Σπύρος Χαιρέτης ‘Ο γοργόνος και άλλα πλάσματα’

In Κριτική, Ποίηση by mandragoras

 

Αλληγορικές και παραβολικές αλήθειες

Συνάντησα τον ποιητή κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εκπονούσε ταυτόχρονα και το Διδακτορικό του στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης[1]. Με την πάροδο του χρόνου τον γνώρισα περισσότερο μέσα από τη γραφή του.

            Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι στην ποίησή του το παραβολικό στοιχείο “ξεβάφει” από τη δοκιμιακή του εκδοχή και ενσωματώνεται στη ροή του στίχου. Ο ποιητής «εξαργυρώνει» την εσωτερική έμπνευση, εφαρμόζοντας τη γνώση των λογοτεχνικών σπουδών του στην πράξη. Με τη φαντασία πλοηγό της σκέψης, αναζητάει τη «Νάρνια»[2] της παιδικότητάς του ανάμεσα στις πτυχές του νερού και στων υφασμάτων τα αγγίγματα. Ακολουθώντας το μότο της «χαμηλής θεωρίας» του Τζακ Χάλμπερσταμ[3] (σ.9) προσπαθεί να δημιουργήσει «τη διαφορά μέσα από μικρές σκέψεις», τις οποίες μοιράζεται μαζί μας (σ.11). Αυτό φωτίζει τον τρόπο, που έχει οικειοποιηθεί από παιδί, ο οποίος του επιτρέπει ν’ αποστασιοποιείται από τις τιμωρητικές νόρμες πειθαρχίας προκειμένου ν’ αποφύγει να παραδοθεί από την «απείθαρχη παιδική ηλικία σε μια τακτική και προβλέψιμη ενηλικίωση» (σ.11). Αντιδρώντας σε οποιαδήποτε δεδομένη «αποτυχία», επιλέγει δημιουργικότερους τρόπους έκφρασης (σ.11).

            Υποβόσκουσα διαφαίνεται μία ζωή-θάλασσα-αίτιο, από όπου προκύπτουν οι συνάνθρωποι-συνκολυμβητές-αιτιατό, οι οποίοι προβάλουν τα αθλητικά-«κατεστημένα» κορμιά τους με μία «φασματική παρουσία». Κάτω από τη σύγκριση «αρρενωπών πτυχίων» με «ντελικάτες ανθρωπιστικές σπουδές» υποκρύπτεται η διαφοροποίηση από το κατεστημένο και το απραγματοποίητο όνειρο της επιθυμίας. Εδώ ο δημιουργός ερωτοτροπεί με την ανυπαρξία προκειμένου ν’ αποποιηθεί τις ενοχές από τη δική του ευθύνη –κάτι που ουσιαστικά δεν ισχύει αλλά έτσι ενεργεί το επηρεασμένο υποσυνείδητο– σε κάθε αποτυχία συμμόρφωσης με την κατεστημένη νόρμα.  

            Στα αρχικά ποιήματα της συλλογής, ο ποιητής αυτοσυστήνεται στην επιθυμία –αρχή και απειλή– των γονιών του με την πρώτη του ανάσταση, θρηνώντας για τον εαυτό του «τις επιταγές του φύλλου του, σαν κολάρο σκύλου φορώντας» (σ.13).

Ανακαλύπτοντας την οικογενειακή συνθήκη, όπου οι γονείς διεκδικούν την κανονιστική υπεροχή πάνω του, αντιδρά όπως ένα μωρό που διαισθάνεται τον κίνδυνο χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται την ουσία του. Ως εκ τούτου, τον υποτιμάει παραποιώντας τις σκληρές λέξεις, που καθρεφτίζουν φοβέρες, είτε από αδυναμία να τις αποδεχτεί είτε με πρόθεση ν’ αστειευτεί. Έτσι, το «Σι-χαμένο» γίνεται «Φι-χαμένο», μέσα από μία συμβολιστική νοηματική αλληλουχία όπου το «Σι» είναι το αρχικό γράμμα σημαντικού ονόματος, που θα τον ακολουθεί εσαεί ενώ το «Φι» είναι ο φίλος, η φύση ή ο φυσιολογικός (σ.14).

