23.11.18 Μαύρη Παρασκευή: Τhe biggest sale of the year. Στην Αμερική, στην Αγγλία, στην Αυστραλία και στην Ελλαδίτσα τρέξτε, σκοτωθείτε, αγοράστε, μη χάσετε.Πράγματα και πραγματάκια, ραδίκια και φαντάσματα. Εx nihilo nihil.
Έχω βγάλει εισιτήριο για Σύδνευ στις 25 Δεκεμβρίου με την αραβική αεροπορική Εταιρεία ελ Τιχάντ και τρέχω να προλάβω εδώ, την πολύπαθη έκδοση της «Αμνησίας». Είναι έτοιμη και μία επανέκδοση του «Χαρούμενου Σύδνεϋ», μένει να πάει στο τυπογραφείο, αλλά ο Ηροδότος κωλοβαράει –δεν κωλοβαράει ο άνθρωπος παίρνει συνέχεια καινούριες δουλειές. Οπότε βρίσκω αφορμή να ψειρίζω την Αμνησία να κάνω διορθώσεις αδιόρθωτες. Ελπίζοντας ότι θα προλάβω να πάρω κάποια κομμάτια μαζί μου.
Ο Σωτήρης Παπανικολάου παρουσιάζει έκθεση φωτογραφίας στο Booze, μάλλον περφόρμανς βλέπω, με βίντεο εγκατάσταση με θέμα «σκέψη χωρίς αντικείμενο». Ένας καλός φίλος που έχω να τον δω από την προηγούμενη έκθεσή του, δηλαδή πριν έξι χρόνια! Αυτός είναι ο τρόπος που μας καταβροχθίζει η μεγαλούπολη όταν δεν συμπίπτουμε ο ένας με τον άλλο εργασιακά, όταν είμαστε μπίζι και μένουμε μακριά. Ο Σωτήρης είναι διαβασμένο παιδί ψάχνεται πολύ και η δουλειά του γίνεται όλο και πιο σύνθετη. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους ασκώντας δύναμη και έλεγχο πάνω σε κάποιον ή σε κάτι. Η αφηρημένη και άμορφη τέχνη παρόλο που αρνούνται να αναπαραστήσουν τον αντικειμενικό κόσμο, λέει ο Σωτήρης, απεικονίζουν τον εσωτερικό και εντέλει δημιουργούν και εκθέτουν αντικείμενα μέσα στο χώρο.
Η σύγχρονη κουλτούρα δείχνει την ανικανότητά της να θίξει τις παραγωγικές σχέσεις όχι μόνο μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας αλλά να αναλύσει και να συνδράμει σε βάθος και σε έκταση το υποκείμενο, το οποίο συνέχεια υποβιβάζει. Στο αναλυτικό συνδυαστικό σχήμα σκέψης του μεταμοντερνισμού αντιπαρατίθεται η σκέψη χωρίς αντικείμενο, μία μορφή δημιουργίας χωρίς αντικείμενο και επιθετικότητα.
Θέλω να πάω άλλα έχει εκδηλωθεί ένα κρύωμα που γίνεται όλο και πιο άγριο.
24.11.18 Το άγριο κρύωμα με βρίσκει οριζοντιωμένο, βγαίνω μόνο για εφημερίδα και πορτοκάλια, επίσης πηγαίνω στη Λίτσα και παίρνω καραμέλες του βήχα, βιταμίνες C και μουρουνέλαιο. Μπαίνει ένας κακοφτιαγμένος πρόσφυγας στο φαρμακείο και δείχνει κάτι στο τηλέφωνο. Ζητάει Τζάιλις, χάπι για τη στύση. «Θέλουν υπεράποδοση», λέω «οι νέοι και γι’ αυτό ντοπάρονται», «όχι» μου λέει η φαρμακοποιός «εσύ δεν ζεις στην πιάτσα, πορνεύονται οι ξένοι και πρέπει να είναι ντούροι».
Ήλθε η Μπέμπα στη Δεριγνύ κι έκανε διαφορα μαγικά, εντριβή με vix και φιδέ σούπα κοτόπουλο, αλλά προκοπή δεν είδαμε. Εντάξει εγώ θα επιζήσω (προς το παρόν) με τη μάνα δεν ξέρω τι γίνεται.
25.11 18 Kυριακή γιορτάζει η Mπουμπού. Δεν ανεβαίνω στο Ηράκλειο. Το άγριο κρύωμα που έχω αρπάξει αντιμετωπίζεται εκ των ενόντων με μαντζούνια. Τσάγια, χαμομήλια, φασκόμηλα, τίλιο, μελισσοβότανο κλπ. Διαβάζω ότι καλό κάνουν και δυο ποτήρια βραστό νερό με 8 γρ. χαμοθρουμπίδι. Πού να το βρω τώρα το χαμοθρουμπίδι κυριακάτικα; Αντ’ αυτού βράζουμε φύλλα και κοτσάνια τσουκνίδας μαζί με μελισσόχορτο και πίνουμε δυο-τρεις φορές την ημέρα. Για τις φλογώσεις των βρόγχων και για το βήχα η Μπέμπα προτείνει κρεμνόχορτο αλλέως πως το μάτι του Χριστού.
