Χρονογράφημα
Αλλόφρων για σκάκι στο Πεδίον του Άρεως με τον Ωνάση
12.5.18 Ή μία μέρα του Ντιμίτρι Τζουμάκοβιτς. Σάββατο. Οφείλω να πάω στη Λαϊκή να πάρω εξωτικά φρούτα και λαχανικά, φρέσκα ωά, αβοκάτο και ανανά διότι μας περιτριγυρίζουν εξωτικές ασθένειες, αλλά έχω αποφασίσει να παίξω σκάκι στο πεδίον του Άρεως το μεσημέρι -βλέπεις η Στέγη Ωνάση φροντίζει για όλα. Υπήρξε ένα μικρό κειμενάκι του Χρ. Πιλάλη στη Συντακτών «πολύ σκάκι στο Πεδίον του Άρεως» κι είναι καλή ευκαιρία να ξεμουδιάσουμε.
Την ίδια ώρα έχει κρασάκι στην Γκαλερί Ιώς με την Ανιές. Καλά, θα βρω τρόπο να το συνδυάσω.
Σημειώνω επίσης ότι στη μία η ώρα στην πλατεία Εξαρχείων υπάρχει μπαζάρ βιβλίου για οικονομική ενίσχυση του περιοδικού δρόμου «Έφοδος στον Ουρανό», όπου και το ωραίο κείμενο «Η Επανάσταση δεν είναι ένα επίσημο γεύμα», μια συζήτηση με τον Μαουρίτσιο Φερράρι.
Είναι δέκα και είμαι ακόμη στο κομπιούτερ, αλλά μέχρι τις έντεκα θα έχω τελειώσει τα ψώνια. Στις δώδεκα παρά τέταρτο περπατάω στο Πεδίον του ΄Αρεως αλλόφρων για σκάκι μέσα στα πλαίσια πάντα των εκδηλώσεων της Στέγης Γραμμάτων.
Δεν είμαι προετοιμασμένος για σκάκι, η τελευταία παρτίδα που έπαιξα στην Ελλάδα ήταν με το Δ. Φύσσα πριν πέντε χρόνια. Στο Σύδνεϋ έπαιξα με τον Παπαδάκη πρωταθλητή Αυστραλίας τρεις παρτίδες πρόπερσι, στον Άτλαντα κι έφερα μία ισοπαλία, μάλλον βαρέθηκε ο άνθρωπος και με άφησε. Κι άλλη μία δημόσια στο Χάιντ Πάρκ όπου διέπρεψα αν και μ’ έπιασε η μέση μου απ’ την ορθοστασία κάτω απ’ τα κλαδιά των δέντρων όπου τα κομμάτια γιγαντοπαλούκια και η βασίλισσα πιο ψηλή από μένα.
Είναι κρίμα που έχασα τη χτεσινή ομιλία του Ροζάνη. Περπατάω στο Πεδίον του Άρεως στις δώδεκα παρά τέταρτο (μεσημέρι πια) όταν οι ανώμαλοι δεν είναι εδώ, μόνο κάτι αποκλεισμένοι σπρώχνουν καροτσάκια με ράκη και ’κανα δυο ψυχικά ασθενείς κυνηγούν πεταλούδες στο πάρκο, το οποίο παραδόξως λάμπει, έχουν μπει συνεργεία, να που ο Ωνάσης ακόμη και νεκρός καθαρίζει για μας τώρα ΚΑΙ πάρκα, έστω και προσωρινά και κάποια καλομαθημένα σκυλιά απολαμβάνουν τη βόλτα τους χωρίς λουρί. Σιγοψιχαλίζει, είναι όμορφα. Κοντοστάθηκα για μια στιγμή σε ένα παγκάκι όπου ένα παιδί με σύνδρομο ντάουν με φωνή καρακάξας συνομιλεί, με τη μητέρα του μάλλον. Αυτή άνετη, υπομονετική με ύφος ψυχολόγου του λέει δεν είναι έτσι ντάρλιγκ κι αυτός εκεί, κουνάει το κεφάλι του χαριτωμένα, επίμονα κρα κρα κρά.
