Αδιάβροχες λέξεις πάνω σε πληγές
Πριν αναφερθώ στη νέα ποιητική συλλογή Αδιάβροχες Λέξεις της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου, (εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2024, σελ. 96) να σημειώσω πως έχω ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Πρώτον, μέσω της λογοτεχνίας, γιατί μελέτησα για το διδακτορικό μου, την παιδική ποίηση του μεγάλου κύπριου λογοτέχνη Κώστα Μόντη. Δεύτερον, το γλωσσικό ιδίωμα της Κύπρου μοιάζει πάρα πολύ με τη διάλεκτο του τόπου καταγωγής μου, τον Αρχάγγελο. Επομένως η γλώσσα, είτε μέσω του γραπτού είτε μέσω του προφορικού λόγου, δημιουργεί δεσμούς. Διαβάζοντας τις Αδιάβροχες λέξεις ένιωσα αυτόν τον δεσμό να ενισχύεται. Κι αυτό έχει να κάνει με τη σχέση που δημιουργεί η ποιήτρια με το αναγνωστικό της κοινό, μέσα από το περιεχόμενο, αλλά και τη μορφή που διέπουν τη συλλογή αυτή.
Θα σταθώ αρχικά στον τίτλο της συλλογής. Η ποιήτρια αξιοποιεί το δομικό υλικό της γλώσσας και κατ’ επέκταση της ποίησης, που είναι οι λέξεις, οι οποίες συνδέονται με το υγρό στοιχείο. «Γιατί οι λέξεις είναι αδιάβροχες;» αναρωτήθηκα. Ίσως γιατί μέσω της ποίησης αντλούμε τη δύναμη να αντιμαχόμαστε τη φθορά και τα τραύματα, παρά τα δάκρυα και τις καταιγίδες της ζωής. Ίσως γιατί αναζητούμε έναν χώρο στεγανό, να επιβιώσουμε σε έναν κόσμο που συνεχώς βουλιάζει. Η ποίηση, όπως μια κιβωτός, όπου ο άνθρωπος-ποιητής προσπαθεί να διασώσει την ύπαρξή του, κάτι που αναδεικνύεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Παιδί του Νώε», όπου η ποιήτρια γράφει: «Σε κάθε κατακλυσμό/ εκπαιδευμένος πια/ διασώζω αδιάβροχες τις λέξεις μου/ Και ζευγαρώνω». Πρόκειται για στίχους που εκφράζουν την αγωνία της ποιητικής δημιουργίας, που εντοπίζεται και σε ορισμένα ακόμα σημεία με αυτοαναφορικά σχόλια για την ποίηση, τη γραφή και τις λέξεις, είτε ρητά είτε υπαινικτικά. Αναφέρω παραδείγματα στίχων: «Οι σκόρπιες λέξεις στο κομοδίνο κάθε βράδυ», «στους λαβυρίνθους των ποιημάτων/ δίχως τον μίτο κάποιας λέξης», «το ποίημα ρούχο που ξεγυμνώνει», «ξεβάφοντας ποιήματα που δεν θα διαβαστούν», «πάει καιρός να γράψω στίχους», «ας λύνονται οι λέξεις μου ακονισμένες/περνώντας μέσα από συμπληγάδες μέρες».
Στις Αδιάβροχες Λέξεις η ποιήτρια μετουσιώνει ατομικές και συλλογικές εμπειρίες με το δικό της ποιητικό ύφος, όπου κυριαρχεί η νεωτερική γραφή. Ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, τα οποία αφηγούνται μια κατάσταση που συχνά ενσωματώνει αποσπασματικές εικόνες, οι οποίες εγείρουν συναισθήματα κι αισθήσεις, όπως η μελαγχολία, ο πόνος, η αίσθηση του εγκλωβισμού και της καταπίεσης, της διάψευσης, της απώλειας.
Συχνά ο αναγνώστης καλείται μέσα από τον υπαινικτικό λόγο να επεξεργαστεί τον κόσμο του κειμένου μέσα από διανοητικές διεργασίες που οδηγούν σε ένα δεύτερο επίπεδο πρόσληψης, με α) προεκτάσεις υπαρξιακές, όπως η φθορά του χρόνου, β) κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, όπως ο σύγχρονος ασφυκτικός τρόπος ζωής, αλλά και η γυναικεία ταυτότητα και γ) ιστορικές προεκτάσεις που συνδέονται με το τραύμα της τουρκικής εισβολής.