            Στη συνέχεια παρεμβάλλονται ως τίτλοι οι «συνεδρίες», λέξη που χρησιμοποιείται ουσιαστικά για την συναισθηματική «τακτοποίηση» στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Στη συλλογή, μέσα σε αυτές τις «συνεδρίες», οντοποιούνται τα άψυχα παίρνοντας αξία συμβολική, με πρωτοβουλίες και πράξεις δυναμικές που κυριαρχούν στη ζωή των ανθρώπων άλλες φορές εξουσιαστικά και άλλες τιμωρητικά. Η ντουλάπα αποκτά τον αναπαραστατικό ρόλο της εξουσίας του κατεστημένου στη ζωή του. Κάθε φορά που πειραματίζεται να ταξινομηθεί, επιλέγοντας ένα ρούχο πέρα από τα δεδομένα του φύλου του, τον τιμωρεί «γραπώνοντας» βίαια τα δάχτυλά του ανάμεσα στα φύλλα της. Μία τιμωρία πολύ αυστηρή για ένα παιδί που επικαλείται τα σημάδια της ακόμα και ως ενήλικας. Αυτή η εξέλιξη τοποθετεί τον αφηγητή σε μία βαθμίδα κατώτερη της οικογενειακής όμως ανώτερη του φύλου (σσ.15-16).

            Οι συνεδρίες αυτές της αυτο-συμπάθειας παρεμβάλλονται ανάμεσα στην επιθυμία και στην εκπλήρωσή της, στο όνειρο και στην πραγματοποίησή του, και βασανίζουν εξηγώντας δεδομένα και εξελίξεις, ενδιαφέροντα και προτιμήσεις. Πρόκειται για μία προσπάθεια τακτοποίησης των όσων η ντουλάπα αρνείται ν’ «αποδεχθεί». Μέχρι να βρεθεί τρόπος να ειπωθεί η «Αλήθεια, τι άλλο;», μέσα από επεξηγήσεις και ευρηματικά τεχνάσματα γραφής, που παρεμβάλλονται ως διαγραμμένοι στίχοι, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους, αλλά υπονοώντας ή υποδεικνύοντας την εσωτερική πραγματικότητα (σ.17). Κατά τη διάρκειά τους, ο αποδεχόμενος τη βοήθεια του ειδικού αντιλαμβάνεται τη σημασία κάποιων εμμονών για επιθυμίες που του απαγορεύτηκαν στην παιδική του ηλικία, όπως το παιχνίδι με κούκλες. Και συνειδητοποιεί ότι αυτές οι απαγορεύσεις «διαμόρφωσαν την τωρινή του πλάση» (σ.18). Θαυμάσιο παράδειγμα δομής και απόδοσης των στίχων με διαγραμμένες λέξεις, βρίσκουμε να συνοδεύουν το 2ο μέρος της 2ης συνεδρίας, σαν εσωτερικός μονόλογος:

Ω μίλα ολόφωτε άγγελε/ φύλακα του ασυνειδήτου/ και σωτήρα της ψυχής μου/ πάνε δύο συνεδρίες και ακόμα να ακούσω τη φωνή σου (σ.18).

