Χρονογράφημα
Απρίλης του 2018
1.4.18 Κυριακή. Δεν αγοράζω εφημερίδα γιατί μ’ εκνευρίζουν τα πρωταπριλιάτικα ψέματα. Ήδη στα σάιτ είδα ότι παραιτήθηκε ο Άδωνις. Μπορεί να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο;
Στο παζάρι του Ελαιώνος αγοράζω μία ορτανσία, μία αζαλέα και τη Νadja του Μπρετόν στα γαλλικά. Επίσης δύο γλυκύτατους πλαστικούς δεινόσαυρους, παιχνίδι για μένα και τα αυστραλέζάκια όταν θα ανεβούν από το Σύδνεϋ στη Βάρκιζα για τα μπάνια του καλοκαιριού.
–Πού θα κάνεις Πάσχα; με ρωτάει η Μπουμπού. Πού να κάνω ρε Μπουμπού πουθενά. Θυμάμαι τη Ρούλα δεν την είχε καλέσει ποτέ κανείς και όλο παραπονιότανε. Μα είναι αυστηρά οικογενειακές συναθροίσεις αυτές, ειδικά στη μεγαλούπολη. Στα χωριά οι άνθρωποι είναι πιο ανοικτοί θα μπορούσες να πας στη νονά σου.
–Ναι αλλά εσύ ποτέ δεν είσαι μαζί μου. Να πας στη δική σου νονά.
–Δεν γνώρισα ποτέ νονά. Δεν ξέρω καν αν έχω βαφτιστεί, αν έχω λαδωθεί ως μετακατοχικός. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες. Αυτά είναι πολύ σοβαρά ζητήματα, δεν γίνεται να μένουν πάντα αναπάντητα. Ξέρω πάντως ότι δεν έχω γίνει νονός. Άλλη μία έλλειψη.
Τηλεφώνησα στην Αυστραλία κι έμαθα ότι η Αρετή ράγισε τα δάχτυλα των ποδιών της. Πώς έγινε αυτό μέσα στο σπίτι. Ατύχημα, έπεσε άτσαλα πάνω στη σόμπα έτσι πέφτει κι η λειτουργικότητα της οικογένειας.
Θέατρο. Πίντερ: Νεκρή ζώνη. Καλή προσπάθεια από το θίασο, αλλά το κείμενο δεν με πείθει, 120 λεπτά να κουνιέσαι σε μια άβολη καρέκλα στριμωγμένος σαν σε πτήση της Rynair και να βλέπεις τους θεατές να κοιμούνται. Άντε να κοιμηθείς στον Τερζόπουλο, θα σε διαμελίσει με ’κανα σπαθί. Η τουαλέτα στο θεατράκι ήταν τόσο μικρή που δεν χωρούσες όρθιος, η πόρτα δεν έκλεινε.
2.4.18 Μεγάλη Δευτέρα. Στο Νosotros για βιβλία των εναλλακτικών εκδόσεων. Χαζεύω πολύ και μένω πίσω στο γράψιμο. Πήρα το κάτι τις τσιγκουνεύτηκα να πάρω το κλασικό «Κουτσό» του Κορτάσαρ, λάθος μου, στην άλλη φάση. Προτίμησα τα αριστερίστικα κι ένα «παρανουαρικό» του συντρόφου Αναστάσιου Θεοφίλου που έχει κατηγορηθεί για συμμετοχή στη Συνωμοσία πυρήνων της φωτιάς. Θέλω να καθιερώσω μία ανάγνωση μεταμεσονύκτια 12-2 τώρα που μαζεύτηκαν τόσα βιβλία. Στις μία και δέκα μετά τα μεσάνυχτα περνάει ο σκουπιδιάρης σαν εγγλέζος ευπατρίδης. Είμαι ξύπνιος. Αλλά και η Λουτσιάνα δίπλα δεν κοιμάται πολύ. Την ακούω που βάζει την τηλεόραση. Από τότε που έχει πεθάνει η Πίτσα στο διπλανό διαμέρισμα δεν έχει παρέα καθώς έχει φύγει και η Ντίνα από πάνω, η καλή σύντροφος ηλικιωμένων. Μόνη της θα κάνει Πάσχα λοιπόν κι η Λουτσιάνα (ο άντρας της ο Τάσος έχει πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια). Της εγχειρίζω ένα σοκολατένιο αυγό.
