Παύλος Σιδηρόπουλος, o ποιητής των Εξαρχείων – Ερμηνευτικές εκδοχές της ποίησής του

In Δοκίμιο, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Στόχος του συγκεκριμένου άρθρου είναι να προσεγγίσει ερμηνευτικά όψεις της ποίησης του Παύλου Σιδηρόπουλου σε συνδυασμό με τον ειδικότερο χώρο καλλιτεχνικής του δημιουργίας και έκφρασης που ήταν η περιοχή των Εξαρχείων, ένας τόπος με ιδιαίτερη πολιτισμική ιστορία που επέτρεψε την καθιέρωση μιας εναλλακτικής κουλτούρας για την κοινωνία, την τέχνη, τον άνθρωπο. Ο Σιδηρόπουλος, μαζί με την Γώγου και τον Άσιμο, σηματοδότησαν την αναζωπύρωση ενός ισχυρού καλλιτεχνικού-αντιεξουσιαστικού λόγου στα Εξάρχεια ο οποίος ανάγεται στο Μάη του ’68, βρίσκοντας έντονη απήχηση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης σε νέους με έντονες κοινωνικές ανησυχίες και οξύ πολιτικό αισθητήρα. Εξάλλου, τότε η εποχή ήταν έντονα πολιτικοποιημένη με έντονη την τάση αναπαράστασης φαινομένων κοινωνικής παθογένειας στην τέχνη, όπως φαίνεται στον κινηματογράφο εκείνης της εποχής. Οι δημιουργοί επέμεναν ιδιαίτερα στα σημεία όπου ο κοινωνικός μηχανισμός και ο αστικός κόσμος εμφάνιζε σημάδια έντονης κοινωνικής παρακμής. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των ταινιών: Το βαρύ πεπόνι (1977) και η Παραγγελιά (1980) του Παύλου Τάσσιου, καθώς και οι Απέναντι (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου.

Εύστοχα, σύμφωνα, με τον Δημήτρη Κυριαζή, επισημαίνεται ότι τα Εξάρχεια συμβόλιζαν για πολλά χρόνια ύστερα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον αντιεξουσιαστικό χώρο και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών[1]. Σύμφωνα με τον ίδιο κριτικό, η Γώγου, ο Σιδηρόπουλος και ο Άσιμος βίωσαν την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους με σωματικό πόνο. Σε αυτό το πλαίσιο, η περιοχή των Εξαρχείων για τους τρεις αυτούς δημιουργούς συμβόλιζε το χώρο στον οποίο η τέχνη δεν αποτελούσε προνόμιο μονάχα μιας κοινωνικής ελίτ, αλλά ήταν ανοιχτή για όλο τον κόσμο. Συνιστούσε «ως περιοχή σημείο αναφοράς για κάποιους ανθρώπους που αναζητούν, που δημιουργούν, που αντιστέκονται στους καθημερινούς ψυχαναγκασμούς και στην καθημερινή καταπίεση των κοινωνικών πρέπει. Επίσης, είναι μια συνοικία που φιλοξενεί πολλές ανεξάρτητες καλλιτεχνικές ομάδες και τις δημιουργίες τους. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε και για τους τρεις. Ο Νικόλας, η Κατερίνα και ο Παύλος σημάδεψαν αυτήν τη γειτονιά με την προσωπική και καλλιτεχνική τους πορεία»[2].

Ο Νίκος, ο Παύλος και η Κατερίνα έγιναν, κατά τον Λεωνίδα Χρηστάκη, οι «Άγιοι» των Εξαρχείων. Η συγκεκριμένη συνοικία στα χρόνια της Μεταπολίτευσης αποτελούσε έναν «πολυταξικό», «πολυφυλετικό». «ανήσυχο», «εξεγερτικό», «συγκρουσιακό» και, κατά κύριο λόγο, «νεανικό» κόσμο[3]. Για τους τρεις αυτούς δημιουργούς, ο συγκεκριμένος χώρος ήταν ιδανικός για να εκφραστούν καλλιτεχνικά «με τραγούδια και με ποιήματα σαν συμπλήρωμα, μουσική επένδυση, αντίθεση, σχόλιο, έκφραση ή εναλλακτική στάση στο street fighting man που κυριάρχησε σαν μορφή παρουσίας και δράσης για πολλά χρόνια στο κέντρο της Αθήνας. [….] Στα Εξάρχεια, ένιωθαν πιο πολύ προφυλαγμένοι, αλλά και στα Εξάρχεια απεργάζονταν τη φθορά και το χαμό τους»[4].

