οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς
οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων
οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι
(Θουκυδίδης, 2.47.3)
ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ
ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς,
θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός
καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται
( ̓Αποκάλυψις, 18:8)
I.
κλείσαν οι δρόμοι για να περάσουν οι νεκροί
με σάβανο σακούλες μαύρες
σκουπίδια περικοπών
π’ αφήσαν μόνο κάτι παλιές φωτογραφίες
το απουσιολόγιο μεγαλώνει
το τραγούδι στη βεράντα έπαψε
και ο τηλεοπτικός ληξίαρχος
παθολογικά μετράει
πρόωρες αναχωρήσεις χωρίς μοιρολόγια
II.
στις καταιγίδες των απαγορεύσεων
το οικείο απομακρύνεται
και η βιοπολιτική γίνεται καθεστώς
δραπέτες του ημίωρου
περπατάμε σκυφτά
με ταυτότητες στην τσέπη
γεμίζοντας τα άδεια καλάθια
που κρέμονται στα μπαλκόνια
κι οι νεκροί βιάζονται να φύγουν
αφήνοντας τη θέση τους στους επόμενους.
τη νύχτα πετούν την τέφρα στον ουρανό
να φτάσει στην ποδιά της μάνας
που περιμένει τη φωτιά να ανάψει
για να ζεστάνει τις καρδιές
η πίστη στην αθανασία είναι σαν το αδιέξοδο που ονειρεύεται μεγάλα ταξίδια.
III.
όσο ήμασταν μικροί κοιτούσαμε
αδιάφορα τον αριθμό μετά την παύλα
πληθαίνοντας όμως οι κηδείες
–και κυρίως όσες πηγαίνουμε οικειοθελώς–
εκείνη η παύλα ζωντανεύει
μάς κλέβει ανθρώπους
μάς κάνει πιο μόνους
κι από τη μνήμη
σταματήσαμε να ελπίζουμε
ότι θα νικήσουμε τον χρόνο
καμπυλώνει η παύλα
δρεπάνι που περιμένει
να γεμίσει το δικό μας κενό
σαν τον κίνηση του χρόνου
που γλιστρά στις πλαγιές
του χάους και της απώλειας
IV.
(στη Χελίν Μπολέκ)
νύχτες νηστικές σέρνονται
στο πάτωμα της μοναξιάς
κόβοντας τον θάνατο σε φέτες
μόνη στην κηδεία
σε φέρετρο γεμάτο γαρύφαλλα
σαν τα πρώτα μπουμπούκια της Άνοιξης
που ματώνουν στο πεζοδρόμιο
ανάγλυφες μείναν οι ουλές
των λιθοξόων της ελευθερίας
αντίδοτο στη λήθη
όσο σμιλεύουμε τη φλόγα
στο καντήλι της μνήμης
οι νεκροί μένουν ζωντανοί
V.
στο ταξίδι των προσευχών
αφήσαμε ανάθημα λίγο χρώμα
αλλάξαμε τα πανιά
κι αναπαυτικά από τον βράχο μας
περιμέναμε την επιστροφή
ξέβαψε ο χρόνος που μας έδεσε
στην αναχώρηση των ηττημένων
ένα δάκρυ κάρφωσε το φέρετρο
σαν συνήθεια που σφυρηλατήθηκε
στα ταξίδια της θάλασσας
και κάπως έτσι ξέμεινε
το σκοινί να θυμίζει
το αγκυροβόλι με τις αυταπάτες
γιατί τελικά χρόνος είναι μόνο το παρόν
με κάθε καινούριο χάνεται το παλιό
κι οι αναμνήσεις θυσιάζονται στον άνεμο
VI.
στον πατέρα μου
μόνοι κλαίμε τους νεκρούς μας
σ’ άδεια κοιμητήρια
καθώς ο θρήνος του ανέμου
γονατίσει τα κυπαρίσσια
ζητώντας να αφήσουμε
τον νεκρό να ξεκουραστεί
κάτω από την κουβέρτα των κρίνων
στα σβησμένα βήματα του χρόνου
αφήνουμε σε δρόμο φαλακρό
κόμπους και δισταγμούς
αναζητώντας νέα περπατησιά
ο θάνατος δεν είναι στιγμή. έχει διάρκεια με το αποτύπωμα που αφήνει στις ζωές των άλλων. είναι η τομή του χρόνου που συνεχίζει σε άλλη διακλάδωση. η μόνη επόμενη ζωή είναι στη μνήμη των ζωντανών. μόνο έτσι αποκτούν ζωή οι πεθαμένοι
VII.
δραπετεύσαμε από το κλειστό παράθυρο του ρολογιού και απολαύσαμε την αργή κίνηση των λεπτοδεικτών. δεν πάγωσε μόνο ο χρόνος, πάγωσε και η ζωή
χάθηκε η αίσθηση
στις απατηλές διαδρομές
των ωροδεικτών
κι ενώ πριν δεν προλαβαίναμε,
σήμερα πονάμε για κάθε ξένοιαστη στιγμή
βλέποντας τον χρόνο να τρέχει
οι τρομοκράτες πουλούν χρόνο ζωής
κι εμείς ανεπαρκείς στη διαχείριση της στιγμής
σπαταλάμε τις λίγες ώρες
που δραπέτευσαν από το ρολόι της κάρτας εργασίας
ανακαλύπτουμε τις μικρές ιστορίες των γειτόνων
με τη γοητεία του τυχαίου βλέμματος
σε ένα μπαλκόνι με το κερί στο χέρι
προσμένοντας την ανάσταση
ώστε να συνειδητοποιούμε
τελικά την ύπαρξή τους.
Η χρονικότητα δεν αποτελεί ευθεία γραμμή, δεν έχει αρχή και μέση. είναι ο θόρυβος της ανθρώπινης συνείδησης μπροστά στον φόβο της φθοράς
VIII.
με τη βροχή
κρύβονται οι λέξεις
και σωπαίνουν τα πουλιά
μπροστά στην αδιαφορία του σύμπαντος
στους ξυπόλητους δρόμους
με τα αγριοκέρασα
χαϊδεύαμε τις εποχές
εκλιπαρώντας τα χελιδόνια
να βγουν από τις σκιές
κλειδώσαμε τα μέσα μας ερείπια
πίσω από παράθυρα κλειστά
εξαπατώντας με τα χρώματα το φως
ποτίσαμε με φόβο και λαγνεία
τους τοίχους της φυλακής
του οπτικού πολιτισμού
ώστε να γίνουμε συμβατοί
δέντρα γκρεμισμένα στο ποτάμι οι ώρες που εγκλωβίζουν την κίνηση στα χαλάσματα. και οι κάστορες τις αιχμαλωτίζουν πριν χαθούν σε συνδέσεις ανενεργές. ανακαλύψαμε όμως πως αυτό που πραγματικά μας ενώνει δεν είναι η κοινή ταυτότητα, αλλά ο κοινός στόχος.
IX.
τα σύννεφα πήρα αγκαλιά
τα τάισα δάκρυα
τα έβγαλα στο φως
και τα έδεσα στο γυμνό κορμί
να δουν το πρώτο μπουμπούκι
μιας άνοιξης αποστειρωμένης
μα ο φόβος ακόμα κρύβεται
στη σκόνη
και τα σκοτεινά πατάρια
στην άπειρη διαδοχή των σημείων του χρόνου χωρίσαμε τον χώρο και κρατήσαμε λίγα τετραγωνικά ανάσχεση στο ποτάμι του τρόμου του θανάτου.
X.
όσο θα επιμηκύνεται το φως
τόσο θα ταξιδεύει στον χρόνο η ποίηση
βέλος στην καμπύλη του χρόνου
που αναζητά απαντήσεις
για το αναπόφευκτο της ύπαρξης
μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας
ταξιδεύει η συνείδηση
στη νέα εποχή των ασκητών της μοναξιάς
η εσωστρέφεια
χτίζει μοναδικότητες
ο συλλογικός χρόνος διαμελίστηκε
σε ατομικότητες
ως κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας[1]
δώρο του φωτός σε ρυτιδιασμένους τοίχους
που προστατεύουν περιφραγμένες αισθήσεις
τεμαχίσαμε τον χρόνο σε πολλαπλές ατομικές εκδοχές[2] κατασκευάζοντας έναν κόσμο παράξενο και χωρισμένο σε παράλληλες διαδρομές κι εμείς στεκόμαστε στο κέντρο μιας άπειρης ευθείας[3] ως αντίβαρο στο πρωταρχικό ερώτημα της μεταφυσικής[4]
[1] Ο Πλάτων έβλεπε τον χρόνο ως την κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας
[2] Μέχρι τον Κ΄ αιώνα κυριαρχούσε η ιδέα ότι ο χρόνος είναι ενιαίος. Αυτή είναι η βασική αξία στην οποία θεμελιώνεται η φυσική του Νεύτωνα.
[3] Η έννοια της άπειρης ευθείας απαντάται από την αρχαιότητα με διάφορους τρόπους αλλά την υπερασπίστηκε με πάθος και Horhe Luis Borges.
[4] Για τον Henri Bergson ο χρόνος είναι το κεφαλαιώδες πρόβλημα της μεταφυσικής που αν απαντηθεί απαντήθηκαν όλα