«Εκεί, στην κεφαλή, μέσ’ στα μυαλά
που οδηγούν, ή και στο σώμα αλλού,
όπου μαζεύεται η δύναμή σου,
εκεί όπου δουλεύει η κατασκευή σου,
γίνεται η διαστροφή της ύπαρξής σου.»
Ζωή Καρέλλη (1901- 1998)
Αλλιώς καταστροφή. Ό, τι συντρίβεται εκθρέφει στοιχεία στρέβλωσης του πρωτοτύπου. Η παρέκκλιση από κανονικότητες και νόρμες κυοφορεί μιαν αλλοίωση ανεπίστρεπτη. Η διαστροφή περιγράφει πέρα από το ασυνήθιστο και το διαφορετικό, το ηθικό πταίσμα της ανθρώπινης επινόησης που παραχαράσσει την εξέλιξη ενός πράγματος ή μιας κατάστασης στη φύση. Tη μεταστρέφει. Την παραμορφώνει. Την παραποιεί.
Αναντίρρητα διαστρέφουμε αυτό που επιθυμητά εξερευνούμε. Παραλλάσουμε με τη διάνοια τις εκδοχές της ζωής που ποθούμε να κατακτήσουμε. Στην ερωτική ταυτότητα που διαμορφώνουμε επί παραδείγματι ενεργοποιώντας τα ένστικτά μας, γινόμαστε διαστροφικοί όταν έλλογα διερευνούμε πτυχές πρόκλησης πόνου, πάθους και λαγνείας. Η ανάγκη της σαρκικής εμπειρίας να εγκολπώσει το διαφορετικό, χαρακτηρίζει το ετερόκλητο του γενετήσιου ύφους μας απέναντι στον/ στην ερωτικό/ή μας σύντροφο.
Όντως, η διαστροφή αποτελεί μια επιθυμία νόθευσης χωρίς να βεβαιώνει κανένα αίσιο τέλος. Μετά την ολοκλήρωση μιας διαστροφικής μας πράξης, ο αυτοέλεγχος που ασκούμε είναι ισχνός και ευτελής, το ηθικό μας έρεισμα αποσυναρμολογείται στην εκπλήρωση της προσωπικής μας ικανοποίησης. Η ηδονή εν προκειμένω συλλαμβάνεται ως μια απτή χειραφέτηση από οποιαδήποτε εξωγενή δέσμευση. Τουναντίον πρεσβεύει τη μοναδικότητα της ποθούμενης πείρας έναντι των βιωμάτων μας άνευ λογοκρισίας. Ειδικότερα, πέραν της πράξης αυτής καθ’ αυτής, η φαντασίωση, το απείκασμα μιας ενέργειας που διεγείρει, επανέρχεται ξανά και ξανά για να οικοδομήσει πτυχές της προσωπικότητας κρυμμένες στην ερωτική μας ορμή και όχι μόνο.
Ακολούθως η οντότητα που αποκτά η αντίληψή μας για το διαστροφικό βίωμα δραπετεύει από τη σφαίρα του φαινομένου και προσλαμβάνει ποιότητες ουσίας. Μολονότι η συνείδηση της διαστροφικής εμπειρίας παραμένει δέσμια των αισθήσεων μας, η έλλογη επανάληψή της μας τοποθετεί σε ένα όριο ταυτισμένο με την εσώτερη ανάγκη μας για προσωπική έκφραση. Η διαστροφή τότε γίνεται στοιχείο της προσωπικής ελευθερίας διανοητικό.
Επίσης, οι εμμονές πλήρωσης των διαστροφών μας ενισχύουν την ένταση και το μέγεθος της ηδονής που αποκομίζουμε όταν τις πραγματώνουμε. Η συντέλεια του συνηθισμένου και η απαρχή ενός καινοφανούς πλην ιδιωτικού βίτσιου μας σαγηνεύει προσθέτοντας στην προσωπικότητά μας στοιχεία μανίας απροσμέτρητης. Η υπερβολή των ιδιαιτεροτήτων μας διαγράφει ένα σαφές όριο που κάθε φορά που το προσπερνάμε, αναμετριόμαστε με τις άπειρες επιλογές του νου μας να αποκομίσει ευχαρίστηση.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές αυτό που μας θέλγει δεν προμηνύει καμιά ελπίδα συντήρησης και αύξησης. Γι’ αυτό κάποτε η διαστροφή είναι συνώνυμη του απόκοσμου, του σκοτεινού, του συντελικού. Το πέρας και το όριο κάνει την ετυμολογική αλλά και την ερμηνευτική του εμφάνιση στις διαστροφικές μας εκδηλώσεις για να υποδηλώσει το σύνορο του επιτρεπτού με το ανεπίτρεπτο. Το απαγορευμένο άλλωστε πάντα ασκούσε και ασκεί μια ηδονιστική σαγήνη τονίζοντας το ηθικό δίπολο του καλού και του κακού.
