Κ. Π. Καβάφης – Albert Camus: Η παρεμβατική δύναμη των συμβόλων στο έργο τους

In Δοκίμιο by mandragoras

 

Η Λογοτεχνία, ως καθ’ ύλην αρμόδια για την εκφορά ενός επιτηδευμένου και απολύτως ελκυστικού λόγου για το κοινό της, αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στη μετάδοση παρεμβατικών μηνυμάτων του συγγραφέα, ικανών να επηρεάσουν τις κοινωνικοπολιτικές, ηθικές, υπαρξιακές, ιδεολογικές αντιλήψεις των αναγνωστών. Σημαντικός αρωγός, πολύτιμος συνοδοιπόρος σε αυτή την προσπάθεια καταδεικνύεται η Τέχνη και τα μέσα που αυτή χρησιμοποιεί και επιστρατεύει. Η εικόνα ενός πίνακα ζωγραφικής, η οποία πλαισιώνει ένα λογοτεχνικό κείμενο, καθιστά πιο σαφή τα νοήματα του δημιουργού, ενώ παράλληλα διανθίζει ευχάριστα το περιεχόμενο, λειτουργώντας καταλυτικά στον συναισθηματικό κόσμο του δέκτη.

Οι Βιβλιοθήκες, από την πλευρά τους, ως παραδοσιακοί φορείς μετάδοσης γνώσεων, πληροφοριών, πνεύματος πολιτισμού και προόδου, διατηρώντας έναν απολύτως δημοκρατικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, παραμένουν ανοιχτές-προσιτές σε κάθε αναγνώστη, ερευνητή ή λάτρη της Λογοτεχνίας, συμβάλλοντας στην επαφή των τελευταίων με το λογοτεχνικό έργο και τις απόψεις των συγγραφέων. Στη σύγχρονη εποχή της τεχνογνωσίας και των θεαματικών αλμάτων της Τεχνολογίας, σημαντικό έδαφος σε αυτή την πολιτική των Βιβλιοθηκών κερδίζουν η «Κυβερνολογοτεχνία» και τα «ebooks», που γίνονται πιο δελεαστικά και ενδιαφέροντα, κυρίως για τους νέους. Επομένως, η γόνιμη συνεργασία της Λογοτεχνίας και γενικότερα, των Καλών Τεχνών με την Τεχνολογία –σε μια σχέση αλληλεπίδρασης– σε πρακτικό επίπεδο, υλοποιείται με τη σημαντική συμβολή των Βιβλιοθηκών∙ αυτών των φωτεινών φάρων μετάδοσης γνώσης και ανάδειξης του μεγαλείου της Λογοτεχνίας.

Η Ελληνική και η Γαλλική Λογοτεχνία διατηρούν μακρόθεν, ιδιαίτερα στενούς και ουσιαστικούς δεσμούς, σε μια σχέση γόνιμης συνδιαλλαγής. Ήδη, οι Γάλλοι διανοούμενοι του πνευματικού κινήματος του Γαλλικού Διαφωτισμού, στη διαμόρφωση των νέων ιδεών τους (οι οποίες έρχονταν σε ευθεία σύνδεση με το συντηρητικό θεοκρατικό πνεύμα του 17ου αιώνα), επηρεάστηκαν άμεσα από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, υιοθετώντας ιδέες, αρχές αλλά και γλωσσικά στοιχεία (ιδιαίτερα στον τομέα της Ιατρικής). Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι της ελληνικής Intelligentsia, στη μακρόχρονη και σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας (όπου κυριαρχούσε μεθοδευμένα η αμάθεια και ο πνευματικός λήθαργος των υπόδουλων λαών, για λόγους πολιτικής επιβολής των βάρβαρων κατακτητών) στο ιδεολογικό σχήμα σχετικά με το νέο, ελεύθερο-ευνομούμενο κράτος υιοθέτησαν βασικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Γαλλικού Διαφωτισμού. Στο γλωσσικό δε επίπεδο, ο εισηγητής της περίφημης «Μέσης Οδού», ο Αδαμάντιος Κοραής, στην προσπάθειά του να εμπλουτίσει την αδύναμη τότε ελληνική γλώσσα, αποδέχθηκε και ενέταξε γαλλικούς όρους υπό τη μορφή γλωσσικών νεολογισμών-«δανείων». Ένας από τους βασικούς αυτούς όρους ήταν και η γαλλική λέξη «civilisation» [= «πολιτισμός»], που εμπεριείχε ολόκληρο το ανανεωτικό πνεύμα του Διαφωτισμού που είχε ως βασικούς άξονες την απόλυτη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και την προσπάθεια για βελτίωση συνθηκών επίγειας ζωής, διαμέσου μιας εκπολιτισμένης κατάστασης.

