Κώστας Κρεμμύδας | Ο Πολιτισμός, η πολιτική και η Αριστερά

In Κριτικές, Λογοτεχνία by mandragoras


Κριτική

Κώστας Κρεμμύδας | Ο Πολιτισμός, η πολιτική και η Αριστερά

Τo βιβλίο του Μάνου Στεφανίδη Ο μοιραίος Αλέξης, με υπότιτλο «δοκιμή ενός πορτρέτου» όπως ήδη αναγράφεται στον υπέρτιτλο του εξωφύλλου είναι ένα ημερολόγιο φορτισμένο και κατατεθειμένο μέσω του ουσιαστικού «απώλεια» -άρα είναι ένα ημερολόγιο χαμένων ευκαιριών με άξονα και πρωταγωνίστρια την Αριστερά: που πέρα από πολιτικό-οικονομικό σύστημα, όπως λέει κι ο συγγραφέας «είναι τρόπος ζωής» για όλους εμάς. Πρόκειται για μια διαδικασία που αφορά τόσο στο «έξω» όσο και στο «μέσα». Ένα είδος «ένδον σκάπτε» που φέρνει την Αριστερά κοντά στην ηθική φιλοσοφία και την πρακτική της όπως τη γνώρισε η Αρχαιότητα. (σ.17)

Η Αριστερά «που ορίζεται ιστορικοπολιτικά από δύο επαναστάσεις, τη Γαλλική και την Οκτωβριανή, με ενδιάμεσους σταθμούς τις εξεγέρσεις του 1848 (23 Ιουνίου 1848, εξέγερση των εργατών στο Παρίσι) και την Κομμούνα του Παρισιού», όπως σημειώνει στο εναρκτήριο κείμενό του ο Μάνος Στεφανίδης.

Λίγες σελίδες πριν σε ένα ακόμα αυτοβιογραφικό συνταρακτικό διάλογο (σ.σ. ο Μάνος διαρκώς διαλέγεται εξ ου και η δυναμική λόγων και κειμένων του) όπου γίνεται λόγος για την «αειφόρο κατάθλιψη» που μας διακατέχει όλους μας τα τελευταία αυτά χρόνια που κρύβουν στα σπλάχνα τους μια υποβόσκουσα αντίδραση που θυμηθείτε το θα εξελιχθεί σε ελπιδοφόρα σύγκρουση, γιατί «η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση», κατά τη ιστορική φράση του Χαρίλαου Τρικούπη, ο Μάνος λοιπόν με το πάθος για ό,τι πιστεύει, κι ό,τι αγωνίζεται να εκφράσει, όχι εκ του ασφαλούς και όχι άνευ κόστους, σημειώνει: Δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου αλλά λυπάμαι για τον χαμένο μου χρόνο, τα χαμένα όνειρα. Σ’ αυτήν την Αναζήτηση του χαμένου χρόνου που πάντως λειτουργεί προσθετικά, όπως θα έλεγε κι ο Προυστ, αλλά και στην αποτύπωση/ανίχνευση διαφυγής από μια ζοφερή πραγματικότητα. Με αυτά τα συναισθήματα, εκ βάθους καρδίας σα να μιλά κάποιος για το σπίτι, την οικογένεια, τα παιδιά του, ο Στεφανίδης καταθέτει τη συμβολή του κάνοντας μεταξύ άλλων λόγο και για τη νέα μόδα του μεταμοντερνισμού που κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής μας ζωής.

Με τον νεαρό Αλέξη Τσίπρα να εκκινεί χαρισματικός επικοινωνιακά αλλά να καταλήγει εφιαλτικά μονοδιάστατος, καθώς το έρμα δεν είναι το κύριο γνώρισμα της εποχής μας, άρα ούτε και το δικό του προσόν: εκεί όπου ψεύδος, ελαφρότητα και αυτοσχεδιασμός βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια. Και δεν είναι απλά ένα στρατηγικό λάθος που οδήγησε σε μια στρατηγική υποχώρηση, αλλά ακριβώς η απουσία ενός θεωρητικού οπλοστασίου, μιας πολιτικής ευφυΐας, αλλά και τακτικής ευελιξίας ικανής να ταρακουνήσει τους βασικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς δείχνοντας στις συλλογικότητες της Ευρώπης την δυνατότητα ενός άλλου δρόμου. (σ. 185).