Σε μια διαχρονική διερεύνηση της λέξης, στην αρχαία ελληνική γραμματεία η λέξη «διαστροφή» δεν απαντάται. Στη φιλοσοφία των Πυθαγορείων ωστόσο γίνεται λόγος για το πέρας και το όριο ιδωμένο κοσμογονικά. Συγκεκριμένα εν αντιθέσει προς τον Αναξίμανδρο, ο οποίος εξέλαβε το άπειρο ως αρχή του κόσμου ταυτίζοντάς το με το θείο, οι οπαδοί της διδασκαλίας του πυθαγορισμού θεώρησαν πως οτιδήποτε δεν έχει πέρας και εμφανίζεται ως άπειρο είναι ελαττωματικό και το εξομοίωσαν με το ανεπίδεκτο μετρήσεως υλικό στοιχείο.
Επομένως επανεξετάζοντας τη σημασία της διαστροφής ως εκδηλούμενο σαφές ηθικοκοινωνικό όριο μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα της ταύτισης της με την αφθαρσία κατά τους πυθαγορίους, κόντρα στη φθορά της περατής ύλης. Ό, τι προκύπτει από την ανθρώπινη επινόηση απομακρύνεται προοδευτικά από τα σαφή όρια του τόπου και του χρόνου και βρίσκει αναλογίες αντίστοιχες με τη διαχρονικότητα ακριβώς μέσα στο σαφές πλαίσιο της εκδήλωσής του. Η διαστροφική σκέψη με την ανορθόδοξη πορεία εκδήλωσής της, επιβεβαιώνει μια κρυφή κατάφαση στο αιώνιο. Ό, τι είναι ακατανόητο και συνάμα ποθητό, μας θέλγει με μια θεϊκή δύναμη. Και όπου θεϊκό, εκεί και άχρονο. Θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στη σκέψη πως μια πτυχή της αθανασίας κερδίζεται με την αχαρτογράφητη ηδονή της διαστροφής. Η οποία υπάρχει ακριβώς επειδή χαρακτηρίζεται από σαφή όρια προς κατάργηση.
Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, η σύνδεση της διαστροφής με το αναλλοίωτο, αν κι εκείνη προϋποθέτει μια επίκτητη ηθική φθορά της προσωπικότητας, μας ωθεί στο να διερευνήσουμε περαιτέρω την ετυμολογική σύσταση της λέξης. Ας έχουμε στο μυαλό μας ότι με τη διαστροφή μπορούμε να συνταιριάξουμε αντίθετες έννοιες που κάποτε μας διεγείρουν και παραλλάσσουν την αντιληπτική μας ικανότητα στις ερωτικές και άλλες βιωμένες εμπειρίες, είτε ζώσες είτε φαντασιακές. Είτε στον υλικό, είτε στον πνευματικό μας κόσμο.