Αυτοκίνητο χτύπησε την Μπουμπού. Πήγε να μπει στο αυτοκίνητό της ένα άλλο έστριβε και την ξάπλωσε κάτω. Δεν είναι μεγάλη ζημιά, λέει.
3.4.18 Τρίτη Μεγάλη. Θα μας τρελάνουν με τον Μαρινάκη. Mε διάταξη της Εισαγγελίας Πειραιά απαγορεύθηκε η έξοδος από την χώρα του εφοπλιστή, μιντιάρχη και αρχιομαδάρχη και δημοτικού, να μην ξεχνάμε, συμβούλου Πειραιά, πάντα Β. Μαρινάκη. Τη μία τον κατηγορούν, την άλλη τον απαλλάσσουν. Τώρα η εισαγγελέας συνέδεσε ποσά και εμβάσματα με αποδέκτες μέλη εγκληματικής οργάνωσης και εντολείς εταιρείες και συνεργάτες του Μαρινάκη. Τελικά αυτό το μαύρο πλοίο θα στοιχειώσει στην ιστορική φανέλα των παιδιών του Πειραιά, καθώς ο εφοπλιστής Πρόεδρός τους περνάει την εβδομάδα των δικών του (δικαστικών) Παθών.
Με το μετρό στο Ελληνικό. Με το λεωφορείο 171 για μπάνιο. Μια πρώτη βουτιά σε παγωμένο νερό. Συναντώ έναν αντάρτη μουτρωμένο στη Βάρκιζα και τη φίλη Χέσε από τα παλιά, πάντα με την Εύα Μάσα που με παίρνουν με το τζιπ και με πάνε για παϊδάκια στο χασάπη, της Ανάβυσσου. Κατόπιν προτείνω Λαύριο και Καμάριζα για πετρώματα και φεύγουμε ολοταχώς. Βάζουν και μουσική. Δεν αντέχω τον Νταλάρα, ούτε τον Μπιθικλώτση πού τον βρήκανε; «Η φαντασία μου τα φταίει!» Γκερλς, βγάλτε τον, δεν μπορώ αυτό το άθλιο στιλ να σέρνει κανείς τη φωνή του κλαψιάρικα σαν ζητιάνος εεεεεεεεεεε. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τέτοιες μουσικές παίζουν ώστε να μη θες ν’ ακούσεις ελληνικό τραγούδι. Ακούω καμιά φορά καινούρια γαλλικά τραγούδια –που χωρίς να με συγκινούν, αφού δεν έχω τις νέες παραστάσεις και τις μνήμες– και λες εντάξει, υπάρχει μία μελωδία, κάτι. Ακούς μετά νέα ελληνικά και λες έλεος, σαν να βρίσκεσαι μόνος απέναντι στο γίγαντα Νταλάρα.
Ρωτάμε που είναι η Καμάριζα, δεν είναι μακριά, πέντε χιλιόμετρα από το Λαύριο. Ψάχνουμε να βρούμε μεταλλωρύχους που πουλάνε πετρώματα. Θα βρείτε, να ο υιός Καπέλας με το Λάντα, από ιστορική οικογένεια μεταλλωρύχων και είναι συμπαθέστατος. Απ’ το όνομα του πατέρα του έχει πάρει αυτό το πέτρωμα το όνομα καπελίτης.
Το βράδυ: Καλή ταινία στο Τιβί με τίτλο Φιλαδέλφεια (1993). Ο πασίγνωστος κοινωνικός ρατσισμός στον εργασιακό χώρο για την ομοφοβία και το AIDS. Αμερική 1993, σαν να λέμε Ελλάδα 2018 και 2028.
Στήνονται κάλπες σε Oυγγαρία να δούμε πώς θα πάει ο ρατσιστής πρωθυπουργός τους. Έχει καταφέρει τελικά να διαφθείρει όλη τη Βουδαπέστη και τα περίχωρα;
Μία λιγνή νεαρή ζητιανεύει στο χασάπικο που αγοράζω συκώτι, ζητάει ένα δεκάρικο από μία πελάτισσα. Ναρκωτικά θα θέλει, λέω. Μπα την ξέρω, λέει ο χασάπης. Είναι μεροκαμματιάρα ζητιάνα. Μια φορά την είδα να βγαίνει από το κομμωτήριο και είναι μάλλον και της Χρυσής Αυγής.