Αντ’ αυτού η κυβέρνηση ξεπουλάει τα πάντα, παίζει τα ρέστα που δεν διαθέτει, εκποιεί χρόνιες ελπίδες μήπως και κερδίσει ακόμη τον απειροελάχιστο πολιτικό χρόνο. Χωρίς αιδώ, χωρίς συνείδηση ιστορίας. Σαν σε μακάβριο παιχνίδι! (σ. 183) Καμιά φρέσκια ιδέα πουθενά. Καμία ευαισθησία προς την παραγωγική διαδικασία και τις στρατιές των απολυμένων του ιδιωτικού τομέα […] Καμιά ανατροπή στην παιδεία και τον πολιτισμό με τους ανεπαρκέστατους Μπαλτά, Κουράκη, Ξυδάκη (δεν αξιοποίησαν καν τον πιο έγκριτο διανοούμενο της μαχόμενης Αριστεράς, τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, αλλά αξιοποίησαν τον Κατρούγκαλο και το πιο φαύλο ΠΑΣΟΚ.(σ. 87)

Κι επειδή ο Μάνος αναφέρεται σε αρκετά σημεία (και στη σελίδα 138 κ.ά.) στον Δημήτρη Ραυτόπουλο –στον οποίο η επίσημη [θεσμική και ανανεωτική(;)] Αριστερά καταλόγισε κατ’ επανάληψη «δεξιά στροφή! και εξακολουθεί να κατηγορεί ως δεξιό, έναν άνθρωπο που φέρνει μέσα του ακόμα σφαίρες από τα Δεκεμβριανά και μνήμες από τις εξορίες όπου ελληνικής γης– θα ’θελα να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα του τελευταίου από το πρόσφατο βιβλίο του Κριτική της κριτικής. Λέει λοιπόν ο Ραυτόπουλος: «Το ’56 οι κομμουνιστές γέμιζαν τις φυλακές ενώ οι αντίπαλοί τους, ακόμα και οι συνεργάτες των κατακτητών, είχαν την εξουσία, πλούτιζαν και τρομοκρατούσαν. Αν σήμερα ήταν οι ίδιες συνθήκες –ακόμα και με όσα πιστεύω σήμερα– πάλι με τους κομμουνιστές θα ήμουνα.»

 Ίσως στο σημείο αυτό να πρέπει να επανέλθουμε σ’ ένα υστερόγραφο του Στεφανίδη –απ’ τα πολλά που εν είδει επιγραμμάτων κυριαρχούν στα κείμενά του, για να κατανοήσουμε την πενιχρή και ταυτοχρόνως πνιγηρή πραγματικότητα των πολλών χρόνων εντός της οποίας εγκλωβίζεται καθ’ έξιν η θεσμική Αριστερά. Θυμίζει κι επικαλείται λοιπόν ο Μάνος τη φράση του Γκουστάβ Φλωμπέρ: «Το όραμα της δημοκρατίας είναι να ανυψώσει το προλεταριάτο στο ίδιο επίπεδο ηλιθιότητας με τη μπουρζουαζία».

Ο Μάνος Στεφανίδης ξέρει να γράφει με ζωντάνια, όπως ξέρει και να ερμηνεύει τη ζωή ως ουσία και προέκταση της τέχνης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι από το βιβλίο του παρελαύνουν πλήθος τα ονόματα καλλιτεχνών: ποιητές, ζωγράφοι μουσικοί, συγγραφείς, Από τον Μπετόβεν και την μοναδική όπερά του Φιντέλιο, μέχρι τον Αμερικανό ποιητή Walt Mhitman, τον καυστικό πάντα και χαρισματικό ζωγράφο Βλάση Κανιάρη με τα περίφημα έργα-Αντίστασης κατά της χούντας αλλά και κατά της κατεστημένης σύγχρονης αισθητικής μας. (βλ. Το έργο του Το Ουρητήριο της Ιστορίας (1979-80, σ. 22, σ. 153). Μέχρι τον Κυριάκο Κατζουράκη –ακτιβιστή ζωγράφο, σκηνοθέτη, σκηνογράφο, τον Παναγιώτη Κονδύλη –φιλόσοφο συγγραφέα, τον Μίμη Δεσποτίδη –εμβληματική μορφή της Αριστεράς (ο «Πέτρος» της ΕΠΟΝ Αθήνας και ιδρυτής των εκδόσεων Θεμέλιο), τον Νίκο Κούνδουρο, την Άσπα Παπαθανασίου, ή τους Μποστ, Τσιφόρο και Αρκά με τα ευθύβολα σκίτσα του.

Και ασφαλώς επικαλείται μορφές της Αριστεράς διαχωρίζοντάς τους από τους σημερινούς επαγγελματίες του πολιτικού βίου στους οποίους πρωτεύει «απόλυτα ορθολογιστικά το ατομικό συμφέρον (σ.σ. των 8.000 αφορολόγητων μηνιαίως) από το συλλογικό καλό. Οι τελευταίοι αριστεροί που γνώρισα, λέει ο Μάνος και μνημονεύει, ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, ο Πάνος Τζαβέλας, ο Λάκης Σάντας, ο Χρήστος Παπουτσάκης, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, και ο Βλάσσης Κανιάρης. Σύμπτωση; Και οι δέκα δεν ζουν πια». σ. (138).

