Συνέντευξη του Κώστα Κρεμμύδα στο στίγμαΛόγου

In Συνεντεύξεις by mandragoras


στίγμαΛόγου: Το όνομά σας είναι ταυτισμένο με τον «Μανδραγόρα» που είναι ένα από τα πιο σημαντικά περιοδικά για την ποίηση. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τον «Μανδραγόρα» σημαντικό για σας; 

Κώστας Κρεμμύδας: Κατ’ αρχήν θεωρώ τιμητικό τον επιθετικό προσδιορισμό δίπλα στον «Μανδραγόρα». Όταν η προσπάθειά σου –η κάθε προσπάθεια– βρίσκεται σε εξέλιξη δεν μπορείς ατομικά να αξιολογήσεις την απήχησή της. Αυτή είναι και το ρίσκο της τέχνης –από τη στιγμή που θα φύγει απ’ τα χέρια μας ένα έργο δεν μπορούμε να διαβλέψουμε την τύχη, την αποδοχή, ή την απόρριψή του.

Τώρα γιατί είναι για μένα σημαντικός ο Μανδραγόρας; Μα, μου άλλαξε τη ζωή, με βασανίζει συμπληρωμένα 20 χρόνια, μεγάλωσα μαζί του, γνώρισα αλλά κι έχασα σπουδαίους φίλους και συντρόφους – τον Χρήστο Ηλιόπουλο, τον Αντρέα Παγουλάτο, τον Θανάση και την Αγγελική Κωσταβάρα, τον Κώστα Κοντοδήμο,… – με εξάντλησε και εξακολουθεί, ελέγχει κάθε στιγμή την ικανότητα και την αποτελεσματικότητά μου, κοντολογίς είναι αδηφάγος αλλά και χαριτωμένος, μουρτζούφλης και προκλητικός, απαισιόδοξος και εμπνευσμένος. Είναι κάτι άλλο από την μιζέρια της καθημερινότητάς μου, απ’ την οποία έχει για την ώρα καταφέρει να με λυτρώσει.

σΛ: Τι πιστεύετε ότι μπορούν να αλλάξουν τα περιοδικά ποίησης για να προσεγγίσουν τον μέσο αναγνώστη; Τι κάνουμε, με άλλα λόγια, λάθος οι άνθρωποι που υπηρετούμε τον χώρο της ποίησης και δεν επιτυγχάνουμε να αυξήσουμε το αναγνωστικό κοινό; 

ΚΚ: Δεν έχω πια συνταγές, ποτέ δεν είχα και φοβάμαι πως τα δοκίμασα όλα. Δεν ξέρω αν υπάρχει μια αίσθηση στον αέρα που παροτρύνει το κοινό, που διαμορφώνει καλύτερες προϋποθέσεις στην τέχνη. Εγώ μάλλον δεν ήμουν τυχερός καθώς άργησα να ξεκινήσω κι έτσι χάθηκε ο ευνοϊκός απόηχος που σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του’80 υπήρχε στην Ελλάδα. Μετά ήρθε η Αυριανή, ο Αυριανισμός, ο Κοσκωτάς, ο Κουτσόγιωργας, οι πλαστικές σημαίες, ο Τσοβόλας που τα ’δωσε όλα… Τι δουλειά είχε εκεί μέσα η ποίηση;

σΛ: Το «γιατί η ποίηση» πώς ξεκίνησε και πώς λειτουργεί; Ανταποκρίνεται μέχρι τώρα στις προσδοκίες σας; 

ΚΚ: Ίσως να μην ανταποκρίνομαι κι εγώ στις δικές του… Όσο για τον συγκεκριμένο κύκλο, νομίζω πως εμφανίζει μια δυναμική και παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον, ή μάλλον αλλιώς: δίνει ένα έναυσμα να ξεκινήσουμε μια συζήτηση/σκέψη που ίσως επώδυνα να οδηγήσει κάπου. Μπορεί του χρόνου ή τον επόμενο. Αν και μάλλον εσείς πρέπει να απαντήσετε αυτήν την ερώτηση: Πώς το εισπράττετε μέχρι τώρα;

σΛ: Σαν μια αξιόλογη και έντιμη προσπάθεια, από τις ελάχιστες – ομολογουμένως – των ημερών. Πώς γίνεται η επιλογή των ποιητών που παρουσιάζουν τη δουλειά τους στην εκδήλωση;

Οι συντονιστές επιλέγουν κατά κύριο λόγο. Βέβαια, η πλειοψηφία των συντονιστών είναι (εκτός από τον Δουατζή) από τον Μανδραγόρα, οπότε συζητάμε όλοι μαζί. Στόχος μας είναι το πάντρεμα των γενεών, να καλύπτεται ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα και να υπάρχει σφαιρικότητα στην παρουσίαση.