Με σημείο τομής τον Μάη του ’68 και ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η μουσική και η ποίηση για τους καλλιτέχνες των Εξαρχείων αποτέλεσαν βασικά εργαλεία «διακίνησης ιδεών, διεκδικήσεων και πεποιθήσεων»[5]. Ο Άσιμος, ο Σιδηρόπουλος και η Γώγου: «μίλησαν πολλές φορές για το ίδιο θέμα, κοίταξαν προς τη ίδια κατεύθυνση και προς τον ίδιο στόχο αλλά με διαφορετικά λόγια ο καθένας. Ο πρώτος ο πιο παράξενος μίλησε πολλές φορές σατυρικά, ο δεύτερος χρησιμοποίησε στα τραγούδια του πολλές φορές την αδυναμία του ―η οποία τελικά τον σκότωσε― και η τρίτη μίλησε αιχμηρά και στα μούτρα όλων όσων πολεμούσε»[6].

Τα Εξάρχεια έχουν αποτυπωθεί στην συλλογική μνήμη ως αντιεξουσιαστικό σύμβολο. Οφείλουν την ονομασία τους στον Ηπειρώτη έμπορο Βασίλη Έξαρχο, με το συγκρότημα καταστημάτων του που έχτισε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Καθιερώθηκαν ως αναρχική περιοχή εξαιτίας της δράσης του ιδιόρρυθμου κοινωνικού αγωνιστή Νικόλαου Εξάρχου, ανιψιού του αναδόχου της συνοικίας αλλά και εξαιτίας της παρουσίας της γαλλικής «Συμμορίας Μπονό» που εντοπίστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο τον Μάιο του 1912. Στον κινηματοθέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη) είχε προγραμματιστεί να γίνει στις αρχές Ιουνίου 1934 το πρώτο πανελλαδικό Αντιφασιστικό Συνέδριο, με συμμετοχή πολλών γυναικών, που προκάλεσε την δραστική παρέμβαση της αστυνομίας και την κατάληξη πολλών συμμετεχόντων κατά εκατοντάδες στα κρατητήρια της χωροφυλακής. Το Ε.Α.Μ. ιδρύθηκε σε ένα μικρό σπίτι στην οδό Μαυρομιχάλη ή Ιπποκράτους, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, στις 27-9-1941.

Αποτέλεσαν στρατηγικής σημασίας περιοχή στη μάχη της Αθήνας κατά την περίοδο των γεγονότων του ’44. Καθιερώθηκαν ως σημείο αντίστασης και εναλλακτική φωνή σε σχέση με τις παγιωμένες κοινωνικές νόρμες από τα χρόνια της Δικτατορίας και εφεξής. Τα Εξάρχεια αποτέλεσαν σταθμό και για τον ελληνικό κινηματογράφο ως προς την μεταπολεμική του ανάπτυξη. Οι περισσότερες σκηνές από την ταινία Στέλλα, είναι γυρισμένες εκεί, ενώ η κλασική τελευταία σκηνή στην οποία η πρωταγωνίστρια μαχαιρώνεται έχει γυριστεί στη διασταύρωση της οδού Καλλιδρομίου[7]. Γεγονότα όπως η κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου, οι αγώνες των υπομηχανικών εκείνη την περίοδο, η σύσταση της Διεθνούς Βιβλιοθήκη, όπως και η κυκλοφορία αντιαυταρχικών τετραδίων, η λειτουργία των εκδόσεων Υδροχόος και Πράξη, δείχνουν ότι τα Εξάρχεια σηματοδοτούν το πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, με τις έντονες κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις των οποίων ο απόηχος φτάνει μέχρι σήμερα. Στη γωνία Καλλιδρομίου και Τηλεμάχου εκδίδονταν τα «Αστυνομικά Χρονικά», με ειδικό αφιέρωμα τον Απρίλιο του 1976 στον Μιχαήλ Μπακούνι, συμβολική μορφή του αναρχισμού.

Αποτελούν, επίσης, περιοχή με αξιόλογη εκδοτική δραστηριότητα. Στα εξαρχειώτικα βιβλιοπωλεία εντάσσονται το Ακαδημαικόν (1906), ο εκδοτικός οίκος του Κώστα Γκοβόστη, που ιδρύθηκε το 1926, ενώ από το 1951 εξέδιδε βιβλία σε μονοτονική γραφή, η Διεθνής Βιβλιοθήκη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, που αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα έκφρασης αντικαθεστωτικού λόγου. Επιπλέον, αναφέρονται ο Νουμάς, έντυπο των δημοτικιστών, ο λογοτεχνικός Πυρσός, ο Ρωμηός, του σατιρικού Γεώργιου Σουρή, το πολιτικοσατιρικό Σκριπ[8].

