Ποίηση
Πέτρος Γκολίτσης | Το Τριβείο του χρόνουΑπό την ενότητα “Μίκρο-Μάκρο”
Ποιητή δωσ’ το σύνθημα
να σκορπίσουμε
ασυντόνιστα να βαδίζουμε
προς όλες τις κατευθύνσεις
να πέφτουμε ολόγυρα
καθώς πλησιάζουν
οι επόμενοι
*
Μολύβι έσερνες και ερχόταν περιστέρια
μες στο μυαλό χτυπούσαν τα φτερά
νεκρά πουλιά πνίγονταν μες στη γλώσσα
πετούσαν δίχως μάτια
*
Το μάτι κρεμάστηκε
μα δεν ανέβηκε
πάνω στο άλογο
το άλογο έφυγε
το μάτι διαλύεται
μαζί με τη σκόνη
του καλπασμού
Η ποιητική συλλογή Το Τριβείο του χρόνου του Πέτρου Γκολίτση εκδόθηκε την άνοιξη του 2013 και είναι το δεύτερο βιβλίο του. Ο ποιητής έχει πραγματοποιήσει επίσης δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του. Είναι επομένως και ζωγράφος, κάτι που φανερώνεται τόσο στο ιδιαίτερο σχέδιο του εξωφύλλου του βιβλίου όσο και κατά την διάρκεια της ανάγνωσής του, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται με έναν κάπως παράξενο τρόπο. Η πρώτη ενότητα ονομάζεται Πολυάνδρειο (Ωχρόλευκα και αιματωπά) και περιλαμβάνει 16 ποιήματα, η δεύτερη τιτλοφορείται Πορτρέτα εκτός κάδρου και περιέχει 7 ποιήματα και η τελευταίαΜίκρο-Μάκρο και περιέχει 10 κείμενα, τα οποία φαίνονται ως σπαράγματα ενός συνόλου που δεν βλέπουμε ή ως μικρά τμήματα που αυτονομήθηκαν και παρατάσσονται το ένα μετά το άλλο, άτιτλα. Οι τρεις αυτές ενότητες, έτσι όπως συγκροτούνται, προσφέρουν μια πρωτότυπη δομή και αναδεικνύουν την επιθυμία ενός πειραματισμού, τόσο πάνω στην ποιητική φόρμα όσο και στην ποιητική μυθοπλασία.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει 16 ποιήματα τα οποία μιλούν για τη σχέση του ποιητικού φορέα με τον θάνατο, το σώμα, την ίδια την λειτουργία της τέχνης που προσπαθεί να δράσει λυτρωτικά και απελευθερωτικά αλλά δεν τα καταφέρνει. Το πάθος παραμένει χωρίς κάθαρση.
Τα ποιήματα συμβαίνουν με γυαλόχαρτο/τρίβω το χαρτί και βγάζει χόρτα/ανάσκελα βολεύτηκα/και πλέον πλέω στο χώμα[1]
Έχω σφαγή /την πλάθω σαν ψωμί/Την περιφέρω /θα φουσκώσει /αζύμωτη/ Σαν το λευκό χαρτί τσαλακωμένη[2]
Τα δάνεισα τα χέρια μου/πού ’ναι τα χέρια μου;[3]
Εδώ τα μάτια με τα δάχτυλα αφαιρώ/τα ποιήματα στις κόγχες σαν κέρματα στα αφήνω[4]
Ο ποιητής βουλιάζει, αυτοτυφλώνεται, φλέγεται, καταβυθίζεται και λιώνει. Ακολουθεί την πορεία των νεκρών και των τρελών του, εκείνων που τον έχουν ανάγκη αλλά δεν μπορεί να τους βοηθήσει, εκείνους που χρειάζεται αλλά με τους οποίους δεν μπορεί να είναι πια μαζί.
