Τεύχος 68

In Γράμμα Σύνταξης, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras

 

 

Θα ’ρθει μια μέρα που θα βγούμε στην αγορά να υπερασπιστούμε δίχως ρήτορες τη ζωή μας[1]

Συνήθως οι επέτειοι, αναφορά σε ένα αξιομνημόνευτο γεγονός, αν δεν είναι εθνικοί αφορούν έναν στενό πυρήνα ανθρώπων που σχετίζονται άμεσα με το συμβάν. Δεν έχουν τόσο εορταστικό χαρακτήρα όσο αποτελούν μιαν ευκαιρία για αποτίμηση, αξιολόγηση όσων διαδραματίστηκαν στο μεσοδιάστημα. Με αυτήν την έννοια τα 30χρονα του Μανδραγόρα, από τον μακρινό Μάη του 1993 στα Εξάρχεια, στον 7ο [ουρανό] αρχικά και στη συνέχεια στον 6ο όροφο της Θεμιστοκλέους 34 & Ακαδημίας περισσότερο προσφέρονται για περισυλλογή παρά για παράτες. Ίσως κάποτε μας δοθεί η ευκαιρία να θυμηθούμε τα ευτράπελα, τις ωραίες και δύσκολες στιγμές, τις πολλές παρουσίες και απουσίες. Σαν view master περνούν από μπρος μας εικόνες: όρθιοι οι περισσότεροι (γιατί οι καρέκλες λιγοστές κι ο χώρος στενός) να ανταλλάσουμε δυναμικά απόψεις για το όνομα, τις χαρτομακέτες και τα σχέδια με το λογότυπο να πηγαινοέρχονται από χέρι σε χέρι, τον Μιχάλη Κατσαρό μονίμως παρών, τα ωραία 4στιχα της κ. Καλλιόπης Κρητικάκη με το Νίσυρος η πατρίδα μου (πρώτη μας έκδοση), τον τότε άγνωστό μας Γιώργο Άλμη που από την Ακαδημία Πλάτωνος μας εντόπισε στα Εξάρχεια (για να ανταμώνουν έκτοτε οι πορείες μας –κυριολεκτικά και μεταφορικά– άλλοτε στους δρόμους κι άλλοτε στα καφενεία, τον Θανάση Κωσταβάρα και την Αγγελική στο μέχρι πρωίας millennium Ιθάκης & Καλύμνου (ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Νίκου Σιαπκίδη που στήθηκε το πρώτο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης –βαριά από τότε παρακαταθήκη), τον Χρήστο Ηλιόπουλο, τον Αντρέα Παγουλάτο τον Λάμπρο Σπυριούνη –κατά σειράν αναχώρησης–, τον Γιάννη Πομώνη με τη «λαθροχειρία κλίμακος», τα πάρτι στήριξης και τις βραδιές στη Σίνα 16 –ένας θεός ξέρει πού θα καταλήξει το ιστορικά φορτισμένο κτίριο–, τα προσωπικά μου αδιέξοδα και ν’ ατενίζω το βάραθρο κάτω απ’ τα πόδια μου της Ακαδημίας, την εμβληματική ροκού Μίνα –το στήριγμα του στηρίγματος ω μέγιστη Μίνα, τη Γιολάντα, τις αγωνίες, τις αγωνίες, τις αγωνίες, τις αγωνίες να βρούμε λεφτά… να ολοκληρώσουμε την ύλη… να μη χαθούν πάλι όλα τ’ αρχεία (συνέβη κι αυτό στο παρά πέντε από το λάθος πάτημα ενός πλήκτρου), την ανάποδη πάστα που δεν ξέραμε πως έπρεπε να είναι ανάποδη και μη αναγνώσιμη (μας έσωσε ο Παναγιώτης Λαλιώτης και η κ. Βάσω στην Κολωνού 12), τη βιάση να κλείσει το τεύχος και να περιμένουμε την «Κρηνιώ-Φαρμάκη» (κατά κόσμον Λάμπρο Σπυριούνη μονίμως καθυστερημένη).