Συγκεκριμένα η πρόθεση «διά» της διαστροφής νοηματοδοτεί την ετεροκατεύθυνση και τον χωρισμό. Η διάσταση που δημιουργείται από το αναμενόμενο, επιβεβαιώνει τον κανόνα της απόστασης που δημιουργούμε από την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας όταν εκδηλώνουμε τον υποκειμενισμό των διαστροφών μας. Επιπλέον, η πρόθεση «διά» μπορεί να λάβει την έννοια του «μέχρι τέλους» και του «πέρα για πέρα». Η ολοκληρωτική αυτή αντίληψη των διαστροφών μας επιβεβαιώνει το πέρας όλων εκείνων των επιθυμιών που αν και βιωμένες, αποτελούν στρεβλές προσωπικές πραγματικότητες δίχως κάποιο ίχνος εξέλιξης. Ωστόσο, η επινοημένη τους διάσταση διατηρεί τις διαστροφικές μας σκέψεις αναλλοίωτες, απροσδόκητα πολέμιες του φθοροποιού χρόνου. Η πυθαγορική σχολή που προανέφερα, αν και δεν συμπεριέλαβε τη διαστροφή στη φιλοσοφική της ατζέντα, έκανε λόγο για την οριοθετημένη πραγματικότητα, κι αυτό είναι αρκετό για να συνεχίσουμε τον γόνιμο στοχασμό της διαστροφικής εμπειρίας του ανθρώπου στον κόσμο και στα πράγματα.
Στη μεταφρασμένη ποιητική συλλογή Ερωτευμένος Πυθαγόρας του Lee Slonimsky, από τον Σταμάτη Πολενάκη, εκδ. Ενύπνιο 2020, βρίσκουμε το ποίημα «Ο Μανδύας». Στο ποίημα αναφέρει ο ποιητής πως «Ο ήλιος που γέρνει αντανακλάται πάνω σ’ αυτές/ τις πέτρες, χαϊδεύει τον γρανίτη με το δυτικό του φως/ και ψιθυρίζει λόγια τρυφερά στα οστά της γης/ μ’ έναν πόθο υπέρλαμπρο από μπρούτζο/ κάθε πλάσμα πάνω στη γη/ πέφτει στα δίχτυα της σαγήνης του./ Τώρα ο Πυθαγόρας είναι γαλήνιος/ ελπίζοντας ότι θα συνεχίσουν να τον αγαπούν/ ακόμα και όταν θα’ χει γίνει η σάρκα του σκόνη,/ ελπίζοντας ότι ο ήλιος θα συνεχίσει ν’ αγαπά/ αυτούς που γέρασαν, μέσα απ’ το απέραντο/ σκοτάδι της αιωνιότητας. Αλλά σύντομα η αύρα/ της ανατολής αρχίζει να καθαρίζει το θνητό,/ ζεστό ακόμα, λυκόφως και το ψύχος τον διαπερνά, της εξορίας, που έρχεται πετώντας,/ απ’ τον παγωμένο αφρό της θάλασσας…/ Τότε για να παλέψει την απελπισία/ δεν του απομένει καταφύγιο άλλο/ απ’ αυτό τον απαλό μανδύα που κυματίζει/ στο έσχατο φως.» Η απελπισία και η σαγήνη κάνουν την εμφάνισή τους σε μια κοινή οπτική του ήρωα του ποιήματος, του Πυθαγόρα. Το σκοτάδι της αιωνιότητας έρχεται να επανεξετάσει τη σάρκα υπό το άυλο φως του ήλιου και να την παραλλάξει από σκόνη σε ηλιοφώτιστη ελπίδα. Ο πόθος με τις ηλικιακές ακτίνες του ποιήματος εκδηλώνει την αγάπη για όλα τα φθαρτά έμβια όντα, μια πρώτη συνάφεια συλλογισμού με τη διαστροφική αφετηρία βίωσης της πραγματικότητας. Ο ποιητής σ’ αυτή την οπτική θέασης του κόσμου, βρίσκει κοινές αναφορές με τη θνητή του υπόσταση και διαστρέφει κοσμολογικά το αρχικό μήνυμα του ποιήματος, που συμβολίζεται από έναν μανδύα. Η χρήση του ενεστωτικού χρόνου των ρημάτων τοποθετεί την αφήγηση σε ένα ατέρμονο παρόν που κυματίζει σαν ένας άλλος μανδύας πάνω στη σάρκα του αναγνώστη. Όταν το έσχατο φως ορίζει το σύνορο του υλικού με τον άυλο κόσμο, τότε ο πόθος του Πυθαγόρα έρχεται να αναβιώσει με την εξανθρωπισμένη του υπόσταση τον αγώνα ζωής του ανθρώπου κόντρα στο θάνατο. Η επιθυμία της σκέψης του για επικράτηση, ερωτοτροπεί ανορθόδοξα με ένα κομμάτι ύφασμα το οποίο ακόμα ακούγεται να ανεμίζει στο μυαλό μας. Η διαστροφή του ποιητικού υποκειμένου έγκειται στην οριακή στιγμή της μετουσίωσης της απελπισίας σε πάθος για αιώνια ζωή.
Στο σημείο αυτό, ο οντολογικός χαρακτήρας της διαστροφής, μας απομακρύνει από την κοινωνική της ταυτότητα. Το «αυτό καθ’ αυτό» ως μεθοδολογία σε μια υποκειμενική εκδήλωση αντίληψης των εμπειριών μας, περιορίζει την πολυπρισματική έννοια της διαστροφής ως κοινωνική εμπειρία, ως κοινωνικό φαινόμενο, ως κοινωνικό γεγονός. Βεβαίως και η διαστροφή ως ανθρώπινη επινόηση δεν παύει να έχει κοινωνικό χαρακτήρα, να συντελείται δηλαδή μέσα σε κοινωνικά πλαίσια και να αποτελεί επακολούθημα των ανθρώπινων πράξεων και δημιουργημάτων.
Αξίζει να σημειωθεί το εξής: όπως σε κάθε επικοινωνία έτσι και στη διαστροφή μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, το υποκείμενο που διαστρέφει, δεύτερον, το «αντικείμενο» της διαστροφής, έμψυχο ή άψυχο, τρίτον τα μέσα με τα οποία ασκείται η διαστροφή και τέταρτον το αποτέλεσμα της διαστροφής. Το παραπάνω σύστημα τονίζει σε κάθε περίπτωση την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας αλληλοτροφοδοτούμενης ενέργειας από και προς. Είναι σημαντική η επισήμανση της προοδευτικής μετάλλαξης των υποκειμένων που αλληλοδιαστρέφονται, καθώς το προϊόν της διαστροφικής τους πράξης με την ανάδρομη κατεύθυνση στο σύστημα μπορεί να έχει μια δυναμική επιρροής στα υποκείμενα από τα οποία ξεκίνησε η διαστροφή. Με άλλα λόγια, όσοι μετέχουν της διαστροφής, δεν «βγαίνουν» σε καμία περίπτωση αλώβητοι από τις ενέργειές τους. Αλλάζουν. Αλλοιώνονται.
Στην ποιητική ανθολογία Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου/ Βαλκάνιοι ποιητές, μεταφρασμένη από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη, εκδ. Ρώμη 2021, υπάρχει ένα μεταφρασμένο ποίημα της Petra Kolmančič από τη Σλοβενία με τίτλο «Μετάσταση» στο οποίο περιγράφεται μια τέτοια επικοινωνιακή «δοσοληψία» δύο υποκειμένων. Ιδιαιτέρως, αναφέρει πως «Οι δύο τους χαϊδεύονται συνέχεια/ με το κανάκεμα βγάζει ο ένας απ’ τον άλλον/ αυτό που είναι, αυτό που θα μπορούσαν να είναι, αυτό τους/ αρέσει. Μετά γαντζώνονται ο ένας απ’ τον άλλον, βυθίζονται ο ένας/ μες στον άλλον, γδύνουν ο ένας τον άλλον./ Μετά χτυπούν ο ένας τον άλλον,/ για να γνωρίσουν κάτι παραπάνω απ’ ό, τι είναι, απ’ ό, τι θα/ μπορούσαν να είναι, απ’ ό, τι τους αρέσει./ Πρώτη εσύ κόβεις το δέρμα σου./ Βλέπεις ότι υπάρχει πολύ πράγμα από κάτω/ και πως όλα σου τα οστά μπορούν να/ ταξινομηθούν σε νέους τυχαίους συνδυασμούς./ Μετά εκείνος προχωράει στο επόμενο κόψιμο/ και η κόκκινη σάρκα του ανθίζει, το αίμα του ρέει αφρισμένο./ Αγγίζει απαλά το απόστημα, τους όγκους, το κακάδι/ και όλα τα υπόλοιπα συμπτώματα/ σ’ αυτό το τελικό/ στάδιο/ της εγγύτητας.» Αυτό που θα μπορούσαν να είναι, τοποθετεί τα δύο υποκείμενα του ποιήματος σε ένα αμιγώς φαντασιακό παιχνίδι απ’ όπου ό, τι τους αρέσει, υπερβαίνει αυτό που πραγματικά είναι. Η βία, η απέκδυση, οι εκδορές, το αίμα αποτελούν έννοιες που περιγράφουν τη συσχέτιση των δύο προσώπων όπως εκείνη θεριεύει και γιγαντώνεται, παρ’ όλο που η αφετηρία της εκκινεί από ένα χάδι. Το τελικό στάδιο απ’ αυτή την αλληλεπίδραση δημιουργεί μεταφορικές εικόνες επούλωσης (απόστημα, κακάδι, όγκοι). Η εγγύτητα, η προσπάθεια να πλησιάσουμε τον/ την άλλο/ άλλη μέσα από τυχαίους συνδυασμούς επικοινωνιακών αφορμών, παραποιεί στο τέλος την ίδια τη διαδικασία της επικοινωνίας. Πράγματι, για να γνωρίσουμε κάτι παραπάνω από αυτό που πραγματικά είμαστε, έχουμε ανάγκη της εμπλοκής μας σε ένα κοινωνικό σύστημα δύο ή περισσότερων υποκειμένων. Η μετάσταση, η μετατόπιση δηλαδή της συναισθηματικής μας κατάστασης από τον άυλο, στον υλικό κόσμο, από τη φαντασία στο αποτέλεσμα της βιωμένης εμπειρίας ενέχει πόνο, παραποίηση, κάποιες φορές ακόμα και καταστροφή. Ενέχει διαστροφή.
Ανορθόδοξη μα και ενδιαφέρουσα συγκυρία αποτελεί στη συνέχεια η αναφορά της διαστροφής σε πατερικά θρησκευτικά κείμενα. Συγκεκριμένα, στη μικρή ρώσικη κλίμακα, στην ενότητα «περί αποταγής του κόσμου» διαβάζουμε πως «… όσο υπηρετούμε τον κόσμο δε βλέπουμε το σκότος των παθών που διαστρέφει τους λογισμούς μας». Η χριστιανική διχοτόμηση της σαρκικής από την πνευματική ηδονή, τοποθετεί τον κόσμο ως την εξορία εκείνη η οποία μας αφήνει εκτεθειμένους χωρίς τη χάρη του Θεού, να παραδινόμαστε στα ακόλαστα πάθη μας. Η διαστροφή ιδωμένη από αυτή την οπτική εκμαυλίζει, μωραίνει τον νου και μας καταδικάζει σε έναν οριστικό ψυχικό θάνατο χωρίς καμία ελπίδα αιωνιότητας. Οι λογισμοί καθαγιάζονται μόνο μέσα από έναν συνεχή αγώνα αποστροφής από την ύλη, η οποία κρατάει δέσμιο των εαυτό στις ποταπές του επιθυμίες. Η «πείνα», η θέληση για σαρκική επιβίωση αποτελεί κατ’ αυτή την έννοια την απόλυτη διαστροφή της ύπαρξής μας.