Το ίδιο συμβαίνει και στον 4ο στίχο της 3ης συνεδρίας (σ.21), όπου οι σκέψεις που δεν εξωτερικεύονται δρουν ως εσωτερικές δεήσεις. Ο ποιητής τις χρησιμοποιεί όταν απευθύνεται σε εξωτερικούς παράγοντες όπως ο θεραπευτής Ψ, τον οποίο παρακαλεί σιωπηλά με τη σκέψη, να εκτιμήσει το «πρόβλημά» του. Έως τότε, θα συνεχίσει να υποκρίνεται ότι μεταξύ των ανθρώπων δεν υπάρχει διαφορά και να χαιρετάει τον εσωτερικό του εαυτό σε 2ο πρόσωπο και με τρόπο χαϊδευτικό, καλοπιάνοντάς τον ώστε να συμμετέχει στην προσπάθεια εξοικείωσης μεταξύ τους (σσ.20-21). Στις συνεδρίες, μέσα από τις συνομιλίες του με τον ειδικό κ. Ψ, όπου κυριαρχεί η επιθυμία του για εξηγήσεις σχετικές με αναπάντητα ερωτήματα, απευθύνεται και στον εσωτερικό εαυτό του με έναν τρόπο ειλικρινή και ουσιαστικό. Ουσιαστικά προσπαθεί να τον φέρει κοντά του με έναν έξυπνο τρόπο, αποδίδοντας τις σκέψεις του με τη μορφή στίχων. Έτσι, αυτός ο εσωτερικός διάλογος γίνεται εύκολα προσιτός.

            Στο ποίημα «Η γιαγιά μου η λεσβία», (σ. 19), που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη 2η και 3η συνεδρία, ο ποιητής γράφει με σατιρική διάθεση, η οποία μεταφέρεται στον αναγνώστη, παρότι κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν είναι εύηχες. Θυμίζουν «τὰ ἐκ τῶν ἁμαξῶν σκώμματα τῶν οχουμένων Ἀθηναίων γυναικών», κατά την επιστροφή τους από τα Ελευσίνια Μυστήρια, ή τους στίχους που απαγγέλλονται ελευθερόστομα με σκωπτική διάθεση κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, τους οποίους η Ελληνική Παράδοση διατηρεί μέχρι σήμερα.

              Στη συλλογή, όσα δεν μπορούν να ειπωθούν μετασχηματίζονται σε εικόνες. Λόγος άμεσος χωρίς επαναλήψεις, ευρηματικός, με ευφυή λογοπαίγνια, ελίσσεται μεταξύ ευαισθησίας και σκληρότητας – συγκρατούμε το «Τέρμα τα ψέματα χαιρετουμπίνι», όπου ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον εαυτό του (σ.22). Κάτι παραπλήσιο κάνει και στο ποίημα «Καισαριανής (όχι το Σκοπευτήριο, πιο πάνω)», (σ.40). Αυτή τη φορά μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Με τον τρόπο αυτό αποστασιοποιείται από τον προσωπικό πόνο.

Ο Σπύρος Χαιρέτης, άλλες φορές συνεσταλμένος και άλλες προκλητικός, ακολουθεί έντιμα την ίδια στάση ζωής. Η φωνή του αν δεν ήταν λυγμός θα μπορούσε να είναι παραλήρημα. Αν δεν ήταν κραυγή θα μπορούσε να είναι καταγγελία. Ο ίδιος αν δεν ήταν άνθρωπος θα μπορούσε να είναι πλάσμα της θάλασσας που η πορεία του στη στεριά να συγκλίνει με την πλεύση σε ξένα νερά και να εμποδίζεται από όγκους βράχων. Από παιδί ακόμα καταδύεται στα βάθη του νερού και της ντουλάπας του, είτε ως «γοργόνος», που μαθαίνει να ελίσσεται στο νερό (σ.24), είτε σαν άντρας, που διατηρεί υπεύθυνη στάση απέναντι σε μια ανάμνηση αλληγορική, (σ.22).