σΛ: Θα μπορούσαν τέτοιες συναντήσεις ή άλλες, όπως το «Συμπόσιο ποίησης», να αποτελέσουν την αφετηρία ώστε να δημιουργηθεί μια κοινή στάση και πορεία των ποιητών ενάντια στα πολιτικά δρώμενα; 

ΚΚ: Η τέχνη έχει κακοπάθει από διατεταγμένες στοιχίσεις. Ακόμα και σήμερα βλέπουμε να ανθίζουν ή μάλλον να γαϊδουραγκαθιάζουν –αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «άνθιση» όταν επιβάλλεται κάτι διοικητικά, κομματικά, παρεΐστικα – λογικές που επιχειρούν να επιβάλουν δημιουργούς, αισθητικές, μόδες, με βάσει διατεταγμένα κριτήρια. Το βλέπουμε με όλους αυτούς που προωθεί το Συγκρότημα άλλοτε Λαμπράκη και νυν Ψυχάρη σχεδόν από τα μέσα του περασμένου αιώνα, σε όλους τους τομείς τέχνης. Ίσως γι’ αυτό οι δημιουργοί είναι επιφυλακτικοί, ίσως γι’ αυτό υπάρχει δυσκολία σύμπλευσης. Από την άλλη, η κοινωνία γαλουχήθηκε από χρόνια στην ατομικότητα και στην ιδιώτευση: ο καθένας για τον εαυτό του ακόμα και εις βάρος του διπλανού του. Γιατί να μην επεκταθεί και στους καλλιτέχνες το φαινόμενο; Άρα μάλλον δύσκολα τα βλέπω.

σΛ: Ποιος είναι ο δικός σας απολογισμός του «Είμαστε εδώ»; Κάποιοι σας έκριναν αρνητικά που διαβάσατε δικά σας ποιήματα τη στιγμή που ήσασταν ο ένας από τους διοργανωτές της εκδήλωσης. 

ΚΚ: Νομίζω πως ήταν η πρώτη φορά κι ελπίζω να μην είναι η τελευταία που οι δημιουργοί δήλωσαν παρόντες, με τον δικό τους καλλιτεχνικό τρόπο, απέναντι στον αφανισμό της Ελλάδας. Το ότι αυξάνονται οι αυτοκτονίες, η ανεργία φτάνει το 1,5 εκατομμύριο, οι άστεγοι στην Αθήνα τις 25.000, η φτώχεια αγγίζει πάνω από το 30% του λαού, δείχνει πως δεν έφτασε η συναυλία στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Πανσέληνο του Ιουλίου. Σήμερα επισκέφθηκα την Εθνική Βιβλιοθήκη για ένα ISBN. Είναι η δεύτερη φορά που τη βρίσκω χωρίς φως – κι είναι έτσι από την προηγούμενη εβδομάδα. Πέρυσι, είχε συμβεί πάλι το ίδιο: δούλευαν οι άνθρωποι σε ένα γυάλινο κτήριο που δεν ανοίγουν τα παράθυρα με 45 βαθμούς και χωρίς ηλεκτρικό. Τι να λέμε μετά για «Είμαστε εδώ» ή για την «Ημέρα ποίησης»;! Όσο για το «Είμαστε εδώ», νομίζω το ότι διάβασα τελευταίος ένα μόνο δικό μου τελευταίο ποίημα και δυο άλλα, τον «Δεκέμβρη» του Νίκου Φωκά και ένα της Χαράς Χρηστάρα μάλλον δεν πρέπει να εκληφθεί ως εύνοια. Αν παρακολουθείτε τον Μανδραγόρα και τις δεκάδες εκδηλώσεις μας, μάλλον δεν θα ’χετε δει να αυτοπαρουσιάζομαι είτε έτσι είτε αλλιώς…

