Χρονογράφημα
30.3.18 Παρασκευή. Γράφω κλεισμένος, κλειδαμπαρωμένος, με κατεβασμένα ρολά να περιορίσω το αττικό φως και τους ατέλειωτους ήχους. Το «Ημερολόγιο ασημάντων» έφτασε τις 1000 σελίδες. Μπορούν να γίνουν περισσότερες. Μπορούν να φτάσουν και 10.000! Τα ασήμαντα είναι τόσα πολλά και πρέπει να τα αναδείξουμε. Φοβάμαι όμως πως είναι καρμπόν τα ίδια «ασήμαντα» που συναντάμε συνέχεια μπροστά μας. Ότι επανέρχονται. Επαναλαμβάνουμε μία ασημαντότητα. Που λατρέψαμε.
Είδα την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Μιχελακάκη στο Σύδνεϋ «Το τέλος της ελπίδας (στην εποχή της παγκοσμιοποίησης)» απ’ ευθείας στην ιστοσελίδα του Άτλαντα από τον Καθηγητή Βρασίδα Καραλή. Τα καλά του Ιντερνέτ. Ο πληθωρικός Καραλής πραγματοποίησε μία ομιλία με θεατρικό τρόπο, μεταφράζοντας ή παραφράζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του κι επιδιώκοντας ένα διάλογο με το συγγραφέα, τον ευχαρίστησε για το βιβλίο του που είναι «σταθμός» και «μας έβαλε τα γυαλιά σε όλους». Συμφωνώ απολύτως καθώς είναι όντως ένα έργο-σταθμός που μελετάει διεξοδικά τη δουλειά 26 συγγραφέων και καλλιτεχνών «με σεβασμό και διακριτικότητα», όπως είπε ο Βρασίδας και φυσικά ο Μιχελακάκης έβαλε τα γυαλιά σε όλους τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι μελετούν κι αυτοί εξαντλητικά μεν τον ελληνικό πολιτισμό, περιφρονούν δε τον μεταναστευτικό πολιτισμό που κουβαλάει, μαζί με τα ράκη, και πολύ σπουδαία πράγματα στην πλάτη του. «Τιτάνιο και μνημειώδες έργο», είπε ο Καραλής. «Πολυσυλλεκτικό προϊόν μίας αθόρυβης εργατικότητας. Είναι μία εσωτερική ακτινογράφηση της ελληνικής παροικίας» και παράλληλα «ο θάνατος της τεχνητής αθωότητας, μία αντίσταση στον καθημερινό φασισμό: Γιατί θα πρέπει να φοβόμαστε να κρίνουμε τους παπάδες;» αναρωτήθηκε ο επικεφαλής τον Ελληνικών Σπουδών εν Σύδνεϋ σε μία στροφή-κορώνα του λόγου του. Μπράβο Βρας! Εξέλιξη!
Όταν δεν πιστεύω σε τίποτα δε θα ‘θελα να σε συναντήσω, όταν δεν πιστεύεις σε τίποτα. Αντόνιο Πόρτσια.
Ανκόρ στο θέατρο Άττις του Τερζόπουλου. Κάθε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου και καλύτερη. Είχαμε το Κάρολο Κουν που μας τιμούσε διεθνώς, περιοριζόμενος όμως στον αγγλοσαξονικό χώρο. Αυτός είναι παγκόσμιος. Έχει παρουσιάσει δουλειά του και έχει οργανώσει σεμινάρια σε όλα τα κέντρα και στις γωνιές του κόσμου, στο Βερολίνο, στη Μόσχα, στην Μποκοτά της Κολομβίας, μέχρι και στην Ταπέι της Φορμόζας. Παίρνει τα πάντα από τους ηθοποιούς. Τους κάνει πρώτα υπεραθλητές και μετά τους αφήνει να λειώσουν στον ήλιο της ερήμου. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί με τα πιο λιτά μέσα είναι απίστευτη. Οι δύο ηθοποιοί στο Ανκόρ κραδαίνοντας σπάθες αιχμαλωτίζουν ο ένας τον άλλον και αρχίζουν να κροταλίζουν με τα δόντια τους τα μαχαίρια. Η μοναδική πόρτα στο βάθος της σκηνής, μία κρύπτη όπου συνευρίσκονται οι ηθοποιοί, τραγουδώντας και ουρλιάζοντας σαν λύκοι, σαν τσακάλια, μετατρέπεται με τους κατάλληλους φωτισμούς σε όρθιο φέρετρο, καθώς έρωτας και θάνατος είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Για τον Τερζόπουλο ο έρωτας είναι ένα είδος ανθρωποφαγίας, είδος ωμοφαγίας. Συγκλονιστική «ηθοποιία» από την κα Σοφία Χιλ όπως και από τον κ. Αντώνη Μυριαγκό που μας κατέπληξε όπως είχε κάνει στο εξίσου υπέροχο Αμόρ. Ξεπέρασαν το ανθρώπινο.