Φτάνω στο κιόσκι, δεν υπάρχουν σκακιστές, δεν υπάρχουν γιγαντοσκακιέρες, η πόλη δεν έχει σύγχρονη κουλτούρα και στυλ, μόνο κάτι Παρθενώνες αξέχαστους όπως κι ο κύριος Αποστόλης του Πανελληνίου, μεγάλης ηλικίας άνθρωπος που περιμένει τον άγνωστο σκακιστή κι αρχίζουμε μία παρτίδα 12 και πέντε σε ένα ωραίο σκάκι πρωταθλήματος. Στις 13:00 έχω εγκαταλείψει. Τον είχα στριμώξει στα σχοινιά, αλλά αυτός απαντούσε πάντα σωστά, αν κι εγώ θεωρούσα το παίξιμό του παθητικό δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο να ολοκληρώσω την επέλαση νικηφόρα, άρχισα να χάνω την υπομονή μου, έκανα μία θυσία αψυχολόγητη, η επίθεση ξεφούσκωσε, έφυγα θυμωμένος με τον εαυτό μου για το βιβλιοπάζαρο στα Εξάρχεια, θα πάω αύριο όμως στον Πανελλήνιο να γραφτώ, όπως μου υπέδειξε ο Αποστόλης που είναι παλιά καραβάνα.
Εξάρχεια. Αγοράζω από τα παιδιά της «Εφόδου στον Ουρανό» στις 13:45 το βιβλίο του Χαραλαμπίδη για την Κατοχή που το είχα βάλει στο μάτι, αμφιταλαντεύομαι για κάτι αναρχικά, παίρνω πάλι Θεοφίλου το Αχβαχ(ικό). Είναι προσιτές οι τιμές, μας λέει ο σύντροφος πωλητής που είναι πίσω από το τραπέζι. Τίποτα δεν είναι προσιτό σήμερα, λέω και συμφωνεί.
Μαζεύω όλη την νέα αριστερίστικη κουλτούρα. Δεν προλαβαίνω να διαβάσω τις εφημερίδες του δρόμου, τα περιοδικά του δρόμου, τις μπροσούρες, χάνω εκδηλώσεις και πάει μεσάνυχτα όταν πάω να γράψω τα καθέκαστα. Πώς τα προλαβαίνει όλα και βιοποριστικά ο Αχιλλέας Κυριακίδης και γράφει το Σώμα en passant;
Στις 14:15 είμαι στην γκαλερί για το κρασί με την Ανιές, αλλά δεν υπάρχει κρασί, μόνο μία οικογενειακή μάζωξη γάλλων, που μιλάνε πολύ σοβαρά. Μάλλον κάποια κατολίσθηση θα έγινε στις Άλπεις.
Στο τηλέφωνο η Μπουμπού επέμενε για τραπέζι αύριο με τη Σούλα, αλλά το πρόγραμμα είναι εξίσου βεβαρυμμένο κι έχω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Στο μεταξύ είναι «Γολγοθάς» κυρίες και κύριοι οι εκδηλώσεις. Χάσαμε και το ηλικιωμένο πριγκιπικό ζεύγος με τους παλιμπαιδισμούς και τα τσίπουρα στη μεγαλόνησο. Αλλού πάνε να δοκιμάσουν νέες γεύσεις. Νομίζω ότι οι Κρητικοί έκαναν κατάχρηση φιλοξενίας. Βεβαίως και μένα με περιποιήθηκαν, δεν λέω, όταν πήγα στο νησί, ο Καραταράκης κι ο Γαλανάκης αλλά δεν είμαστε και πρίγκιπες. Είμαστε κάτι παραπάνω. Δεν χαρίζουμε φλιτζανάκια του Οίκου μας. Την ψυχή μας χαρίζουμε και φύλλα από λαμαρίνα, σελίδες από ένα βιβλίο που γράφεται για το πώς θα αλλάξει ο κόσμος.
Το πρόγραμμα πλήρες και βεβαρημένο λοιπόν, όπως το ποινικό μητρώο μίας δεσποινίδος που ανεβαίνει με πόζα στο φουμπού, αλλά υπάρχει μία πίεση, όγκος στο στήθος από την Μπέμπα να της βρούμε δουλειά, μα δεν είμαι Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Και η Λαίδη είναι απλήρωτη από το Υπουργείο Μετανάστευσης και λήγει η σύμβασή της, έχει κι αυτή ανάγκη, όμως η Μπέμπα είναι σε χειρότερη μοίρα με δυο παιδιά. Το πρόβλημα της ανεργίας είναι φρικτό, έτσι και είσαι λίγο αξιοπρεπής, λίγο timide δεν πρόκειται να βρεις ποτέ δουλειά. Η Μπέμπα υπήρξεν αδιαλείπτως συμβασιούχος στο Μετρό, στην Ολυμπιακή, στον Πολιτισμό, στο Υπουργείο Τύπου για έξι χρόνια πέρασε από σαράντα κύματα και τώρα είναι άνεργη στην «κοινωνία των ίσων ευκαιριών», άνεργη μαζί με ένα άλλο εκατομμύριο ανέργων ίσων ευκαιριών. Μίλησα στη Χέσσα και στη Μάσα, αλλά αυτές είναι εισοδηματίες δεν μπορούν να κάνουν κάτι. Γιατί δεν πάει στην Αυστραλία που ξέρεις κόσμο; ρωτάνε. J’ en ai marre, ειλικρινά. Αυτές οι ανέμελες κυρίες βγάζουν γλώσσα ενώ δεν έχουν καταβάλει από επανειλημμένη δυστροπία τα αντιστοιχούντα εις εμέ, όσα στο κάτω κάτω δικαιούμαι για τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχω ως αρσενική συνοδός (κάποιας ηλικίας). Το βέβαιο είναι ότι κάποιοι ξεδιάντροποι του συστήματος καβάλησαν για τα καλά το καλάμι κι αφήσαν τους άνεργους να αναπνέουν με καλάμι, με καλάμι, με καλάμι.
Η Συνέλευση Κολωνού-Σεπολίων-Ακαδημίας Πλάτωνος συμμετέχει στο Διήμερο Ανεργίας και Επισφάλειας στην πλατεία Αυδή (Μεταξουργείο) στις έξι το απόγευμα. Να πάμε. Αλλά νομίζω πως «Ό,τι υπόσχεται η εργασία το εξασφαλίζει η λεηλασία».
Όμως την ίδια ώρα έχουμε έκτακτη ανοιχτή συνέλευση στο Γκίνη με αφορμή τα φασιστικά συλλαλητήρια της Κυριακής στο Σύνταγμα και στα Προπύλαια. Εντάξει, τώρα βρήκαμε δουλειά με τους φασίστες. Μία σοβαρή ανάλυση πώς γίνεται κανείς φασίστας, πώς γίνεσαι υπερπατριώτης, παοκτζής δεν έχω δει. Ή ένα συλλαλητήριο μαζικό πανελλήνιο, Πανβαλκανικό, Πανμεσογειακό από όλες τις γαμημένες τις συλλογικότητες δεν έχει οργανωθεί που να λέει ΔΙΚΑΣΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΗ που σκότωσε το Φύσσα και κυκλοφορεί ελεύθερος έξω από την πόρτα μου, με τη φαλτσέτα στο στόμα.
Ρεμπέτικο Γλέντι για ιατρικά έξοδα του συντρόφου Μ.Κ Με την Τετράς του Πατρέα στις οκτώ το βράδυ στην κατάληψη ΒΟΞ. Τώρα δεν είμαστε ούτε για γλέντια ούτε για ρεμπέτικα αλλά ας περάσουμε μία βόλτα εκ του καταστήματος.