Στην ποιητική συλλογή του Χρήστου Διαμαντή Κρυφές σπουδές, εκδ. Θράκα 2021, βρίσκουμε το ποίημα «Σε εσένα». Ο ποιητής με αφορμή τους παρακάτω στίχους αναμετριέται με την ανάγκη για πλήρωση των υλικών του αναγκών πέρα από το άυλο και το αιώνιο. «Σ’ αγαπώ πείνα μου/ και πως από το κενό να φτάσω στην κτητικότητα/ καμπυλόγραμμή μου οντότητα/ θηλυκή/ θέλω να ζήσω μαζί σου/ θυμήσου τον έρωτα/ κι όταν ανθίστηκα τη φωνή σου/ από της σάρκας μου το φάσμα κρατήσου/ κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου/ γδύσου» Η προσταγή στο τελευταίο ρήμα του ποιήματος «γδύσου», εκδηλώνει την επιθυμία του ποιητή να έρθει σε μια αλλόκοσμη ερωτική διασύνδεση με την ίδια του την επιθυμία. Η πείνα, γραμματικώς γένους θηλυκού, προσωποποιείται και γίνεται μια θηλυκή αποδέκτης ενός διαστροφικού ερωτικού καλέσματος που ανθίζει στη φωνή, στην ουσιαστικότερη πτυχή των ιδιοτήτων ενός ποιητή. Η γραφή του ποιητικού υποκειμένου διαστρέφει και τον δικό μας λογισμό κάνοντάς μας να αναρρωτηθούμε για την απόκοσμη αίσθηση που εκφράζουμε όταν νιώθουμε την έλξη στην αίσθηση της αφής από όλα εκείνα και εκείνους/εκείνες που έχουμε κατά καιρούς ποθήσει. Ο έρωτας που περιγράφει ο ποιητής αισθητοποιείται από ένα πικρό φιλί, από ένα βίωμα που αρχίζει από το ρήμα σε οριστική «αγαπώ» στον πρώτο στίχο, και περιδιαβαίνει σε υποτακτικές όπως το «να φτάσω» και «να ζήσω». Πόσες φορές δεν έχουμε κι εμείς με τη σειρά μας ακινητήσει στη διεσταλμένη επιθυμία να βιώσουμε συρρικνωμένες ηδονές, αθέατες μα ηχηρές, που μας «γδύνουν» από το προφανές του βιώματος του ίδιου;
Διερευνώντας περαιτέρω την έννοια της διαστροφής, μπορούμε να διατυπώσουμε πως τοιουτοτρόπως εκείνη κατατείνει στην κατάφαση για ζωή, κόντρα στην πάλη με τον διαβρωτικό χαρακτήρα του χρόνου. Το αχανές της φαντασίας δημιουργεί την πολλαπλότητα, η οποία αποτελεί δομικό συστατικό αυτού του κόσμου. Στην ανθρώπινη εκδοχή, ό, τι δύναται να παραλλαχθεί μπορεί και να συντηρηθεί στο επέκεινα. Από την άλλη, αν κάποτε πληγωνόμαστε κατά τη διαδικασία αυτή είναι ίσως για να επιβεβαιώσουμε την ακατανίκητη θέλησή μας να επικρατήσουμε, να «ανθιστούμε», να ζήσουμε. Υπό την οπτική αυτή, ο «μανδύας» της ζωής μας μπορεί να ανεμίσει χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις στο αστείρευτο παιχνίδι που ονομάζεται βιωτή.
Στην ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου Στην πυρά, εκδ. Μανδραγόρας 2021 υπάρχει ένα άτιτλο ποίημα στη σελίδα 39. Ιδιαιτέρως αναφέρει πως «Μόνο τα χέρια μου/ κατάφερα/ να σώσω/ απ’ τη νύχτα/ της σταύρωσης/ όμως κανείς/ δεν τα πιστεύει/ γιατί είναι/ το σημάδι/ απ’ το καρφί/ θεοσκότεινο/ κι όταν βαθαίνει/ ο ουρανός/ γεμίζει ρυτίδες/ και χάνεται» Η έλλογη επιλογή του πόνου που προκαλεί η ίδια η ποιήτρια στον εαυτό της οριοθετεί το δίπολο του φωτός με τη σκιά στον κόσμο που την περιβάλλει κατά μια διαστροφική έννοια. Το καρφί, η ίδια η πληγή που προκαλεί το ποιητικό υποκείμενο στον εαυτό του μας αισθητοποιεί μια σταύρωση πρωτίστως υπαρξιακή. Τα χέρια διασώζονται για να νιώσουν, να ακουμπήσουν, να αισθανθούν τις πληγές που το υλικό αλλά και το άυλο σώμα βιώνει. Να γράψουν εν τέλει για το σπάραγμα του άλγους που η ποιήτρια μαρτυρεί τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή της. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «όμως» στην πρόταση ότι δεν πίστεψε κανείς τα γεγονότα που αφηγείται η ίδια στο ποίημα, κινητοποιούν τον αναγνώστη να μετάσχει θεραπευτικά ως μάρτυρας στη συνθήκη της «σταύρωσης». Η αλλοίωση της ύλης του κορμιού συμβολίζεται με το σκοτείνιασμα του ουρανού, και με την οριστική απώλεια του σώματος καθώς φθείρεται τελειωτικά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η στροφή της προσοχής που σηματοδοτείται από το σημάδι του καρφιού στα γεγονότα της θυσίας που περιγράφει η Νιόβη Ιωάννου, οριοθετούν το μέσο της διαστροφής, το καρφί ως το υλικό στοιχείο από το οποίο η ποιήτρια αντλεί την αφορμή της συγγραφής του ποιήματός της εξ αρχής.