Flash back: Θυμάμαι τρεις παραστάσεις του Τερζόπουλου στο φεστιβάλ Συκιωνίας στο Κιάτο. Στη βραδινή παράσταση έξω από το αρχαίο θέατρο Συκιωνίας οι ηθοποιοί σέρνονταν σαν ερπετά στο χώμα. Σκεφτόμουνα πώς κανείς δεν πλησιάζει σε τόλμη την αισθητική του Τερζόπουλου. Στις δύο άλλες απογευματινές παραστάσεις τότε, μέσα στην εγκαταλειμμένη αποθήκη του Κιάτο, μπροστά στο λιμάνι, πέτρες κρεμασμένες από σκοινιά και μία σακούλα κάρβουνα σαν πολυέλαιος πάνω από το κεφάλι σου κι ένας Ιταλός ηθοποιός όρθιος απήγγειλε. Τα σάλια του έτρεχαν οι μύξες του έτρεχαν, το σωματικό θέατρο με όλα του τα υγρά, τη σάρκα και τα κόκαλα, σε πλήρη άνθιση. Ο ίδιος Τερζόπουλος έπαιζε ένα μικρό ρόλο καθήμενος άνετα, διάβαζε κι έμοιαζε σαν τον Μέγα Αλέξανδρο Πέλλης και Πιερίας, έμοιαζε περισσότερο με τον κρεοπώλη της γειτονιάς, με ένα τυχαίο ταξιτζή, με τον Κουνέλη.
Στις 30 Μαρτίου του 1952, στις 4:10, πριν ξημερώσει Κυριακή, εκτελέστηκε, στο στρατόπεδο του Γουδή, ο Νίκος Μπελογιάννης. Μαζί του εκτελέστηκαν οι Νίκος Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης.
Για τα τριάντα χρόνια του θεάτρου Άττις του Τερζόπουλου ο Γιώργος Σαμπατακάκης γράφει: «Με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια του ρεαλισμού ο Τερζόπουλος αποκήρυξε τα εθνοποιητικά ιδεολογήματα, τα απολλώνια μεγαλεία, το ναρκωτικό θέατρο δωματίου, τις απλοϊκές ηθογραφίες και κάθε αισθητική κανονικότητα, ενεργοποιώντας την πολιτισμική δύναμη των αποκλεισμένων, των αποκηρυγμένων και όλων αυτών που εκδιώχτηκαν από κάθε είδους εξουσία».
31.3.18 Σάββατο. Συνέλευση των δημοσιογράφων στην ΕΣΗΕΑ και βγαίνω πρωί πρωί να προλάβω να ψωνίσω για να είμαι στην εκδήλωση πριν αρχίσει. Η αιώνια κινητικότητα στην περιοχή μου: Όλοι κάτι κουβαλάνε σαββατιάτικα. Μετακομίζουν σουμιέδες, κινούνται με βαλίτσες, τσάντες πορτοκάλια, συντεταγμένα και πιο συχνά ασύντακτα. Πάλι σκέφτομαι την Ευρυδίκη και τρέχω να αγοράσω λουλούδια και κρασιά αν και τώρα πίνω ελάχιστα, γι αυτό πιο ηδονικά. Μετά σταματάω να τρέχω κι αναπολώ τις παλιές γειτονιές της νεότητας. (Ας μην πούμε χαμένης διότι δηλώνω αιώνιος νέος). Μ’ αρέσουν τα μισογκρεμισμένα σπίτια, οι αποθήκες, οι εγκαταλειμμένες μονοκατοικίες στη Λιοσίων, απεχθάνομαι τα μοντέρνα κτίρια, δεν μ’ αρέσουν οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες με τα πολλά ασανσέρ που κάνουν την κατοικία μη προσβάσιμη. Η οδός Μιχαήλ Βόδα παραμένει ωραία, πλούσια σε ίσκιο από τα φυλλωσιές των δέντρων, με ελάχιστη κίνηση αυτοκινήτων, ένα καταφύγιο, στο Κέντρο της Αθήνας, θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, γαλλικό μπουλβάρ. Έχει γράψει ένα βιβλίο ο Ν. Δήμου που δεν μπορώ να το βρω πουθενά με τίτλο Μιχαήλ Βόδα 20, εδώ βρίσκομαι τώρα και περπατώ και σκέφτομαι -δεν ξέρω γιατί, ένα άλλο το βιβλίο τις «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ. Ίσως επειδή, μέσα από ένα υπόγειο κοντά στην Παρασίου, θα πετάξει η βασανισμένη ψυχή μίας τετράχρονης παιδούλας, σκοτωμένη από τα χέρια του ναρκομανούς πατρός.