Στις δέκα το βράδυ –Λόφος Στρέφη (μπαλκόνι) Hip Hop live με Ακραία Αντίδραση. Άλλο συγκρότημα: Οπλιστής-Καβαλάρης στην Άμμο-Ηχοδότη μαζί και το γκρουπάκι Άνευ Φθοράς. Πολύ δυνατός θόρυβος, πρόβλημα με τα αυτιά μου κι αρχίζω να ζαλίζομαι. Μια κοπέλα με παραμάνα στη μύτη με κοιτάζει σαν να είμαι ζόμπι. Μα είμαι ζόμπι.
Θα ακολουθήσει cocktail party με dance techno psy. Για την οικονομική ενίσχυση του αναρχικού εντύπου «Foglio Nero». Συνεισφέρω με ψιχία στο κουτί οικονομικής ενίσχυσης για δικαστικά έξοδα συντρόφισσας.
13.5.18 Kυριακή. Τρεις κλήσεις σε δίκη σε ενοίκους της πολυκατοικίας που δεν μένουν πια εδώ και μία ειδοποίηση για διακοπή υδροληψίας. Σε δύο ξένα ονόματα και μίας Ελληνίδας. Η Ελληνίς για «δάνειο ειδών διαρκείας», ο ένας ξένος για έξι απλήρωτα νοίκια, ο άλλος για κλοπή. Δεν ξέρω κανένα από όλους αυτούς. Ιστορία πολλών χρόνων. Δικαιοσύνη πολλών αιώνων, σαν τον Παρθενώνα.
Λάμα στα στήθεια της Μητρόπολης. Ακούω μουσική πρωί που μοιάζει με της Πλάτωνος. Όταν νιώθω down και τώρα νιώθω με σύνδρομο Dawn βάζω μουσική του εναλλακτικού χώρου ή βάζω Ντιαμάντα Γκάλας. Καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Να το τραγουδάει σαν νέγρικο μπλουζ με τη φοβερή φωνή της και την αμερικάνικη προφορά, να το τραγουδάει σαν σεισμός που έρχεται, σαν Γκάλας.
-Δεύτερη μέρα και τελευταία για σκάκι στο Πάρκο. Πρώτα στον Πανελλήνιο να γραφτώ, στις 11 η ώρα μου είπε ο Αποστόλης, θα υπάρχει τουρνουά. Πηγαίνω. Πηγαίνοντας παρατηρώ ότι ψηλά στη Δεριγνύ, η Στέγη Ωνάση έχει υψώσει σημαία σε ένα υπέροχο νεοκλασικό. Το συγκεκριμένο ήταν καιρό για πούλημα κι είχα πάρει τηλέφωνο από περιέργεια, η τιμή ήταν παρανοϊκά ακριβή, αλλά ο κύριος στην άλλη άκρη ήταν ευγενής και δεν τον ειρωνεύθηκα, όπως κάνουμε όταν δεν βλέπουμε κάποιον και δεν θα τον δούμε ποτέ. Υπό την αιγίδα της Στέγης υπάρχει λοιπόν μία εγκατάσταση της Κατερίνας Ζαβάκου σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κριτικών Ζωολόγων Σιγκαπούρης (Institut of Critical Zoologists) με θέμα:
Το μουσείο της Φύσης. Τι είναι αυτό τώρα; Ακούγεται ενδιαφέρον, έχει τρία ευρώ είσοδο και ξενάγηση στη 1 ώρα. Οπότε θα έλθω αμέσως μετά την εγγραφή μου στο σκακιστικό τμήμα του Γυμναστικού Συλλόγου Πανελλήνιος. Θέλω να δω πώς είναι και το εσωτερικό του ωραίου αρχοντικού.