Μία συνήθης τακτική λογοτεχνών και καλλιτεχνών είναι η συμβολική απεικόνιση βασικών νοημάτων, προσωπικών απόψεων, εικόνων, κριτικών θεωρήσεων για λόγους στυλ, αποφυγής της λογοκρισίας από συντηρητικούς παράγοντες ή ακόμη, και περαιτέρω ενδοσκόπησης και προβληματισμού του κοινού.

Ο συμβολισμός (που θεμελιώνεται σε σύμβολα «ποικίλης φύσεως»[1]) συνιστά έναν τύπο γραπτής σιωπής, η οποία ωστόσο εξωτερικεύεται και αποκαλύπτει όλη την προβληματική του συγγραφέα υιοθετώντας τους δικούς της κώδικες. Επιπλέον, απευθύνεται στις ανθρώπινες αισθήσεις.

Η συμβολιστική τάση του Αλεξανδρινού ποιητή Κ. Π. Καβάφη εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Έτσι, άλλοτε επιστρατεύει συγκεκριμένα ιστορικά (από το μακρινό ιστορικό παρελθόν) ή ψευδοϊστορικά πρόσωπα ως κεντρικούς ήρωες, άλλοτε παραθέτει έννοιες, χρώματα ή λέξεις. Αυτή η πνευματική διεργασία ενεργοποιείται πάντοτε σε δύο επίπεδα: στην υλική αποτύπωση επιλεγμένων λέξεων-κλειδιών και στην υπονοούμενη συμβολική τους σημασία. Με τη χρήση αυτού του συστήματος κωδίκων, ο ποιητής καταλήγει σε μια συντομία λόγου (απολύτως περιεκτικού) στα έργα του∙ συγχρόνως, ανοίγει τον δρόμο στον αναγνώστη για μια μυσταγωγική και ενδιαφέρουσα διαδικασία, με μοναδικό μέσον πρόσληψης την επανάληψη της ίδιας πάντοτε φράσης. Σε αυτή την απολύτως μοντερνιστική, ιδιόρρυθμη μορφή ποίησης, ο ρομαντικός στόμφος και η ακαμψία του στίχου (κατάλοιπα του παρνασσισμού) απομονώνονται. Ο Κ. Π. Καβάφης, διαμέσου αυτής της τακτικής, αντιτίθεται στον παραδοσιακό πολιτισμό και στις συντηρητικές κομφορμιστικές του αξίες. Η ποίησή του προσανατολίζεται σε απολύτως ανθρωποκεντρικά πρότυπα, με συχνή παρουσία ιστορικών προσώπων ως συμβολικών αρχέτυπων, ως προτύπων ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα πρόσωπα-σύμβολα (γνωστά ιστορικά, μυθικά ή φανταστικά-ποιητικά) εμφανίζονται μόνο μία φορά στο ίδιο ποίημα, παραπέμποντας σε καταστάσεις ταραγμένες (πολιορκίας, εγκλεισμού, αναγκαστικού αποκλεισμού). Όλη αυτή η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι προαναφερθείσες αρνητικές συνθήκες, αντανακλά ασφαλώς το ψυχικό αδιέξοδο του σύγχρονου ατόμου, φυλακισμένου στις νόρμες της συντηρητικής κοινωνίας. Το παρελθόν, διαμέσου της μνήμης, επανέρχεται ζωντανά στο κείμενο, με την παρουσία πολλών ιστορικών και μυθολογικών προσώπων σε μια ανιαρή, σύγχρονη πραγματικότητα∙ όλα αυτά συνοδεύονται συχνά από μια ατμόσφαιρα ερωτισμού και αισθησιασμού. Ως σύμβολα χρησιμοποιούνται επίσης τα χρώματα, αλλά και τα άψυχα αντικείμενα, τα οποία μεταμορφώνονται και αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του με τίτλο «Ενδύματα»: «Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον/ έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου./ Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα./ Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη»[2]. Μέσα από αυτούς τους στίχους, ο Κ. Π. Καβάφης επιχειρεί έναν σύντομο απολογισμό της περιπετειώδους ζωής του την οποία προσπάθησε να διαφυλάξει από τα αιχμηρά βέλη της τότε συντηρητικής κοινωνίας. Η συμβολιστική επιλογή τριών βασικών, έντονων θετικών χρωμάτων («κυανά», «κόκκινα», «κίτρινα») φανερώνει την πρόθεσή του να προβεί σε αυστηρή ταξινόμηση, σε διευθέτηση καίριων προσωπικών στιγμών του παρελθόντος. Σε ό, τι αφορά στα χρώματα, το βαθύ γαλάζιο, το κυανό συμβολίζει ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του∙ το κόκκινο, σχέσεις πάθους, έντονου ερωτισμού, ενώ το κίτρινο, ενδεχομένως, συναισθήματα ερωτικής ζήλειας και ψυχικής σύγχυσης του ομοφυλόφιλου συγγραφέα. Διαμέσου αυτής της βασικής χρωματικής γκάμας, ίσως απεικονίζονται και οι τρεις ηλικιακές φάσεις που σημάδευσαν τον Καβάφη (κυανό χρώμα = παιδική ηλικία, κόκκινο = νεότητα, κίτρινο = ωριμότητα).

Αντίθετα, τα ρούχα που τοποθετεί στο τέλος ο ποιητής στο «κιβώτιο» εμφανίζονται αλλοιωμένα, άτονα, «πιο ξέθωρα […] από τα πρώτα». Εδώ ασφαλώς, ο Καβάφης υπονοεί το καταστροφικό πέρασμα του αήττητου χρόνου που επέφερε σαρωτικές αλλαγές (εξωτερικές, αλλά κυρίως εσωτερικές) στο σώμα, στη ζωή, αλλά και στη μνήμη του. Ίσως ακόμη, με τον τρόπο αυτό, να θέλει να αναδείξει με εύστοχο, έμμεσο τρόπο, τον επίλογο ενός ευτυχισμένου κύκλου της ζωής του. Όλα αυτά τα «ρούχα» τα εναποθέτει με ιδιαίτερη προσοχή σε ένα «έπιπλο» από πολύτιμο «έβενο».

Οι συμβολιστικές τάσεις του ποιητή διαφαίνονται έντονα και στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του σχετικά με τη δομή της ανθρώπινης ζωής. Το ζήτημα του Χρόνου επισκιάζει τα πάντα. Στο ποίημα με τίτλο «Κεριά», το μέλλον συμβολίζεται με μια συστάδα φωτεινών αναμμένων κεριών. Αντίθετα, το παρελθόν αφήνει μια αίσθηση θλίψης, μέσα από τη μελαγχολική εικόνα δύσμορφων σβησμένων κεριών. Η ζωή συνεχώς συρρικνώνεται, προκαλώντας υπαρξιακές ανησυχίες στον ώριμο πλέον ποιητή: «Δεν θέλω να τα βλέπω [τα σβησμένα κεριά του παρελθόντος]∙ με λυπεί η μορφή των,/ και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι»[3]. Το πρόσφατο παρελθόν συμβολίζεται με κοντά κεριά, μισολιωμένα, τα οποία θυμίζουν ακόμη την άλλοτε λαμπερή τους παρουσία: «[…] τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,/ κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά»[4]. Ο χρόνος, που στιγματίζει καταλυτικά την επίγεια πορεία, είναι ιδιαίτερα σύντομος και σκληρός απέναντι σε κάθε ύπαρξη, οδηγώντας σταδιακά στο απόλυτο μηδέν.

Ο συμβολισμός υιοθετείται και από τον Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο Albert Camus, εισηγητή της θεωρίας του παραλόγου και σφοδρό επικριτή των κομφορμιστικών δομών της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου L’Etranger (Ο Ξένος), ο αντιήρωας Meursault [Μερσώ] αποκηρύσσει κάθε κοινωνική σύμβαση, αντιμετωπίζοντας με αδιαφορία αυτό το παράλογο οικοδόμημα και έχοντας ως ασπίδα προστασίας μια στωική σιωπή.

