Κριτική
Γεωργία Λαδογιάννη | Κώστας Βούλγαρης, Στον καιρό της ανέχειας. Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες, Έκδοση εκτός εμπορίου. Βιβλιόραμα, 2017, σελ. 96.
Ανέχεια πόρων και δημοκρατίας
Ο τίτλος είναι εναργής νοηματικά για κάθε αναγνώστη. Το ίδιο και οι ενδεχόμενες συνάφειές του. Π.χ. δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς την Έρημη χώρα και να σκεφτεί πόσο γόνιμα αξιοποιείται, στην επέκταση –που είναι και εξειδίκευση– του πρώτου μέρους του τίτλου. Τα πράγματα όμως δεν λειτουργούν έτσι και στην ανάγνωση του σώματος του βιβλίου. Είναι γνωστό, από προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ότι η γραφή συνιστά έναν τόπο συνάντησης (και μνήμης) προηγούμενων κειμένων. Φυσικά, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Εννοώ κυρίως την εξαιρετικά επιδέξια χρήση αυτής της μνήμης, ώστε να δυναμώνει –μάλλον να δυναμιτίζει, μέχρι σημείου έκρηξης– του νέου νοήματος. Ωστόσο, δεν είναι η δυναμική μιας νέας θεματικής, αυτό που θα παρατηρούσε κανείς, αλλά η δημιουργία μιας νέας έκφρασης· με λίγα λόγια το ύφος· η ρητορική της γραφής του Κώστα Βούλγαρη.
Το νέο βιβλίο κάνει αυτή την ιδιότητα ποιητική διαδικασία, ακολουθεί δηλαδή μια «αρχαιολογία» της συνάντησης κειμένων μέσα στην ιστορία της γραφής, στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Η εποχή όπου πραγματοποιείται αυτή η συνάντηση είναι ο 12ος αιώνας των Κομνηνών. Αιώνας μιας πρώτης Αναγέννησης, όπως έχει χαρακτηρισθεί. Αιώνας που μας χάρισε –κατά μία υπόθεση χρονολόγησης– ένα εμβληματικό κείμενο. Το έργο Χριστός Πάσχων, έργο-κέντρων, τεκμήριο ανασύστασης –και θαυμασμού– του αρχαίου λογοτεχνικού είδους της τραγωδίας, σε εποχή χριστιανική, με πρωταγωνίστρια την Θεοτόκο. Η εποχή του 12ου αιώνα, ωστόσο, μας γοητεύει και για άλλους νεοτερισμούς. Την ίδια εποχή δημιουργείται –από τότε έχουμε μνημεία– νέα λογοτεχνία, νέα γλώσσα. Έχουμε την λογοτεχνική γλώσσα που ονομάστηκε δημώδης, γλώσσα και αυτή ανάμικτη, από τύπους της ομιλούμενης και της λογίας. Εμβληματικό, επίσης, κείμενο της δημώδους γραμματείας μας είναι τα ποιήματα μια θύραθεν ποίησης που ονομάζομε Πτωχοπροδρομικά και που τα αποδίδουμε στον Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο.
Η βυζαντινή επινόηση θέλγει –ίσως και δικαίως– την λογοτεχνία που θέλει να διεκτραγωδήσει την παρούσα ανέχεια και τις ερημόλαλες εξουσίες. Η βυζαντινή μνήμη της αρχαίας τραγωδίας (Χριστός Πάσχων) και η αιτητική –όπως έχει ονομαστεί– ποίηση των Πτωχοπροδρομικών γίνονται στις μέρες μας πρότυπα λογοτεχνικής ρητορικής. Και επειδή το ύφος είναι η ουσία της ποίησης, η τραγωδία και η ζητιανιά, ο (αδιέξοδος) θρήνος και η χαμέρπεια (ηθική και πολιτική) βρίσκουν τον φυσικό τους δρόμο στα βυζαντινά ανάλογα. Χωρίς όμως και να εξαντλούνται εδώ τα ρητορικά πρότυπα, όπως το, επίσης, εναργές των Διαλόγων του Λουκιανού ή των ονείρων από τα Ονειροκριτικά του Αρτεμιδώρου.
Βέβαια, πολλά θα είχε να πει κανείς για την τάση ανάμιξης των γενών στην λογοτεχνία των ημερών μας, όπως και για τους χαρακτηρισμούς μοντέρνο/ μεταμοντέρνο ή κατά πόσον μπόρεσε η λογοτεχνία να αξιοποιήσει όχι μόνο φιλολογικά αλλά καλλιτεχνικά/αισθητικά τα εργαλεία/λύσεις που πλέον διαθέτει η πολιτισμική μας αγορά. Αξίζει όμως μια συζήτηση για αυτά και για άλλα πολλά, που μένουν στο σκοτάδι της επίσημης φιλολογικής γνώσης.