Η ποιήτρια εστιάζεται όχι στην επίσημη Ιστορία αλλά στη βιωμένη ιστορία, δηλαδή στις ιστορίες των ανθρώπων εκείνων που έζησαν τον ξεριζωμό, την απώλεια του γενέθλιου τόπου και των αγαπημένων προσώπων. Φωτίζει το βιωμένο τραύμα και την ατομική μαρτυρία που δεν περιλαμβάνει ο κυρίαρχος λόγος. Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά με χαμηλόφωνο συναίσθημα και δραματικό τόνο, αναδεικνύει το τραύμα μέσα από ένα μοτίβο σταθερό της ποιητικής συλλογής, εκείνο της τραυματισμένης παιδικής ηλικίας, της πρόωρα χαμένης παιδικής ανεμελιάς και αθωότητας. Κάτι που τροφοδοτείται όχι από ένα διαμεσολαβημένο συλλογικό τραύμα, αλλά από αυτό που η ίδια η ποιήτρια βίωσε ως παιδί. Για παράδειγμα στα ποιήματα «Πως ξηλώνεται ένα πορτοκαλί πλεκτό μπλουζάκι (15 Ιουλίου 1974)», «Μονίμως εισβολέας», «Συλλογή από χαρτομάντηλα», «Αν γνωρίζεις τι γεύση έχει ο φόβος», «Όταν ρωτάνε τα παιδιά» ο αναγνώστης θα συναισθανθεί το παιδί-θύμα που βιώνει έναν διαρκή θάνατο, προσπαθώντας να επιβιώσει σε ένα νέο πλαίσιο, κατατρεγμένο από μνήμες. Γράφει σε έναν στίχο: «Τραγούδια παιδικά που κάποιος πυροβόλησε στα πόδια».
Στις Αδιάβροχες Λέξεις, ο τόπος και η Ιστορία, η απώλεια και η μνήμη τού παρελθόντος συνδιαλέγονται. Ο τόπος που μνημονεύεται ανήκει συχνά στον προσωπικό και οικογενειακό χώρο με σημεία αναφοράς το πατρικό σπίτι, την αυλή, τα δέντρα, τις φωτογραφίες, τη μητέρα και τον πατέρα. Έτσι, ο χώρος γίνεται φορέας ιστορικής μνήμης και ενώνεται με τον χρόνο (παρελθόν, παρόν, μέλλον) σε μια διαχρονική προοπτική. Ενίοτε, η ποιήτρια περιστρέφεται γύρω από τη σύγχρονη πολιτική και ιστορική πραγματικότητα με μια πικρή αίσθηση, και μέσα από το αντιθετικό δίπολο μνήμη-λήθη, αλλά και μέσα από το ματαιωμένο όραμα του Κυπριακού ζητήματος. Γράφει για παράδειγμα στο ποίημα «Γαλανόλευκο Βήμα»: με πόσα βήματα μετρήσαμε, /με πόσα θα μετρήσουμε τη λήθη». Αλλά και στο ποίημα «Θερινές επέτειοι» αναφερόμενη στη σημαία γράφει: «Τα καλοκαίρια εκτίθεται πολύ/ Μαυρίζει από το πένθος/ Τις άλλες εποχές κάνουμε πως ξεχνάμε/ κι ας χαϊδεύει ασθμαίνοντας μνήμες και συνειδήσεις».
Η ποιήτρια, ωστόσο, δεν περιορίζεται στο ιστορικό τραύμα. Κι αυτό προσδίδει μια ισορροπία στο περιεχόμενο της συλλογής. Αναδεικνύονται και άλλα ζητήματα, όπως ο χρόνος που περνά αμείλικτα, που ωριμάζει το σώμα και τον τρόπο θέασης της ζωής. Το πέρασμα της νεότητας και το γήρας, τα παιδιά που φεύγουν από το σπίτι και το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, το σπίτι που φθείρεται. Ιδιαίτερα στα 8 νυχτερινά ποιήματα της τελευταίας ενότητας, η σκέψη καταδύεται στον πυρήνα της ύπαρξης, τη ζωή και τον θάνατο, το φως και το σκοτάδι, την ευτυχία και τη θλίψη.
Την απασχολούν και θέματα που συνδέονται με την ασφυκτική καθημερινότητα της σύγχρονης ζωής, σε μια εποχή με την κυριαρχία της ύλης, με παγωμένους ανθρώπους, δίχως πνευματικές συγκινήσεις, δίχως την ουσιαστική επαφή κι επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, με την παντοδυναμία των μίντια και της τηλεπικοινωνίας. Κι όμως μέσα σε αυτό το πλαίσιο φθοράς, διακρίνεται ακόμα η βούληση για εσωτερική ελευθερία, όπως αποτυπώνεται για παράδειγμα μέσα από ένα ποίημα που περιγράφει το οδοιπορικό της Πολυάννας, η οποία αποτελεί μια διακειμενική αναφορά στην παιδική ηρωίδα της Έλεανορ Πόρτερ. Ως μια άλλη Πολυάννα λοιπόν, επιδιώκει με μια ενδόμυχη αισιοδοξία και αθωότητα, να βρει τη δύναμη να απαλύνει τον πόνο των κοινωνικών και προσωπικών αδιεξόδων, λέγοντας στους δύο τελευταίους στίχους: «Κι αν δεν αλλάζει αυτή η διαδρομή/ αλλάζω συνεχώς τον δρόμο μέσα μου».
Ένα βασικό στοιχείο της συλλογής είναι η διακειμενικότητα, δηλαδή η διασταύρωση του λόγου της ποιήτριας με έργα και πρόσωπα από τη λογοτεχνία, τον μύθο, τη μουσική, τον κινηματογράφο και σε ελάχιστα σημεία από τη Βίβλο. Η Εύα, η Γυναίκα του Λωτ, ο Σοπέν με τα Νυχτερινά, η Καζαμπλάνκα, η Πολυάννα που προαναφέρθηκε, ο Γιόζεφ Κ από τη Δίκη του Κάφκα, ο Ιούλιος Βερν, η Μάγια Αγγέλου, μορφές από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο Τομ Σώγιερ κ.ά. Η ποιήτρια ενσωματώνει συνειδητά τα στοιχεία αυτά στο δικό της ποιητικό σύμπαν, μεταπλάθοντάς τα, προκειμένου να μεταδώσει την προσωπική της αίσθηση και σκέψη. Για παράδειγμα στο ποίημα «Ταξίδι στο κέντρο της ζωής», όπου ενσωματώνονται έργα του Ιουλίου Βερν, γράφει: «Και είκοσι χιλιάδες λεύγες/ κάτω από τη ζωή ταξίδεψα/ μήπως και βρω το βάθος των τραυμάτων». Όλα τα διακείμενα που αξιοποιεί η ποιήτρια ενεργοποιούν τον αναγνώστη να ανακαλέσει στη μνήμη του έργα του σύγχρονου και προγενέστερου πολιτισμικού πλούτου, να προβεί σε συσχετισμούς και στην προσωπική του νοηματοδότηση. Προσωπικά με συγκίνησε ιδιαίτερα η αναφορά στον πρώτο και παντοτινά αγαπημένο μου ήρωα από την παιδική μου ηλικία, ένα σύμβολο ελευθερίας και αντικομφορμισμού, τον αλητάκο του Μισισιπή Τομ Σώγιερ, του συγγραφέα Μαρκ Τουέιν. Στο ποίημα «Ο Τομ Σώγιερ αγαπά την εποχή μου» απευθύνεται άμεσα στον Τομ Σώγιερ με εξομολογητικό τόνο, όπου διακρίνεται ένα βασικό αντιθετικό δίπολο που συναντάμε και σε άλλα ποιήματα: ελευθερία-σκλαβιά, που ανάγεται στην ευρύτερη αντίθεση: φύση-πολιτισμός. Θα ολοκληρώσω για τη διακειμενικότητα κάνοντας λόγο για ορισμένα ποιήματα που μου θύμισαν τη γραφή του Μίλτου Σαχτούρη. Διέκρινα ως κοινά σημεία την εφιαλτική αίσθηση, το παράλογο, και μέσα σε αυτά λέξεις – σύμβολα όπως το αίμα, το φεγγάρι ο ουρανός, που όλα συνάδουν με την εσωτερική οδύνη και το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου, απόρροια ενός κομματιασμένου κόσμου, χαοτικού. «Από τη γλώσσα βγαίνουν κομματιασμένα τα φεγγάρια», γράφει σε ένα στίχο, και σε έναν άλλο: «βλέπω τα τόξα από τα κόκαλά της/ να σημαδεύουν ένα χελιδόνι/ θαμμένο ζωντανό». Κι ένα τελευταίο: «ένα μολυβένιο καράβι / έχει ναυαγήσει σήμερα στον ουρανό/ κρέμονται τα φινιστρίνια του/ σαν μάτια νεκρού ψαριού».
Με τις Αδιάβροχες Λέξεις, ο αναγνώστης διασώζεται. Βρίσκει κομμάτια της δικής του ζωής, της ατομικής και της συλλογικής. Αυτές οι λέξεις είναι σαν αδιάβροχες γάζες, πάνω σε πληγές που όταν κλείσουν θα μείνει το σημάδι, σαν υπενθύμιση για όσα πέρασαν, αλλά και σαν χρέος για όσα ονειρευόμαστε να έρθουν.
Μίκα Ντάκα
ποιήτρια, εκπαιδευτικός, Δρ. Παιδικής Λογοτεχνίας