Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο 58: Επί του αέρος. Τι είμαι; Μια κλωστή από μύξες και όνειρα μέσα σε ένα ιπτάμενο τέρας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα



7.3.18 Τετάρτη συννεφιά με 23 βαθμούς. Πέρασαν οι μέρες ετοιμάζω μπαγκάζια. Φιλμ στην Κοινότητα της Τζέλη Χατζηδημητρίου «Αναζητώντας τον Ορφέα», στη Λέσβο, παρούσης της σκηνοθέτιδος που είναι καλεσμένη της Κοινότητας και σωματείων της νήσου. Μα τι πράγματα είναι αυτά με τις αρχαιολατρίες; λέει ο Γιώργος Μιχελακάκης και πάμε μετά σε αραβικό ζαχαροπλαστείο στη μουσουλμανοκρατούμενη Λακέμπα, έχοντας μαζί και τον Αντ. Δρακόπουλο του πανεπιστημίου του Σύδνεϋ, να το συζητήσουμε. Υπάρχει μία έκθεση της Natura, συνεχίζει ο Γιώργος, η οποία μελετάει την περιοχή που μας έδειξε η σκηνοθέτις για το φαινόμενο της ερημοποίησης κι αυτή αντί να καταπιάνεται με τα προβλήματα και να κοιτάζει μπροστά, κοιτάζει πίσω. Δεν μας είπε τίποτα για την καταστροφή του περιβάλλοντος, την καταστροφή των δασών εξαιτίας των πυρκαγιών της υπερβολικής υλοτομίας κλπ. Εντάξει δεν μπορεί να της απαγορεύσεις, λέει ο Αντώνης, να μιλήσει για τους μύθους μας κι έχουμε την πιο ωραία μυθολογία. Όλοι οι λαοί έχουν τους δικούς τους μύθους, λέω, –όχι οι ελληνικοί ξεχωρίζουν, επιμένει ο Αντώνης. Εκτιμώ ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική φαντασία, αλλά προσωπικά το φιλμάκι το είδα, λέω, ως ένα ντοκιμαντέρ από το οποίο μαθαίνουμε πράγματα καθώς θίγει έστω και επιδερμικά το προσφυγικό –που για μένα αυτό είναι το ζήτημα στη Λέσβο– αν θέλουμε να μιλήσουμε για επικαιρότητα. Μας έδειξε έναν ψαρά που έλεγε ότι οι πνιγμένοι πρόσφυγες έχουν χρήματα δεμένα στο κορμί τους. Αλλά είναι γρουσουζιά να τα πάρεις (απ’ το σώμα του νεκρού), τόνιζε με φρίκη ο Λέσβιος κάτοικος. Διαφορετικά αν δεν ήταν γρουσουζιά θα τα τσέπωνε ο καλός μας αλιέας. Τρέμει τη «γρουσουζιά» και δεν τα παίρνει.

Κι ενώ τα θέματα πέφτουν μαζεμένα στο αράπικο τραπέζι οι φίλοι μου πέφτουν με τα μούτρα στα γλυκά της Ανατολής κι εγώ παραγγέλνω μία πάστα που δεν κατεβαίνει. Με κατηγορούν για δυτικό, για κλειστό, αστό Αθηναίο. Ε δεν πολυγουστάρω να με σερβίρει μία κυρία άγνωστα ζαχαρωτά, με καλυμμένα τα μάτια σαν νίτζα που με ληστεύει και με αποκεφαλίζει καθιστό.

 

8.3.18 Διεθνής ημέρα γυναικών. Γιορτάζουμε τη φεμινιστική πλευρά του πράγματος τη σύγκρουση και τη συμφιλίωση των φύλων. Και στέλνουμε λουλουδάκια. Υπάρχει ένα γεγονός όμως που δεν προβάλλεται αρκούντως. Η ιστορία των αιματηρών γυναικείων αγώνων που «ανδρώθηκαν» σε συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Στις 8 του Μάρτη του 1857 οι εργάτριες στα εργοστάσια και στα ραφτάδικα της Ν. Υόρκης που δουλεύανε περισσότερο από 16 ώρες ημερησίως ξεσηκώθηκαν και οι διαδηλώσεις βάφτηκαν στο αίμα.

-Ωραιότατη μέρα σήμερα αλλά φέτος δεν την κολύμπησα την Αυστραλία με αυτά τα μικροατυχήματα στην πισίνα.