Είχα απαντήσει κάποτε, ασθμαίνοντας, στο ερώτημα «πώς πάμε;» ενός εκ των φανατικών συνδρομητών που περίμενε, εναγωνίως, τον Μανδραγόρα: «Άσε, πιέζομαι γιατί κλείνει το τεύχος…» Κι ο άνθρωπος λυπήθηκε θεωρώντας ότι κλείνουμε οριστικά! Από τις λίγες στιγμές που κατάλαβα πως το περιοδικό κάτι για κάποιους σημαίνει… [Κατά τον Λάμπρο κάποιοι τα διέδιναν και πανηγύριζαν το ενδεχόμενο να κλείσουμε.. Αλλά αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.]

Μια άλλη φορά κουβεντιάζοντας με έναν παλιό συναύτη του εξηγούσα, με τον γνώριμο αφαιρετικό μου λόγο, πως μας έβαλαν όλα τα ράφια στο γραφείο θεόστραβα, «σηκώνω το βλέμμα μου και φρίττω αλλά ευτυχώς πρόκειται να το πουλήσουμε το κτίριο και θα πάψω να τα βλέπω». Κι αυτός εμβρόντητος βρήκε την Ξένη Σκαρτσή: «Μα καλά είναι σοβαρός αυτός ο Κώστας; Θέλει να πουλήσει τον Μανδραγόρα επειδή του ’βαλαν στραβά τα ράφια;», μετέφερε σκασμένη στα γέλια η Ξένη την παρεξήγηση και την έκπληξή του.

Επετειακώς λοιπόν ας μνημονεύσουμε τον Γιώργο Καραβασίλη και το Au Revoir, τον κ. Γιάννη (που μας έκανε πάντα παρατηρήσεις γιατί φωνάζαμε) καθισμένοι στη σκάλα του Galaxy Bar, τον βλοσυρό Σταύρο Κασιώτη πάντα πίσω απ’ την μπάρα του Low Profile (παρότι ο Χρ. Ιακώβου του ’χε φωνάξει επανειλημμένα «κάτσε κάτω απ’ την μπάρα»). Στη Λυκαβηττού 6, Τρίτη –εξ ιδρύσεως πάντα Τρίτη έχουμε συντακτική επιτροπή και μετά τις συνεδριάσεις συνεχίζαμε στο μπαρ– ξημερώματα προς Τετάρτη 22 Οκτωβρίου του 1997 με πήραν από το «Ελπίς» για τον θάνατο της μάνας μου. Οι γιατροί πάνω της μέχρι την τελευταία ώρα. Μολονότι τελειωμένη το πάλευαν. (Αυτό το «Βοηθήστε βρε παιδιά…» τρυπάει ακόμα τα σωθικά μου). Κι εγώ να θέλω να τους πω πως άδικα ξοδεύουν τόσα φάρμακα. Λίγο αργότερα θα δαιμονολογούσαμε τους γιατρούς ως συλλήβδην απατεώνες. (Και μετά καθ’ εκάστην ενάτη βραδινή θα τους χειροκροτούσαμε). Γιατί η ζωή, ευτυχώς, δεν είναι φτιαγμένη με απλουστευτικές ασπρόμαυρες εικόνες και διαιρέσεις: «ή μεθ’ ημών ή καθ’ ημών». Κι όσο τα πολιτικά κι ατομικά αδιέξοδα διευρύνονται τόσο η στενόμυαλη διάζευξη μαυρίζει τον ούτως ή άλλως πολύχρωμο κόσμο μας. Τον Οκτώβρη του 1997 ετοιμάζαμε το διπλό τεύχος του Μανδραγόρα για τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Χρήστο Ηλιόπουλο. Εγώ άπραγος για πολλούς μήνες απλώς έβλεπα τα τρόλεϊ να περνούν από την Αγίου Κωνσταντίνου μέχρι που έσκασε το μπουρλότο: «χάσαμε τα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου που μας είχε εμπιστευθεί για το αφιέρωμα». Ανατριχιάζω ακόμη και που σκέφτομαι τη σκηνή: «κ. Πετρόπουλε χάσαμε το αρχείο σας…» Όχι πως πιστεύω στα μεταφυσικά αλλά η μάνα μου εκ του νωπού τάφου της μας έσωσε. Έκτοτε επικαλούμαι νυχθημερόν τους τεθνεώτες σε βαθμό κακουργήματος. Είμαι βέβαιος πως όταν θα ανταμώσουμε θα μου πουν: «Καλώς τον! αλλά βρε παιδί μου μας ζάλισες από κει κάτω..