Μόνο οι νεκροί δεν ταξιδεύουνε/χωρίς να σκέπτονται σκαλίζουν/μ’ ένα ραβδί στην επιφάνεια του μυαλού μου[5]
Περιφέρομαι /σε ετοιμοθάνατων κρεβάτια/τα τελευταία τους λόγια καταγράφω[6]
Πρέπει και πάλι να κατέβω/να τους καθησυχάσω τους τρελούς μου20
Γυρίζω απ’ την κηδεία του πατέρα μου[7]
Νιώθει ανίσχυρος αλλά δεν παραιτείται. Παρόλο που 9 από τα 16 ποιήματα αναφέρονται ξεκάθαρα σε νεκρούς, παρόλο που ο ποιητής δεν αισθάνεται πως μπορεί να καταφέρει αυτό που οραματίστηκε,
δεν έχω χέρια πια να τον καθησυχάσω[8]
το μυαλό μου είναι ένας τόπος/όπου υπάρχω και εγώ/δεν μπορώ να σηκωθώ[9]
ωστόσο κάθε ποίημα ξεκινά την προσπάθεια από την αρχή με θεληματικότητα και πείσμα. Υπάρχει μια κρυμμένη αισιοδοξία κάτω από τα στρώματα του θανάτου, της τρέλας, της απώλειας. Ο ποιητής κομματιάζεται, βυθίζεται, καίγεται, αλλά λέει: είμαι ακόμα εδώ! και ξαναρχίζει από την αρχή. Η αφηγηματική φωνή επανέρχεται συνεχώς με θέληση, με πείσμα, με ανυποχώρητο το όραμα που κάθε φορά υιοθετεί.
Και ονειρεύομαι/σχίζω τις πόλεις μάρμαρα μαζεύω/ψηλά στον ουρανό[10]
…περιφέρομαι σε τόπους που θα υπάρξουν[11]
Είναι νωρίς για να συμφιλιωθώ/είμαι στο σπίτι της νεκρής/για να χτενίσω τα μαλλιά της[12]
Τα ποιήματα συμβαίνουν με γυαλόχαρτο… βρέχει χαρτόνια γύρω μου παντού/μόνο χαρτόνια [13]
Ενδιαφέρουσα είναι η σχέση σώματος-ποίησης, όπως φαίνεται κυρίως στα 4 ποιήματα της ενότητας με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: Το μυαλό μου, Σπλάχνα, Το βλέμμα κιγκλίδωμα, Τα χέρια. Αν και η θεματική της σωματοποίησης της ποιητικής λειτουργίας επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής και στις επόμενες ενότητες. Για να μείνουμε όμως ακόμη στην πρώτη, αξίζει να παρατηρήσουμε πως το θεματικό μοτίβο των χεριών απαντάται συχνά και λειτουργεί μετωνυμικά ως φορέας της ποιητικής ουσίας και της ζωοδόχου πηγής σε έναν κόσμο στέρησης και απώλειας. Εκτός από τα χέρια, συχνές αναφορές γίνονται και στα μάτια και γενικότερα στην αίσθηση της όρασης, την οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί και δηλωτικά και συνδηλωτικά με ιδιαίτερη έμφαση. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μάτια, όργανο αισθητηριακής πρόσληψης, αλλά και αισθητήρας των ψυχικών διακυμάνσεων είναι πολλαπλά φορτισμένα τόσο στην λόγια όσο και στην λαϊκή λογοτεχνική μας παράδοση.[14] Αν αναλογισθούμε τον σημαίνοντα ρόλο της βλεμματικής επαφής ως φορέα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, σύμφωνα με τα σύγχρονα ψυχιατρικά δεδομένα, (πχ στους αυτιστικούς, στους οποίους υπάρχει εγγενές έλλειμμα κοινωνικής αλληλεπίδρασης, η βλεμματική επαφή προκαλεί πόνο) αποκτά βαρύνουσα σημασία η δήλωση του ποιητή: τα μάτια με τα δάχτυλα αφαιρώ/τα ποιήματα στις κόγχες/σαν κέρματα στα αφήνω… [15]/ αλλά και τα μάτια τρεμοπαίζουνε διαλύονται/ διαλύεσαι κι εσύ…[16]/ χώρες τα μάτια μου παλιές που χάνονταν…[17] καιΞαναφορώ το βλέμμα μου…μα βρίσκω βλέφαρα κιγκλίδωμα…[18]/πλησιάζανε τα μάτια τα νεκρά…[19]
Ο ποιητής με απορροφητική ευαισθησία δέχεται τα οπτικά και ψυχικά ερεθίσματα και παρόλο που η επικοινωνία αποτυγχάνει, εκείνος επιμένει να προσπαθεί να απ-εικονίσει με έναν άλλο, εν-ορατικό τρόπο, αυτό που η συμβατική συναλλαγή ακυρώνει.