Όλο και πιο φανερή η ανισότητα που υπάρχει στο κόσμο. Δεν είναι τα στατιστικά στοιχεία είναι αυτό που βλέπουμε γύρω μας. Το βλέπεις το ταξικό. Κατεβαίνω στο παζάρι στο Central να πάρω τίποτα φτηνιάρικο κι ο άλλος ζητιανεύει στο φούρνο ένα ψωμί, ενώ όλη η πόλη είναι ένα εργοτάξιο με ουρανοξύστες που υψώνονται συνεχώς. To City γίνεται αγνώριστο. «Χτίζουμε το καινούριο Σύδνεϋ», έχουν γράψει.

 

-Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Όταν δείτε καπνό καλέστε αμέσως τα τρία Μηδενικά, λέει μία πινακίδα σε γκρο πλαν έξω από την Πυροσβεστική στο Campsie.

 

9.3.18 Ζυγίζω βαλίτσες, πάντα κάτι υπέρβαρο προκύπτει, δεν μ’ αρέσουν οι αποχαιρετισμοί είναι μισός θάνατος.

 

10.3.18 Αρχίζει η επιστροφή, αρχίζει η πτήση, αρχίζει το διάβασμα. Δεν βγαίνει αλλιώς. Φίδια στο σκορπιό του Κώστα Μουζουράκη (2000). Σύδνεϋ-Μπαγκόγκ σε εννιά ώρες reading απνευστί, αλλά πίνω και καμιά βότκα πορτοκάλι και ’κανα χυμό ντομάτας. Μόλις προσγειώνεται το αεροπλάνο τελειώνω την τελευταία σελίδα ενός κομπλέ αστυνομικού θρίλερ με αναφορά στις κοινωνικές ανισότητες. Ας είναι καλά ο κ. Μουζουράκης με τους ανθρωπιστές ληστές του. Πολύ καλή επιλογή, δεν άφησα το βιβλίο στιγμή παρά μόνο για να φάω την προκάτ τροφή που προσφέρει η αεροπορική Εταιρεία των Εμιράτων, σαράντα σελίδες την ώρα. Η θεσμοθετημένη βία του κράτους και η ασυδοσία των βαλέδων του απέναντι στους ρομαντικούς ληστές. Το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει προνόμιο της αριστεράς. Αλληλεγγύη και εκδίκηση. Μπορεί πολλά μέσα στην πορεία της αφήγησης να φαίνονται ως πεπαλαιωμένα κλισέ ενός σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά ο Μουζουράκης αποδεικνύεται μάστορας της πλοκής κι οι ήρωές του έχουν μία τρυφερότητα ώστε να λατρεύσουμε απολύτως τη γυμνή εκτελέστρια στα βουνά και στα ποτάμια της Ηπείρου. Οποία κάθαρση στο φινάλε! Σε αληθινό λουτρό αίματος αντάξιο του μεγάλου Κοεντίν Ταραντίνο.

Άλλο βιβλίο τώρα για Μπαγκόγκ-Ντουμπάι, ογκοδέστερο, το άρχισα από το αεροδρόμιο της Μπαγκόγκ όπου μείναμε τέσσερις ώρες. Πιο σοφιστικέ το μυθιστόρημα αυτό, πολύ γαλλικό. Michel Bussi: Maman a tort. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εφήμερο από τη μνήμη ενός παιδιού, λέει ο συγγραφέας.

Αρχίζει η κούραση, τα μάτια μου κουράζονται. Δεν υπάρχει κανείς να μιλήσεις κι ενώ το αεροπλάνο είναι τίγκα βρίσκομαι σφηνωμένος ανάμεσα σε δύο κινέζους με τους υπολογιστές τους, κινέζες τελικά(!) που δεν βγάζουν καθόλου τις μάσκες τους γιατί τα μικρόβια είναι πολλά μέσα στο αεροπλάνο, μέσα στις ιπτάμενες κλινικές, μέσα στις τουαλέτες που δεν τολμώ να πάω να κατουρήσω να μη κλειστώ μέσα και δεν μπορώ να βγω, ο κλειστοφοβικός. Πίνω βότκα με λεμόνι κι ένα κρασί. Λίγο προτού προσγειωθούμε στον αερολιμένα του Ντουμπάι το θέαμα της ερήμου από το «φινιστρίνι» του αεροπλάνου είναι φοβικό. Τι είμαι; Μια κλωστή από μύξες και όνειρα μέσα σε ένα ιπτάμενο τέρας. Απορώ με τα καραβάνια. Θα πέθαινα από ερημοφοβία και αμμοφοβία.

