To δύσκολο είναι να βάζεις σε τάξη όσα τσακίζει ο χρόνος, όσα σκοτεινιάζει η ιστορία που προχωρά ανάμεσα σε οράματα και σκουπίδια («αύριο πρωί σκουπίδι μου θα πας με τ’ άλλα σκουπίδια»), προσωπικές διαψεύσεις, ατομικές ήττες και πάλι αθεράπευτες ήττες, τόσες που η μνήμη δεν μπορεί να αποστηθίσει σε κείνες τις ατελείωτες διαδρομές σου με τον άγνωστο συνένοχο εξομολόγο-αναγνώστη που άλλοτε κοντοστέκεται ν’ ακούσει τις ενοχές σου, άλλοτε σε προσπερνά με βιασύνη, κάποτε σε αγνοεί και το πιθανότερο, να σε κρατά διπλωμένο σε κάποια γωνιά του σπιτιού του. Μονάχα η Χαρά (και δεν μιλώ συμβολικά) δίνει τακτικά την παρουσία της από τα βόρεια, ενίοτε ο Σταμάτης (που βρήκε τη θέση του στο εορτολόγιο της 8ης Νοεμβρίου από εκείνο, αν θυμάστε, το «στώμεν καλώς/ στώμεν μετά φόβου» του αρχάγγελου Μιχαήλ, ενδεχομένως και από το «Στώμεν» του Έκτορα Κακναβάτου), και κάποτε ο Μάκης, ή ο Θεόφιλος, αλλά και ο διαφωνών Γιώργος, δείχνουν σημάδια ανάγνω(ρι)σης της μποτίλιας σωτηρίας.
Στο μεταξύ οι απέναντί μου από ώρα πασχίζουν οικογενειακώς να στολίσουν(;) το μπαλκόνι τους με κείνα τα γνωστά αστεράκια, ελατάκια, αϊ βασίληδες και τις φωτισμένες κόκκινες γιρλάντες του μέτρου που ηχούν παράταιρα στα κυπαρισσί κάγκελά τους, στο σκονισμένο μπεζουλί των κτιρίων, στις εξωτερικές μονάδες κλιματισμού, τους ηλιακούς, τις κεραίες, τις ξεθωριασμένες τέντες, αντίστοιχες με το ξεθώριασμα της κάθε πόλης. Η θαμπωμένη, από χρόνια, διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι θα συνταιριάξει κι εφέτος τη βρωμιά και την εγκατάλειψη με ό,τι το κιτς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αισθητικά ταξική διακόσμηση του πληγωμένου Nikita. Και λέμε «ταξική» γιατί άλλος ο στολισμός στην Ηρώδου Αττικού, στη Βασ. Σοφίας, στην Καστέλα, ή στο Κολωνάκι κι άλλος στον Κολωνό, στα Ταμπούρια, στη Μενάνδρου (κανείς στολισμός), ή στην πλατεία Αττικής όπου φυτρώνουν (για τη συλλογική ντροπή μας) μονάχα τα στολίδια της Χρυσής Αυγής.
Την ίδια ώρα η Ελλάδα εξακολουθεί να ταξιδεύει «ανάμεσα σε δολοφόνους, ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο», όπως το περιέγραψε στο «Χρονικό» του ο Τάκης Σινόπουλος, απευθύνοντας κι απ’ τις σελίδες του «Χάρτη» το αμείλικτο ερώτημα: «ΓΙΑΤΙ κοιμάσαι;/ ΚΙ ΕΣΥ κοιμάσαι; γιατί κοιμάσαι;». Λέξεις ένοχες/συνένοχες που αγωνιάς ν’ αξιοποιήσεις διευρύνοντας τις αφετηρίες, το νόημα, την τελική τους στόχευση προκειμένου να εκφράσεις οργή, αντίσταση στον πόνο, αντίδραση στη θλίψη, όλα όσα σκέφτηκες, έχεις ξεχάσει, ή υποπτεύεσαι/ελπίζεις πως υπάρχουν και τελικά θα διατυπωθούν ακόμα κι ως ερωτήματα, αβεβαιότητες, ή αμηχανίες. Φράσεις διατυπωμένες σ’ άλλες εποχές και για άλλες αιτίες που ήρθαν να συνομιλήσουν με τα ντοκιμαντέρ του Αυγερόπουλου για τη Γουατεμάλα και του Κούλογλου για τη δολοφονία ενός 15χρονου, πολλών 15χρονων, εκείνον τον τραγικό Δεκέμβρη. (Ο Δεκέμβρης ήταν πάντα μήνας δολοφονιών και δολοφόνων).
Η ιστορία της Γουατεμάλας δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία: τόσο πλούσια σε φυσικούς πόρους κι εξαγωγές, όση κι η ανθρώπινη εξαθλίωση, οι γνωστοί δικτάτορες απόφοιτοι της σχολής της CIA, τα παιδιά που ζυγίζει (χωρίς να ταΐζει) η κυβέρνηση, τα χρυσά μπρασελέ και τα λοιπά χρυσαφικά των ιθυνόντων του ΔΝΤ, με τα γυμνά χέρια και τις άδειες ζωές του λαού της. Για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, του Καλτεζά, του… των… η μόνη απορία και ο πολύς θυμός μου αρχίζει και τελειώνει όχι στους επαγγελματίες της πολιτικής (γιατί τι να περιμένει κανείς από τον Στυλιανίδη, ή τον Παυλόπουλο με το υποκριτικά πονεμένο ύφος, μονάχα στο «on» της κάμερας), αλλά στις δικές μας ανοχές. Ο Μαρξ έγραφε πως σε κάθε Άγγλο αναλογούσαν 4.500 Ινδοί που παρακολουθούσαν παθητικά τα βασανιστήρια των αλυσοδεμένων ομοεθνών τους. Όμοια κι εμείς, εισπνέουμε τα χημικά, το βάζουμε στα πόδια, τρέχουμε, τρώμε ξύλο, προπηλακιζόμαστε και περιμένουμε στη σειρά τα χειρότερα ανάμεσα σε παπαγαλάκια της κυβέρνησης και σε όργανα (κυριολεκτικά) της δικής της τάξης. Αναζητούσα κάποιους στίχους του Σινόπουλου («γράφουμε πολύ, μιλάμε πολύ, οι αγωγοί αποχέτευσης κάτω από τη γλώσσα έχουν βουλώσει») –παραθέτω από μνήμης για να σταθώ αυτοκριτικά σε κάποιες υπερβολές μου. Από μνήμης (αφού μνημόσυνο) και τα λόγια του Σεφέρη, όπου: Ένα παρθένο δάσος ξεχασμένων φίλων το μυαλό μας, έρχονται να τορπιλίσουν, την ασφάλεια (που καταλήγει σε αφέλεια) του ύπνου μας, με το «ξεχνώ» του επιθέτου να ταυτίζεται στη γλώσσα μου με το «ανέχομαι».
«Μπάτσος για το δημόσιο γούστο» τιτλοφορούσε ο Μαγιακόφσκι το 1912 το μανιφέστο του ρώσικου φουτουρισμού, φράση που αυθαίρετα εκλαμβάνω ως προάγγελο του σύγχρονου ημέτερου «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»∙ εξωτερίκευση μιας αναγκαίας γενικευμένης ρήξης που αποφεύγουμε εξ αιτίας του φόβου μας.
«Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεχτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να ψάξεις, να καθορίσεις από πού και από τι έρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί», ξορκίζει το δικό του φόβο της ποίησης ο Τάκης Σινόπουλος. Ώρα να ξεπεράσουμε και το δικό μας φόβο ζωής.
K.K.