16.2.20 Κυριακή. Ξεκινάω μόνος με το βήχα μου βόλτα στο κέντρο της πόλης για μικροψωνάκια. Στο Campsie ψιλοβρέχει, φτηνιάρικο κινέζικο παζάρι και η τρελή καρακάξα με τη μεταλλική φωνή ακούγεται μέχρι τη Σμύρνη που καίγεται, στην άκρη του κόσμου. Το φρικτό της κακάρισμα μ’ αρέσει, με κινητοποιεί. Θα ήθελα να σφίξω στην αγκαλιά μου μία μοιραία γυναίκα, με αγκάθια στο Λαιμό I want a sweet kiss and some naughty dirty sex αλλά ένας νεαρός ασιάτης φρόντισε να μου προσφέρει τη θέση του στο τρένο κι αυτό με σόκαρε όσο τίποτ’ άλλο. Αν είναι δυνατόν να εκλαμβάνομαι ως γεροντοφρικιό!
Στο λιμάνι δεσπόζει ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο και στο Μουσείο μοντέρνας τέχνης ουρά στριφογυριστή στο τετράγωνο, για ένα μοντερνιστή Αυστραλό ζωγράφο, που είναι κακέκτυπο του Σπυρόπουλου. Ουρά, όχι αστεία. Λατρεία για την αφηρημένη τέχνη και ήλιος με δόντια. Ενώ στο δικό μας Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Αθήνα, άδεια πατώματα, όπου ίπταται μία μύγα και την κυνηγάω προσωπικά μία φορά το μήνα. Ο χαμηλόμισθος φύλαξ (άγγελος) του μουσείου ΦΙΞ (και του δίπτερου) με περιμένει κοκαλωμένος, ως περφόρμανς αθηναϊκή. Ιδιωτικού δικαίου.
Στα Rocks, oι μπυραρίες μεσημεριάτικα είναι τίγκα και τα ζευγάρια που έχουν πιάσει θέση στα παράθυρα έχουν όλα χρωματιστές δερματοστιξίες και επιδεικνύουν τα μπράτσα τους, δεν πίνουν μπύρα ΦΙΞ, μία γελοία Βικτώρια πίνουν, και μαύρη. Πανέμορφα ανθισμένα δέντρα στους δρόμους ρωμαλέοι ευ-κάλυπτοι στα πάρκα, όλο το Σύδνεϋ μία φωτογραφία.
Οι ζητιάνοι είναι νεαρής ηλικίας, νεοάστεγοι στις κεντρικές οδoύς Pitt και George St. και μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όλοι τους έχουν σκυλιά. Από τους πέντε, που μέτρησα τις μέρες αυτές, οι τρεις είναι γυναίκες, οι δύο διαβάζουν βιβλίο, η τρίτη σκέπτεται. Ο χώρος τους είναι πεντακάθαρος. Οι άλλοι δύο είναι άρρενες με φανελάκια σαν αθλητές ενώ εγώ βήχω μες το αδιάβροχό μου σαν φυματικός. Αύριο πρέπει να δω εξάπαντος τον ντόκτορα Νταγκ για κανένα ματζούνι. Αγόρασα δύο αυτοκόλλητα καγκουρό, ένα τενεκεδένιο κύπελλο και ήπια ένα μιλκ σέικ. Πήρα βέβαια και δύο αμπορίτζιναλ πίνακες σε πάπυρο και σε καμβά. Να πού ακουμπάμε το εισόδημα. Ο καθείς και η λόξα του. Ξεποδαριάστηκα.
Τέλος πίσω πάλι στο Campsie, μπροστά από το χασάπικο Tiem Thit οι καρακάξες συνεχίζουν το μεταλλικό ουρλιαχτό, ενώ ένας νεαρός με την πλάτη στον τοίχο «του φτηνότερου φαρμακείου της Αυστραλίας» προσφέρει στο φίλο του μια σοκολάτα. Πόσοι επιτέλους γνωρίζουν ότι η σοκολάτα γάλακτος περιλαμβάνει τη χημική ουσία θεοβρωμίνη που ρέπει τη νεολαία προς το σιωνισμό και την αρσενοκοιτία και γιατί οι επιστήμονες επιμελώς αποκρύπτουν ότι η μετάληψις με το αίμα του Κυρίου ημών θεραπεύει τας ανωμαλίας;
Έχασα τα κλειδιά του σπιτιού στην περιπλάνηση, βάλε βγάλε το αδιάβροχο, ποιος τους ακούει τώρα ;
17.2.20 27β. Κελσίου. Δεν θυμάμαι τίποτα ασήμαντο, παρά μόνο τα ολίγα βασανιστήρια εις τα οποία υποβάλλουν απαραιτήτως τη μαζόχα γιαγιά τα πιτσιρίκια για να πάνε σχολείο. Μαζόχα και φασίστρια μαζί. Κι επίσης ότι πλήρωσα ένα διακοσάρι για την επίσκεψη του λιβανέζου συντηρητή σκεπής που ήλθε και είδε τις πληγές στον οροφή κι ένα κατοστάρικο στους κορεάτες καθαριστές. Μέχρι να μείνω ταπί στο τέλος και αναλαμβάνει ξανά ο Αντώνης τα μπαλέτα της μικρής και βάλε.
Δημήτρης Τζουμάκας