Σαν αύριο θ’ άρχιζαν πάλι τα σχολεία. Είχε πολλούς λόγους να μη θέλει να το θυμάται. Πρώτα απ’ όλα τελείωνε η ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Ύστερα έπρεπε να γυρίσει πίσω στα ίδια. Άντε από την αρχή βαλίτσες, μαζέματα, τακτοποίηση, λευκά σεντόνια στα έπιπλα, φιλιά, αποχαιρετισμοί. Δεν του άρεσαν οι αποχαιρετισμοί του Σεπτέμβρη, δεν ήθελε ν’ ακούει τόσο νωρίς εκείνο το «Καλό χειμώνα» του εξευμενισμού. Στ’ αυτιά του η ευχή έφτανε κοροϊδευτικά απειλητική. Ποτέ δεν του άρεσαν οι αποχωρισμοί, του θύμιζαν τις επιστροφές στο σχολείο.
Τη γνώση την αγαπούσε, το σχολείο φοβόταν. Όχι ακριβώς το κτήριο αλλά τους καλούς του συμμαθητές. Είχαν μια πάγια στάση εναντίον του, που έκανε τους χώρους του κτηρίου απειλητικούς. Στα διαλλείματα ξεπετάγονταν από κάθε γωνία και τον στρίμωχναν παράμερα. Σίμωναν το στόμα τους σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του και φώναζαν διάφορες βρισιές για να τον βλέπουν να κοκκινίζει. Μύριζε στις ανάσες τους την πείνα και τα χαλασμένα τους δόντια κι ένοιωθε τον ιδρώτα τους.
Στο σπίτι του έκανε πρόβες μπροστά στον καθρέφτη πως να μη φοβάται πως να τους αντικρούσει την επόμενη φορά· άνοιγε μάτια και στόμα στη διαπασών και, σφίγγοντας τους μύες του προσώπου του, έβριζε το αναψοκοκκινισμένο είδωλό του. Όμως, στην αυλή του σχολείου ο φόβος επανερχόταν κι έπαιζε μαζί του. Όσο εκείνοι του τραβούσαν τα βλέφαρα για να βλέπει τις απειλές τους τόσο αυτός έσφιγγε τα μάτια του. Μια μέρα με την άκρη του ματιού του ξεχώρισε γκρο-πλαν gros plan το μανίκι του αρχηγού, να παρασέρνει τις πράσινες μύξες του έως το μάγουλο. Του γύρισαν τα σωθικά. Όλο το ξερατό εκτινάχτηκε με ορμή πάνω στο πρόσωπο του εφιάλτη του. Εκείνος στην αρχή τα ’χασε. Καθάρισε πρώτα τα μάτια του με τον δείκτη και ύστερα αφήνιασε· άρπαξε τον φταίχτη βίαια και σκουπίστηκε πάνω στην κολλαριστή ποδιά του.
Η μάνα του δεν τον μάλωσε· τον έπλυνε πρώτα με ζεστό νερό και ύστερα τον αρωμάτισε για να φύγει η ξινίλα. Την ποδιά του τη ζεμάτισε, την κολλάρισε και τη σιδέρωσε πολλή ώρα για απολύμανση. Την άλλη μέρα δεν τον άφησε να πάει στο σχολείο· πήγε η ίδια και βρήκε τη δασκάλα.
«Αν δεν συνηθίσεις το σχολείο πως θα πας στο στρατό;» του είπε όταν γύρισε.
Δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό. Όμως, θα πρέπει η δασκάλα να κατάλαβε ποιοι τον βασάνιζαν γιατί από τότε τον άφησαν στην ησυχία και στη μοναξιά του. Για τιμωρία δεν άκουσε κάτι. Βλέπεις ήταν παιδιά από καλά σπίτια.
Χρόνια μετά από τότε που άφησε πίσω του σχολείο, συμμαθητές και στρατό, κάθε Σεπτέμβρη τον έπιανε εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά. Όπως τότε, που είχε πολλούς λόγους να μη θέλει να τελειώσουν οι διακοπές ούτε να γυρίσει στο σχολείο.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου