυγε γρήγορα από τη ζωή και δεν μπόρεσε να χαρεί την τεράστια επιτυχία. Και ποιος σήμερα δεν έχει διαβάσει το Νορβηγό Νέσμπο που έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ πωλήσεων. Πρίν από αυτούς είχα εντυπωσιαστεί από το βιβλίο του Δανού συγγραφέα Χόε «Η δεσποινίς Σμίλα διαβάζει το χιόνι» αλλά και από τα βιβλία του Μάνκελ που ήταν τα πρώτα σουηδικά μπέστ σελερ. Είναι ενδεικτικό ότι έχουν κυκλοφορήσει δέκα βιβλία του Μάνκελ (έφυγε κι αυτός πρόσφατα) κι άλλα τόσα του Νέσμπο που είναι υπερπαραγωγικός και γράφει με καταιγιστική ταχύτητα, ελπίζω να μη του τα γράφει η γραμματέας του.
Ο Γεωργιάδης εντυπωσιάζει πρώτα απ’ όλα με το εύρος των γνώσεων και την τεράστια η βιβλιογραφία-θησαυρό που παρουσιάζει στο τέλος.
Διαπιστώνουμε ότι οι προηγμένες χώρες έχουν πολλή βιτρίνα αλλά μέσα στο κυρίως μαγαζί κρύβονται ανομολόγητα πάθη, έτσι το αστυνομικό μυθιστόρημα αποκαλύπτει, με έναν βίαιο τρόπο, έναν κόσμο που μας εκπλήσσει και μας τρομάζει. Τίθενται θέματα για τη μετανάστευση, για το τράφικιν γυναικών και παιδιών, την παιδοφιλία, την πορνεία, τον αλκοολισμό, την ακροδεξιά και τα ρατσιστικά εγκλήματα
Ο Γεωργιάδης μελετάει όλη την ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος προτού εντρυφήσει στη σκανδιναβική λογοτεχνία μελετώντας παράλληλα την ιστορία των σκανδιναβικών λαών. Στέκεται στη δολοφονία του Σουηδού πρωθυπουργού Πάλμερ όπου αφιερώνει 30 σελίδες: «Οι ενέργειες των αρχών αμέσως μετά τη δολοφονία, αλλά και κατά το κρίσιμο πρώτο διάστημα της έρευνας ήταν τόσο ερασιτεχνικές και ασυντόνιστες όπου έδωσαν τροφή σε θεωρίες σχετικά με την εμπλοκή της Αστυνομίας και της Ασφάλειας. Ο Γεωργιάδης παρουσιάζει τα γεγονότα της δολοφονίας του σοσιαλδημοκράτη πολιτικού μέσα από τα δημοφιλή αστυνομικά μυθιστορήματα, αφού έχει κάνει πρώτα μία σφαιρική ιστορική, οικονομική κοινωνιολογική. Οι δεκαετίες του 1960 και του ’70 σημαδεύονται στη Σουηδία όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες από την έντονη πολιτικοποίηση και κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων, την άνοδο της νέας Αριστεράς , την εμφάνιση μαζικών κινημάτων και την ένταση των κοινωνικών πολιτικών αγώνων. Σε αυτό το πλαίσιο η σουηδική λογοτεχνία αποκτά ένα περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα με αναφορά σε πραγματικά γεγονότα και πολλά έργα έχουν στοιχεία ντοκιμαντέρ.
Κάνω αλλαγές στο μεταναστευτικό Λόγο και αντιγράφω το Χαρούμενο Σύδνεϋ. Πάλι μπίζι μέχρι θανάτου.
22.3. Πέμπτη. Μου έκλεψαν το πορτοφόλι. Μάλλον «κλέφτηκα». Διάβαζα τον υιό Κουφοντίνα απορροφημένος και καθήμενος στο μετρό, ερχόμενος από το Ελληνικό, πετάχτηκα βλέποντας την τελευταία στιγμή το σταθμό Λαρίσης να προλάβω να κατεβώ και φαίνεται ότι πετάχτηκε και το πορτοφόλι. Να πάρει! Έξτρα άγχος τώρα. Τρέχε στα τμήματα να αντιμετωπίσεις το μπλαζέ πολιτικό προσωπικό της Αστυνομίας που σε βλέπουν σαν μύγα. Λες κι είσαι εσύ ο κλέφτης. Εκεί που βλέπεις το ρατσισμό απέναντι στους ξένους αλλά και στους ιθαγενείς. Όταν διαπιστώνουν ότι χάθηκε η ιερή δημοσιογραφική ταυτότητα αλλάζουν κάπως τροπάρι. Το θλιβερό είναι ότι έχεις να κάνεις με νέα παιδιά που φαίνονται ήδη μπουχτισμένα από τη μικρή τους εξουσία και το μικρό τους μισθό. Οπότε μη υπάρχοντος κράτους στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι πουλάνε μούρη.
–Πού έγινε η κλοπή; με ρωτάνε στο τμήμα του Αγίου Παντελεήμονος.
–Στο σταθμό Λαρίσης.
–Α, να πάτε στην Ομόνοια, εκεί υπάγεται ο σταθμός Λαρίσης.
–Μα να δηλώσω την απώλεια.