σΛ: Έχει κοστίσει η εκδοτική σας δραστηριότητα και η γενικότερη προσπάθεια προώθησης της ποίησης που καταβάλλετε στο προσωπικό ποιητικό σας έργο;

ΚΚ: Πολύ, αρκεί να πω ότι το τελευταίο ποιητικό μου βγήκε το 2002, έχω εδώ και τρία χρόνια το εξώφυλλο έτοιμο ενός βιβλίου με 25 δοκιμιακά κείμενά μου, κι εδώ και 6-7 χρόνια δεν καταφέρνω να δημοσιεύσω το διδακτορικό μου για την «Επιθεώρηση Τέχνης», κάτι που με ενδιαφέρει πολύ και ’θελα να το κάνω.

σΛ: Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσφέρει η ποίηση σήμερα για να πληρωθεί κάπως το πολιτικό κενό; Θέλω να πω, είναι εποχή μελανιού. Μήπως όμως θα έπρεπε να είναι εποχή αίματος;

ΚΚ: Το πιστεύω, αλλά δεν ξέρω αν και πώς μπορεί να γίνει. Οι στίχοι μπορεί να ανατρέψουν καθεστώτα. Γι’ αυτό στα δύσκολα καίνε βιβλία, λογοκρίνουν, κρατούν συνειδητά την τέχνη μακριά και πέρα απ’ τον κόσμο. Τι άλλο είναι η κρατική πολιτική για τον πολιτισμό και οι αθλιότητες με τις δήθεν αλλαγές στην παιδεία που γίνονται με βάσει τις εκλογικές τους περιφέρειες; Θυμηθείτε ποιους τοποθέτησαν στο Υπουργείο Πολιτισμού: τον Κούβελα με τους λαπάδες, τον Ζαχόπουλο που πήδηξε απ’ το μπαλκόνι, τον Τατούλη που δρέπει δάφνες λαϊκισμού στην Αρκαδία, τον Καραμανλή τον μικρό, τον Λιάπη επειδή υπήρξε ανιψιός, τον Σαμαρά για να βγει από τον πολιτικό γύψο που του επέβαλε ο Μητσοτάκης, και πάει λέγοντας… Θυμηθείτε τον Γιωργάκη στο Παιδείας που υπέγραφε κονδύλια για να εξασφαλίσει τους φίλους εκδότες, βιβλία που σάπιζαν στο Υπουργείο Παιδείας, τους δεκάδες συμβούλους της Διαμαντοπούλου, τα βιβλία που πέρσι δόθηκαν παραμονές εξετάσεων στα σχολεία! Ποια ποίηση και ποια τέχνη λοιπόν;

σΛ: Γιατί οι εκδοτικοί οίκοι έχουν φθάσει σε σημείο να μη μπορούν να εκδώσουν ποιητικές συλλογές με δικά τους έξοδα και πώς εξηγείται το γεγονός ότι ένας εκδοτικός οίκος μπορεί να ζητήσει ακόμη και 2000 ευρώ για ένα 30φυλλο βιβλίο;

ΚΚ: Από χρόνια τα βιβλία δεν αγοράζονται από το κοινό. Δεν έχω άποψη με τα τύπου βίπερ Νόρα, ή τα σκανδαλοσεξουαλικά. Αλλά ακόμα και τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, και βέβαια τα ποιητικά δεν πουλάνε ούτε ένα αντίτυπο. Πριν χρόνια είχαμε βγάλει τα δυο τελευταία ποιητικά του Μιχάλη Κατσαρού. Αν έρθετε, θα τα δείτε στα γραφεία μας. Απούλητα. Το ίδιο και του Θανάση Τζούλη, ενός από τους σημαντικότερους υπερρεαλιστές ποιητές, το «Και γάμον Έβρου του ποταμού», το τελευταίο του βιβλίο, το χαρίσαμε, όπως μετά θάνατον έδωσα στους οικείους του το δοκίμιο του Μανόλη Λαμπρίδη με τρία σπουδαία μελετήματά του για Λούκατς, Κάφκα, Σεφέρη, όπως και το τελευταίο, το Πέραμα, του Αντρέα Παγουλάτου, όπως και ο τόμος για τον Νικόλαο Κάλα… Ένας κατάλογος που θα μπορούσε να συνεχιστεί. Τα δε ελάχιστα που πουλιούνται είτε δεν εισπράττονται καθώς κλείνουν τα βιβλιοπωλεία; (Τούμπας, Λέσχη δίσκου, Φωλιά του Βιβλίου), είτε δεν πληρώνουν ποτέ, είτε καθυστερούν συνειδητά σκόπιμα: Από το 2011 ο Εύδοξος για τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις δεν μας έχει καν κοστολογήσει (το κοστολογημένο παρ’ όλα αυτά αυθαιρέτως εκ μέρους τους με 7,39 ευρώ) τις Εποχές της Κριτικής και μας παρακρατούν τα λεφτά που δικαιούμαστε. Το ίδιο και ΥΠΠΟ: από τον Δεκέμβριο έχουμε δώσει 300 βιβλία του βραβευθέντος «Φαγιούμ» του Θοδωρή Ρακόπουλου. Άγνωστον αν τον Μάιο θα μας πληρώσουν!