Όλα και όλοι διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου του μέσα στα 43 αυτά κείμενα γραμμένα από τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014 –λίγο πριν δηλαδή τις εκλογές του Γενάρη 2015 που είχε ως συνέπεια την «πρώτη φορά Αριστερά», έως και τις 9 Φεβρουαρίου τρ. έ. με όσα ακολούθησαν τη γνωστή τρικυμία του Ιουλίου 2015 και τα νέα μνημόνια: βλ. «Αλέξη χάσαμε!», σ. 75, «Απάντηση προς εχθρούς και φίλους» σ. 79 και «Ο Αλέξης σαν Λάκης» σ. 82 απ’ όπου κι ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα: Δεν γινόμαστε ποτέ μέρος του παιχνιδιού, αλλά εμείς διαμορφώνουμε τους όρους και το παιχνίδι. Κι βέβαια αντιμετωπίζουμε τους μηχανισμούς και τους «σταρ» της τηλεόρασης αφ’ υψηλού κι από μακριά. Κάνοντας ένα είδος αντάρτικου πόλης. Χτυπάμε και φεύγουμε. Δεν αφηνόμαστε να μας καταστήσουν οικείους, αναλώσιμους, και δεδομένους. Κάτι που όχι απλώς δεν απέφυγαν οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα μπήκαν μέσα στο πετσί του ρόλου των κενολογιών, των μονολόγων και των τηλεοπτικών παραθύρων της ισοπέδωσης και του τίποτα. Γυρνώντας από κανάλι σε κανάλι σαν περιστρεφόμενοι δερβίσηδες, σημειώνει ο Μάνος, λέγοντας με χίλιους σημειολογικούς τρόπους, «κοιτάξτε με λίγο! Είμαι μικρός ασήμαντος αλλά είμαι διαθέσιμος. Εμφανίζομαι όπου με καλέσουν: από τη μια στην άλλη ζούγκλα. Αδιακρίτως». (σ.σ. βλ. το μικρομεσαίο στέλεχος του άλλοτε ΚΚΕ εσωτ. Στέλιο Παππά που καλείται στα κανάλια ως πατήρ του κυβερνητικού υιού του Νίκου Παππά).

Μια μεταμοντέρνα Αριστερά λοιπόν –τον όρο χρησιμοποιεί ταυτόσημα και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος για τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα που συχνά ευθυγραμμίζονται με τα πολιτικά και μιντιακά κατεστημένα, ζητιανεύοντας λίγη από τη χάρη της δημοσιότητας που τους αναλογεί, αυτά τα περίφημα 15’ λεπτά. Μια μεταμοντέρνα Αριστερά που μετατρέπεται σε συστημική ακλουθώντας τα πρότυπα των μιντιακών συνταγών και του πολιτικού/πελατειακού μάρκετινγκ.

Μέσα στα τόσα ο Μάνος αναφέρει κι εμένα μ’ αφορμή το πρόσφατο βιβλίο μου «Ερυθρόλευκη τρέλα» που θεωρώ πως ταυτίζεται στη αφετηρία του έχοντας ως έναυσμα και αφορμή την παρακμιακή αποκαθήλωση κάθε ιδανικού και ονείρου. Σε τέτοιες εποχές δεν κάνεις άλλο παρά να στρέφεσαι στο χθες και τις σταθερές ενός οικείου χώρου και μιας αμόλυντης περιόδου –αυτής των παιδικών σου χρόνων. Σχετικό και το άρθρο του που μας αφιερώνει με τίτλο «Το βασίλειο της αιώνιας παιδικότητας»: ΥΓ.: Πάντως στα σοβαρά μιλώντας, δεν είμαι σίγουρος αν είναι χειρότερα στο βασίλειο της αιώνιας παιδικότητας ή στον υπόλοιπο, εφιαλτικό κόσμο ενηλίκων. Ιδιαίτερα τώρα που είναι ορθάνοιχτες οι θύρες του παγκόσμιου φρενοκομείου. Και που η απρόσωπη, διεσπαρμένη βία και το τυφλό μίσος τείνουν να γίνουν καθεστώς. Στο κάτω κάτω της γραφής ακόμα κι όταν τσακώνονται τα νήπια, το πολύ-πολύ να γρατζουνίσουν κάνα γόνατο. (σ. 159)

Μύθος λέει πως η Αριστερά είναι προοδευτική. Η αλήθεια είναι πως πολλοί προοδευτικοί πολίτες έχουν συχνά επενδύσει κι έχουν συχνά απογοητευτεί από τον συντηρητισμό, την ημιμάθεια και τον λαϊκίστικο καιροσκοπισμό της Αριστεράς. (σ. 137)

Δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε δυστυχώς με την παρατήρηση. Αυτό το «Ανθρωπάκι» εξακολουθεί να ζει από τα χρόνια του Τσίρκα, αλλά και πολύ πρωτύτερα. Και πολύ φοβάμαι πως θα εξακολουθήσει να γιγαντώνει εις πείσμα του Μάνου, δικό μου, του οράματος που φέρνουμε μέσα μας όλοι ζωντανό και αδιάψευστο. Παρ’ όλα αυτά…

Κώστας Κρεμμύδας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία