Κριτική
Σωκράτης Λ. Σκαρτσής | Για το κόκκινο κασκόλ
Ίσως είναι μια όχι όσο πρέπει εκτιμώμενη πραγματικότητα, ότι η πρόσληψη της ανάγνωσης και ιδιαίτερα της ποίησης διαφοροποιείται αποφασιστικά κατά τον αναγνώστη. Πιο εύκολα βλέπουμε πως διαφέρει η ανάγνωση κατά το χρόνο και τις στιγμές του ίδιου αναγνώστη. Αλλά βέβαια, φτάνει να τα αναλογιστούμε αυτά, για να τα βρούμε αυτονόητα. Άλλος είναι ο Γιάννης κι άλλη η Μαρία, και αλλιώς ο Γιάννης και η Μαρία τώρα και αλλιώς τότε, και αλλιώς θα είναι κάποτε. Ή και πάντοτε. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, ο Γιάννης είναι ο Γιάννης και η Μαρία είναι η Μαρία, και, φυσικά, συγγενεύουν μεταξύ τους λιγότερο ή περισσότερο απ, όσο με τον τάδε ή την τάδε. Ακόμη πιο αυτονόητο θεωρούμε το ότι ο συγγραφέας μπορεί να νιώθει έτσι ή αλλιώς από το γράψιμό του, να κλιμακώνεται ψυχολογικά από την τέρψη μέχρι το βάσανο, κατά τις στιγμές και το χρόνο, αλλά πάντα, στο βάθος, σαν Γιάννης και Μαρία Ανάλογα είναι τα πράγματα στην αντίδραση στο συνδυασμό συγγραφέα – αναγνώστη, κατά βαθμό συγγένεια και το χρόνο, αλλά πάντα κατά την ιδιαιτερότητα των προσώπων.
Ο Γιώργος Δουατζής μου αφήνει προσωπικά μια αίσθηση ευχάριστης, και αυτάρεσκης, γαλήνης, ένα αίσθημα τεχνήεντης ολοκλήρωσης, που του μακαρίζω του ίδιου. Είναι, να πούμε, μια αίσθηση ότι αισθάνεται ευχαριστημένος, λυτρωμένος αναγνώστης της ποίησής του ο ίδιος, όντας ένα είδος ποιητή-αναγνώστη ή αναγνώστη-ποιητή. Στο νέο του βιβλίο από τις εκδόσεις του «Μανδραγόρα» αυτό το αίσθημα είναι πολύ καθαρό, γιατί και το βιβλίο έχει μια ξεκάθαρη, ευχάριστη ενότητα, που φαίνεται σε μεμονωμένους στίχους, όπως Να ήξερες πόσα τραγούδια απόσταση είσαι…, μέχρι ολόκληρα ποιήματα, όπως αυτό που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο Το κόκκινο κασκόλ: Δεν μπορούσα να αφαιρέσω τον κόσμο. Αλλά μπορούσα να αφαιρέσω τον εαυτό μου από τον κόσμο όποτε εγώ αποφάσιζα, πράγμα που με γέμιζε αυτοπεποίθηση// Άλλωστε, φρόντιζα πάντοτε πολύ επιμελημένα την εμφάνισή μου διότι είχα να κρύψω πάμπολλες πληγές. Εκείνοι θαύμαζαν την κομψότητά μου και οι πιο ανόητοι την ζήλευαν κιόλας// Πώς να τους πείσω ότι το κόκκινο που έβλεπαν δεν ήταν του κασκόλ…
Η επιλογή του τίτλου του ποιήματος για την ονομασία της συλλογής, μέσα από τα ποιήματά του, τα γενικά, παρά την κάποια ποιοτική κλιμάκωσή τους, επιμελημένα είναι σκόπιμη, επιτυχής και αποκαλυπτική της αυτοανάγνωσης και αυτοσυναίσθησής του. Λέω δηλαδή πως πίσω από την κάποια προβαλλόμενη από τη γραφή αυταρέσκεια αυτών των ποιημάτων υπάρχει εκείνο που ρητά δηλώνει, με τον ίδιο αυτό πάντα τρόπο της γραφής του: μια ευγενική θλίψη, που με τον τρόπο της γραφής του προσπαθεί να ξεπεράσει. Είναι μια παράδοξη αλλά συμπαθής, φιλική εκδήλωση αγνότητας, για το λόγο προπαντός ότι αποτελεί μια αγνή προσπάθεια αυτοΐασης. Και αυτή η προσπάθεια είναι εκδήλωση γνήσιας ποιητικής διάθεσης. Γιατί, αν δεν είναι η ποίηση ένας αγώνας αυτοανακάλυψης και αυτοπραγμάτωσης, και μάλιστα με αγαπητική αναφορά στους άλλους, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;
Για κάποιους τέτοιους λόγους τα ποιήματα του Δουατζή διαβάζονται με διάθεση ευχάριστη και με ένα αίσθημα κρυφής αλλά λειτουργούσας ψυχολογικά γειτνίασης μαζί του.. Και αφήνουν την ευχάριστη αίσθηση ενός ανθρώπου που πιστεύει στην, κυριολεκτικά, ποιητική δημιουργία, και την ασκεί και τη νιώθει ως λυτρωτική αυτοπραγμάτωση.
Έτσι Το κόκκινο κασκόλ διαβάζεται ευχάριστα και αφήνει μια καθαρή γεύση γνησιότητας.
Σωκράτης Λ. Σκαρτσής
Share this Post