Στις διασταυρώσεις της Βόδα με μικρότερους δρόμους και απόμερα δρομάκια, υπάρχουν ωραιότατα νεοκλασικά. Μιχαήλ Βόδα 42 και Διδύμου, ωραίο νεοκλασικό με κυκλάμινα και γεράνια, με σοβαρό ένοικο, φίλανθο και απέναντι το σουπερμάρκετ στο οποίο εισέρχονται υψηλόσωμες, κεντροευρωπαίες ξανθές, με καροτσάκι και τατουάζ στο μπράτσο. Ωραιότερο νεοκλασικό, Μιχαήλ Βόδα 50 και Φερών, δυστυχώς ακατοίκητο. Υπέροχο πάντα στη Μιχαήλ Βόδα 30 και το Δημοτικό Βρεφοκομείο, εδώ είχε ακούσει ο θείος μου επί κατοχής μία κοπέλα να τσιρίζει, καθώς την βίαζε ένας Γερμανός. Πονάω τούλεγε, «μπρουτ μπρουτ» ψωμί, της έλεγε αυτός, να σε γαμήσω και θα σου δώσω ψωμί.
Υπάρχει και πρόσφατη ιστορία με μία ξένη, που άφησε το μωρό της με το ένα χέρι στην είσοδο του κτιρίου. Ωραιότατο και το διπλανό σπίτι με τον αρ. 32 καλύτερο και από το μέγαρο της ΓΣΕΕ. Πολλά τα νεοκλασικά που αρχίζουν να ρημάζουν. Δεν τα εκτιμούσαμε τότε. Θεωρούσαμε μελαγχολικό δρόμο τη Μιχαήλ Βόδα, χωρίς ατραξιόν, αν και είχαμε παίξει καλή μπάλα εδώ, ερχόμενοι απ’ την Ψαρών με τους παλιούς Πανιώνιους παίκτες και την παρέα του Ρέλλη και του Ντουνιά. Μπάλα, τόπι για την ακρίβεια, παίζαμε στο δρόμο μικροί μπροστά από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Τι ωραίος που έγινε σήμερα. Τι ωραίο και το Εθνικό Θεάτρο! Ποδόσφαιρο παίζαμε επίσης και στην πλατεία Αγίου Παύλου. Στην πρώτη Γυμνασίου πήγα να εξομολογηθώ για πρώτη φορά κι ο παπάς με ρώτησε «τραβάς μαλακία;» Κοκκίνησα κι είπα όχι κι ήταν ψέμα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που πήγα για εξομολόγηση. Επί της οδού Χίου μπροστά από τον Άγιο Παύλο είχαμε Λαϊκή Αγορά κι εκεί αγόρασα τους Αθλίους και τις Σκέψεις του Σοπενχάουερ κι έγινα επισήμως άθεος Γερμανός.
Το κλειστό ξενοδοχείο Sans Rival με τα στρουμπουλά μπαλκονάκια στην αρχή της Λιοσίων, σε παρακμή. Η οδός Ακομινάτου έφτανε, με τις πόρνες που σε καλούσαν από τα παράθυρα για καφέ, μέχρι το ένατο γυμνάσιο θηλέων με τις ποδιές του όταν σχόλαγε ήταν χαρά Θεού κι ερωτευόσουν την Άννα του Νοέμβρη και την Έρρικα που ακόμη την ψάχνει η χούντα και δεν θα τη βρει ποτέ. Ούτε κι εγώ πια. Τώρα ένα ναρκομανής βρίσκει τη δόση του κάτω από μια πέτρα στη μάντρα.