Περνάω την πόρτα από το Γυμναστικό σύλλογο. Υπάρχουν τμήματα για αθλοπαιδιές στον Πανελλήνιο, είναι ένα κύτταρο ο Σύλλογος. Ακούω φωνές από τζούντο, ενώ τρεις μπαμπάδες περιμένουν έξω από το κλειστό μπάσκετ του Πανελληνίου να τελειώσουν οι βλαστοί τους την προπόνηση, διαβάζοντας βιβλία και οι τρεις. Κα-τα-πλη-κτι-κό! Άλλη Αθήνα εδώ! Φτάνω στο σκάκι. Σσσσσςςςςς, λέει η γραμματέας, παίζουνε. Δεν έχει φόρμες για να συμπληρώσω αίτηση, τι θα γίνει τώρα; Δεν έχετε φωτοαντίγραφα; Δεν έχουμε, τα έχει πάρει ο Πρόεδρος μαζί του κι έχει πάει στο πάρκο. Παίρνει τηλέφωνο κάπου, δεν έχει φτάσει. Αφήστε θα πάω εγώ. Πηγαίνω δεν υπάρχει ψυχή. Όχι, υπάρχει μία κυρία κάτω από ένα κιόσκι στην καρδιά του πάρκου που μου λέει ότι ο κ. Πέτρος μόλις έφυγε, πάει στον Πανελλήνιο. Θα γυρίσει, μείνετε, έχει ξεχάσει το τηλέφωνό του. Κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα γιατί έχω πράγματα να κάνω. Διαβάζω πάλι τον Πιλάλη που αναπαράγει το σκεπτικό της Στέγης για το χάπενιν στο Πάρκο:
«Όπως μας αναλύουν οι οργανωτές», γράφει, «Το πρότζεκτ συνδιαλέγεται με ετερόκλητα θραύσματα της μνήμης του πάρκου και στέκεται κριτικά απέναντι στα εθνικά αφηγήματα, τα άκαμπτα στερεότυπα και τις παγιωμένες ταυτότητες. Το Park Fables αναδύεται μέσα από τη ζωή του πάρκου στο παρόν και εκτείνεται στους διαφορετικούς του χώρους και χρόνους· δημιουργεί ένα εφήμερο πεδίο μυθοπλαστικών συνδέσεων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, προκαλώντας συναντήσεις μεταξύ ιστορίας και μνήμης, μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, επιθυμιών και εμπειριών, μεταξύ των διαφορετικών καταστάσεων και ταυτοτήτων που διαμορφώνονται στο Πεδίον του Άρεως.
Οι δράσεις του Park Fables περιλαμβάνουν εφήμερες καλλιτεχνικές, ψυχαγωγικές και εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που συνομιλούν με την πολιτιστική κληρονομιά του πάρκου: μια θεατρική παράσταση και ένας ραδιοφωνικός σταθμός / χώρος ακρόασης αποτελούν τον πυρήνα του έργου, που πλαισιώνεται από προσωρινές εικαστικές εγκαταστάσεις και παράλληλες δράσεις. Όλες οι παρεμβάσεις καλούν το κοινό να σκεφτεί και να συζητήσει, να διαπραγματευτεί τις πολυπλοκότητες της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής κατάστασης, με διάθεση ανάδειξης διαφορετικών τρόπων διαχείρισης και χρήσης των δημόσιων χώρων και επανεπινόησης του ρόλου των χώρων ψυχαγωγίας. Σημείο αναφοράς και κόμβος συναντήσεων, κατά τις δράσεις του Park Fables, αποτελεί ένα ειδικά σχεδιασμένο περίπτερο στην αλάνα του Θεάτρου Οικονομίδη. Να πάμε». Θα ήθελα να ξέρω αν ο κύριος Πιλάλης πήγε.