Εμένα γιατί μου φαίνεται ο κρεοπώλης της χρυσής Ορδής;
Φάλαινα έσκασε από τα πλαστικά που κατάπινε στην Ισπανία. Έπαθε περιτονίτιδα και πέθανε από 30 κιλά πλαστικές σακούλες που ’χε στην κοιλιά της! Ο πολιτισμός του πλαστικού σκοτώνει τα μεγάλα θηλαστικά, τη φάλαινα φυσητήρα των πέντε τόνων.
4.4.18. Μεγάλη Τετάρτη. Διαβάζουμε και προσευχόμαστε. Στο «παρανουαρικό» του Αμναστάσιου Θεοφίλου –που ένας (αντι)δημιουργικός αναγνώστης θα μπορούσε να το δει και σαν «παρανοϊκό»– ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο, «καθαρίζει» του πάντες μπαμ μπουμ σαν μύγες και καλά τους κάνει. Παράλληλα διαβάζω L’Ecriture du desastre του Blanchot και La littérature en péril (pourquoi pas “en danger”?) Η γραφή της καταστροφής και Η λογοτεχνία σε κίνδυνο του Todorov. Από το Θεοφίλου μόνο οι καταδιωκτικές αρχές και oι μολυσμένες τράπεζες αίματος κινδυνεύουν. Πόσο κακό είναι αυτό;
Σήμερα μια νέα προλεταριακή νεολαία ενηλικιώνεται, όπως εμείς παλιότερα αλλά τόσο διαφορετικά. Η δυσαρέσκεια των νέων προλετάριων δεν είναι πια διαμεσολαβήσιμη. Ο κόσμος του κεφαλαίου δεν αντέχει το νέο διεθνικό προλεταριάτο και τις ιδέες του. «Είμαστε οι αρχικές συνθήκες που δεν επέλεξαν. Γι αυτό οι “εχθροί της ανομίας” μας βάζουν στο στόχαστρο. Όχι γι αυτό που είμαστε, αλλά γι αυτό που μπoρούμε να γίνουμε» (Αυτόνομοι αντιφασίστες)
5.4 Κηρύσσεται ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το 1897, σαν σήμερα.
Δεν υπάρχει συνομιλητής. Μόνο η Ευρυδίκη υπήρξε. Σχολιάζαμε τα πάντα και στο τέλος συμφωνούσαμε. Εντάξει η Ευρυδίκη ήταν Ευρωπαία, εγώ πιο βαλκάνιος.
«Και οι χελώνες μπορούν να πετάξουν» ταινία του Ιρανού Κούρδου Μπαχμάν Γκομπαντί που μας είχε συγκλονίσει με τα «Μεθυσμένα άλογα» εισάγοντάς μας στη μαγεία του περσικού σινεμά, μία ταινία που την είχα δει στο κρατικό πολυπολιτιστικό κανάλι SBS της Αυστραλία. Τώρα βλέπω μία άλλη ταινία του ταινία του πάλι από την δημόσια τηλεόραση, την ελληνική (Θεσσαλονίκη ΕΡΤ3):
Σ ένα στρατόπεδο Κούρδων προσφύγων στα σύνορα Ιράκ-Τουρκίας, λίγο πριν από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, μια ομάδα ορφανών παιδιών προσπαθούν να κερδίσουν κάποια χρήματα, αφοπλίζοντας νάρκες και πουλώντας τες σε εμπόρους όπλων. Ο αγώνας όμως αυτός για επιβίωση, γίνεται με σοβαρές επιπτώσεις. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά ακρωτηριάζονται φλερτάροντας με το θάνατο. Η δύναμη της εικόνας, ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο του Γκομπαντί, ο αγώνας για την επιβίωση των ανηλίκων, το αίσθημα της παγίδας (νάρκες) και του εγκλεισμού σε ένα σεληνιακό, υποβλητικό τοπίο, σε καθηλώνουν.
6.4.18 Πάτησα τα χαρτιά μου που είναι στο πάτωμα του δωματίου παντού σκορπισμένα και μετά από μία ωραία τσουλήθρα γλίστρησα! Χτύπησα πάλι στην πατούσα που την είχα σκίσει στην Oλυμπιακή πισίνα του Σύδνεϋ. Τι στον κόρακα! Θα κάνω Πάσχα συρόμενος. Η συρόμενη Ανάσταση. Πολλά ατυχήματα μαζεμένα.
Βγαίνεις συρόμενος και βλέπεις όλα τα προβλήματα του κόσμου μπροστά σου και τις λύσεις τους. Λαθραία τσιγάρα στη γωνία Αχαρνών και Δεριγνύ και έξω από το φούρνο στην πλατεία. Το εμπόριο των λαθραίων υπολογίζεται ότι φτάνει στο 20% της κατανάλωσης. Με την οικονομική δυσπραγία τώρα όλο και κάποιος τσιμπάει. Δεν φταίνε οι αλλοδαποί που τα κρύβουν στις ανοιχτές πεζοδρομιακές καταπακτές της ΕΥΔΑΠ, κάπως πρέπει να ζήσουν κι αυτοί, έστω με παράνομη εργασία αφού δεν υπάρχει νόμιμη. Τι να κάνουν να κλέβουν και να σκοτώνουν; Το πρόβλημα είναι στις μεγαλοκαπνοβιομηχανίες και στις Αστυνομίες που το συντηρούν και το ενισχύουν.
Όλοι έγραψαν για την 29χρονη κοπέλα από την Κύπρο που αυτοκτόνησε και τη βίαζε από δέκα χρονών ο θετός της πατήρ, ιερεύς στο επάγγελμα. Η ειδεχθέστερη όψη της υπόθεσης είναι η στάση της τοπικής κοινωνίας, σημειώνει ο Γιάννης Χάρης στη Συντακτών.
Πήγε δικαστήριο του ρίξανε δυο χρονάκια και μετά πάλι σε ενορία κι η κοπέλα στον τάφο. Κανείς δεν πρέπει να πηγαίνει στην εκκλησία. Όλη η Κύπρος θα πρέπει να νιώθει ένοχη κι ας μην είναι δίκαιο να τσουβαλιάζουμε όλο τον κόσμο.
7.4.18 Μεγάλο Σάββατο. Ανακαλύπτεται στη Μήλο το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου (1820).
Ήλθαν η Χέσε με το τζιπ στις 8 το πρωί σέρνοντας και την Εύα Μάσα μαζί της και μου είπε καλά δεν θα σ΄ αφήσουμε να κάνεις Πάσχα μόνος σου στην κόλαση, πάμε όπου θες λέει η Μάσα και κάνε ότι θέλεις. Δεν έχω πάει στην Άμφισσα είπα και αμέσως φύγαμε για Φωκίδα. Βάλαμε βενζίνη και στην εθνική οδό είδαμε μια νταλίκα αναποδογυρισμένη και το κεφάλι ενός ζώου λιωμένο. Πήγαμε πρώτα στον ομφαλό της γης σε μια χασαποταβέρνα έτσι τη λέγανε, κάτω από τους Δελφούς κι η Μάσα που είναι ενενήντα κιλά έφαγε κάτι κοψίδια προπασχαλινά. Στην Άμφισσα δεν υπήρχε ζωή, ένας ελέφαντας μόνο στην είσοδο μας δυσκόλευε να μπούμε στην πλατεία και σε κανένα περίπτερο δεν εύρισκες εφημερίδα, το δε Πρακτορείο Τύπου ήταν κλειστό. Περιηγηθήκαμε στη συνοικία Χάρμαινα στα παλιά βυρσοδεψεία και βγάλαμε καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Ο κρεοπώλης της πρωτεύουσας της Φωκίδας μας έστειλε στον Αθανάσιο Διάκο όπου βάζουν σούβλες και γίνεται μεγάλο γλέντι. Μπερδευτήκαμε για λίγο στη διχάλα του δρόμου, είχε κακή σήμανση. Είδαμε το μεταλλευτικό χωριό και κατεβήκαμε, αλλά ήταν κλειστά και ο νεαρός φύλακας μας είπε «μόλις τελείωσε η ξενάγηση». Πήραμε πάλι τους δρόμους και σταματήσαμε σε ένα απέριττο μνημείο στο σημείο που σκοτώθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1944 ο Παναγιώτης Χατζόπουλος Τραπεζούντιος, 19χρονος αντάρτης, πολεμώντας τους γερμανούς κατακτητές. Έτσι γράφει. Πιο πέρα άλλο μνημείο με περισσότερους θυσιασμένους, έχει Ιστορία αυτός ο τόπος. Ανεβαίνοντας κι άλλο με το μουγκρητό του αγωνιστικού τζιπ το τοπίο γίνεται πιο ωραίο, στολισμένο με κίτρινα λουλουδάκια, τα βουνά πανύψηλα στη θέση τους και χιονισμένα, με πολλές στροφές ο δρόμος. Βρήκαμε με τα χίλια ζόρια ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο έξω από τον Αθανάσιο Διάκο και στριμωχτήκαμε και κάναμε αστεία. Μετέβημεν κοντά στα μεσάνυχτα στην εκκλησία του χωριού κι ο πάτερ διάβασε ένα χαιρετισμό του Μητροπολίτη Φωκίδος Αμφιλόχιου ο οποίος μιλούσε για το μεγαλύτερο γεγονός στην Ιστορία: την ανάσταση του Κυρίου κι ήθελα να ρωτήσω αν μπορούσαμε να κάνουμε ερωτήσεις και διάλογο, αν θα αναστηθεί κι ο Χατζόπουλος. Είχα ένα συμμαθητή που τον έλεγαν έτσι και παρ’ ολίγο να γίνει βουλευτής πέθανε όμως πρόωρα. Άκουγα το δόξα σοι ο Θεός εκατό φορές προτού βαρέσουν τα βαρελότα αναστάσιμα, αλλά ποιος Θεός και ποια δόξα, πώς μπορείς να δοξάζεις κάποιον Παντοδύναμο που έχει φτιάξει ένα κόσμο σαν τη μούρη του. Υποκριτή και βιαστή δι’ αντιπροσώπου.