26.11.18 Κάηκαν δύο ρακοσυλλέκτες σε υπόγειο κοντά στο σπίτι μου. Μυρουδιά θανάτου στην πόλη. Πότε είναι η σειρά μου; Σεισμός στη Θήβα. Απεβίωσε κι ο Μπερτολούτσι. Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι ήταν το φιλμ που μου άρεσε περισσότερο τα χρώματα των τοίχων στο αριστοκρατικό 16ο διαμέρισμα του Παρισιού κατακκόκινα, ξεφλουδισμένα. Η συνάντηση του Μπράντο με την πιτσιρίκα «πώς σε λένε;» τον ρωτάει αυτή, «όχι ονόματα εδώ», λέει αυτός, μια ατμόσφαιρα ντεγκατάνς και άκρατου ερωτισμού.
Στη γιατρό Κυριακούλα να μου γράψει φάρμακα και κάτι για τον κωλόβηχα ή κωλοβήχα. Δεν μου βρίσκει «ακροαστικά» αλλά γράφει οξεία βρογχίτιδα. Μου γράφει Singulair 10 mg. Μπανάλ πράγματα. Κι η κουβέντα γυρίζει στο παζάρι, ενώ έξω περιμένουν οι ασθενείς. Τα πράγματα και οι ελκυστικά χαμηλές τους τιμές, κακά τα ψέματα, είναι η ζωή μας κι ας λέμε ότι είμαστε αντικομφορμιστές.
27.11.18 Τρίτη. Πηγαίνω στην Εθνική Τράπεζα να πληρώσω το μισό εισιτήριό μου για το Μεξικό, αλλά πρώτα σταματάω στο φαρμακείο της Λίτσας για τα φάρμακα. Μυρίζει σπέρμα και φασισμό, μου λέει, εδώ. –Δηλαδή; –Μα όλη την ημέρα χτες δεν πουλήσαμε παρά μόνο προφυλακτικά και στυτικά χάπια. Μπουρδελοπεριοχή παιδί μου, τι περιμένεις από κάτω η οδός Φυλής κι όλες οι φυλές του κόσμου ήλθαν εδώ να γαμήσουν. Πάω στην Τράπεζα. Έχω τον αριθμό 122 κι είναι το 72. Ένας υπάλληλος μόνο στο ταμείο κι αύριο έχει απεργία. Ευτυχώς έχω το Κουτσό του Κορτάσαρ μαζί μου, στρώνομαι στο διάβασμα, έχω μάθει από στησίματα. Κάθομαι στη δεύτερη σειρά των 26 καθισμάτων κι έρχεται μπροστά ζεύγος γερόντων πολλών δεκαετιών με το μπαστούνι. Η γηραιά κυρία ρωτάει ποιος αριθμός εξυπηρετείται γιατί δεν βλέπει καθόλου και απογοητεύεται. Καταφθάνει ένας άλλος γέρων με πάρκινσον με δερμάτινο καπελάκι τζόκεϊ ακριβό κουστούμι και κονκάρδα στο πέτο.
–Σε βλέπω πάνοπλο, του λέει ο καθιστός με το μπαστούνι, δεν σε γνώρισα. –Χαίρομαι που σας βλέπω, λέει ο νεοφερμένος, σας διαβάζω ανελλιπώς και καθημερινώς.
Ποιος είναι ο γράφων, πού τον «διαβάζουμε καθημερινώς»; –Ευχαριστώ για την εμψύχωση, λέει ο Καθιστός, –Εσείς μας εμψυχώνετε, λέει ο άλλος και κάθεται δίπλα του. Βάζουν στην άκρη τη γηραιά κυρία, η οποία γυρίζει συνέχεια πίσω και κοιτάζει καχύποπτα, και πιάνουν την κουβέντα, ακούω μόνο το νεοφερμένο. «Θα μας τα δώσουν τα λεφτά πίσω, είναι δικά μας. Δεν μπορούν να μη τα δώσουν τώρα που μας έφτασαν στα άκρα…» «Δεν σε βλέπω πια στο καφενείο στην πλατεία. Καλά κάνεις είναι επικίνδυνα…» «Εγώ είμαι ξέρεις από το Σάμο. Το νησί έχει εφτά χιλιάδες κατοίκους και έχουν έλθει και πέντε χιλιάδες αλλοδαποί. Δεν μπορείς να καθίσεις στην προκυμαία, τους βλέπεις συνέχεια μπροστά σου». Μιλάει πάντα ο νεοφερμένος με το πέτσινο τζόκεϋ. «Έπεσες και χτύπησες, δεν το ήξερα, πού;» «Μέσα στο σπίτι» «Κι έξω είναι επικίνδυνα, εμείς στο δρόμο μας στην οδό Γκυιλφόρδου περάσαμε όλοι σιδεριές. Ένα χιλιάρικο δώσαμε, να προσέχεις. Χάρηκα που σας είδα».