Σχετικά με την επιλογή συμβόλων από τον Albert Camus, αυτά αφορούν σε στοιχεία της φύσης και σε μια πλούσια γκάμα χρωμάτων (που διανθίζουν την ανθρώπινη ζωή). Ακόμη, συμβολικό ρόλο αναλαμβάνουν έννοιες, συναισθήματα (το γέλιο ως αποδόμηση του υποκριτικού προσωπείου του ήρωα της Πτώσης, η σιωπή του ήρωα του Ξένου ως συνετή στάση ζωής ενάντια στην τεχνητή, υλιστική κοινωνία), ιδέες κ.ά. Στην πρώτη κατηγορία ξεχωρίζουν η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός, με τις υποκατηγορίες τους (νερό, άμμος, φως, σκοτάδι, θερμότητα, γη). Βέβαια, αυτή η επιλογή συμβόλων αντανακλά το καθαρό και μεσογειακό περιβάλλον της Αλγερίας. Έναν τόπο ευλογημένο, γεμάτο φως και λάμψη, αλλά στιγματισμένο από τη μιζέρια και την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Μόνον η γιορτινή φύση λειτουργεί θεραπευτικά, επηρεάζοντας σημαντικά τη φυσική, αλλά κυρίως την ψυχολογική κατάσταση των κεντρικών προσώπων.

Τα χρώματα συμπληρώνουν θαυμάσια τη δύναμη των προηγούμενων συμβόλων (στοιχείων της αυθεντικής φύσης). Το γαλάζιο, το χρυσαφί-κίτρινο, το κόκκινο και το μαύρο (με θετική ή αρνητική δύναμη αντίστοιχα) παραπέμπουν σε καταστάσεις χαράς, ευτυχίας, ελπίδας, πάθους, αλλά επίσης και μελαγχολίας, θλίψης, απόλυτης δυστυχίας, μοναξιάς, απομόνωσης, αρρώστιας, θανάτου: «Aujourd’hui, le soleil débordant qui faisait tressaillir le paysage, le rendait inhumain et déprimant»[5].

Τελικά, η διαδικασία της προσεκτικής αποκωδικοποίησης όλων αυτών των πολύμορφων συμβόλων στο έργο του Albert Camus οδηγεί τον αναγνώστη σε ανάλυση και κατανόηση των ιδεών του και στην υιοθέτηση της αληθινής (προτεινόμενης από τον συγγραφέα) ηθικής∙ μιας ηθικής εδραιωμένης στις βασικές αρχές της φύσης, δηλαδή στην απλότητα, στην ειλικρίνεια, στην αυθεντικότητα και στην αλήθεια.

Ο Χρόνος (διαμέσου της εναλλαγής πολλών συμβόλων και στους δύο λογοτέχνες), μολονότι παραμένει ένας αήττητος συνοδοιπόρος του ανθρώπου, μπορεί τελικά να μετατραπεί σε βασικό συντελεστή αναστοχασμού και επαναπροσδιορισμού του αληθινού νοήματος της ζωής∙ μιας πορείας εδραιωμένης στην εξασφάλιση του temps gagné”[6], του «κερδισμένου χρόνου» (διαμέσου της απόλαυσης των μικροχαρών της ζωής, μέσα από την αυθεντικότητα της Φύσης) κατά τον Albert Camus και της απόλυτης ηθικής, μακριά από τους καταπιεστικούς, κομφορμιστικούς κανόνες της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, σύμφωνα με την άποψη και των δύο συγγραφέων.

Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά

[1] Βλ. Joseph Vendryes, Le langage, Introduction linguistique à l’histoire, éd. Albin Michel, Paris 1968, p. 19.

[2] Βλ. Κ. Π. Καβάφη, Κρυμμένα Ποιήματα (1877;-1923), φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. «΄Ικαρος», Αθήνα 1963, ποίημα με τίτλο: «Ενδύματα», σ. 118.

[3] Κ. Π. Καβάφη, Άπαντα Ποιητικά, εκδ. «Ύψιλον», Αθήνα 1990, ενότητα: Τα Ποιήματα (1897-1933), ποίημα με τίτλο: «Κεριά» [1899], σ. 25.

[4] Αυτ.

[5] [:«Σήμερα, ο υπερβολικός ήλιος που έκανε το τοπίο να χορεύει, το έκανε απάνθρωπο και καταθλιπτικό»]. Βλ. σχετικά Albert Camus, L’Etranger, éd. Gallimard, Paris 1957, p. 27. Πρβλ. και Albert Camus, Ο Ξένος, μετάφρ. Γ. Κότσιρας, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1967, σ. 40.

[6] Βλ. Albert Camus, Le Mythe de Sisyphe. Essai sur l’absurde, éd. Gallimard, Paris 1942, p. 28.