Χαρακτηριστικό το ποίημα «Love coaching» (σ.27), όπου με έναν συμβολικό τρόπο ενώνονται μεταξύ τους κάποιες συγκεχυμένες καταστάσεις, που θέλουν και δεν θέλουν να κοινοποιηθούν καθώς είναι βαθιά κομμάτια της ψυχής, φθαρμένα από τον χρόνο, σαν φύλλα ξερά που η ελάχιστη επαφή τους με τον αέρα θα τα διαλύσει. Με τον ίδιο τρόπο χτίζονται και τα δύο επόμενα ποιήματα «Άλλος» (σ.28) και «Χρόνια ολόκληρα» (σ.29), στα οποία η διαπίστωση της πραγματικότητας οδηγεί στη λύτρωση.

Το άτιτλο ποίημα της σελίδας 31, είναι άτυπα αφιερωμένο στον πατέρα που δεν πρόλαβε να «κατανοήσει» τον γιο του. Ο αφηγητής, κοιτώντας τον ουρανό, εύχεται σε δεύτερο πρόσωπο, ο αποδημήσας πατέρας του να μην φοράει τα γυαλιά του, ώστε να μη βλέπει τις πράξεις του. Έκδηλη η συγκριτική συστολή κάθε γιου απέναντι στον αποστασιοποιημένο πατέρα του.

Σε κάποια ποιήματα ο λόγος είναι σύντομος από πρόθεση, καθώς οι στίχοι τους δεν χρειάζονται εξήγηση κι επομένως ούτε ανάπτυξη. Είναι επαρκείς («Υποκρισίες», σ.32, «Ερμηνεύοντας αμφίβια», σ.33, «Αν είσαι άντρας», σ.38). Κάποια άλλα, αφήνουν από τον στίχο τους να ξεπηδούν ερωτήματα, που πρέπει ν’ απαντηθούν, για να συνεχιστεί η ζωή, όχι μόνο η δική μας αλλά και πολλών άλλων. Είναι τα υπαρξιακά ερωτήματα της πορείας ενός ανθρώπου σε έναν κόσμο φιλοσοφημένο και όχι σκαμμένο με την ελαφρότητα της επιφανειακής τακτοποίησης του σπόρου (σσ. 41-43).

Εξαιρετικό το τελευταίο ποίημα «Συγνώμη (το πλάσμα της ντροπής)», (σ.49), δυνατό. Μαζί με το ποίημα «Προνόμια [συνεδρία ΧΙ]» και το σπονδυλωτό «Χ [συνεδρία ΧΧΧ]» (σσ.44-47) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν τα πλέον αποκαλυπτικά και ως εκ τούτου «δύσκολα». Όμως η αισιοδοξία δεν χάνει το χρώμα της σε αυτή τη συλλογή που αξίζει να διαβαστεί. Γιατί πάντα όταν γράφονται αλήθειες, είτε άμεσα είτε παραβολικά και αλληγορικά, θα πονάει το ανήλιαγο μέσα μας σαν να το σκάβει ο ήλιος.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

*     Σπύρος Χαιρέτης Ο γοργόνος και άλλα πλάσματα, Εκδ. Θράκα, Λάρισα. 2023, σελ. 64

[1]Το 2021 κατέθεσε τη διατριβή του, αντλώντας από τις φεμινιστικές, κουήρ σπουδές και την ειδολογική θεωρία, και έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα. 

[2] Τα χρονικά της Νάρνια είναι μια σειρά λογοτεχνικών βιβλίων που γράφηκαν από τον Κλάιβ Στέιπλς Λιούις στο διάστημα 1950-1956. Οι ιστορίες αυτές είναι αυτοτελείς και εξελίσσονται σε διάφορες χώρες που συνδέονται ή καταλήγουν με κάποιο τρόπο στη μυθική χώρα ονόματι Νάρνια.

[3] The Queer Art of Failure, Jack Halberstam, γνωστός και ως Judith Halberstam, είναι Αμερικανός ακαδημαϊκός και συγγραφέας, περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του Female Masculinity. Το έργο του επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον φεμινισμό και τις queer και transgender ταυτότητες στη λαϊκή κουλτούρα.