τα μάτια μου ξοδεύονται/τις φλόγες έβλεπα τυφλός/φουντώναν -μ’ άλλα μάτια-[20]
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η διεύρυνση από το εγώ στο εμείς: Συνήθως η ποίηση που περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο, την απώλεια, την παρέκκλιση του διαφορετικού (επανέρχεται πολύ συχνά το μοτίβο του ψυχικά διαταραγμένου, τρελού) είναι μια ποίηση εσωστρεφής που αυτοσπαράσσεται, μια μονήρης πορεία ενός μοναχικού ταξιδευτή, ωστόσο στο Τριβείο του Χρόνου το εγώ της αφήγησης- παρόλο που το α’ ενικό είναι το κυρίαρχο αφηγηματικό πρόσωπο- δεν αποσπάται από το εμείς της συλλογικότητας στην οποία ανήκει.
μάς περνούν πιο κάτω/ενώ ψηλά βουλιάζουν οι επόμενοι…[21]/ εγώ ‘μαι το μυστήριο εμείς…[22]
κάθετοι εμείς σαν κυπαρίσσια…[23]/ αυτή κι ο κόσμος/ κι ανάμεσα εμείς…[24]
Αυτό το εγώ δεν είναι αποσχισμένο ποτέ, ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές του, την ώρα που βυθίζεται, που διαπιστώνει την απώλεια, αντιμετωπίζει τους νεκρούς του, συναισθάνεται την αδυναμία του. Χωρίς τους ηρωισμούς του μαζικού κανόνα, χωρίς τις κραυγές των ποιητών που εγκολπώνονται το κοινωνικό χρέος, ο ποιητής εδώ αρπάζεται από το εμείς, δεν το εγκαταλείπει, δεν παραιτείται. Και είναι αυτό κάτι που τού δίνει δύναμη, που τον κάνει να μην αισθάνεται μόνος, που τον σώζει τελικά από τον αφανισμό. Έστω κι αν πρόκειται για δύσκολες παραδοχές, γιατί ακόμα και η ενοχή ελαφραίνει, όταν την μοιράζεσαι, ακόμα και ο πόνος λιγοστεύει στις πληγές, ή και η πικρία της ειρωνείας μπορεί να αποκτήσει ελαφρυντικά: τον χρόνο πίσσα στα βαγόνια μοιραζόμαστε…[25]/ άντε να τελειώνουμε γιαγιά/να πάμε να παίξουμε μπάλα…[26]/ έβαλε και μάς μοίρασαν…[27]/ μάς κρατούν τα παιδιά/για λίγο στο χέρι…[28]/ μάς κατακλύζει το λευκό…[29]/ το ξέρουμε κορίτσι μου…[30]
Κι έρχεται ως φυσική κατάληξη η ανάγκη του ποιητή να δοθεί, γιατί μέσα από τον προσωπικό βασανισμό του -πώς άλλως;-δωρίζει και δωρίζεται, ελπίζει και υπάρχει: πρέπει και πάλι να κατέβω/ να τους καθησυχάσω τους τρελούς μου…[31]
Κι έτσι αυτό που φαινομενικά θα θεωρούνταν ήττα, γίνεται εξακολουθητική προσδοκία, κάτι που από μόνο του ιδίως στους χαλεπούς καιρούς, φαντάζει ως νίκη.