–Δεν χρειάζεται, εκεί πάνε όλα τα απολεσθέντα. Παίρνουν τα λεφτά και πετάνε το πορτοφόλι. Υπάρχει φύλακας κάποιος θα το βρεί. «Τι θες ρε κρατούμενε;», λέει σε έναν ταλαίπωρο που παρακολουθεί τη συνομιλία πίσω από δύο σίδερα ένα μέτρο από μας, «το κινητό μου για τηλεφώνημα; Εσύ τι θα μου δώσεις;»
Το βράδυ αποτελειώνω Έκτορα Κουφοντίνα. Μικρό βιβλιαράκι αναμνήσεις ενός δωδεκάχρονου παιδιού που το τρέχανε στη ΓΑΔΑ και στα τμήματα από την ημέρα που Σάββας Ξηρός ανατινάχτηκε με τη ωρολογιακή βόμβα και μαζί του η 17 Νοέμβρη. Προσπαθώ να έρθω στη θέση του Έκτορα Κουφοντίνα που γυρίζει τον εαυτό του στα δύσκολα χρόνια. Πώς αισθάνεται τώρα που τα γράφει αυτά; Πώς αισθανόταν τότε εκείνο το παιδί που όλα τα φώτα της δημοσιότητας πέφτανε απάνω του αμείλικτα, με τον ψεύτικο οίκτο των δημοσιογράφων, που γίνεται ακόμη πιο αμείλικτος. Πώς αισθάνονται τα παιδιά που βρίσκονται σε ακραίες καταστάσεις; «Το σπίτι είχε μετατραπεί σε ένα απόκοσμο τοπίο. Έστρεψαν τις κάμερες σε τέτοια γωνία έτσι που να μπορούν να βλέπουν μέσα από τις χαραμάδες των παντζουριών και φωτίζοντας τράβαγαν πλάνα, τα οποία βλέπαμε απ΄ευθείας στην τηλεόραση. Τα πολλαπλά ισχυρά φώτα των προβολέων που φώτιζαν μέσα στη νύχτα δημιουργούσαν ένα πανικό από σκιές και φωνές. Τότε τρόμαξα πρώτη φορά». (σελ.32). Έκτωρ Κουφοντίνας Όταν κάψανε την Τροία μου εκδ. Μονοπάτι.
Όταν 12χρονος Έκτορας προσάγεται για δεύτερη φορά στη Γενική Ασφάλεια… «Εκείνο τον καιρό γινόντουσαν συχνά διακοπές ρεύματος. Έτσι όταν με έβαλαν κάποια στιγμή στο ασανσέρ με κάμποσους μπάτσους συνοδεία έγινε πάλι μία από τις διακοπές. Τότε ένας από τους μπάτσους πανικοβλήθηκε έπαθε αμόκ κι άρχισε να πέφτει πάνω στην πόρτα, να την χτυπάει και να φωνάζει.. Ολόκληρο το ασανσέρ τρανταζόταν, χτυπιόταν στα τοιχώματα του φρεατίου και στα συρματόσχοινα ακούγονταν να τρίζουν ανατριχιαστικά κλπ. Από τότε έκανα να μπω σε ασανσέρ δύο χρόνια» (ό.π)
Τι να κάνουμε κι ο μπάτσος άνθρωπος είναι, κλειστοφοβικός και ο μικρός υιός τρομοκράτη έκανε δυο χρόνια να μπει σε ασανσέρ «σε ένα κτίριο που φαινόταν ότι δεν του έκαναν καμία ιδιαίτερη συντήρηση”.
23.3 Πρωί πρωί στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας για τη δήλωση απώλειας ταυτότητας. Άλλες βεντέτες εδώ.
Ένας μικρόσωμος Πακιστανός με βουρκωμένα μάτια κραδαίνει ένα χαρτί
–Τι είναι αυτό; ρωτάει ο αξιωματικός υπηρεσίας
–Η μηχανή.
–Τι έκανε η μηχανή;
–Ντεν είναι εκεί.
–Πού είναι;
–Ντεν είναι.
Του κλέψανε το μηχανάκι, μεταφράζω, γιατί εκνευρίζομαι βλέποντας τον αξιωματικό υπηρεσίας να θέλει να παίξει το παιχνίδι «διάλογος κωφάλαλων»
–Να πας απέναντι να κάνει μήνυση για κλοπή, θα πληρώσεις, λέει στον Πάκι.
Κανείς δεν καταλαβαίνει πως τα έχεις δώσει όλα. Πρέπει να δώσεις ακόμα Αντόνιο Πόρτσια.
Κάνω τη δήλωση απώλειας στις δέκα το πρωί. Τι δικαιολογητικά χρειάζονται και πόσες μέρες για την καινούρια ταυτότητα. 15 λεπτά. Αλλά δεν θα προλάβεις. Έχει ΚΕΠ έχει παράβολο σε Τράπεζα, σε οποιαδήποτε Τράπεζα, θέλει μάρτυρα.
Έβγαλα φωτογραφίες, πήγα ΚΕΠ, πήγα Τράπεζα, έβγαλα ταυτότητα αυθημερόν. Πρόλαβα. Μα δεν διαβάζονται τα γράμματα στην ταυτότητα, λέω στον αστυφύλακα κοιτάζοντάς την.
Δεν έχουμε μελάνι κύριε, δεν έχουμε τίποτα πια στην Αστυνομία, λέει αυτός. Θα μπορούσε όμως να είχε γράψει ιδιοχείρως τα στοιχεία (το όργανο).
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post