ρωμαίοι, ιουλιέτες
πάνω σε μια ρίμα του Ιωάννη Γρυπάρη
Κανείς δεν είναι στο μπαλκόνι. Η σελήνη
έχει νυστάξει και κοιτάζει κάπου πέρα.
Μέσα η Ιουλιέτα ζει σνιφάροντας αιθέρα
ή κόκα. Κάπου άλλου ο Ρωμαίος σβήνει
το τάμπλετ για να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα
ξυπνά, σκέφτεται τελικά τι θ’ απομείνει
από μια αγάπη που δεν έχει αρχίσει, χύνει
καφέ στην κούπα του: «σε ποια υδρόγειο σφαίρα
να ’κρυψε ο Σαίξπηρ μια Ιουλιέτα και για μένα;»,
αναρωτιέται, όσο αυτή σε μέρη ξένα
κοιμάται ύπνους χημικούς. «Εκείνη χάνει»,
λέει, «θα πεθάνω μια χαρά και μοναχός μου».
Οι Ιουλιέτες κι οι Ρωμαίοι αυτού του κόσμου
ζουν χωρίς έρωτα: ο θάνατος τους φτάνει.
αυτός που μάζευε τα σύννεφα
νήστεψε από αμβροσία
σαράντα μέρες
ώσπου έγινε θνητός:
άρχισε να κρυώνει
να φοβάται.
άφησε τότε τα βουνά
νοίκιασε ένα υπόγειο στη Λάρισα
κι έζησε εκεί
χωρίς συζύγους και παιδιά.
πέθανε γέρος σ’ ένα καφενείο.
μάλλον ανακοπή
(καθόταν όπως πάντα δίπλα στο παράθυρο
και χάζευε τα σύννεφα).
κάτω απ’ το στρώμα του
ο σπιτονοικοκύρης
βρήκε δυο-τρεις σβησμένες αστραπές
Η παραπάνω αφήγηση
είναι ασφαλώς πλαστή.
όλοι γνωρίζουμε
ότι μετά από τόσους μύθους
για το πώς γεννηθήκαν
πώς μεγάλωσαν
πώς κυβερνήσαν κόσμους κι ουρανούς
οι θεοί πεθαίνουν πάντα μόνοι
χωρίς αφηγητές.