Να με θυμάσαι
βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες σου για να θυμάσαι
και δάκρυα πολλά να χύνεις όταν με θυμάσαι
όταν σημαίνει Ναύπακτος–Αράχοβα-Δεσκάτη
όταν περνάς Γαλήνης 18 –που δεν περνάς – να με θυμάσαι
εκεί χαρτιά μισογραμμένα
παιδιά που μεγαλώνουν
Ηλίας – Γιάννης – τα παιδιά μου
εκεί παράπονο Ερμιόνη
περαστικός Μιχάλης και Χρήστος των χρωμάτων
βασιλικά να τρίβεις για να με θυμάσαι όταν σημαίνει Σάββατο
Μαυρομιχάλη 8
ο Φίλιππος μαζί μας
αχ Γεωργία – Γιάννη – Έκτορα – Νίκο –Γιώργο – να τους πεις…
να με θυμάστε
Οβρένοβιτς και Παυσανίου
όπου πάτε με Πόπη και Μυρσίνη και Γιαννάκη
και μη μου γράφεις
δεν σκέφτεσαι εμένα όταν γράφεις
σκέφτεσαι αυτό που γράφεις
κι εγώ ζητάω μνή-μη
πεινάω μνή-μη και διψάω μνή-μη
και μη σας βγάλω απ’ τη ζωή σας
δεν το θέλω
εσύ το θέλησες
θυμήσου
χωρίς εσένα δεν υπάρχω
χωρίς εμάς είστε μειοψηφία (όλοι μαζί)
χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα
και μην ακούς πάνω και κάτω κόσμος
είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι.
Μιχάλης Γκανάς, «Παραλογή» 1993
Δεν είναι που φοβάμαι το θάνατο, ή τις προκαθορισμένες πλέον –για κατευόδιο– επισκέψεις στη Ναύπακτο. Δεν είναι που ανταμώσαμε με τα οστά τα «γεγυμνωμένα» λίγο πριν τη γιορτή του –Αγίου Αθανασίου– όταν καμαρωτός περίμενε στην κουζίνα των δυο δωματίων μας, για ευχές. (Η μόνη μέρα που έσπαγε ο πάγος και χανόταν η αμηχανία. Γιατί αμάθητος από πατέρα, πώς να διδάξει στα παιδιά του αυτή τη σχέση;)
Δεν είναι ο φόβος της μνήμης –τι να σου κάμει έτσι ξεδοντιάρα στη μακρινή απόσταση του χρόνου; Ποιον να τρομοκρατήσει; Μήτε κι ελπίζω πια στα περισσότερα, μαθημένος ν’ ανηφορίζω δίχως βοηθητικές.
Άλλωστε μόλις στα εικοσιδυό έγραψα τον αμφίβολης αισθητικής στίχο: «το τομάρι μου δεν το πουλώ/ το χαρίζω/ ακριβά/ πολύ ακριβά», που συνεχίζω, (πενήντα πέντε χρόνια μετά) να υπερασπίζομαι. Αποφεύγοντας να κλείνω σε όλες τις πτώσεις, τους αριθμούς, τα γένη, τις εγκλήσεις, τη λέξη «πρόεδρος», τα κατορθώματα και τα προσόντα του. (Ένα παρακολούθημα που ταιριάζει γάντι όχι στο πρόσωπο αλλά στο θώκο).
Βρεθήκαμε ξανά στη Ναύπακτο δίπλα σε οικεία οστά που βγήκανε για λίγο στον ήλιο να ξαποστάσουν, να μυρίσουν το αεράκι της πόλης, να σεργιανίσουν στα καλντερίμια και στο λιμάνι, να πιουν βαρύ γλυκό στις Μουριές και να ξαναγυρίσουν στο μνήμα τους. Μέχρι το επόμενο άνοιγμα.
Μπορεί να φράζουν τα λόγια η θλίψη μιας νέας απώλειας, ή η αναζωπύρωση των περασμένων. γιατί δεν είναι απλό να σου ανοίγουν ένα κρανίο –τρίτωσε το συμβάν στην οικογένεια. Όπως και δε γίνεται ρουτίνα το άνοιγμα ενός τάφου. (Ακόμα κι αν πιστεύεις στη Δευτέρα Παρουσία). Έστω κι αν ζεις τον κάθε θάνατο του άλλου σ’ όλες τις αποχρώσεις της δικής σου απόγνωσης. Γιατί υπάρχει η αυταπάτη της προσωπικής διαφυγής. Μέχρι τη δική σου σειρά στο κρεματόριο.
Απλώς σήμερα περιττολογώ, αφού όσα αισθάνθηκα και έζησα συμπυκνωμένα ως πόνο ύπαρξη και ανάμνηση, ένα flash back δηλαδή που μοιραία προβάλλεται στην οθόνη του μυαλού μας, ασπρόμαυρο συνήθως και βουβό, τα αφηγείται ποιητικά εξαίσια ο Μιχάλης Γκανάς, στον οποίο χρωστώ και τον τίτλο/στίχο από ένα ποίημά του γραμμένο λες για τον πατέρα μου: Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι/ Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία/ τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία/ είκοσι χρόνια σου πληρώνω νοίκι.
Η δική μας διαδρομή γνωστή και τετριμμένη: Άγιος Δημήτρης-Κάστρο-νεκροταφείο-πίσω στα Μποτσαρέικα-οικεία Νόβα-παραλία Γρίμποβου, όπου και η ταβέρνα του Σταύρου για το περίδειπνον (γεύμα προς τιμή του νεκρού και παρηγορίας των συγγενών), ή και Νεκρόδειπνο αν μνημονεύσουμε τον Τάκη Σινόπουλο.
Δεν κατάλαβα αν έφταιγε η είδηση της επιστροφής του Τζιμπρίλ Σισέ στον Παναθηναϊκό, η επανεμφάνιση του Κώστα Νεστορίδη, του Μίμη Παπαϊωάννου, του Σκευοφύλακα, Σεραφείδη, Καραφέσκου, παλαίμαχοι γηπέδων και ζωής που βρέθηκαν στο ξενοδοχείο προς ενίσχυσιν της αποστολής της ΑΕΚ, δεν ξέρω αν πήρανε μορφή κι υπόσταση ξανά τα κόκκαλα της μάνας μου, και των εορταζόντων Αθανάσιων, αλλά ξαφνικά ένιωσα το χρόνο να γυρίζει προς τα πίσω: στο στρατηγό Δομάζο, τη Δέσποινα στις κερκίδες της Λεωφόρου να επευφημεί με τα μποτάκια της, τον Ασλανίδη να εξυγιαίνει το ποδόσφαιρο πριν αναλάβουν δράση ο Ιωαννίδης κι ο Sky, κάποιον αείμνηστο Μπαλόπουλο να φέρνει κρέατα εξ Αργεντινής (προς βρώσιν εννοώ κι όχι για θέαμα, γιατί ήρθανε λίγο αργότερα και παίκτες…). Δύσκολα χρόνια που ανοίγονταν μπροστά μας ως χοάνη έτοιμη να καταπιεί τις άγνοιές μας, να φοβηθεί στους φόβους μας, να λυπηθεί για όσα στο μέλλον αφήσαμε ανοιχτά να ζέχνουν, είτε γιατί δεν ξέραμε, είτε από αφροσύνη μιας νεότητας, είτε από πανικό της μοναξιάς μας. Και τι να σου κάνουν 10 εκατομμύρια άνθρωποι, μόνοι τους;
Ο χρόνος αποκτά υπόσταση καθώς διακτινίζεται ανάμεσα σε μνήμη και ψυχή, καθώς αναπλάθεται για να ανασυνταχθεί ως γεγονός –ακόμα και μελλούμενο. Για να απελευθερωθεί από στενές συμβάσεις χρονολογιών, τυπικές διαδοχές συμβάντων, έλλογες κατασκευές που ακριβώς επειδή γίνονται από καρδιάς δεν εμποδίζονται να υπάρξουν κατά το δοκούν. Αφήνοντάς με ελεύθερο να διαλέξω: ποιους και για πόσο θ’ αναστήσω, σε ποια ομάδα θα δώσω το πρωτάθλημα, πότε θα αποφοιτήσω και από πού, με ποιον θα πιω κρασί, και ποια θα φιλήσω το απόβραδο.
Βρίσκομαι ξανά στο Μικτό Γυμνάσιο Κολωνού, στ’ Αγγλικά του Ρούπα, ξενύχτης στην κουζίνα της Ρουμπίνης διαβάζοντας Πέρσες, κατάλληλους για δίσεκτα.
Κώστας Κρεμμύδας
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…