Αδένας | Φανή Χούρσογλου

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras


 

Κοίταξε, τώρα που είναι σε καταστολή είμαστε όλοι, ας τα λέμε, χαλαρά. Η δουλειά είναι σαφέστατα πεσμένη, οπότε έχουμε αρκετό χρόνο για να σκεφτούμε. Αυτό είναι από τη μια καλό, αλλά εξίσου εγώ νομίζω και κακό. Διότι συνειδητοποιούμε πράγματα, νιώθουμε το πιστόλι να μας γαργαλάει τον κρόταφο, αφού βλέπουμε πλέον κατάματα το φάσμα της ανεργίας, μα τι λέω; Το φάσμα της ολοκληρωτικής εξόντωσής μας.

Έχουν αλλάξει τα πράγματα, και – όσο κι αν το περιμένεις – όταν το αντιμετωπίζεις είναι διαφορετικά. Παλιά παρακαλούσαμε λιγάκι να κουλάρει, να πάρουμε κι εμείς καμιά ανάσα, και να που τώρα προσευχόμαστε να σηκωθεί, κι ας κάνει πάλι του κεφαλιού του –όπως πάντα. Να πω ότι με πιάνει η νοσταλγία, υπερβολή θα είναι. Από την άλλη όμως έκαστος και οι αναμνήσεις του.

Τις νύχτες όταν ο οργανισμός ξεκουραζόταν, οι εργάτες απ΄τις φάμπρικες μαζεύομασταν στα στέκια του κέντρου και λέγαμε τα νέα της ημέρας. Κάποιοι απλώς περνούσαν για ένα γεια, ίσα πρωτού να πιάσουν τη μεταμεσονύχτια βάρδια, αλλά τι να κάνεις; Έτσι είναι η ζωή. Ο άλλος πάει και κατεβάζει τον περίδρομο βραδιάτικα και πρέπει εσύ π.χ. να τρέχεις –λες κι άλλη όρεξη δεν είχες– να τον προμηθεύεις λίτρα γαστρικού υγρού για να ανταπεξέλθει στις κραιπάλες του.

Ήταν ανήσυχο όλο το εργατικό δυναμιικό, αυτό είναι αλήθεια. Γιατί εντάξει. Δουλίτσα να υπάρχει –που μέχρι στιγμής υπήρχε– αλλά και υγεία, πάνω απ’ όλα. Και στην περίπτωσή μας για να έχει υγεία ο μεγάλος θα έπρεπε να εξουθενωθούν από την υπερκόπωση όλοι οι άλλοι που τον εξυπηρετούσαν. Το είχε παρακάνει, χρόνια τώρα, και μυαλό δεν έλεγε να βάλει. Αυτοί οι δύσμοιροι στο κάτεργο του ήπατος είχανε ρέψει απ’ το πολύ το τρέξιμο, τις κακουχίες και τη χρόνια δηλητηρίαση στην οποία τους είχε καταδικάσει.

Όπως όμως είπαμε, έτσι είναι η ζωή, άδικη, οπότε και στην περίπτωσή μας υπήρχαν ως συνήθως κάποιοι λίγο πιο προνομιούχοι. Οι ιδρωτοποιοί για παράδειγμα. Επειδή ο αρχηγός ήταν και αρχιτεμπελχανάς, απέφευγε οποιαδήποτε μορφή κουραστικής δραστηριότητας όπως ο διάβολος το λιβάνι. Το χειμώνα λίγο πολύ παρατηρείται μια πτώση στην παραγωγή ιδρώτα παγκοσμίως, αλλά και κατά τους θερινούς μήνες ο δικός μας είχε εξοπλιστεί με κλιματιστικό υψηλής απόδοσης το οποίο δεν έκλεινε για κανένα λόγο –ευτυχώς.

Το μόνο πρόβλημα για την εν λόγω κατηγορία εργαζομένων ήταν πως αν παρ’ ελπίδα χρειαζόταν να πάει κάπου έξω ρε αδερφέ, έστω να διασκεδάσει, τουτέστιν να αφυδατωθεί τελείως απ΄τα ξύδια, και με μια θερμοκρασία περιβάλλοντος πες κάτι άνω των τριάντα –σε συνδυασμό με την οικτρή του φυσική κατάσταση– έπεφτε όλη η δουλειά του χρόνου μαζεμένη.

Άσε που έπρεπε να συνεργαστούν ντε και καλά με τους οσμητογόνους, οι οποίοι ήταν τύποι άξεστοι κι απολίτιστοι, βάλε πως ήταν και τσιράκια του αφεντικού, το οποίο τους άφηνε ρέμπελους κι ανεξέλεγκτους να μας ζαλίζουν με τη δυσωδία τους, καταλαβαίνετε λοιπόν πως η κατάσταση γινόταν κυριολεκτικά ασφυκτική.

Οι σιελογόνοι από την άλλη είχαν ένα πρόγραμμα αρκετά πιο σταθερό. Η παραγωγή έφτανε σ΄ένα πικ κατά τη σεζόν άνοιξη-καλοκαίρι που οι θηλυκές παρουσίες αποκαλύπτονταν μπροστά στα μονίμως ξελιγωμένα μάτια του, ενώ το χειμώνα περιοριζόταν σε φαΐ κονσέρβα ή στο φαΐ, γενικότερα. Οι συναλλαγές με εξωτερικό είχαν υπάρξει ανέκαθεν ούτως ή άλλως σχεδόν μηδαμινές.

Οι πιο ωραίοι, κατά την ταπεινή μου πάντα άποψη, ήταν οι κυψελιδοποιοί. Σταθερή δουλειά, βρέξει-χιονίσει, αυτό που για άλλους είναι χόμπι γι αυτούς ήταν επάγγελμα. Πριβέ μες στο ακουστικό του κουβούκλιο και χωρίς ιδιαίτερα νταλαβέρια παραέξω έφτιαχναν λέει κερί. Τι κερί; Πόσο κερί πια;

Δε νομίζω να ήταν τόσο αφελείς ώστε να προσδοκούσαν πως επρόκειτω ν’ αναστηθεί ένα τέτοιο ρεμάλι. Μάλλον παρήγαγαν περισσότερο απ΄όσο χρειαζόταν ο μεσιέ, απλά και μόνο για να φράζουν την είσοδο στα αισχρά άσματα στα οποία αυτός αρεσκόταν κι εκείνοι να γλεντοκοπάνε ανενόχλητοι τραγουδώντας τα δικά τους. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν άκουγε κανέναν.

Υπήρχαν οπωσδήποτε και οι πλέον υποβαθμισμένοι εκφορητικοί πόροι, του στυλ βλενογόνοι εντέρων, ουρητήρων και λοιπά, αλλά η αλήθεια είναι πως εμείς δεν είχαμε ποτέ πολλά πολλά μαζί τους, αφού θεωρητικά τουλάχιστον, η δική μας εργασία είχε να κάνει με ανώτερα συναισθήματα και συγκινήσεις. Ως δακρυϊκοί αδένες είμαστε υπεύθυνοι να διαχειριζόμαστε καταλλήλως όλες τις διαθέσεις του αφεντικού όπως άγχος, ευχαρίστηση, θυμό, λύπη ή πόνο.

Βέβαια ο δικός μας έλαχε να είναι κομματάκι αναίσθητος οπότε μόνο κροκοδείλια μυξοκλάματα έχυνε για διάφορες καταστάσεις που βασικά του ήταν παγερά αδιάφορες, αλλά ενίοτε ίσως να τον συνέφερε να προσποιηθεί πως τον είχαν αγγίξει και καλά. Ή τίποτα δάκρυα αντανακλαστικά, αν έμπαινε κανένα σκουπιδάκι ή κάνα ακάρι απ’ τις βρωμερές μαξιλαροθήκες του και τον ενοχλούσε.

Όλοι μας βέβαια, είτε ως επαγγελματική υποχρέωση είτε ως συνδικαλιστική διεκδίκηση του στέλναμε κατά καιρούς ριπόρτα σχετικά με τα προβλήματα των κλάδων μας αλλά αυτά κατέληγαν κατευθείαν στο γενικό διευθυντή που είχε ορίσει ως αρμόδιο να αρχειοθετεί τέτοιου είδους θέματα. Για κάποιο λόγο που ποτέ δεν καταλάβαμε –αλλά ίσως είχε να κάνει με επουσιώδη θέματα όπως η ακριβής θέση ή το μέγεθος– σε σχέση με τον ομότιμό του συνεργάτη εκ δεξιών η προεδράρα μας έδειχνε σαφώς μια ιδιαίτερη εκτίμηση προς τον αριστερό του όρχι.