8.4.18. Πάσχα στη Λειβαδιά. Χρυσανθεμάκι στα μαλλιά σου. Στο λαβύρινθο της πόλης έλα τρέξε να με σώσεις, συνθήματα στους τοίχους, που μας έχουν μπερδέψει με χιλιάδες αποχρώσεις. Σκέφτομαι την Ευρυδίκη συνέχεια. Έτσι θα πάει μέχρι το τέλος. Καλύτερα ένα τρομαχτικό τέλος παρά μία ζωή μέσα στον τρόμο. Αχ Κάρολε. Τι είναι όλα αυτά τα νερά στην πόλη. Τόσοι άνθρωποι έχουν κάνει 150 χιλιόμετρα έχουν στρώσει τον ωραίο τους πισινό, στο ωραιότερο τοπίο και το αρνί φινίτο, καπούτ, τετέλεσται, πώς το λένε δεν υπάρχει, να φάτε κεφτεδάκια ή σουβλάκια. Είναι σαν να μην κυλάει το νερό. Η Χέσα και η Μάσα είναι ικανές να σφάξουνε τον ταβερνιάρη.
Τα τουρκικά μαχητικά κάνουνε φιγούρες πάνω από τα ελληνικά νησιά. Εβδομήντα χρόνια δεν είχαμε πόλεμο απλώς μόνο μία δικτατορία γνωρίσαμε και τη χρυσή δεκαετία του ’60 γινόντουσαν πάρτι στο Κεφαλάρι και ταξίδια στο εξωτερικό κι εγώ μια κοπέλα γνώρισα και την πήρα μαζί μου στα κάτεργα.
H χώρα είναι μια αποικία. Δεν είσαι τίποτα. Αλλά σε κανένα δεν θα επιτρέψεις ποτέ να σου πει ότι δεν είσαι τίποτα.