Φτάνουμε στο Ντουμπάι κι είμαι γκολ από την αϋπνία. Αλλά τώρα όπως και να γίνει το φάγαμε τον γάιδαρο. Πίνω βότκα με μάγκο. Διαφορετικό. Φοβάμαι μη χάσω τη βαλίτσα με τον υπολογιστή, δυο τρία βιβλία και μισό πίνακα αμπορίτζιναλ.

 

11.3.14 Φτάσαμε Κυριακή μεσημέρι στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με παίρνει η Μπουμπού με τη βαλίτσα. Η Ελλάδα στη θέση της παρά τις συκοφαντίες περί διάλυσης, κλοπής της ωραίας Ελένης και αρπαγή της γης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μαμά με οξυγόνο, εγώ χωρίς. Έχουν ετοιμάσει διάφορα. Σούπα μούπες, κεριά, κρασί. Κοιμάμαι σαν πτώμα. Ξυπνάω σαν πτώμα στις δύο το πρωί στις 12.3.18 από σειρήνες και το βιολογικό μου ρολόι ξεχαρβαλωμένο, αλλού.

 

12.3.18. Τι μέρα είναι σήμερα; Δευτέρα. Βρίσκομαι πάνω σε ένα τσουβάλι με λογαριασμούς. Τρώω μαρμελάδες, κουλουράκια, γλυκό περγαμόντο. Όλα από τα χεράκια, της Μπουμπούς.

Ετοιμάζομαι για βόλτες στην Τράπεζα. Πρέπει να κοντύνω και τα παντελόνια στον Μπαγκλαντές απέναντι, που μού πήρε η κόρη μου, να μην είμαι σαν κρεμανταλάς. Ένας ξένος μπροστά μου προχωρούσε κουτσαβακίστικα κι έβγαζε καπνό ντουμάνι, ενώ μιλούσε δυνατά στο κινητό. Στη γωνία Ελπίδος και Αγάπης συναντάει ένα άλλο ξένο μπροστά από το πολωνέζικο κλαμπ που καπνίζει και μιλάει στο κινητό δυνατά. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται, χοροπηδάνε λίγο κι ύστερα δρόμο με τηλέφωνα μες τον καπνό.

 

13.3.18 Τρίτη και 13. Αποφράς ημέρα. Συννεφιά με 23 βαθμούς. En martes, ni te cases ni te embarquesΤην Τρίτη μην παντρεύεσαι και μην ξεκινάς ταξίδι, λέει μία ισπανική παροιμία. Αν έχει και 13 ο μήνας που τραγουδάει και η Μελίνα τότε σπάει η αρμονία των 12 θεών, των 12 άθλων του Ηρακλή, των 12 φυλών του Ισραήλ των 12 ιμάμηδων των 12 χασάπηδων κι άλλων ανοησιών. Έχω ξυπνήσει πάλι από τις δύο το πρωί γιατί χτυπούσε 13 φορές ένας συναγερμός, αλλά δεν νύσταζα, το βιολογικό μου ρολόι δουλεύει ακόμη με ρυθμούς Νοτίου Ημισφαιρίου.

Στις 13 Μαρτίου 1872 γεννήθηκε ο πολύ σπουδαίος λογοτέχνης Κων/νος Θεοτόκης στους Καρουσάδες της Κέρκυρας .

Στις 13 Μαρτίου 1913 γεννήθηκε ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας και το πρώτο πρόγραμμα του ραδιοφώνου παίζει αυτή τη στιγμή, στις εξίμιση το πρωί, ένα απόσπασμα από την ταινία Απάχηδες όπου τραγουδάει ο Κωνσταντάρας με την Άννα Καλουτά.

Και για να επιβεβαιωθεί το γρουσούζικο της ημέρας σαν σήμερα –δεν μας ενδιαφέρει ποιο έτος– γεννήθηκε χουντικός και εσατζής βασανιστής, ο Δημήτρης Ιωαννίδης.

 

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία