Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Εμπύρετη επιμονή, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 55

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

Εισπνοές αναπνοής…

…θα έλεγα τα ποιήματα του Παναγιώτη Αργυρόπουλου. Πρωτίστως δικής του αναπνοής. Κι αν μαζί του εισπνεύσουν κι άλλοι, ακόμα καλύτερα. Ο ίδιος πάντως μοιάζει από χρόνια να ξέρει τι θέλει. Γι’ αυτό και η ποίησή του διακρίνεται από σαφήνεια, αυστηρότητα, μέτρο και ουσία. Με δάνειο το μεταϋπερρεαλιστικό στοιχείο αλλά και τον υπολανθάνοντα λυρικό τόνο, και με τη χρήση έλλογων επάλληλων σκέψεων καταλήγει σε ένα σαφές συμπέρασμα. Εκεί όπου η έκπληξη του αναγνώστη για τη διατυπωμένη απόφανση διαδέχεται την αποδοχή του καλοδιατυπωμένου στίχου: Όταν πίνεις τον έρωτα ανόθευτο/ δε φοβάσαι τη μέθη/ φοβάσαι τον εθισμό. παραθέτω μερικά ακόμη παραδείγματα: Κωπηλατώ ηλιαχτίδες/ στο τρικυμισμένο ανυπόφορο.// Τρέφομαι με ξηρά τροφή/ κροκέτες ελπίδας.// Είμαι ένας ΕΠΙΖΩΝ/ ή ένας ΕΛΠΙΖΩΝ.// Έτσι κι αλλιώς, όλοι το λένε./ Είμαστε αυτό που τρώμε (σ. 10). Το παραπάνω ενιαίο 4στροφο ποίημα θα μπορούσε να ήταν ξεχωριστά επιγράμματα. Όπως επιγράμματα είναι πολλοί από τους στίχους του Αργυρόπουλου, όπως: ποίηση είναι η δαγκωνιά/ που ρίχνει η ψυχή στον φόβο. Ή: Καλύτερα, ας μην εμπιστευόμαστε/ τον χρόνο για θεραπευτή μας./ Κι αυτόν η λήθη κι η συνήθεια/ τον κουράρουν/ κι έχει ξεχάσει να πεθάνει. κλπ

Για να αιτιολογήσω το μεταϋπερρεαλιστικό που προανέφερα παραπέμπω στα θαυμάσια ποιήματα «Το κουκούτσι» σελ. 9, «Αρρωστημένη σχέση» σελ. 12, «Το κατοικίδιο» σελ. 15 κλπ.

Στα ποιήματα του Αργυρόπουλου διακρίνω έντονη τη συγγένεια ως προς το ύφος και τα υλικά της Κικής Δημουλά. [Αυτονόητο ότι η σκέψη αυτή δεν αποτελεί μομφή αλλά έπαινο. Άλλωστε η δημιουργικά αφομοίωση της καλής ποίησης αποτελούν εχέγγυα μιας νέας δημιουργίας.] Να δώσω μερικά παραδείγματα: «έριξε τη βόμβα της η απώλεια», «στη θέση του συνοδηγού/ ο πανδαμάτωρ χρόνος», «η ματιά να πάψει να ’ναι κατοικίδιο της ψυχής», «ο έρωτας έγινε βαμπίρ/ και κρύβεται σ’ ερειπωμένες καρδιές/ που τους έταξε αναστήλωση», «η ομορφιά που το ’σκασε/ απ’ τα άπατα νερά της λήθης» κ.ά. πολλά.

Ως προς τον ενδόμυχο [όχι κραυγάζοντα, αλλά πάντως σαφέστατο] λυρισμό δεν έχω παρά να παραθέσω σχεδόν όλους τους στίχους του βιβλίου. Ένα έκδηλο παράδειγμα το ποίημα «Περιεκτικότητα» σελ. 19: Έρωτα/ .ρωτα/ ..ωτα/ …τα/ ….αααα!/ / Όλα τα περιέχει αυτή η λέξη μέσα της/ προστακτικές απορίες/ που μένουν αναπάντητες/ ελαττωματική ακοή με σπασμένα τύμπανα/ που δεν αντιλαμβάνεται τα τύμπανα της ήττας/ οριστικό άρθρο για να βρίσκει/ το πάθο τον δρόμο του/ σαν πολλαπλασιάζεται/ κι ένα γεμάτο επιφώνημα/ σαν ύστατη εκπνοή του ωραίου.

Η σαφήνεια στη διατύπωση των όρων/εννοιών/ονομάτων/ιδεών που διαβάζουμε σε όλη τη συλλογή, όπως και στο παραπάνω ποίημα, εξηγεί την απολύτως επιτυχή αξιοποίηση των σπουδών του Π.Αργ. στην ελληνική φιλολογία/ Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και σήμερα καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Να πω επίσης ότι στην παρούσα, 6η ποιητική συλλογή [νομίζω και στις προηγούμενες] δεν υπάρχει άμεση ή έμμεση αναφορά σε προσωπικά δεδομένα του ποιητή, ούτε καν ποιήματα αναφοράς για τον τόπο κατοικίας/ Θεσσαλονίκη ή τον γενέθλια Πύργο Τριφυλίας στη Μεσσηνία. Τα θέματά του/ποιήματά του αγγίζουν τις γενικότερες ιδέες/ερωτήματα/διαπιστώσεις που απασχολούν κυρίως τον εσωτερικό κόσμο [συνειδητό ή ασυνείδητο] του κάθε ανθρώπου. Δίχως να παραγνωρίζουμε ότι αναμφισβήτητα η ποίηση δεν είναι άλλο από τον προσωπικό κόσμο του δημιουργού της εντούτοις ο κόσμος αυτός στον Αργυρόπουλο δεν είναι ατομικός/ομφαλοσκοπικός αλλά συλλογικός: ανθρώπινος με τα συνακόλουθα: έρωτας, χρόνος, όνειρο [«η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο», θάνατος. Και μια επισήμανση/απορία: ενώ υπάρχουν αναφορές στον Φρόιντ, ακόμη και τίτλος ποιήματος, όπως και πολλά ποιήματα σχετικά με τα όνειρα, εντούτοις θα έλεγα ότι η συλλογή διαπνέεται περισσότερο από τη θετικιστική κατεύθυνση ότι ο άνθρωπος ελέγχει με τη λογική τη συμπεριφορά του και τη σχέση του με τον κόσμο, παρά τη φροϋδική θεωρία πως το ασυνείδητο μπορεί να αποτελεί την πηγή των ανθρώπινων πράξεων. Θα έλεγα ότι η ποίηση του Αργυρόπουλου είναι βαθειά επαγωγική, γλωσσικά σαφής και ταυτοχρόνως λογοπαιχτική [εκ του λογοπαίγνιου]: Δεν έχω θέμα/ ν’ αναγνωρίσω αυτό το ποίημα./ Αλλά καλού κακού/ ας γίνει τεστ πατρότητας (σ. 22), ή: Οι δυο μας μιλάμε τώρα/ αγαπητή προς-ποίηση, (σ. 25) ή: Τι επαγγέλλομαι;/ Άνεργος/ Τρομάζουν, φαίνεται, οι εργοδότες/ απ’ τ’ όνομά μου (σ. 36).

Να πω τέλος ότι τα τρία ποιήματα της ενότητας Μετανάστης καημός ξεχωρίζουν για την αισθητική της γραφής αλλά και τον ευαίσθητο πολιτικό λόγο.

Μίλαγα πρόσφατα με έναν σημαντικό άνθρωπο, αντισυμβατικό, με ολοζώντανη σκέψη από τα νεανικά του μέχρι τα ώριμά του χρόνια, τον ζωγράφο Γιάννη Χαΐνη, που εδώ και 70 χρόνια υπήρξε ιδιαίτερα δρων πολιτισμικά. Βεβαίως δεν είναι ευρύτερα αναγνωρίσιμο το πρωτοπόρο έργο του, αλλά τόσο το χειρότερο για όσους το αγνοούν. [Κι αν κάτι δεν συγχωρεί η ζωή, είναι η άγνοια και η αφέλεια του βίου.] Ο Χαΐνης λοιπόν έλεγε [κι έχει δίκιο] πως η τέχνη είναι παιχνίδι. Μήτε μεγάλα οράματα μήτε υψηλοί στόχοι: παίζουμε, αεί παίδες εσμέν. Μόνο που ο Π.Αργ. το έκανε με επιτυχία. Κι αυτό δεν είναι αυτονόητο στην πληθωρική [και ποιητικά] και γι’ αυτό ανούσια εποχή μας.


Κώστας Α. Κρεμμύδας