Η γηραιά εξακολουθεί να ρίχνει ανήσυχες ματιές πίσω… Μα μοιάζω τόσο για κακοποιός;
Επιστρέφοντας από την Πλατεία στη Χέυδεν ένας μετανάστης στο πεζοδρόμιο σε κάθισμα βαθύ στα πόδια του κοιτάζει το κινητό του. Το κοριτσάκι του όρθιο μπροστά του πολύ όμορφα ντυμένο με σκουφάκι 12-15 μηνών κοιτάζει ακίνητο κι αυτό προς το κινητό του μπαμπά.Kαι οι δύο είναι κοκαλωμένοι μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει στη λιλιπούτεια οθόνη.
Φτάνοντας στην Αχαρνών μία νέα γυναίκα με γαμψή πιθανότατα Γεωργιανή, καθισμένη στη στάση του λεωφορείου καπνίζει αρειμανίως κοιτάζοντας ψηλά, απέναντι. Κοιτάζω να δω τι κοιτάζει, έναν αράπη βλέπει που απλώνει τα εσώρουχά του στο μπαλκόνι γυμνός από τη μέση κι απάνω.
Woman killed in freak accident στην Αυστραλία. Tι γούμαν ήταν αυτή; Τι freak accident ήταν αυτό; Πόσο άκαρδο είναι το τιτλάκι. Μια ανθρώπινη ψυχή χάνεται, τι ήταν; νέα, μεγάλη, μορφωμένη, αμόρφωτη; Πρέπει να ανοίξουμε το σάιντ να δούμε τι έπαθε αυτό το πλάσμα «γούμαν» στην Αυστραλία. Κι αν είναι ’κανας δικός μου; Μη γίνει ό,τι έγινε, το ανάποδο με την Μπουμπού όταν άκουσα στο ραδιόφωνο από το Σύδνεϋ ότι ανατινάχτηκε αυτοκίνητο της αστυνομίας στον Περισσό κι υπάρχει νεκρός και ήταν μέσα η αδελφή μου. Ευτυχώς, απλώς στραβώθηκε και απλούστατα κουφάθηκε. Και τώρα όλο γελάει λες και δεν τρέχει τίποτα, λες και δεν έτρεξε ποτέ τίποτα και βασανίζεται με τη μάνα μου. Woman killed during accident jog by out–of–control car that pinned her to fence. Έτρεχε η γυναίκα για να κρατήσει τη φόρμα της, ήταν 60 χρονών έπεσε πάνω της το ακυβέρνητο αυτοκίνητο και τη διέλυσε στο φράχτη. Άμα σου είναι γραφτό., σκέφτομαι και τρακάρω στην είσοδο του Μπακάκου στην Ομόνοια.
Στις 21:50 συνέντευξη στην ΕΡΤ 2 του εικαστικού Κώστα Τσόκλη. Η ξανθιά κυρία επί των πολιτιστικών που του παίρνει συνέντευξη είναι πολύ διαχυτική μαζί του κι αυτός επαίρεται πόσο πολύς κόσμος θυσιάστηκε γι’ αυτόνα, με πρώτη και καλύτερη τη δεύτερη γυναίκα του. –Εσείς τελικά θυσιαστήκατε για κανένα; τολμάει επιτέλους και ρωτάει η δημοσιογράφος
–Εγώ όχι. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε τέτοιος λόγος. Αν ζυγίσω, δεν υπήρχε κάποιος πιο βαρύς (δείχνει τα χεράκια του σαν ζυγαριά που παλαντζάρει) για τον οποίο θα άξιζε να θυσιάσω την τέχνη μου (!).
–Δεν μας γαμάς εσύ και η τέχνη σου, βλάκα.
Ο ίδιος όμως έχει πει πριν λίγο ότι «η ζωγραφική τα τελευταία εκατό χρόνια είναι ασθενής» κι ο ίδιος ο πιο «βαρύς» οπότε μάλλον ως βαρύς την καταπλάκωσε την ασθενή αυτή τέχνη και μαζί μ’ αυτή και μας, με τις τόσες άλλες ρατσιστικές μαλακίες που έχει πει ο ανεκδιήγητος «μέγας» καλλιτέχνης, ενώ καμαρώνει και στάζει μέλι γι αυτόν η δημοσιογράφος.
Δημήτρης Τζουμάκας