Δοκίμιο
Αγγελική Αποστολοπούλου
Υπόκωφα αγγίγματα, μυστικές ματιές, άηχες ιαχές, άγνωρες γεύσεις, διάπυρα αρώματα των σκοτεινών εκλάμψεών της.
Πίσω απ’ τα μάτια μας
Κουλουριασμένοι κι άφωνοι κοιτάζουμε
Τον κόσμο έξω
Σαν από φεγγίτες φυλακής[…]
Αντώνης Φωστιέρης
Αίσθηση, ολίσθηση… Ποίηση, κατάδυση… Βουλιάζοντας στο νεκρό χρόνο… Σπασμένοι αντικατοπτρισμοί δόλιων ειδώλων σε ραγισμένο καθρέφτη. Πάνω σε κίτρινα φύλλα, διαστέλλονται οι τρεμάμενες σκιές. Ξεχειλίζουν φλόγες οι ουλές. Αιφνίδια αντενέργεια, στην κόψη απότομης στροφής, διεγείρει τις νωθρές αισθήσεις.
Ο Φωστιέρης, φορέας μιας γενιάς κυριολεκτικά στο μεταίχμιο, με τους ώμους της γυρτούς από βαρύ, άλλοτε βάρβαρο πολιτισμό και τη σκέψη κουρασμένη απ’ τις διάτρητες φωνές, συνδυάζει αιθέρια τέχνη και σκληρή γήινη εμπειρία κατορθώνοντας να καθηλώσει τον αναγνώστη, έστω κι αν εκείνος αρκεστεί στην πρώτη εντύπωση. Ολόκληρο το έργο του θεμελιώνεται στην ύπαρξη και στο αντιφέγγισμα των αισθήσεων, που ξεπερνώντας τους ορατούς ορίζοντες διακλαδίζονται διαμορφώνοντας δια-λεκτικά σύνολα.
Συλλαβές, φθόγγοι, λήμματα, σε ασύμμετρη διάταξη, μεταλαμβάνουν στεντόρειο γέλιο και δάκρυ παγωμένο. Μετουσιώνονται σε φράσεις ελικοειδείς, χύνονται σε χαρτί υπόλευκο, ταλαντεύονται, αντρειώνουν, παράγουν υποχθόνιους ήχους. Οι αισθήσεις περισσότερες των πέντε που καταγράφει η επιστήμη. Ποιος μπορεί να τιθασεύσει το ανθρώπινο πνεύμα και την ασάρκωτη ψυχή; Εν αρχή ην το τέλος κι ο λόγος, πάντα, εν αρχή. Η κράση του νοητού με το αισθητό αίρει την επικυριαρχία των εξεικονίσεων, καθώς βαθαίνουν οι γραμμές διεκδικώντας την πολυσημία του κόσμου των ιδεών: Ο θρους των δέντρων/ Είναι βέβαια πράσινος/ Ενώ το αμόνι/ Συνορεύει με χειμώνα./ Ετούτα όλα εξ ακοής/ Χωρίς τα μάτια μου/ Ξέρω τα χέρια πάνω στον πηλό/ Κι άλλοτε πάλι ματωμένα/ Στα μαχαίρια./ Οι ασώματες φωνές είναι τα σώματα/ Οι μυρωδιές τα πάτρια μονοπάτια. […] Η θάλασσα/ φτάνει ως τα σπλάχνα μου αλάτι των χειλιών/ Με γεύση αλάθητη./ Γι’ αυτό υποθέτω άλλωστε/ Πως ναι, την είδα. Το ίδιο και το φως/ Το λίγο αστείο εκείνο έμβλημα/ Της γνώσης. («Τυφλό Σύστημα»).
Αφουγκράστηκα τις σιωπές κι άκουσα τις απόκρυφες κραυγές. Άκουσα και είδα. Είδα κι άγγιξα. Άγγιξα και γεύτηκα. Γεύτηκα κι ανάσανα. Ένιωσα κι έπειτα κατάλαβα. Ο ήχος φτάνει σθεναρός και όλο δυναμώνει.
Αντίλαλοι του κόσμου, φωνές της γης κι ανάμεσά τους αδυσώπητη η άσωτη σιωπή. Μεγεθύνει την κλαγγή, τινάζει τα λεκιασμένα αισθήματα, κρυσταλλώνει τις λέξεις. Εσκεμμένες παραλείψεις, παύση, ανάπαυση ή κατάπαυση πυρός; Εύγλωττες αποσιωπήσεις
Σύζευξη ήχων κατά συρροή. Υπαρκτοί κι ανεξάρτητοι απ’ την ακοή μας. Μόρια ανεμοθύελλας, συνθετικά σωματίδια ισχυρών αθέατων κυμάτων διαδοχικών συχνοτήτων. Απαντοχή καρτερική, όπως πασχίζουμε ν’ ακούσουμε το σκοτάδι. Αρμονία σε ρυθμό ανομοιογενή. Μύχιες και συστροφικές διακυμάνσεις, τυλιγμένες στο δίχτυ της μυστικής συμφωνίας των αντιθέσεων. Συναρτήσεις των ισημερινών του πάθους και της συνείδησης.
Αδιάλλακτη η ανθρώπινη ψυχή στο άρρητο κάλεσμα. Στην απέραντη ή απέναντι όχθη ο ποιητής ακονίζει τη δεκτικότητά του. Ακούει μυστικούς ψιθυρισμούς. Αντηχεί τις νότες της σιγής. Ο λόγος του εκτοξεύεται μες από εκρήξεις σχημάτων. Συμπυκνώνεται σ’ έναν πνιγηρό λυγμό, όταν γράφει: πιστόλι να εκλιπαρεί-γέλιο να κλαίει («Ο ήχος των λέξεων») ή ξεδιπλώνεται με χειμαρρώδη ορμή: Ο παφλασμός γεννάει τη θάλασσα κι ιδού η φωνή/Βγάζει λαρύγγι που ομιλεί («Ότι τον ποιητήν δέοι είπερ μέλλοι ποιητής είναι»). Σμίλη για στίχους που απαρτίζουν ωδές, ακατανόητες σε τυφλούς ωτακουστές και κωφάλαλους ανοιχτομάτηδες: Άκουσε/Τους παφλασμούς τα μουγκρητά ή τα κλάματα: /Με τέτοιους ήχους πλάστηκε ο κόσμος./ Άκουσε / Το κρώξιμο- ή τον βρυχηθμό/ Του λιονταριού που είναι ο κόσμος. Άκουσε/ Το βουητό του ωκεανού. Το βουητό/ Κι όχι το αμέριμνο τραγούδι των ψαράδων. («Ο ήχος του κόσμου»).
Τα μάτια ανοίγουν ερμητικά, αναζητώντας να διαπεράσουν συμπαγή σημεία επαφής κρυπτογραφημένων κύκλων. Άλλωστε, καθένας είναι και o μοναδικός κάτοχος των μέσων που ερεθίζουν τα αισθητήριά του. Για να μπορούμε, ιχνηλατώντας, να μιλήσουμε για ποιητική κι ευρύτερα καλλιτεχνική ευαισθησία. Που, μέλλει (αλλά δεν αμελεί) να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Είσοδος κινδύνου στο καταφύγιο των γελασμένων, γελαστών ονείρων. Στις τραχιές κορυφές τους κατρακυλά η άγονη πραγματικότητα.
Eίναι, μήπως, το οπτικό πεδίο εξαρτώμενο απ’ τις γωνίες ή το εύρος και τη δεξιότητα της ματιάς; Ποιοι και πόσοι οι επιδρώντες παράγοντες; Αλλάζει τα δεδομένα ο τρόπος που κοιτάμε; Υπάρχει, άραγε, διαχωριστική στιγμή ανάμεσα στο «ορώ» και την «ώρα»; Δόκιμη ή όχι η αναγωγή στα ομόηχα «οίδα» και «είδα»; Υφιστάμενη κι αδιαμφισβήτητη η απόσταση της όρασης από την γνώση, ιδίως από την επίγνωση. Ο αμφιβληστροειδής έπαψε ν’ αποτελεί τον καταλύτη.
Κι ο ποιητής; Πού, ακριβώς, στέκει; Πώς διαθλώνται οι υπεριώδεις του; Θα δοθεί απάντηση προκύπτουσα από το φάσμα της ενόρασης; Βλέπει τ’ αόριστα; Ποιος, τάχα, θα ισχυριστεί ότι ξέρει; Περιπλανώμενοι οδοιπόροι, στην ανίχνευση της ουσίας της μεγάλης τέχνης.
Ο Φωστιέρης εξισορροπεί τις αντιφάσεις, απορροφά το φως, φεγγοβολά σκοτάδι, παρεκτείνει τα όνειρα, ως να ξεκουραστούν σε άγρυπνα βλέφαρα και διανοίγει σήραγγες στον έσω εαυτό του, απλώνοντας το βαθύχρωμο στοχασμό του: Σκαρφαλώνω στην όραση/ Και μοιάζει αλληλουχία σκιάς: Όναρ κανονικό/ Μη με ξυπνήσετε/ Γιατί δεν έχει οροσειρές χρωμάτων η Άλλη Μέρα/ Που ν’ ανεβώ κατάκορφα. Ενώ εδώ φύτεψα βολβούς/ Και να, φυτρώσαν μάτια, ώ μάτια μου./ Δίχως αυτά μια θάλασσα των ήχων και άλλοτε/ Του μαχαιριού η κρυάδα μόνο απ’ το μαχαίρωμα./ Ποτέ απ’ τη λάμψη.[…] («Σκιάς όναρ»).