Να σταθώ στη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Μαρίας Κωστάκου που οργανώσαμε με απίστευτο κόπο και πόνο στο Μελίνα Μερκούρη στο ΠΙΛ ΠΟΥΛ, τα θεατρικά δρώμενα από τη Χρύσα Κουλουφάκου πάνω σε κείμενα της Ελένης Καμουλάκου και τον παράλληλο κύκλο ποίησης που έκλεισε με αφιέρωμα στον Νάνο Βαλαωρίτη. Δυο μήνες μετά έκανα εγχείριση στο κεφάλι κι επειδή δεν υπήρχαν κρεβάτια στο νευροχειρουργικό με φιλοξενούσαν σε ένα δίκλινο του οφθαλμολογικού με τον ατυχή συνάρρωστο να κάνει ολονυχτίες αφού κατά τις 11 το βράδυ κατέφθανε ο Σπυριούνης. «Είμαι ο δικηγόρος του», έλεγε στην είσοδο. Στις 12 τα μεσάνυχτα ο Θανάσης κι η Αγγλική Κωσταβάρα «Είμαι ο γιατρός του» έλεγε ο Θανάσης… Κι εμείς (ασθενείς και επισκέπτες) να κουβεντιάζουμε τα μεράκια μας μέχρι τρίτης πρωινής με τον δυστυχή διπλανό μου να κόβει φλέβες… Πάλι καλά που δεν είχαμε τότε παπά στη συντακτική γιατί στο θυρωρείο του Γεννηματάς θα ’ξεραν πως κάποιος ετοιμοθάνατος νοσηλεύεται στην Οφθαλμολογική Κλινική.

Αλλά και με τον Καραβασίλη είχαμε τα απρόοπτά μας. Σε μια από τις ποιητικές βραδιές ξεπαρκάροντας, με τον Γιώργο στη θέση του συνοδηγού, τσαμπουκαλεύτηκα με κάποιον που μας έκλεισε. Ήρθε καταπάνω μου ένας άγριος τύπος και σκύβοντας στο παράθυρο μου λέει «έχεις χάρη που ’ναι δίπλα ο πατέρας σου». Ο Γιώργος το φύσαγε και δεν κρύωνε: «Μα να με πούνε πατέρα σου…», δεν μπορούσε να το χωνέψει. Να σημειωθεί πως με τον Γιώργο μάς χώριζαν 6-7 χρόνια…

Να μνημονεύσουμε την ταράτσα του «Δούρειου Ίππου» Θεμιστοκλέους & Κωλέττη 21 στα Εξάρχεια όπου κάθε Ιούλιο, μετά το Συμπόσιο Ποίησης, κλείναμε τη σεζόν. Από τις τελευταίες χρονιές και σε φορτισμένο κλίμα μια βραδιά υπήρχε μεγάλη ένταση. Ούτε δίναμε σημασία στα μεζεδάκια του κυρ Ηλία και στα ψητά σχάρας. Πίναμε και φωνάζαμε, μεγάλη ένταση για πράγματα που έγιναν κι άλλα που έμεναν απλοί σχεδιασμοί απραγματοποίητοι. Τέτοια η φασαρία που όταν φεύγαμε μετά τις 2 το ξημέρωμα ο κύριος Ηλίας φέρνοντας τον λογαριασμό μάς ευχήθηκε: «Άντε καλό καλοκαίρι, και να ηρεμήσετε του χρόνου…» Τελικά δεν υπήρξε συνέχεια: ο κυρ Ηλίας έφυγε ν’ αναζητήσει κάπου στην Πετρούπολη μια καλύτερη τύχη, εμείς μεγαλώναμε, κάποιους ξεπροβοδίζαμε, το Συμπόσιο Ποίησης έκλεισε τον κύκλο του, μαζί κι «Δούρειος» τον δικό του.

Η διαδρομή μας δύσκολη, προκλητική, ενίοτε τραγική –έφτασα συχνά να μακαρίζω τον πατέρα μου που έφυγε εν ηρεμία– και αβέβαιη τόσο που απορώ με τις εμπάθειες στα λογοτεχνικά πράγματα. Να δεχτούμε την ευτέλεια στην πολιτική όπου διακυβεύονται συμφέροντα εξ ου και συνέχεια της κληρονομικώ δικαίω εμπλοκής από γενιά σε γενιά των διαδόχων σε βαθμό που αναρωτιέμαι αν άλλαξε το πολίτευμα ή ζούμε ακόμη τ’ αγαθά της ελέω θεού μοναρχίας. Αλλά όλες αυτές οι ασχήμιες στον λογοτεχνικό χώρο (και γνωριζόμαστε τόσο πολύ σ’ αυτόν τον μικρό τόπο) πώς εξηγούνται, ποια συμφέροντα εκπροσωπούν και τι άραγε διακυβεύεται σ’ έναν χώρο που υποτίθεται ότι αξιολογείται ισοτίμως το έργο του καθενός μας… Οι πολιτικοί μαλλιοτραβιούνται, κοινώς ξεκατινιάζονται, για την προκοπή του λαού και του τόπου διαγκωνιζόμενοι ποιος θα υποσχεθεί τα περισσότερα για να μας σώσει αποτελεσματικότερα. (Ακόμη κι αυτοί που με τα Μνημόνια μας έριξαν δια βίου στα τάρταρα υπόσχονται σωτηρία ψυχών τε και σωμάτων.) Τώρα θ’ αυξήσουν τον κατώτατο μισθό. Κι αν σκεφτούμε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (με όρους αγοραστικής δύναμης έπεσε στο 62% του μέσου όρου της ΕΕ έναντι 66% το 2019 κι ότι είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά από αυτό της Βουλγαρίας) ευελπιστούμε πως σε 100 χρόνια από τώρα θα ’μαστε βασιλιάδες στην Ευρώπη. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες και παίρναμε 200 ευρώ εφάπαξ σύνταξη, αυτοί ήταν ανεβασμένοι στα δέντρα και ’τρωγαν ξυλοκέρατα.

Είναι δύσκολο να διαχειρίζεται κανείς την πορεία του σε τούτον τον τόπο όπου, το νιώθουμε, πως επιβιώνουμε από τύχη. χάρη στο «ταπεραμέντο της φυλής» τσαλαβουτάμε εδώ κι εκεί, πασχίζουμε κάπου «να τρουπώσουμε/ να πιάσουμε την καλή» σαν την ταινία με τον Βουτσά. Κι αν ως παιδάκι με σόκαρε που ο «Γκρούεζας»-παππούς μου, (θυμάστε το «Υπάρχει και φιλότιμο» του Μαυρογιαλούρου με το «φάγανε, φάγανε, φάγανε…» ή την άλλη τραγικά επίκαιρη ατάκα: «Θα σας εξαφανίσομεν!»), κάθε παραμονή εκλογών έτρεχε στη Ναύπακτο ως κομματάρχης του Νόβα (άσχετο αλλά ενδεικτικό των ηθών διαχρονικώς: ο Γ. Αθάνας κατείχε την έδρα της ποίησης στην Ακαδημία Αθηνών!), σήμερα με ντροπιάζει, κι αποδεικνύει την παταγώδη αποτυχία μας, που το ρουσφέτι όχι απλώς επιβιώνει, αλλά αποτελεί σάρκα του πολιτικού μας συστήματος και στον 21ο αι.

Αλλιώς τα είχαμε φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα μάς προκύπτει, το σχέδιο δεν μας καλύπτει αλλά έχουμε τόσο κουραστεί, που λέει κι η Μοσχολιού, να θυμόμαστε νεκρούς …από τις πυρκαγιές –μέχρι και η Αρχαία Ολυμπία κάηκε– τον Αύγουστο του 2007, από το Μάτι, από τα Τέμπη… Κι ενώ ξέρουμε πως «επέσαμε θύματα εξιλαστήρια/ του «περιβάλλοντος», της «εποχής» εντούτοις θα κινούμε «όλοι μαζί συρφετός» να αποζητάμε στα πεπερασμένα τις διεξόδους των αδιεξόδων μας.

Το νέο τεύχος της 30χρονης πορείας μας συμπίπτει με της παλιάς κοπής εκλογικές αναμετρήσεις. Στην πνιγηρή προεκλογική περίοδο όπου ο φόβος του επικείμενου κακού υποκατέστησε το αίτημα ενός καλύτερου αύριο στο μόνο που μπορεί να ελπίζουμε είναι στη γρηγορότερη πτώση εποχών, έτοιμων από καιρό, να πέσουν μια ώρα αρχύτερα στην αφάνεια.

Μ

[1] Απόστολος Ζώτος, κατάλοιπα.