Διότι όλα αυτά είναι πολύ ωραία, εμένα με καλύπτουν απολύτως, αλλά μηδέν ανταπόκριση. Ποιες «δράσεις» βρήκαν την παραμικρή ανταπόκριση; Ποιο «κοινό»; Στο κενό γίνονται όλα. Κάθομαι κάτω από τις εγκαταστάσεις των μεγαφώνων κι ακούω τις ψιθυριστές ιστορίες των μεταναστών κι είμαι ο μόνος που τις προσέχει. Ποιο κοινό «να συζητήσει και να διαπραγματευτεί τις πολυπλοκότητες της σύγχρονης πολιτικο-κοινωνικής κατάστασης» αφού έχει διαψευστεί στα πάντα κι έχει φάει του κόσμου τα γκολ; Δεν λέω, καλή και άριστη η προσπάθεια της Στέγης Ωνάση, και του Μορφωτικού Νιάρχου από πίσω, χαλαρωτικά, απαλυντικά, παρηγορητικά, εδώ τσουρουφλιζόμαστε κι αυτοί προσπαθούν να υποκαταστήσουν το ρημαγμένο υπουργείο Πολιτισμού, να διαμορφώσουν και να πλασάρουν μία καινούρια ταυτότητα της μετα-κρίσης. Ποιος όμως να παρακολουθήσει ελιτίστικες εκδηλώσεις, σκάκι, ομιλίες πολύξερων και τέτοια, που γίνονται με ακαδημαϊκό τρόπο, όταν είσαι ξεχαρβαλωμένος, στριμωγμένος στα σκοινιά; Και νικημένος. Κι όταν όλοι είναι σίγουροι γι αυτά που πιστεύουν, όταν κανείς δεν έχει διάθεση να επαναστατήσει, γιατί δεν βλέπει φως, ούτε στην επανάσταση και δεν μπορεί να φανταστεί καν μία επανάσταση; Απλώς περιμένουν όλοι ησύχως τον Γκοντό, τον Μεσσία και τον Επενδυτή, χωρίς διόλου ενοχές. Τουλάχιστον δεν είναι Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Αλλά θα σας πω τι είναι, και δεν θα αρέσει: Είναι Ελλάς Ελλήνων τσαλαπατημένων Κάφρων, αφού δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα να μην έχει συληθεί. Κι οι παλιοί αγωνιστές έχουν διαπομπευθεί και οι ιδέες έχουν διαστρεβλωθεί κι η νεολαία έχει πάρει των ομματιών της, έχει φύγει για άλλη γη, γι άλλα μέρη (Δεν θέλω να είμαι εντελώς απαισιόδοξος κάποιοι θα γυρίσουν ο τόπος θα ξαναστηθεί), μείνανε τα κατακάθια. Οι ισοπεδωμένοι, οι γέροι, οι Ογκοδεσπότες, οι χούλιγκανς, οι αναρχικοί. Ελπίζω οι τελευταίοι να τα κάψουν όλα. Κι ας θυμώσει ο Κούρτοβικ.
Έρχεται ο κύριος Πέτρος ένας συμπαθέστατος γεροντάκος, Πρόεδρος του σκακιστικού Τμήματος Πανελληνίου, θέλει αντίγραφο ταυτότητας, θέλει δύο φωτογραφίες και χαρτί γιατρού, γιατί «θεωρείται άθλημα το σκάκι», αλλά να μην ανησυχώ επ’ αυτού, έχουν αυτοί γιατρό, άλλωστε φαίνομαι καλά, κι ας έχουμε την ίδια ηλικία επισημαίνει, κοιτάζοντας προσεκτικά την αίτηση «και δεν σας φαίνεται, δείχνετε είκοσι χρόνια νεώτερος από μένα», λέει. Α αρχίζει να με τσαντίζει αυτή η ιστορία με την ηλικία μου και με το τι δείχνω. Είμαι ό,τι λένε τα χαρτιά και είμαι αυτό που δείχνω. Διαλέγετε και παίρνετε.
Το Μουσείο της Φύσης
Φτάνω ακριβώς στην ώρα μου, αλλά «έχουν κλείσει οι θέσεις δεν μπορείτε να μπείτε» μου λέει η ταμίας, «μόνο μέχρι 10 άτομα παίρνουμε». Μα τι λέτε δεσποινίς, σας είχα ειδοποιήσει. Αφήστε τον να μπει, λέει η ξεναγός μία γλυκιά, πολύ ενθουσιώδης κοπέλα.
Είναι σαν να μπαίνεις στο σπίτι φάντασμα όπου «κρύβονται» τα μυστήρια της Αθήνας γκραν γκινιόλ περισσότερο, διπλομανταρωμένα παντζούρια. Συνεχίζεται…
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post