Μυθιστόρημα
Φαίδων Πατρικαλάκις | Χάρμα οφθαλμώνΗ μητέρα ήταν ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της. Είχε μεγάλα ξεσπάσματα τρυφερότητας και θυμού. Μέσα στο σπίτι οι διαθέσεις της είχαν τον πρώτο ρόλο. Ο πατέρας ήταν καλοκάγαθος. Φρόντιζε πάντα να δείχνει τον καλύτερό του εαυτό, αλλά ποτέ δεν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό που έδειχνε. Οι καυγάδες έμοιαζαν με τις τρομοκρατικές θύελλες που ξεσπούν στις θάλασσες. Η κυρία Όλγα είχε ένα χαρακτήρα πληθωρικό και θεατρικό, κάτι μεταξύ έπαρσης και διαρκούς έντασης. Έζησα μεταξύ αυτών των τριών ανθρώπων που ο καθένας τους είχε διαφορετικό χαρακτήρα. Όλα μέσα στο σπίτι μας φαίνονταν ήρεμα, αλλά δεν ήταν. Εμπεριείχαν την ψευδαίσθηση της ευτυχίας αλλά και την επαπειλούμενη καταστροφή. Όλα ήταν πλημμυρισμένα με μια αίσθηση θεατρικότητας.
Καθώς ζούσα μέσα σε αυτή την υπερευαίσθητη ατμόσφαιρα μεταξύ ενός γήινου άντρα και δύο παράξενων γυναικών, καθώς μεγάλωνα μ’ όλα αυτά τα ψέματα, μ’ όλη αυτή την ανασφάλεια, δεν θα μπορούσα να διαλέξω άλλο επάγγελμα παρά αυτό του ηθοποιού. […]
Είχα συνδεθεί στη γαλλική πρωτεύουσα με τον Βεϊγκαρντέν και ήθελα να πω στον Κουν ότι τον γνωρίζω. Να του μιλήσω για τις απόψεις του για το ανέβασμα του έργου. Τελικά τον συνάντησα, συζητήσαμε πολλά πράγματα που αφορούσαν το θέατρο της Γαλλίας και φεύγοντας μου ανέθεσε να του σχεδιάσω το σκηνικό και τα κοστούμια για το «Καλοκαίρι» του Βεϊγκαρντέν, δυστυχώς όμως η λογοκρισία έκρινε το έργο ακατάλληλο και το απέρριψε.
Παρόλα αυτά ο Κουν το ετοίμασε κρυφά και ζήτησε από τους υπεύθυνους της λογοκρισίας να ’ρθουνε να δούνε την πρόβα, για να διαπιστώσουν ότι το έργο δεν έχει κανένα υπονοούμενο εναντίον της χουντικής κυβέρνησης. Δουλεύαμε το «Καλοκαίρι» χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι πραγματικά θα ανέβαινε. Ο Κουν είχε θυμώσει φοβερά, δεν έβρισκε ησυχία, κάπνιζε διαρκώς. «Σίγουρα δεν κατάλαβαν το έργο. Μα είναι ηλίθιοι, τι άλλο να πω. Πιο αθώο έργο από αυτό δεν θα έχει υπάρξει». Για μένα, που ήταν η πρώτη σκηνογραφία μου στην Ελλάδα, το γεγονός αυτό είχε αποκτήσει δραματικές διαστάσεις, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τον Μόρτζο και τον Λογοθέτη που υποδύονταν τους γάτους, και για τον Αντύπα και την Αδαμάκη, τα δύο παιδιά του έργου.
Η επιτροπή της λογοκρισίας μόνο όταν είδε την πρόβα της παράστασης πείστηκε ότι το «Καλοκαίρι» δεν έκρυβε τίποτα το επιλήψιμο και τελικά επέτρεψαν να παρουσιαστεί στο κοινό αφαιρώντας βέβαια πολλές λέξεις που τους φαίνονταν προκλητικές και κάπως ύποπτες.