σΛ: Υπάρχει κλίκα στον ποιητικό χώρο και, αν ναι, συνδυάζεται με τους εκδοτικούς οίκους;

ΚΚ: Κατά τη γνώμη μου τίποτε παραπάνω απ’ ό,τι κάθε εποχή, μια παρέα δηλαδή ηλικιακή, συγκυριακή, συντοπίτικη, ενδεχομένως με κοινές ερωτικές, κομματικές, αστικές ή άλλες προτιμήσεις, που απλώς απευθύνονται στους γνωστούς του περιβάλλοντός τους κάθε φορά. Βέβαια στην Ελλάδα χρειάζεται να εντάσσεσαι κάπου, να ’χεις έναν προστάτη (όχι παθολογικό). Άλλωστε με προστάτες υπήρξαμε ως κράτος, χάρη σε αυτούς επεκταθήκαμε στην Ελλάδα των πέντε θαλασσών, των πέντε φάσκελων και των δύο ηπείρων, αλλά και συρρικνωθήκαμε. Με τους προστάτες ξαναφέραμε τον Γεώργιο, υποδεχτήκαμε τον Σκόμπι, μεγαλουργήσαμε στη Μακρόνησο. Αρετές της φυλής που επανέρχονται τελευταία.

σΛ: Διαβάζω από το editorial του τελευταίου Μανδραγόρα: «Για εμάς η πλαισίωση της τρέχουσας ανέκδοτης ύλης (που οφείλει να είναι πολύχρωμη, πολυπρισματική, πειραματική, ρηξικέλευθη, να κινείται από τη μαθητεία μέχρι την ωριμότητα, από το κλασικό μέχρι το μοντέρνο, από το αυτονόητο μέχρι το απροσδιόριστο)…». Εντέλει χωρούν τα πάντα στην ποίηση; Και πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια τάση ή απλά ό,τι είναι καλό μέσα σε τόσες πολλές συνιστώσες; 

ΚΚ: Χωρούν, οφείλουν να χωρούν πολλά σε ένα περιοδικό. Αρκεί να καλύπτονται κάποια αισθητικά κριτήρια. Αρκεί να έχουν να πουν οι ποιητές πράγματα. Βέβαια ο ελεύθερος στίχος δεν κατάφερε ακόμα να απελευθερώσει την πραγματική τέχνη. Χάρη στην ευκολία της αβίαστης ελεύθερης γραφής μπορούν να γίνουν και τερατογενέσεις. Αλλά επειδή υπάρχουν οι φασίστες της Χρυσής Αυγής δεν θα εμποδίσουμε την δημοκρατική έκφραση. Το ίδιο και στην τέχνη. Ας είμαστε πιο απαιτητικοί, ας αυξηθούν οι αναγνώστες –απαραίτητος ο ρόλος τους για να γραφτεί καλή ποίηση–, ας βελτιωθεί η παιδεία μας, η κρίση, η ανάγνωση, για να ’χουμε μέτρο σύγκρισης. Και κυρίως παιδεία – αναγκαία τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή.

σΛ: Η κριτική είναι απαραίτητη τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη, τον οποίο και διαμορφώνει. Όταν η κριτική παραπαίει, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι μέτρια ποίηση και αμόρφωτο αναγνωστικό κοινό. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που η ποιοτική και σταθερή κριτική ποίησης είναι σήμερα σχεδόν ανύπαρκτη;

ΚΚ: Νομίζω ο καπιταλισμός. Τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται. Ημερήσιες εφημερίδες έβγαιναν δημοσιεύοντας πληρωμένες καταχωρήσεις δελτίων τύπου εκδόσεων εν είδει κριτικής, παραμονές Χριστουγέννων κυκλοφορούν έντυπα με διαφημιστικές καταχωρήσεις βιβλίων, άρα πού να υπάρξει και πώς να ζήσει ένα κριτικός; Και τι να τον κάνουν; Να πουλήσουν και να πουληθούν θέλουν οι άνθρωποι.

σΛ: Ενδιαφέρονται σήμερα οι ποιητές να γράψουν καλή ποίηση; Είναι δηλ. πρόθυμοι να κάνουν τη θυσία που απαιτείται και να παιδευτούν ώστε να βρουν τον τρόπο; Ή τα έχει όλα αυτά αντικαταστήσει η ματαιοδοξία; Τι λειτουργεί σήμερα στον ποιητή που μερικές δεκαετίες πίσω δεν λειτουργούσε έτσι; 

ΚΚ: Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν, ούτε να ισοπεδώσω, απλώς θα επαναλάβω μια αίσθησή μου πως υπάρχουν κάποιοι νέοι που διεκδικούν/νομίζουν ότι αξίζουν το Νόμπελ ήδη. Ακόμα και για τη μποέμικη ζωή τους ή για τα πολλά ουίσκια που μέχρι σήμερα ήπιαν. Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι διεκδικούν το Νόμπελ, αλλά πως αν τους το δώσουν είτε θα στείλουν τη μαμά τους να το παραλάβει, είτε θα απαιτήσουν να τους σταλεί με courier. Και να πληρώσουν και τα έξοδα αποστολής οι Σουηδοί.

σΛ: Και, για να κλείσουμε, έχουμε την τάση να υποβιβάζουμε άλλες χώρες σε θέματα πολιτισμού, όπως π.χ. την Αμερική. Εκεί όμως η ποίηση έχει και ποιοτική και εμπορική δύναμη. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας; Τελικά, φταίνε οι ποιητές ή οι αναγνώστες για το σημείο στο οποίο έχει βρεθεί η ποίηση στην Ελλάδα;

ΚΚ: Στην Ελλάδα, ανάλογα με το μέγεθός μας, τον πληθυσμό, την περιορισμένη γλώσσα, δε θα ’λεγα υπάρχουν πολλοί ποιητές –γιατί φοβάμαι θεωρώ βαρύ τον όρο– θα ’λεγα όμως ότι γράφεται πολύ καλή ποίηση. Δεν ξέρω σε πόσα χρόνια θα ξεπεράσουμε το μεταίχμιο για να φτάσουμε στην απόλυτη τέχνη. Κι αν τελικά θα φτάσουμε. Κι αν τελικά έχει σημασία το απόλυτο. Ή πώς θα το ορίσουμε; Όμως βγαίνουν καλά περιοδικά που φυτοζωούν, γίνονται σπουδαία πράγματα σε όλες τις μορφές της τέχνης. Λόγοι οικονομικοί, κοινωνικοί, παιδείας, δεν επιτρέπουν σε ευρύτερες ομάδες/δυνάμεις της κοινωνίας να πλαισιώνουν όλα αυτά, άρα και να τα δυναμιτίσουν συμπαρασύροντας τους καλλιτέχνες και οδηγώντας επομένως την τέχνη – άρα και τη ζωή μας στα άκρα. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να πεθαίνεις κάθε μέρα κακομοίρικα στο κρεβάτι σου, ξέπνοος κι ανίκανος και πληκτικός. Το ’χω δοκιμάσει. Και δεν θα ’θελα να το ξαναζήσω. Πιστέψτε με.

σΛ: Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΚΚ: Κι εγώ σας ευχαριστώ και όσους θα χάσουν το χρόνο τους διαβάζοντας όσα σας είπα. Δίχως όμως φτιασίδωμα, σχεδόν αυτόματα και άμεσα. Άρα ορκίζομαι στον Θεό της ποίησης πως είπα «την αλήθεια και μόνον (σ.σ. όχι τη μόνη) την αλήθεια».

Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από το στίγμαΛόγου

Ο Κώστας Κρεμμύδας στο “Είμαστε εδώ”