Το νέο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη είναι ένα πολιτικό δοκίμιο που το απολαμβάνεις ως την ποίηση μιας δημιουργικής ευφυίας. Έχει ευσύνοπτη έκταση –μιας μικρής αφήγησης- αλλά εξαιρετικά περίπλοκη δομή, λόγω της κειμενο-διαλογικής του φύσης (μέσω της εγ-κέντρισης). Η αναφορά στον Ντοστογιέφσκι, στις τελευταίες σελίδες, θα πρέπει να εννοηθεί ως υπογράμμιση δύο διαφορετικών εποχών στην αφήγηση, πέρα από όποιες άλλες που σχετίζονται με την πρόθεση του συγγραφέα. Αντικειμενικές, επίσης, συγγένειες, πέρα από τις δηλωμένες και στο μότο του βιβλίου, διαπιστώνομε με τον Κώστα Βάρναλη. Μάλιστα θα λέγαμε ότι η σχέση που διακρίνεται είναι του «οδηγού» του όλου συγγραφικού εγχειρήματος. Ο Βάρναλης «έδειξε» τον ταπεινωμένο άνθρωπο, τον μαθημένο να φοβάται γι’ αυτό και ο συγγραφέας της ανέχειας τού αναγνωρίζει ιστορική διαύγεια και ότι η δική του γραφή ξεχώρισε από την μόδα του ηρωισμού της ποίησης της εποχής του. Ακόμη, τού αναγνωρίζει ότι αρκέστηκε σε όσα καρναβαλικά, για τους εξουσιαστές, και όσα απομυθοποιητικά, για τον λαό. Στον ποιητή Βάρναλη αφιερώνει και το τελευταίο κείμενο, ένα ερωτικό διήγημα, με το οποίο κλείνει το βιλίο: Ο οργασμός της Μπετίνας, με το μοιραίο θηλυκό όνομα της θρυλικής Μπετίνας Φραβασίλη που έστειλε τον Βιζυηνό στο Δρομοκαΐτειο. Βέβαια, το ερωτικό στοιχείο διαποτίζει αρκετά μέρη του κειμένου, όπως το κεφάλαιο Αλληλουχίες θραυσμάτων με τα επεισόδια ενός νυκτερινού πειρασμού, που βάζει σε δοκιμασία ανάλογη εκείνης των μαρτύρων και αγίων του χριστιανισμού και γίνεται η ρητορική γέφυρα για να υιοθετηθεί το ύφος αντίστοιχων αγιολογικών μαρτυριών.
Γενικά, στο εσωτερικό του βιβλίου χωνεύονται ιδέες, αναγνωρίσιμα πρόσωπα και συνθήκες, συμπεριφορές, απολογισμοί και προβλέψεις, ιστορικές αναφορές (γαλλική επανάσταση και γκιλοτίνα, αποικιοκρατία), μνήμες κειμένων και λογοτεχνικών ειδών (αφήγηση, βιβλικός λόγος και πληροφορίες, ρητορικά σχήματα, διάλογοι, μίμοι, εγκώμια, θρήνοι και μοιρολόγια, παροιμίες κ.ά.). Είναι τα κυρίως υλικά που αναπτύσσουν μέσα από μια ρητορική ποιητική τον καιρό της ανέχειας πόρων, δημοκρατίας, πολιτικής υποθήκης, αλώβητου κοινοβουλευτισμού, επαγρύπνησης, ευθυκρισίας, έρωτα, τέχνης, ελπίδας.
Στην ελληνική αγορά, όπου προωθούνται οι ευπώλητοι ρεαλισμοί, ένα βιβλίο σαν το παρουσιαζόμενο δεν έχει πολλές ευκαιρίες για να εξασφαλίσει αναγνώστες, αλλά είναι καιρός να ξεκινήσουμε από αυτό το σημείο, να κάνουμε δηλαδή πράξη την αντίσταση στο εύκολο και τις συμμαχίες του. Μπορεί να το θέσει κανείς και ως ερώτημα: θα γίνει «ευπώλητη» η «έκδοση εκτός εμπορίου» Στον καιρό της ανέχειας. Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες του Κώστα Βούλγαρη;
Γεωργία Λαδογιάννη
Kαθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Share this Post