Mέσα από παράλληλες αφηγήσεις του Αντρέα, του Φαίδωνα, της Άννας, του Άρη, του Τάσου, του «ζωγράφου», ο Φαίδων Πατρικαλάκις ξεκινώντας το νήμα των αναμνήσεων/αφηγήσεών του από τη γενέθλια Δράμα, τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας, το όρος Φαλακρό, σκιαγραφεί την πορεία της ζωής του στο Παρίσι, τη γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης, τις σκηνογραφίες του στο ευρωπαϊκό και ελληνικό θέατρο, τη γνωριμία του με ομοτέχνους, τις προσωπικές και ερωτικές σχέσεις που αναπτύσσονται, τις εντάσεις τα προβλήματα, τα αδιέξοδα των ηρώων του. Καθημερινές ιστορίες, λιγότερο ή περισσότερο συνηθισμένες, παράξενες, κάποτε υπαινικτικές κι ανολοκλήρωτες, με έντονη την αίσθηση της απώλειας –προσωρινής ή μόνιμης– που διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ζωντανής αφήγησης.
Πολλά λέγονται και τα περισσότερα αποσιωπώνται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Φαίδωνα Πατρικαλάκι.
«Μ»
Ο Φαίδων Πατρικαλάκις γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε αρχικά στη Σχολή Βακαλό και στη συνέχεια στο Παρίσι, στην Academie Julian, στην Academie du Feu, με την καθοδήγηση του Jabot, και στην Ecole de Dessin Applique a la Mode Historique. Το Θέατρο Σκιών, ο Θεόφιλος αλλά και οι ανθρώπινες μορφές του Picasso αποτελούν τις αφετηρίες της έντονα χρωματικής ζωγραφικής του. (“Αγαπώ τα χρώματα που ‘ναι γευστικά, τους ήχους που με κάνουν να ταξιδεύω, τα όνειρα που με πλημμυρίζουν με υπερβατικούς παλμούς, τα ταξίδια που μου αποκαλύπτουν μουσικούς ρυθμούς και μεταμορφώνουν και μένα σε ρυθμό απεριόριστου χρωματικού αισθησιασμού”). Μέσα από τα στοιχεία λαϊκής αγιογραφίας, ειδωλίων, ξεχωριστών μορφών τέχνης που συνάντησε στα ταξίδια του σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής , διαμόρφωσε έναν κόσμο χρωματικής πανδαισίας, που κινείται μεταξύ ονειροπόλησης, παιδικότητας και γαλήνης. Στο έργο του ωστόσο δεν μπορεί να μην αναγνωρισθεί μια μακρά και έντονη μοναχικότητα, ευανάγνωστη ακόμα και στα γλυπτά ή στα κεραμεικά του. (“Ωστόσο στις μορφές μου δεν επιδιώκω το ρεαλισμό, την αληθοφάνεια, αλλά μια ευγλωτία δυναμικών ρυθμών και εντάσεων”). Από το 1960 ασχολήθηκε παράλληλα και με τη σκηνογραφία. Πρώτη του δουλειά τα σκηνικά για τον “Ματωμένο γάμο” στην Alliance Francaise. Στο Παρίσι εργάστηκε από το 1961 μέχρι το 1964 και αργότερα στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν (1967-1973), το ΚΘΒΕ (1970), το Θέατρο Στοά (1971), το Θέατρο Καρέζη-Καζάκου στο “Μεγάλο μας τσίρκο” (1973-1974), το Ανοικτό Θέατρο κ.ά.
Παράλληλα με τις εκθέσεις του ζωγραφικής σε Ελλάδα και Ευρώπη, δημοσίευσε μια σειρά βιβλίων για τη ζωγραφική,τη σκηνογραφία, τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες -με έντονο το εικαστικό αλλά και το ποιητικό στοιχείο. (“Ταξιδεύοντας ανακαλύπτουμε τη μουσικότητα των τόπων και των χρωμάτων”). Το 2000 παρουσίασε τα ειλατήρια, μια σειρά από πίνακες με λαδοπαστέλ πάνω σε χαρτί για τα οποία είχε γράψει: “Το χαρτί μου δίνει μεγάλη συγκίνηση με τη ζωντάνια και την αμεσότητά του. Κυρίως το χαρτί το αδρό, το τσαλακωμένο σε πολλαπλά αναδιπλώματα και σε αλλεπάλληλα επίπεδα.Το τσαλακωμένο χαρτί αποκτά μια γλυπτική διάσταση, είναι πιο ελαστικό και δραματικό”. Έργα του κόσμησαν το 24ο τεύχος του “Μανδραγόρα” (Οκτώβριος 2000) ενώ από τις ομώνυμες εκδόσεις κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Η αρπαγή του βελούδου” (2001).
Μανδραγόρας, 2011
205 σελ.
ISBN 978-960-9476-20-1
Share this Post