Η τελευταία ομιλήτρια στη Συνέλευση των δημοσιογράφων είναι εκτός ελέγχου: «Ακούω εδώ τους συναδέλφους να μιλάνε για συλλογικές συμβάσεις, για δικαιώματα, για διεκδικήσεις, για αυξήσεις. Εγώ δουλεύω 25 χρόνια με μπλοκάκι κι είμαι 14 μήνες απλήρωτη».
Tο 1833 σαν σήμερα οι Οθωμανοί αποχωρούν από την Αθήνα. Ο τούρκος φρούραρχος παραδίδει την Ακρόπολη στον υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ (πρωτίστως στο Βαυαρό ταγματάρχη Πάλιγκαν).
Τα Ίμια προς το παρόν ανήκουν στους γλάρους τους, είναι ο τίτλος κειμένου του Περικλή Κοροβέση σε περασμένη έκδοση της εφημερίδας των Συντακτών, την τελευταία απ’ όσες φύλαξε κατά την απουσία μου η Μπουμπού. Υπήρξε μία συμφωνία, γράφει ο Περικλής : “Πριν από 22 χρόνια θα είχαμε πόλεμο με την Τουρκία που αποσοβήθηκε έπειτα από παρέμβαση των ΗΠΑ. Και έγινε μια συμφωνία. Ούτε ελληνική ούτε τουρκική σημαία στους δύο ξερόβραχους. Η κάθε πλευρά θα κρατήσει την άποψή της, καμία πρόκληση ούτε από δω ούτε από κει. Και μετά, διαπραγματεύσεις ή να μπει στο αρχείο. Μια καλή κίνηση για τη βελτίωση των σχέσεών μας με την Τουρκία θα ήταν οι παραιτήσεις των υπουργών Καμμένου και Κοτζιά, του πρώτου λόγω εθνικισμού και του δεύτερου λόγω ανεπάρκειας γνώσεων στα εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής. Δυστυχώς η αψεγάδιαστη σταλινική του παιδεία, εδώ δεν βοηθάει”.
Τηλεόραση. Λαζόπουλος. Δέκα μικροί Μήτσοι. Δέκα μικρές και μεγάλες βλακείες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Μακάρι να ήταν φάρσα. Αυτό είναι χοντροκοπιά. Ένας άνθρωπος σίγουρα με επιρροή που έκανε επίδειξη γνώσεων και πολιτική με καταγγελτικό λόγο, γελοιοποιώντας τους αδύναμους, τους ψυχικά ασθενείς, τους ηλικιωμένους, τους γραφικούς και τους λούμπεν της τηλεόρασης, αλλά και τους αντιδραστικούς και τους μνημονιακούς στο δημοφιλές Ελ Τσαντήρι επανέρχεται με ένα θλιβερό σώου, αντάξιο του Περοκετζή συναδέλφου του, που δεν ξέρω ποιος αντιγράφει ποιον. Κάποιοι εκστασιάζονται ακόμη. «Μακάριοι οι νυστάζοντες διότι γρήγορα θα αποκοιμηθούν» (Νίτσε).
Ευτυχώς ακολουθεί ταινία, «Μαύρο γάλα» στην τηλεόραση στις δέκα το βράδυ. Καλή ισπανική. Με το ταξικό της στοιχείο με τον κομμουνιστή της που πάει σαν το σκυλί στο αμπέλι, για να εξασφαλίσει ένα σχολείο στο παιδί του, που το υιοθετούν οι κοτζαμπάσηδες της περιοχής. «Δεν αρκεί να είμαστε φτωχοί πρέπει να το δείχνουμε κιόλας», λέει η μάνα του, που σηκώνει όπως συνήθως όλες οι μανάδες το σταυρό.
Σε άλλο κανάλι την ίδια ώρα δυο χορωδίες και καλλιτέχνες της Λυρικής αποδίδουν Θεοδωράκη, στην εκπομπή του Παπαδόπουλου. Ο βαρύτονος είναι τέλειος. Και οι κυρίες πολύ καλές. «Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά» και «σαν το ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες το δίχτυ». Εξόχως σοβαροί, ακούνητοι κι αμίλητοι, οι απαραίτητοι καλεσμένοι-μαϊντανοί Λιάνης και (για το μοναδικό «επίτευγμα» Μου εις τη Νι) ο Μίμης (ο Ανδρουλάκης). Όταν ακούω το «είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστεναγμό μου» του Τάσου Λειβαδίτη, συγκινούμαι και θυμάμαι τα τελευταία χρόνια στο Πανεπιστήμιο που δίδασκα ελληνική ποίηση κι έβαζα τους φοιτητές να ανεβαίνουν στην καρέκλα και να απαγγέλλουν Λειβαδίτη, γιατί ο σύντροφος που θα εκτελούσαν οι νικητές του εμφυλίου στο ποίημα «ήταν κοντός και ζήτησε μια πέτρα να ανεβεί» για να σημαδέψουν σωστά, αλλά όχι στην καρδιά του, γιατί εκεί η παιδική τους αγάπη. Ή ζητούσα να φωνάζουν δυνατά όταν διαβάζανε Σικελιανό, γιατί ο Άγγελος ήταν φωνακλάς, ένας άγγελος που φωνασκεί. Ή να διαβάζουν με ομοφυλόφιλη διάθεση τον Καβάφη. Δραματικά και κομματιαστά τον Μίλτο Σαχτούρη, με έπαρση και σαρκασμό τους Κάλας και Εμπειρίκο.
Κάτσε κούκλε μου να σε γαμήσω λέει η Τιτί. Όχι, όχι, αυτό γίνεται στο μυθιστόρημα της Αμνησίας, όπου τα κορίτσια αντάρτισσες είναι απελευθερωμένα και «την πέφτουν» (Χριστέ μου εδώ είναι η χυδαιότης) στον παροικιακό συγγραφέα και στο νεαρό γιατρό. Σ΄ αυτό το μυθιστόρημα θα ήθελα ένα πιασάρικο τίτλο: «Ο αμνησιακός συγγραφέας και το σταλινικό μυθιστόρημα»! Ή «Ο αλλόφρων συγγραφέας και το σταλινικιό μυθιστόρημα». Αντί για μολύβι θα κρατά πριόνι ο σαλεμένος, ο ξεχασμένος. Μμπρρρρ. Τελικά έχω συμβιβαστεί με τον άβολο και αντισεξουαλικό τίτλο Τετράδια Αμνησίας. Άντε να δούμε πότε θα δουν το φως στον Ηρόδοτο.
Απρίλης του 2018
1.4.18 Κυριακή. Δεν αγοράζω εφημερίδα γιατί μ’ εκνευρίζουν τα πρωταπριλιάτικα ψέματα. Ήδη στα σάιτ είδα ότι παραιτήθηκε ο Άδωνις. Μπορεί να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο;
Στο παζάρι του Ελαιώνος αγοράζω μία ορτανσία, μία αζαλέα και τη Νadja του Μπρετόν στα γαλλικά. Επίσης δύο γλυκύτατους πλαστικούς δεινόσαυρους, παιχνίδι.
–Πού θα κάνεις Πάσχα; με ρωτάει η Μπουμπού. Πού να κάνω ρε Μπουμπού; πουθενά. Θυμάμαι τη Ρούλα, δεν την είχε καλέσει ποτέ κανείς και όλο παραπονιότανε. Μα είναι αυστηρά οικογενειακές συναθροίσεις αυτές, ειδικά στη μεγαλούπολη. Στα χωριά, της είχα πει, οι άνθρωποι είναι πιο ανοικτοί, θα μπορούσες να πας στη νονά σου.
–Ναι αλλά εσύ ποτέ δεν είσαι μαζί μου. Να πας στη δική σου νονά.
–Δεν γνώρισα ποτέ νονά. Δεν ξέρω καν αν έχω βαφτιστεί, αν έχω λαδωθεί ως μετακατοχικός. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες. Αυτά είναι πολύ σοβαρά ζητήματα, δεν γίνεται να μένουν πάντα αναπάντητα. Ξέρω πάντως ότι δεν έχω γίνει νονός. Άλλη μία έλλειψη.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post