Mόνο σιωπούμε ή και συμπλέουμε;

In ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

Το εγκεφαλικό επεισόδιο

μας αφήνει χωρίς άκρα

Ο εμπρησμός καίει τα δάση μας

Συγκαλύπτονται κι οι πιο αθώες αντιδράσεις

Οι λεπτοδείκτες δεν αλλάζουν φορά

όσο κι αν θα θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο

Οι κερδοσκόποι του καιρού μας έχουν γερές πλάτες

αν και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν έχουν ιδέες

και για τη μεταστροφή του κλίματος

Καύσωνες και πλημμύρες χειμώνα-καλοκαίρι

απροετοίμαστους μας βρίσκουν

Καθηλωμένος ο δείκτης ανακούφισης

Μόνο σιωπούμε ή και

συμπλέουμε;

Χαρά Χρηστάρα, Ποιήματα (1981-2008), εκδ. Μανδραγόρας 2009

Aναρωτιέμαι συχνά αν ο αναγνώστης αντέχει να περιτρέξει ένα ποίημα, που αρκεί και με το παραπάνω να εκφράσει επικαιρότητα, αλήθειες, συναισθήματα.  Και να τα δύσκολα τώρα με τον γνωστό Αναγνωστάκη και το γνωστότερο: «το θέμα είναι τώρα τι λες;».

Ησύχασα με τη σκέψη πως ένας αριστερός μπορεί να μιλήσει σε αριστερούς για τα πάντα: από τα βιολογικά προϊόντα, μέχρι τις αντιστασιακές περγαμηνές του Μητρόπουλου∙ χωρίς χειρόγραφο, χωρίς προετοιμασία, χωρίς σεβασμό στο χρόνο, αρκεί από καιρού εις καιρόν να αμβλύνει τις αντοχές τού ακροατήριου με το ρήμα «τελειώνω», ή «συνοψίζω», με τη φράση «με δυο λέξεις», ή το επίρρημα «επιγραμματικά». Ακούγοντας τις τοποθετήσεις στο διήμερο που οργάνωσε το Αριστερό βήμα διαλόγου σκεφτόμουν αν είναι τόσο δύσκολο να συμπυκνώνονται οι απόψεις σε ένα προετοιμασμένο κείμενο χιλίων λέξεων; Κι επειδή ο χρόνος είναι χρήμα στον καπιταλισμό, ας αναζητήσουμε άλλους τρόπους υπονόμευσής του, όχι τον ευκολότερο, αυτόν, της κατασπατάλησης του χρόνου μας.

Και βέβαια παραμένει ως αίτημα η διεύρυνση του ακροατήριου κι όχι η αυταρέσκεια των μικροφώνων. Γιατί είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια Αριστερά και Κοινωνία είτε γνωρίζονται αλλά δε μιλιούνται, είτε αλλάζουν δρόμο μόλις ο ένας αντικρύσει τον άλλον. Γενικά κι οι δυο είναι busy: η μεν από χρόνιο κεκτημένο ακτιβισμό, μοιρασμένο ανάμεσα σε γραφεία και ξεπερασμένες απλουστεύσεις για την αυτόματη συνειδητοποίηση που θα επιφέρει η λαϊκή εξαθλίωση. Οι δε χαμένοι στις φοβίες, παθητικοί, βαριεστημένοι, μαθημένοι στις έτοιμες λύσεις, στις αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες, στα πρασινογάλαζα γκάλοπ, στους αυτοθυσιαζόμενους σωτήρες, που μοιράζουν άλλοτε τριχίλιαρα κι άλλοτε 50ευρα. Το χειρότερο είναι πως οι τυχεροί(!) παραγνωρίζουν τη διαφορά δικαιώματος και ελεημοσύνης.

Ο οργασμός έργων(;) σε πλατείες και δρόμους των τελευταίων ημερών δίνει το μέγεθος της εξαπάτησης, αλλά και της εκτίμησης που τρέφουν οι πολιτικοί στο λαό: ο ένας ανάλαφρος με φαντεζί μπλουζάκια θα μας διαβεβαιώνει χαριτωμένα, όπως το καλοκαίρι του 2007, πως την Πελοπόννησο δεν την έκαψε η ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού, αλλά οι αναρχικοί των Εξαρχείων, μπορεί κι οι μετανάστες που μολύνουν τον Άγιο Παντελεήμονα και γιαουρτώνουν τον τρισκατάρατο Αλαβάνο. (Να που εκφασισμός της πλατείας δεν οδήγησε σε ριζοσπαστικοποίηση των κατοίκων, αλλά σε εξαθλίωση όλων μας).

Ο άλλος, με το γνωστό άκαμπτο στυλ θ’ ανεβάζει την παράσταση του θεάτρου σκιών «Ο Γιωργάκης πυροσβέστης», επαναλαμβάνοντας στ’ ανεκτικά ακροατήρια την ίδια ηλίθια ατάκα «γι’ αυτόν που σβήνει φωτιές», αποδεικνύοντας τη φτώχεια τους ακόμα και σε κειμενογράφους. Δεν χρειάζονται Βρετανοί ψυχολόγοι για να μας υπενθυμίσουν την αναλγητική ιδιότητα της αθυροστομίας, τον ευεργετικό ρόλο πολλών βρισιών που οφείλουμε να εκστομίζουμε, απόρροια ενός δικαιολογημένου συναισθηματικού φόρτου από τα όσα αδικαιολόγητα βιώνουμε: η μια εκδοχή καταφυγής και εξωτερίκευσης μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας Έκρηξη ή αυτοσυγκράτηση, πολίτες ή όχλος, δημοκρατία ή καταστροφή της;

Βαθιά τρομαγμένος, αμήχανος και κάτι παραπάνω από ανήμπορος: μόνος, μπροστά στα «σκόρπια υλικά κατεδαφίσεως» της Χαράς Χρηστάρα, αναζητώ για την ώρα, την άλλη, τη γνώριμή μου εκδοχή: «Καμιά φροντίδα για την ανακύκλωση/ Το ίδιο σκόρπια και τα ρήματα […] Σιωπές γεμάτες/ αγωνία και αναταραχή// Ξεγελαστήκαμε πολλές φορές/ και πάλι ελπίζουμε// κι ας έχουμε βαρύ χειμώνα/ στους καταυλισμούς μας// Το φως δικούς του νόμους υπακούει/ Άλλοτε θέλει κι άλλοτε δεν θέλει/ το πρόσωπό του να μας δείξει// Μετανοείτε και προσεύχεσθε».

Κώστας Κρεμμύδας