Αυτά μπορέσαμε. Αυτά κάναμε
Δεν έχω άλλο αίμα
Γιατί οι Επαναστάσεις δεν ξεμακραίνουν, απλώς αφουγκράζονται το κάλεσμα όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, η κίνηση στους δρόμους, η ωριμότητα των συνειδήσεων. Το ξέρω, σου φαίνεται δύσκολο να επιχειρήσεις διέξοδο αλλά αυτά είναι θεόσταλτα δώρα, όπως αυτά που λάβαμε ως έθνος την αξέχαστη ιστορική Παρασκευή της 28.2.2025. Eίναι η στιγμή που η απόγνωση ξαναβλασταίνει ως ελπίδα. Θυμάσαι μέρα και ώρα που για τελευταία φορά συνάντησες τον από μηχανής θεό σου; Μόνος σε διαδρομές αναρωτιέσαι τι έμεινε, τι έγινε, τι θα συμβεί ακόμη. Kι αρχίζεις ξανά να ελπίζεις παρότι ξέρεις πως ακόμα και τα θαύματα λιγοστεύουν.
Από πίσω ένα μουρμουρητό με ξεκουφαίνει. Η ίδια πάντα συχνότητα κάνει τον ήχο θόρυβο, τη μελωδία φάλτσο, τη διδαχή φορτίο αμάζευτο με σκόρπια τα υλικά στο χώμα. Συνεχής αβεβαιότητα και διαρκής φόβος. Όμως δεν πλάθονται έτσι τ’ αμόνια. Θέλουν φωτιά να χυτεύσεις το σίδερο για να δώσει πνοή σ’ αυτό που φτιάχνεις. Για τα λοιπά θα αποφανθεί η επιστήμη ενός νεκροτόμου, η τοποθέτηση κάποιου μουλωχτού αναλυτή στα πάνελ των ειδήσεων (;) ή τα πειράματα ενός εξομολόγου ψυχοθεραπευτή σ’ ένα κοινό ντιβάνι ανατόμου.
Είχαμε δεσμευτεί από το ξεκίνημα να ολοκληρώσουμε την πορεία μας όταν δεν θα ’χαμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε, ή αν νιώθαμε πως όσα λέμε ενδεχομένως να μην απασχολούν την κοινότητα. Κι όπως λέει κι ο Μίκης Θεοδωράκης σε επιστολή του της 14.11.2006, που παραθέτουμε, «δεν φτάνει να χτυπάς τους δυνατούς, αλλά να ερεθίζεις τους πολλούς προκειμένου να βγούμε απ’ τον λήθαργο που μας μεταβάλλει σε άβουλα πιόνια τής [κάθε μορφής] εξουσίας.» Άλλωστε στον Μανδραγόρα δεν δώσαμε πνοή για να πλασαριζόμαστε, κατά μόνας, στην καλλιτεχνική αγορά και το λογοτεχνικό σινάφι. Ήδη εξηγούμαστε στο πρώτος τεύχος μόλις 33 χρόνια πριν [Αριθμός συμβολικός σε κάθε σταύρωση]: «Την ιστορία γράφουν οι παρέες».
«Ό,τι έγινε θετικό για μένα, προήλθε αποκλειστικά από τον λαό μας», συνεχίζουμε να προσυπογράφουμε τον Μίκη Θεοδωράκη: «Συμβαίνει όμως να υπάρχουν σκοτεινές πτυχές, όπως η σημερινή, όπου ο κοσμάκης λουφάζει, φοβάται και έτσι δείχνει να αδιαφορεί και να ξεχνά την ίδια τη δύναμή του. Γι’ αυτό όταν λέω πως αισθάνομαι ξένος στη χώρα μου εννοώ ότι απ’ τη μια μεριά “δίκαια και σωστά” με χτυπούν και με απομονώνουν οι εξουσίες, μιας και είμαι ορκισμένος εχθρός τους, ενώ από την άλλη αυτή η αγάπη του λαού, μου είναι δώρο άδωρο, όταν δεν εκδηλώνεται ενεργητικά όχι μόνο για να υπερασπίσει ανοιχτά και θαρραλέα αυτούς που παλεύουν γι’ αυτόν αλλά και για να προφυλάξει τον ίδιο τον εαυτό του. Πώς το λέει και η Εκκλησία; Αγάπη που δεν φαίνεται, είναι νεκρή. Αυτή δυστυχώς είναι η κατάσταση σήμερα, που γίνεται όλο και πιο δύσκολη για μένα, γιατί οι ισχυροί έχουν κάνει τραστ, δεν υπάρχουν όπως άλλοτε αντιπαλότητες (λ.χ. ανάμεσα στις εφημερίδες που τόσο με βοηθούσαν στους αγώνες μου, γιατί μου πρόσφεραν βήμα για να μιλήσω. Σήμερα είναι όλοι ενωμένοι, με κοινά συμφέροντα και όταν τα βάζεις με ένα X συγκρότημα, είναι σαν να τα βάζεις με το σύνολο των ΜΜΕ. Πώς να παλέψεις;) Εγώ όμως δεν το βάζω με τίποτα κάτω. Έστω και μόνος, χωρίς βοήθεια από πουθενά, θα παλεύω ως την τελευταία στιγμή. Έτσι γιατί στο κάτω-κάτω μου αρέσει έστω και σαν …σπορ, αφού μια ζωή ήμουν έτσι και φυσικά δεν θα αλλάξω τώρα που μετά τα 80 μου ζω μια καινούρια …νεότητα. Σας χαιρετώ με αγάπη, Μίκης Θεοδωράκης».
Κι αν είναι έτσι τα πράγματα για έναν αληθινά σπουδαίο, όπως ο Μίκης, φανταστείτε πόσο σισύφειος υπήρξε για μας όλος αυτός ο δυστοπικός θόλος που μας περιέβαλλε. Και μπορεί, λόγω διαφοράς μεγεθών, ο Θεοδωράκης να ζούσε στα 80 του μια νέα νεότητα όμως για μας, όπως λένε και οι αγαπημένοι βάρδοι Άκης Πάνου και Στράτος Διονυσίου: Είν’ η ζωή τόσο γλυκιά/ μα τόσο λίγη/ Ψάξε να βρεις αλλού χαρά/ κι άσ’ την να φύγει/ άσ’ την να φύγει.
Από την άλλη, για να λέμε την αλήθεια, αισθάνθηκα τυχερός και παραμένω ευγνώμων σε όλους αυτούς που πλαισίωσαν και στήριξαν κάθε μας βήμα. Δεν θα χωρέσει το γράμμα σύνταξης τόσα ονόματα κι ευχαριστίες. (Εδώ καλά καλά δεν το αντέχει η καρδιά μου). Ίσως πάλι να μην τα είπα κατά πρόσωπον ποτέ, μα να γνωρίζετε όλοι εσείς πως σας χρωστώ αυτά τα χρόνια τα πολλά και μεστωμένα. Χάρη σε σας, εντέλει, εξαλείφθηκε ο φόβος πως το τέλος μας παραμονεύει σε κάθε τεύχος. Ήταν αιτία, αυτό το άγχος, που επί χρόνια βγάζαμε διπλά τεύχη και ένθετα, φοβούμενοι πως ο κάθε Μανδραγόρας θα ’ν’ ο τελευταίος αλλά κι από σέβας σε αυτά που κάποιοι εμπιστεύονταν στην ύλη· και δεν θέλαμε να τ’ αφήσουμε μετέωρα.
Όμως αμείλικτες οι συνθήκες στην παραγωγή, τη διάθεση, την προώθηση, τη διασφάλιση μιας στοιχειώδους επιβίωσης του περιοδικού, σ’ αυτόν τον κόσμο και την εποχή. Κι επειδή, όπως λέει κι αγαπημένος Θανάσης Κωσταβάρας: Ζητώντας την αιωνιότητα/ Περάσαμε πλάι απ’ τα μικρά/ Τα καθημερινά θαύματα του κόσμου/ Ζητώντας τα πάντα, δεν ζήσαμε τα λίγα και τα εφήμερα, είπαμε να δοκιμάσουμε μιαν αλλαγή πορείας…
Ξεκινήσαμε με Μητσοτάκη τον Μάιο του 1993 και ολοκληρώνουμε με Μητσοτάκη την Άνοιξη-Καλοκαίρι 2025. Δεν χρειάζονται δεισιδαιμονίες και προλήψεις για να καταλάβει κανείς ότι το εγχείρημα ήταν εξαρχής υποθηκευμένο. Η νεανική μας φλόγα αψήφησε τους οιωνούς για να ’ρθει το πλήρωμα του χρόνου να αποδείξει πως όσο επηρμένοι κι ασύνετοι κι αν σταθούμε οφείλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη σε κάθε μας εγχείρημα. Γιατί και μόνο το άκουσμα του ονόματος «Μητσοτάκης» είναι προάγγελος κακών. [Έπρεπε λογικά να περιμένουμε. Ή έστω να αναζητήσουμε έναν άλλο τόπο, τουλάχιστον κάποιον άλλον πλανήτη].
Δεν ξέρω αν ξορκίζεται η πραγματικότητα, ξέρω όμως πως το τραγούδι απαλύνει κάθε πόνο. Αφιερωμένο εξαιρετικά ας το τραγουδήσουμε όλοι μαζί ως την επόμενη αντάμωσή μας: Αν είν’ η μοίρα μου σακατεμένη/ Δε φταίει ο κόσμος ούτε κι εσύ/ Ό, τι αγαπάω εγώ πεθαίνει/ Και ξαναρχίζω απ’ την αρχή…
Σας ασπάζομαι
Κώστας Κρεμμύδας