Στη μικρή ρώσικη κλίμακα του Πέτρου Μπότση (Βαθμίδες θείας ανάβασης κατά τους όσιους γέροντες της Όπτινα), Αθήνα 2014, επανέρχομαι και συνεχίζω να διαβάζω τις ρήσεις του στάρετς* Αντωνίου «… Όπου κι αν αποφασίσουμε ν’ αποσυρθούμε ή να μετακινηθούμε, μαζί μας θα μεταφέρουμε και το εσωτερικό μας χάος.» Αναρωτιέμαι αν αυτό το χάος περιλαμβάνει το κυρίαρχο σώμα των επιθυμιών του ανθρώπου, το οποίο παραδίδεται στη βορά των ποικίλων ηδονών του και θεριεύει την παραποιητική λειτουργία της διαστροφής προς άλλα υποκείμενα και αντικείμενα. Είναι εν τέλει τόσο καταστροφική, τόσο σκοτεινή η εμμονή μας στο διαφορετικό από το οποίο αποκομίζουμε ηδονιστική χαρά; Επιπλέον, μήπως μέσα από τις ιδιόμορφες επιλογές θέασης και βίωσης αυτού του κόσμου, ελλοχεύει ο φόβος να «σκοτεινιάσουμε» και να αλλοιώσουμε ανεπιστρεπτί τον κόσμο όπως είναι; Μήπως αυτό το χάος, αυτό το ακατάσχετο πλαίσιο εμπειριών, οριοθετεί μονάχα τη μηδαμινότητα του εαυτού μας και επισημαίνει το περατό και το τελειωτικό σε ότι επιλέγουμε να πούμε, να βιώσουμε και να πράξουμε;
Δεν γνωρίζω ακόμα αν η διαστροφή μπορεί να ξεπεράσει το θνητό μας όριο κι αν μπορεί τελικά η ιδιώτευση του γούστου μας να αποτελέσει μια πρωτοτυπία που με κάποιο τρόπο ξεπερνάει τα όρια του χρόνου. Η απειρία ως έλλειψη πείρας από τη μια, και η έμπειρη γνώση από την άλλη, αναδεύουν τη σημασιολογική έκταση του άπειρου ως προς τον χρόνο, άρα και ως προς τη ζωή. Το ιδιάζον, το έμπειρο, το υποκειμενικό, δεν παύει να μπορεί να μας χαρακτηρίσει ως μοναδικές υποστάσεις που για μία φορά σ’ αυτή τη ζωή, ερχόμαστε για να κατανοήσουμε και να ανακατατάξουμε τις γνώσεις μας μέσα από τα βιώματά μας. Η λαγνεία, ο πόθος για ερωτική συνεύρεση με πρόσωπα και πράγματα, η ερωτική αποστροφή, ο πόνος, η θυσία, οι χαοτικές επιθυμίες της ερωτικής ταύτισης εν γένει, αναγνωρίζονται σε πάρα πολλές εκφάνσεις της ζωής μας και είναι μόνο το ένα από τα μονοπάτια για να κατανοήσουμε καλύτερα το ίδιο το σώμα και την ψυχή.
Συμπεραίνω πως όσο θα διαστρέφουμε τα φυσικά μας όρια συνολικά, τόσο θα μαθαίνουμε περισσότερο την βαθύτερη ουσία των έμψυχων και των άψυχων, των ζώντων και των μη. Η πρόθεση «διά» της διαστροφής άλλωστε επιβεβαιώνει την έννοια του «μέχρι τέλους» και το τέλος επίκειται σε όλους και σε όλα, οπότε μένει λίγος χρόνος έως την αιωνιότητά μας.
Πηνελόπη Ζαρδούκα
*στάρετς / ста́рец (stárec): γέροντας ενός ορθόδοξου ρώσικου μοναστηριού με συμβουλευτικά και διδακτικά καθήκοντα