Η 2η ενότητα περιλαμβάνει 6 κείμενα τα οποία παρουσιάζονται ως βιογραφικά ή ψευδοβιογραφικά ποιητών και εικαστικών καλλιτεχνών: του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, του ζωγράφου J.M.W.Turner, του ποιητών Ezra Pound, Γκέοργκ Τρακλ, Μίλτου Σαχτούρη, του ζωγράφου Χρόνη Μπότσογλου και ένα που αναφέρεται στον Καντ και μέσα από μια αλληλουχία εμβληματικών μορφών για την ιστορία της ευρωπαϊκής κουλτούρας (Bacon, Chagall,Hopper,Klimt, Balthus, Dali)στον σύγχρονο Έλληνα ζωγράφο Εδουάρδο Σακαγιάν. Τα ποιήματα για τον Χαλεπά, τον Τέρνερ και τον Τρακλ εστιάζουν περισσότερο στο προσωπικό δράμα της παρέκκλισης, της διαταραγμένης πρόσληψης ενός περιβάλλοντος που οδηγεί τον δημιουργό στον αποκλεισμό, τον στραγγαλισμό, τον θάνατο. Τα κείμενα για τον Πάουντ, τον Σαχτούρη και τον Μπότσογλου είναι περισσότερο νοεροί διάλογοι με ένα alter ego αναζήτησης της ουσίας της ύπαρξης και της τέχνης. Το κείμενο με τις περισσότερες γραμματολογικές αναφορές μιλά για τον Καντ και τον μαθητή του Φίχτε και μέσα από μια σωρεία ονομάτων καταλήγει στο ζωγράφο Ε.Σακαγιάν με μια υπονομευτική ειρωνεία αντιστρόφως ανάλογη της βαρύτητας της αυθεντίας των προσωπικοτήτων που επικαλείται.
Η 3η ενότητα αποτελείται από κείμενα μικρότερης έκτασης, πιο συμπυκνωμένα, κείμενα, όπου επιστρέφει ξανά το θέμα του ποιητικού μηνύματος που αγωνιά να ενσαρκωθεί, να αποκτήσει υπόσταση, ώστε να καταφέρει να επιδοθεί.
Ποιητή, δώσ’ το σύνθημα/να σκορπίσουμε/ασυντόνιστα να βαδίζουμε/προς όλες τις κατευθύνσεις[32]
Μολύβι έσερνες και ερχόνταν περιστέρια[33]
Τώρα μαζεύονται τα χελιδόνια μες στο ποίημα… μού παίρνουν το χαρτί που γράφω και πετούν[34]
Έχουν πιο έντονο ρυθμό και ένα χωλαίνον αλλά αναγνωρίσιμο μέτρο, στροφικά σχήματα πιο σφιχτά και δομημένα πολλές φορές και με σχηματικές αναλογίες ή νοητούς άξονες συμμετρίας.
Το μάτι κρεμάστηκε/μα δεν ανέβηκε/Πάνω στο άλογο/Το άλογο έφυγε(διάκενο)το μάτι διαλύεται/μαζί με τη σκόνη/του καλπασμού[35]
Τα μάτια πάλι κυρίαρχα,
Νεκρά πουλιά πνίγονταν μες στη γλώσσα/πετούσαν δίχως μάτια[36]
Και το μάτι γυαλίζει από θλίψη[37]
Νεκρά πουλιά τα μάτια μου[38]
αλλά και η πτώση και ο θάνατος,
να πέφτουμε ολόγυρα/ καθώς πλησιάζουν/ οι επόμενοι[39]
έχω πένθος[40]
γυρίζουν οι νεκροί σαν δορυφόροι[41]
η υποβάθμιση του ποιητικού λόγου από έναν περίγυρο που αρέσκεται στον εντυπωσιασμό οδηγεί και πάλι σε μια πικρή ειρωνεία.