Εκεί οργανώθηκαν φοιτητικές καταλήψεις ενάντια στον νόμο 815, βρήκαν την προσωπική τους αυτοέκφραση νέοι με έντονες κοινωνικές ανησυχίες, εντασσόμενοι, ως επί το πλείστον, στην αριστερή ιδεολογία, εδραιώθηκε η underground και punk μουσική με πολιτικές προεκτάσεις, έλαβαν χώρα πλήθος συγκρούσεις με την αστυνομία. Όλα αυτά κορυφώθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80. Από την άλλη, αποτέλεσαν το χώρο συχνής χρήσης απαγορευμένων ουσιών από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης[9].

Ειδικότερα, για τον Σιδηρόπουλο συγκινητικές οι τοποθετήσεις της Λίας Τζινιόλη: «Τον λένε “Πρίγκηπα”, τον λένε “Άγιο των Εξαρχείων”. Εγώ τον λέω μόνο Παύλο. Άγιος είναι κάποιος που έχει υπερβεί ψυχικά και πνευματικά αυτόν τον κόσμο και μας κοιτάει από απόσταση, με μια μικρή υπεροψία. Αυτός τα κατάφερε να σταθεί λίγο πιο πάνω, να κάνει μια υπέρβαση. Να κρατήσει την ουσία του ολόκληρη, να μείνει ανέπαφος απ’ την φθορά, απ’ την “πολλή συνάφεια του κόσμου”. Ο Παύλος ήταν μέσα στον κόσμο ή μάλλον ένιωθε βαθιά τις αδικίες και τις διαψεύσεις των προσδοκιών του από αυτόν, όπως οι πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι. Έψαχνε κάπου ν’ ακουμπήσει την ψυχή του. Το διοχέτευσε στην μουσική του, το τραγούδησε με τους στίχους του, το φώναξε με τη φωνή του»[10]. Ο παραγωγός Θοδωρής Σαραντής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στα Εξάρχεια ο Σιδηρόπουλος τού πρότεινε, την εποχή που συνεργαζόταν με το συγκρότημα «Σπυριδούλα», να αναλάβει την παραγωγή για την δισκογράφηση ορισμένων παλιών τραγουδιών του από την μουσική εταιρεία Columbia[11].

Το ποιητικό έργο του Παύλου Σιδηρόπουλου κρίνεται ιδιαίτερα αξιόλογο. Η έκδοση του βιβλίου: Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα, που περιλαμβάνει ποιήματα και πεζά του, συνιστά επιστέγασμα της στιχουργικής του που μάς είναι ευρέως γνωστή. Ορθά η Άννα Στάικου αναφέρει ότι «η ποίηση του Παύλου Σιδηρόπουλου καταγράφει με λεπτοφυή τρόπο τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου παλμογράφου στην ανθρώπινη ευαισθησία. Όλο το έργο διαποτίζεται από την υπαρξιακή αγωνία της τραγικότητας του ανθρώπου. Ζωή, χαρά και θάνατος σε σμίξιμο και αλληλοδιαδοχή»[12].

Τα ποιήματά του αποδίδουν την ατμόσφαιρα των Εξαρχείων της Μεταπολίτευσης κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Σε αυτά το ποιητικό εγώ αναπαρίσταται μόνιμα ως κοινωνικός παρατηρητής σε παράλληλη διαδικασία υπαρξιακής ενδοσκόπησης. Σαν να βρίσκεται απόλυτα ενταγμένος στην κοινωνία και ταυτόχρονα να αιωρείται πάνω από αυτήν:

Κουράστηκα/ κουράστηκα, να σκάβω/ να ψάχνω, για να βρω/ τ’ άλλο μισό κομμάτι/ Αυτή τη νύχτα, που οι αστοί/ κοιμούνται στα κρεβάτια/ Αυτές τις νύχτες, που οι αστοί/ κοιμούνται, μεσ’ στους δρόμους/ Αυτά τα χρόνια, που οι αστοί/ Κοιμούνται, στα όνειρά τους/ Αυτή, αυτήν εδώ τη νύχτα / της σιωπής/ του ύπνου/ της μαυρίλας/ εγώ θα φύγω[13].

Στο παραπάνω ποίημα το ποιητικό υποκείμενο αναπαρίσταται ως ακροβολιστής, ως περιθωριακός καλλιτέχνης, μακριά από τον αστικό κόσμο στο οποίο δεν μπορεί να ενταθεί. Τέτοιες ποιητικές καταθέσεις επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό για τον Σιδηρόπουλο του «Πρίγκιπα των Εξαρχείων». Η δραματική ένταση στο ποίημα αυξάνεται κατακόρυφα με την παράθεση των λέξεων «σιωπής», «ύπνου», «μαυρίλας» σε κάθε στίχο χωριστά, υποδηλώνοντας τη μετάβαση από την απώθηση της πραγματικότητας στο ονειρικό το οποίο στη συνέχεια μετατρέπεται σε εφιάλτη παραπλήσιο ενός επικείμενου, ζοφερού θανάτου. Η έννοια της φυγής εδώ δεν συνιστά μια καθαρά προσωπική υπόθεση, αλλά έχει κοινωνικό πεδίο αναφορά, δείχνοντας το οξύ κοινωνικό χάσμα στην εποχή του σε σχέση με τον αστικό κόσμο και εκείνους που βιώνουν το κοινωνικό περιθώριο, όπως εκείνος.

 Ο ποιητής δεν διστάζει να διερευνά συνεχώς την ύπαρξή του, όπως φαίνεται στο παρακάτω ποίημα με τον τίτλο: «Έπαψα πια ν’ ακούω αναπνοές», στο οποίο οι έντονες οντολογικές ανησυχίες του τον κατακρημνίζουν στο σημείο μηδέν της ύπαρξης, απηχώντας το καρυωτακικό χείλος της αβύσσου:

Κουφό, ακίνητο, άγευστο/ κι άοσμο τούτο δω/ το αδιάστατο τοπίο./ Πλήρης μηδενισμός επήλθε/ στις αισθήσεις μου/ Υπάρχω ή δεν υπάρχω;/ Δεν βλέπω δεν ακούω δεν οσφραίνομαι/ Μονάχα σκέφτομαι/ και προσπαθώ να υπάρξω/ Ένστικτο επιβιώσεως/ Μου φαίνεται αρχίζει μιαν αρχή/ Ένστικτο επιβιώσεως/ Αρχίζω μονάχος μου./ Σε τούτο το αδιάστατο τοπίο/ Θα καταφέρω να ’μαι εγώ/ να γίνω πια δικός μου[14].

Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό ποίημα‒μαρτυρία ενός σύγχρονου δημιουργού που επιχειρεί να καθιερώσει μια underground καλλιτεχνική έκφραση, αποκρυσταλλώνοντας την προσωπική του κοσμοθεωρία παράλληλα μέσα από αυτή. Η διπλή αναφορά στο «αδιάστατο τοπίο» στο ποίημα, συνεπώς ένα χώρο δίχως προοπτική, υποδηλώνει το αμφιλεγόμενο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει, την περιοχή των Εξαρχείων. Εκεί δεν διστάζει να πειραματιστεί στο έπακρο με τον εαυτό του, να ενεργοποιήσει το «ένστικτο επιβιώσεως», επιχειρώντας να αναγεννηθεί εσωτερικά ως δημιουργός, στην προοπτική του να κατακτήσει το πνευματικά-ποιητικά αυτεξούσιο. Θέλει να νιώσει ότι μπορεί στη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα να θεαθεί τον κόσμο μέσα από τη δική του οπτική, έστω και αν δεν ανήκει σε χώρο που να είναι κοινωνικά αποδεκτός από όλους. Εκείνος εμπνέεται από τον χώρο και μέσω της ποίησης καταφέρνει να τον αναδομήσει. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το ακόλουθο ποίημα, που μάς απηχεί τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου από τη συλλογή της Απόντες του 1986. Στη συγκεκριμένη συλλογή η ποιήτρια των Εξαρχείων νιώθει αντίστοιχα ότι ζει σε μια χώρα ζωντανών νεκρών, σε μια ερημωμένη χώρα απόντων. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Σιδηρόπουλος:

Έρημη τούτη η χώρα/ που ’ρθα να ξαποστάσω, να απομονωθώ. / Έρμη παντέρμη, αδιάστατη/ ‒Χαμένο διάστημα‒/ και κυριολεκτικά απερίγραπτή/ Τίποτε, ένα μεγάλο τίποτε/ ένα κενό κενώδες. / Βυθίζομαι σε τούτη την αφάνεια/ βουλιάζω και βαφτίζομαι/ σ’ αυτή την κολυμπήθρα/ Χαίρομαι κι ηδονίζομαι/ ετούτη τη χαώδη μοναξιά/ Την πλήρη απολύτρωση/ Την εκ κενού απομύζηση/ Αυτοδιδάσκομαι και αυτοδημιουργούμαι/ Το πνεύμα μου πλέον μου ανήκει/ και το μυαλό μου συμβαδίζει απόλυτα/ στο ένστικτο του κορμιού μου/ (Ειμ’ ένας άνθρωπος, είμ’ ένα ζώον/ ένα ον)[15].

Η έντονη ανησυχία του για τα κοινωνικά τεκταινόμενα φαίνεται και στους παρακάτω στίχους από ένα άτιτλο ποίημά του, όπου αντίστοιχα εκεί ο χώρος που ανήκει, η περιοχή των Εξαρχείων, αποδίδεται σαν μια «μακρινή σπηλιά//ανεξερεύνητου κι ανώνυμου τοπίου». Εκεί, ωστόσο, ο άνθρωπος που μιλά στο ποίημα, που ταυτίζεται με την αρχέγονη φωνή του ποιητή-προφήτη: «μοιάζει να καταγγέλλει. την ώρα/ την ώρα που τα μουγκρητά του κόσμου ανήσυχα/ ψελλίζουνε το αλφάβητο της αιώνιας κραυγής/ […] ‒Τώρα που πέφτουν οι αρχηγοί//Τώρα που οι νόμοι λειώνουν. Ξεγυμνωθήκαμε/ κι εγώ κι εσύ/ και δεν υπάρχουν πια θεοί/ για να κρυφτούμε»[16].

Ο αντιεξουσιαστικός χαρακτήρας των παραπάνω στίχων του Σιδηρόπουλου γίνεται καλύτερα κατανοητός αν παραλληλιστούν με τους παρακάτω στίχους του από το ποίημά του: «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι»:

Ο ισχυρότερος ήχος στο Σύμπαν/ είναι ο τελευταίος χτύπος/ της καρδιάς/ του τελευταίου ανθρώπου[17].

Ο Σιδηρόπουλος οραματίζεται έναν κόσμο στον οποίο: «ο ηγεμονισμός οι ιεραρχίες//στην ανυπαρξία τους με τα συνώνυμα// θα αφανιστούν»[18]. Προτάσσει το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, πατάσσοντας κάθε εγχείρημα που οδηγεί τα άτομα στην γκετοποίηση και στην αδιαφορία για τον συνάνθρωπο: «συνειδητοποιώ//ότι είμαι θεατής που τρύπωσε στο παρασκήνιο//ζητιάνος ψευδαισθήσεων//να επαφίεμαι στο αμείλικτο βοήθημα//των φίλων που πολλούς εγώ τους έπλασα//μοίρασα το ψωμί σε ίσια κομμάτια». Η θέση του ποιητή στα παρασκήνια σε συνδυασμό στο ίδιο ποίημα στην αναφορά στο ότι «αδύναμος ανυπεράσπιστος/ κρέμομαι στις απαλές χορδές της κιθάρας και του ονείρου μου/ να κρατηθώ»[19], δείχνει ότι εκφράζει με σαφήνεια την κοινωνική του θέση και ταυτότητα. Είναι ο δημιουργός των Εξαρχείων, που ουσιαστικά για τον αστικό κόσμο είναι σαν να βρίσκεται σε μια απαγορευμένη ζώνη, σε έναν μη‒τόπο, ο οποίος, ωστόσο, μέσα από τους στίχους του θα συνεχίσει να διατρανώνει το οικουμενικό του όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, με κατάργηση των ταξικών διακρίσεων και ίσες ευκαιρίες για όλους. Σε ένα άλλο ποίημά του δίνει ακόμη περισσότερα στοιχεία για το ποιος είναι: «ένας αστός κακός κι ανεπιθύμητος//Μια αγιάτρευτη πληγή ένα οίδημα//που αιμορραγεί ασταμάτητα»[20]. Η περιοχή αυτή συνιστά για κείνον τη «χώρα των αλλεπάλληλων θορύβων» όπου εκεί, «στα βήματα μιας περιπλάνησης παράνομης», αναζητά των ήχο των ανθρώπων[21]. Τα Εξάρχεια συνιστούν για κείνον το αμυντικό οχυρό σε μια γενικότερη διαδικασία αλλοτρίωσης του κοινωνικού μηχανισμού: «Ακούγονταν τις νύχτες/ οι λυγμικές κραυγές των πεθαμένων//ενώ η τραγική μπάντα/ μονοτονούσε σε μεσαιωνικούς ρυθμούς/ Πάνω σε κανάλια αλλόφρονης μανίας/ το Κέντρο εργάζεται/ η κοινωνία των Αριθμών ακροβατεί/ κι η Αντίχωρα σφυροκοπάται στους κρότους των ηλεκτρονικών υπολογιστών/ Το κέντρο εργάζεται/ η μηχανική κουλτούρα κωδικοποιείται/ ενώ οι ταξικοί τύπου έχουν ήδη καταχωρηθεί/ […] η Αντίχωρα αμύνεται»[22].

Σε επόμενα άρθρα μου, θα γίνουν περαιτέρω αναφορές στην ειδική σχέση του Σιδηρόπουλου με τα Εξάρχεια με συνεξέταση των επιμέρους θεματικών που θέτει στην ποίησή του, των συμβολισμών του και της ιδιαίτερης ποιητικής μυθολογίας του. Αναμφίβολα, πίσω από τη θλίψη στα ποιήματα του Σιδηρόπουλου αχνοφέγγει η αισιοδοξία για έναν καλύτερο κόσμο, ένα όραμα που ο ποιητής των Εξαρχείων δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί μέσα από την καλλιτεχνική του δημιουργία.              
                                                                                                       Κοσμάς Κοψάρης

 

[1] Δημήτρης Κυριαζής, «Οι ποιητές των Εξαρχείων και η σχολή που δημιούργησαν», https://www.lifo.gr/culture/music/oi-poiites-ton-exarheion-kai-i-sholi-poy-dimioyrgisan, 16-8-2021.

[2] Δημήτρης Κυριαζής, ο.π.

[3] Στέλιος Ελληνιάδης, «Για τον Παύλο, τον Νικόλα και την Κατερίνα, δρόμος της Αριστεράς, https://edromos.gr/gia-ton-pavlo-ton-nikola-kai-tin-katerina/?amp, 10-7-2021.

[4] Στέλιος Ελληνιάδης, ο.π.

[5] Ξένια Βασιώτη, «”Αραχώβης 41”»: Aφιέρωμα στους ποιητές των Εξαρχείων και στην “πολιτική ποίηση” της Ελλάδας», https://www.debop.gr/events/araxovis-41-afieroma-stous-poiites-ton-eksarxeion-kai-stin-politiki-poiisi-tis-elladas, 12-8-2021.

[6] Ξένια Βασιώτη, ο.π..

[7] Αναλυτικότερα, βλ. Κωνσταντίνος Μπορδόκας, «Η ιστορία των Εξαρχείων από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα», https://eleftherostypos.gr/istories/143965-i-istoria-ton-exarxeion-apo-ta-mesa-tou-19ou-aiona-kai-ystera/, 17-7-2021.

[8] Αναλυτικότερα, βλ. Θοδωρής Αντωνόπουλος, «H ιστορία των Εξαρχείων από το 1840 ως σήμερα: μια καταποντισμένη μυθική πολιτεία», https://www.lifo.gr/culture/vivlio/h-istoria-ton-exarheion-apo-1840-os-simera-mia-katapontismeni-mythiki-politeia-me, 2-4-2021.

[9] «Το «άβατο», οι πύρινες νύχτες, οι φυλές και η ιστορία των Εξαρχείων»,  https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/5173899/to-avato-oi-pyrines-nychtes-oi-fyles-kai-i-istoria-ton-exarcheion, 15-4-2021.

[10] Λία Τζινιόλη, «https://www.ypogeio.gr/Lists/Top-11-(28)_2832», 10-6-2021.

[11] Θοδωρής Σαραντής, «Παύλος Σιδηρόπουλος, μια ιστορία φλου», http://www.mic.gr/thema/paylos-sidiropoylos-mia-istoria-floy, 11-5-2021.

[12] σ.11., Παύλος Σιδηρόπουλος, Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα, Opportuna, Πάτρα 2018, σελ. 203.

[13] Ό..π. σ. 57.

[14] Ό.π.σ.39.

[15] Ό.π. σ. 60.

[16] Ό.π. σ. 73.

[17] Ό.π. σ. 75.

[18] Ό.π. σ. 82.

[19] Ό.π. σ. 83.

[20] Ό.π. σ. 85.

[21] Ό.π. σ. 124.

[22] Ό.π. σ. 167.