Γράμμα Σύνταξης τχ. 49 |Οι Αριθμοί

In Γράμμα Σύνταξης, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ by mandragoras


Γράμμα Σύνταξης

Τεύχος 49 

Οι Αριθμοί

Η αγάπη τελικά είναι Μαθηματικά
ένα κι ένα κάνουν δύο
Ή αλλάζεις ή αντίο (δις)

Κώστας Μαρτάκης, Μαθηματικά

«Μάθε επιτέλους να μετράς»,
από παιδί τού φώναζε ο πατέρας
κι αυτός προσπαθούσε τόσο
που όταν ο πατέρας πέθανε
έσκυψε πάνω απ’ το φέρετρο
και του ’πε:
«Πέθανες στις τρεις και τέταρτο ακριβώς.
Ζύγιζες εβδομήντα έξι κιλά.
Ως ώρας έκλαψα δώδεκα λίτρα δάκρυ.
Απέχεις τετρακόσια είκοσι μέτρα από το μνήμα.
Σου έφεραν εξακόσια δεκαοχτώ τριαντάφυλλα.
Είδες πατέρα; Τα υπολόγισα όλα».
και τον κοίταξε για τελευταία φορά.
Με μια λύπη

αμέτρητη.

Αντιγόνη Βουτσινά, Oι αριθμοί

Το τελευταίο που φανταζόμουν –αλλά στην τέχνη όλα γίνονται, έστω και υπό το πρίσμα του δαμόκλειου ερωτήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Το θέμα είναι τώρα τι λες…»– ήταν να μιλήσω κάποια στιγμή για την ποίηση των λογαρίθμων, την άλγεβρα και τις τρεις άγριες γεωμετρίες τού Έκτορα Κακναβάτου, τους «αριθμούς και τις άλλες μαθηματικές ψηφίδες στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη» με τις μαθηματικές ιχνηλασίες σε μη μαθηματικά κείμενα του Θανάση Τριανταφύλλου, ή το Ποίημα αριθμός μηδέν του Σωτήρη Παστάκα.

Όχι πως στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν αναλογίες με τα μαθηματικά, όπως τουλάχιστον υπονοούν/υποψιάζουν οι ρητοί και άρρητοι αριθμοί, οι υπερπραγματικοί που χρησιμοποιούνται στη μη τυπική ανάλυση, οι πραγματικοί ή οι υπερβατοί –με όλες τις ενστάσεις προσδιορισμού μιας πραγματικότητας ή μιας υπερβατικότητας ακόμα και από τις στήλες ενός περιοδικού.

Αλλά τι σημαίνει σε μια αγορά, σ’ έναν κύκλο φανατικών αναγνωστών (στην καλύτερη), ενημερωμένων (στη συνήθη: «Τον ξέρω τονΜανδραγόρα, αλλά δεν έτυχε να τον αγοράσω»), ή αδιάφορων περί τα καλλιτεχνικά (στη χειρότερη: «Ο Μανδραγόρας δεν είναι ένα μαγαζί με βότανα στον Πειραιά;»), η συμπλήρωση 20 χρόνων ζωής, ή ο στόχος των 50 τευχών; Εδώ ο Χρήστος Ηλιόπουλος έκλεισε τα μάτια του πριν τα 44, με τον (δικό μας) Μανδραγόρα να ’χε μόλις προσμετρήσει ζωή τριών χρόνων. Ποια σημασία και βαρύτητα για μια ολόκληρη κοινωνία που λειτουργεί σε τέτοια μεγέθη, όπου διακυβεύονται τόσα συμφέροντα, και ενσκήπτουν τόσες συγκρούσεις, μπορεί να έχει η αγωνία της στοιχειοθεσίας, ο αριθμός των 8σελιδων, το κόστος των τσίγκων, η προαγορά του χαρτιού, ή η αύξηση κατά 150% των ταχυδρομικών τελών; Ποιον ενδιαφέρουν τα χιλιάδες χαμένα βράδια, τα κουβαλήματα, οι επιστροφές, η υπερκοστολόγηση του πρακτορείου διανομής “Ευρώπη”, τα απλήρωτα τεύχη από την Εστία και τον Τούμπα, τα τεράστια αναποτελεσματικά κείμενα που περισσότερο κανακεύουν τον ναρκισσισμό τού συγγραφέα παρά απαντούν/συναντιούνται στα (ουσιώδη) ερωτήματα ενός αναγνώστη.

«Όπως οι καλλιτέχνες έτσι και οι μαθηματικοί ξεκινούν με μια σύλληψη που προσπαθούν εκ των υστέρων να την αποδείξουν. Τόσο στα μαθηματικά όσο και στην τέχνη ο δρόμος είναι το απόλυτο σκοτάδι», έλεγε ο Iάννης Ξενάκης, επιβεβαιώνοντας το αβέβαιο και των δυο που τελούν υπό το βάρος της επαλήθευσης (όσων διατείνονται), τα εκτεθειμένα στους τέσσερις ανέμους υλικά που δίχως τη συναίνεση/αποδοχή περνούν απαρατήρητα και χάνονται. Μαθηματικά και τέχνη διαμορφώνουν ανθρώπους στοχαστικούς, κριτικούς έναντι όλων, απαιτητικούς στη ζωή, τολμηρούς στη δημιουργία ενός κόσμου φανταστικού που μπορεί να μη λύνει προβλήματα, αλλά τουλάχιστον μέσα απ’ τ’ όνειρο και τη δημιουργία –ή έστω την έντιμη απόπειρα της έκφρασής της– κάνουν λιγότερο σκληρή κι απάνθρωπη την καθημερινότητά μας.

Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει/ τίποτε: Ούτε ουρανός έναστρος,/ ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα./ Κι ευτυχώς ότι μ’ έκανε η μοίρα μου/ γνώστη των μουσικών αριθμών,/ ότι κρέμασε μιαν αχτίνα επί πλέον/ το άστρο της ημέρας στην όρασή μου/ και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι/ εργάζομαι, ως να ’ταν να φτιάξω/ έναν έναστρο ουρανό, ή ένα ρόδο, γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στους μουσικούς αριθμούς, ενώ η απόδειξη του Ευκλείδη ότι “οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι” συγκαταλέγεται στα έργα τέχνης.

Μπορεί να μην υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι, τέλεια περιοδικά, ή τέλεια κοινωνία, υπάρχουνε όμως τέλειοι αριθμοί κι αυτό είναι παρήγορο ακόμη και στις σκοτεινότερες εποχές σαν τις δικές μας που απ’ ότι φαίνεται κανένα περιοδικό δεν μπορεί να φωτίσει –τουλάχιστον όσο κυριαρχούν διάττοντες που μέχρι (και παρά) την πτώση τους εξακολουθούν να θορυβούν, να ασεβούν και να συσκοτίζουν. Ο Μανδραγόρας ξεκίνησε μέσα σε τέτοιες υποκειμενικές δυσκολίες που λίγο έλλειψε το 7ο πάτωμα (στη Θεμιστοκλέους 34) να αποβεί μοιραίο. Σήμερα κινδυνεύει ακόμα κι απ’ το ισόγειο. Μικρό τα κακό συγκρινόμενος με τα υπεράριθμα θύματα που ο Μινώταυρος του συστήματος αφήνει καθημερινά στο διάβα του.

 

«Μ»

Share this Post