Τηλεφωνεί η μάνα μου για χρόνια πολλά με το θεατρικό της στιλ: «Η αδελφή σου βασανίζεται κι εσύ δεν κάνεις τίποτα, χτύπησε το κεφάλι της πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου». Μπράβο έχουμε κι ευθύνες τώρα! Η Μπουμπού έκανε τις επιλογές της έμεινε στο πατρικό με δυο στρέμματα περιβόλι και δυο γηραιές χελώνες, μια εικοσαριά εσπεριδοειδή κι άλλες τόσες ελιές, δέντρα γεμάτα καρπούς αυτή την περίοδο, με υπέροχες ροδιές και κάτι εξωτικά που είχα φέρει εγώ στην πρώτη φάση από τους Αντίποδες, μάγκο και αβοκάτο συν τα φράτζι πάνι, ο κήπος βρίθει τέτοια εποχή από τριανταφυλλιές κι αγριομαργαρίτες, οι κηπουροί της Μπουμπούς έχουν βάλει ντοματιές, λάχανα, ρεπανάκια για την όρεξη και κολοκυθιές. Τι θέλει να πληρώσω; την Ούλεν; Όταν η Μπουμπού στη γενναιοδωρία της δίνει νερό στα γειτονικά σπίτια. Μέχρι και κουνέλι και παγώνι έχουν μέσα, ενώ τα δύο ισόγεια διαμερίσματα τα δικά μου έχουν μετατραπεί σε αποθήκες έχοντας όλη τη σαβούρα της νύφης και του τζουμακέικου. Δεν υπάρχει χώρος να μεταφέρω τα βιβλία. Αλλά κι αυτή η μανία μου να μαζεύω πράγματα, δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι χρειάζονται αυτά τα βιβλία. Δεν τ΄ ανοίγω πια με λαχτάρα, όπως όταν διάβαζα παιδί το Ντοστογέφσκι και τον Καζαντζάκη. Άλλωστε τώρα μπορείς να βρεις στο φουμπού φάτσα κάρτα τα καλύτερα αποσπάσματα του Όσκαρ Ουάιλντ, του Κάφκα, του Ουγκώ, της Τζέιν Μάνσφιλντ και δεν συμμαζεύεται. Μάλλον είχαν δίκιο οι χιτλερικοί. Πρέπει να καίμε τα βιβλία. Οι ιδέες οφείλουν να γίνονται στάχτη. Ωχ μπορεί να με πιάσει ’κανας Νίκος Χατζηνικολάου και να πει ότι είμαι φασίστας όπως είπε για τον Κάλας! Χμ τι περιμένεις από τους οπαδούς του Εσωτερικού που χορεύανε μόνοι τους στο Παρίσι κι όταν οι μαοϊκοί τους πήραν το σύλλογο χάσανε τον μπούσουλα της μικρής αντιστασιακής τους εξουσίας. Μπράβο του πάντως που δεν έγινε υπουργός.
Έτσι άρχισα να πετάω πράγματα και τις πρώτες σελίδες του Ημερολογίου.
Θα αγοράσω το «Κουτσό» του Κορτάσαρ. Δεν επιτρέπεται να μην το έχω διαβάσει, αλλά δεν πιστεύω ότι ο Κορτάσαρ είναι σημαντικότερος από το Σάμπατο. Έχω διαβάσει κάτι ποιήματά του, εντάξει, όχι καλύτερα από των παιδιών στο Τεφλόν!
Διάβαζα και διαβάζω συνέχεια άναρχα τι χούι είναι αυτό, τι θέλω να αποδείξω; Παραμένουν πολλά, άπειρα αυτά που δεν έχουμε διαβάσει, αυτά που έχουμε χάσει Ούτε τις ιδιότητες του ανθρώπου του Μουζίλ έχω διαβάσει, όλο το αναβάλλω. Ό,τι διαβάζεις πρέπει να κολλάει κάπου, δεν μπορεί να διαβάζεις στον αέρα. Αλλά έτσι κάνω. Όταν είχα συναντήσει τον βιβλιοκριτικό Αργυρίου, την επόμενη της συνάντησης μου με τον Μανώλη Αναγνωστάκη για να μου μιλήσει για τον Κάλας και παράλληλα να του πάρω μια συνέντευξη για το «Γιοφύρι» δεν μου είπε πολλά πράγματα, μόνο πόσο φανατικά αντικληρικός ήταν ο ελληνοααμερικανός διανοούμενος. Έμεινα πολλή ώρα, ώρες ολόκληρες και μιλούσαμε για βιβλία, ήξερε τα πάντα, δηλαδή όλη την ελληνική λογοτεχνία, αλλά όχι το Νίκο Δαμίγο και Το αλεξιβρόχιον της Οδέττης που μου το είχε χαρίσει Μιχάλης Δικαιάκος. Αυτό δεν τον ήξερε, γιατί αυτά συμβαίνουν με τις ιδιωτικές εκδόσεις. Μέσα σε τόσο βιβλία πάντως ένιωθα ωραία, ώσπου είδαμε μια μεγάλη ξανθιά κατσαρίδα να βγαίνει από τη βιβλιοθήκη κι άρχισε μία μεγαλύτερη συζήτηση για τις μεγάλες ξανθές κατσαρίδες που ζουν στις βιβλιοθήκες, και για τις μεγάλες βιβλιοθήκες που ζουν μέσα στο μυαλό της κατσαρίδας.
.
Να τώρα θάλθει η Μπέμπα να κάνει νοικοκυρέματα, υπηρεσίες αμισθί και θα με κατηγορήσει για το χάλι σπίτι που άφησαν οι δύο ιέρειες της Τάντρα. Η λιγνή και η χοντρή.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post