Ζητάω το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου… με κοιτάζουν σαν να ζητώ/ να βγει ο Beethoven απ’ το βάθος/ να παίξει πιάνο[42]
Ο Πέτρος Γκολίτσης, όπως και άλλοι ομήλικοί του ποιητές αγωνιά και αγωνίζεται για μια νέα ποιητική έκφραση στην αυγή μιας νέας, έτσι κι αλλιώς, εποχής, που χωρίς την συγκατάθεσή μας πορεύεται την δική της δύσκολη πορεία. Αν το στοίχημα θα κερδηθεί είναι κάτι που το μέλλον μόνο μπορεί να δείξει. Παραμυθία και ελπίδα η διαβεβαίωση του ποιητή για την πρόθεση της πιο βαριάς θυσίας σε έναν κόσμο που έχει θεοποιήσει τον ελάσσονα μόχθο:τα μάτια με τα δάχτυλα αφαιρώ/τα ποιήματα στις κόγχες/σαν κέρματα αφήνω
Άννα Αφεντουλίδου
[1] Πέτρου Γκολίτση, Το τριβείο του χρόνου, Μανδραγόρας, 2013, σελ. 10
[2] Ό.π. σελ. 16
[3] Ό.π. σελ. 16
[4] Ό.π. σελ. 9
[5] Ό.π. σελ. 15
[6] Ό.π. σελ. 18
[7]Ό.π. σελ. 18
[8] Ό.π. σελ. 14
[9] Ό.π. σελ. 11
[10]Ό.π. σελ. 19
[11] Ό.π. σελ. 15
[12] Ό.π. σελ. 23
[13] Ό.π. σελ. 10
[14] τα μαύρα μάτια το πρωί/δεν κάνει να κοιμούνται, Δημοτικό τραγούδι, η λαϊκή προσφώνηση: Μάτια μου,
τα μάτια η πείνα εμαύρισεν, στα μάτια η μάνα μνέει…
πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου-Σολωμός\
[15] ό.π. σελ.9
[16] ό.π. σελ.12\
[17] ό.π. σελ.13\
[18] Ό.π. σελ.13
[19] Ό.π. σελ.17\
[20] Ό.π. σελ.25\
[21] Ό.π. σελ.9
[22] Ό.π. σελ.12
[23] Ό.π. σελ.12
[24] Ό.π. σελ.25
[25] Ό.π. σελ.14
[26] Ό.π. σελ.16
[27] Ό.π. σελ.18
[28] Ό.π. σελ.18
[29] Ό.π. σελ.21
[30] Ό.π. σελ.22
[31] Ό.π. σελ.20
[32] Ό.π. σελ.39
[33] Ό.π. σελ.39
[34] Ό.π. σελ.40
[35] Ό.π. σελ.39
[36] Ό.π. σελ.39
[37] Ό.π. σελ.41
[38] Ό.π. σελ.41
[39] Ό.π. σελ.39
[40] Ό.π. σελ.41
[41] Ό.π. σελ.41
[42] Ό.π. σελ.41
Ο Πέτρος Γκολίτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Birkbeck College). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Η μνήμη του χαρτιού” (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2009) και “Το τριβείο του χρόνου” (εκδ. Μανδραγόρας, 2013). Ολοκληρώνει επίσης δύο μονογραφίες πάνω στην ποίηση, μια για τον Γιάννη Δάλλα με τίτλο “Όροι και όρια της ποιητικής του Γιάννη Δάλλα: Το αίτημα που ωρίμασε” και μια για τον Τάσο Φάλκο. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα ρουμανικά, στα σερβικά και στα αγγλικά. Ποιήματα και δοκίμια του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: “Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας”, “Οδός Πανός”, “Ένεκεν”, “Μανδραγόρας”, “poetix”, “Θέματα Λογοτεχνίας”, “Κουκούτσι”, “Πόρφυρας”, “Εμβόλιμον”, “Τεφλόν”, “poiein”, “Intellectum”, “poeticanet”, και στην ποιητική ανθολογία “Αλμανάκ Ποιείν”. Κατέχει, απ’ το Μάρτιο του 2013, την κύρια στήλη κριτικής ποίησης στο περιοδικό “Ένεκεν”. Παράλληλα ασχολείται με τη ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 20 ομαδικές στην Ελλάδα και στη Σερβία.
Μανδραγόρας, 2013
45 σελ.
ISBN 978-960-9476-51-5
Share this Post