Εναργείς οι υπέρυθρες ακτίνες της ποίησης, προσβλέπουν σε μια διάφωτη δικαιοσύνη. Το ποινολόγιο αθέατο, η ετυμηγορία αμείλικτη, αποστερεί το δικαίωμα έφεσης. Άπονη ποινή επί δικαίω. Η τιμωρία, διαχρονικά, ατιμώρητη. Πολύχρωμοι αποχρωματισμοί των φαινομένων επαληθεύουν τις εξαιρέσεις. Ίσως, μονάχα ένας ποιητής μπορεί να γκρεμίσει το φράγμα των αφανών. Να διαρρήξει το έρεβος: Το μάτι που κουράστηκε να εμμένει/ Στο ίδιο πάντα όνειρο./ Να μηχανεύεται χρωματικές απομιμήσεις –τι έγκλημα κατά του ήθους («Εκδοχή συντέλειας»).
Ο εκτυφλωτικός θόρυβος προκαλεί πόνο στους κροτάφους, το εκκωφαντικό φως τυφλώνει το βλέμμα. Η δράση επιφέρει αντίδραση, το δίστομο φιλί οδύνη. Η ηδονή αναρριγεί στο χάδι, το αμετάπειστα πιστό δάκρυ λιώνει δέρμα καυτό. Εκφάνσεις της κυκλωτικής αφής, που κατακαίει, σημαδεύει, ραγίζει, ζυμώνει τον πόνο της απόλαυσης. Αιχμηρά μεταξένια, υποδόρια μεταλλική. Θανατηφόρα ζωοποιός.
Ανταπόκριση των σωματικών στοιβάδων στο αναπάντεχο άγγιγμα. Εντούτοις, δεν είναι πάντα εφικτά τα προσδόκιμα αποτελέσματα. Συχνά, παραμένουμε απαθείς στην αναίμακτη επαφή. Ποιος φταίει, τελικά; Η ευθύνη προαπαιτούμενο της αιτίας. Παράξενα τα κράματα του νου και της καρδιάς: Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως εσείς./ Το ακόρεστο χρυσάφι του που ανθράκευε/ Κάθε του άγγιγμα./ Ύστερα λέω:/ Πώς γύρισε ανάποδα το θαύμα/ Και ό, τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι/ Απανθρακώνεται/ Σ’ αόρατη αστραπή;/ Δεν έχω απάντηση./ Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς.[…] Σ’ αυτήν την τελετή μείνε νηφάλιος./ Το δέρμα σου/ Κρησφύγετο αφύλακτο./ Στης φλόγας/ Την τρεμάμενη/ Αφή. («Η φλόγα της αφής»)
Μάταιος πόνος η αναμονή, απεγνωσμένη κι άπελπις, για ένα τόσο δα σκίρτημα, αν η έκφραση είναι επιδερμική. Ανεπαίσθητο το ρήγμα της, αμυδρό το ρίγος της. Αρχή η πάλη και η παλέτα των δονήσεων, εξαρτώμενη από το βάθος, το επίκεντρο και τους εγγενείς παράγοντες. Ωστόσο, η τέχνη κουβαλά ματαιωμένη ελευθερία: το ριζικό και την καταδίκη της. Η δύναμη της σκέψης υποκύπτει στην άπτουσα αίσθηση. Η αλήθεια αλύγιστη στριφογυρνάει σε μύθους. Στο τέλος, αναδύεται μες από την εξελικτική διαδικασία αποσφράγισης των κλειδωμένων στίχων.
Φράσεις κοπτήρες τεμαχίζουν την μορφή των ανθρώπινων σχέσεων, απογυμνώνοντας την πεμπτουσία τους. Ασθμαίνοντα αισθήματα ροκανίζουν τα σπλάχνα, διασώζοντας τα δεσμά τους. Ο ανοικτίρμων πόλεμος, πράξη επιβολής. Ανελέητη μάχη, ο ηττημένος νικητής: Υπέθετα πολυβολεία και σειρήνες/ Μα το αγκάλιασμα/ Είναι πιο δόλια μέθοδος να με συλλάβεις[…] Και των ματιών σου οι λίμνες ήδη καθρεφτίζουνε/ Μαρτύρια της αγάπης. Μην τα λες./ Μη λες ονόματα. Κι αυτά τα ξέρω. Εσύ ο Κανείς/ Που βγήκε λάθρα με το πρόβατο αγκαλιά/ –Εγώ ειμ’ ο Κύκλωπας./ Είσαι το πρόβατο που αθώα θα με φάει/ Κι είμαι ο λύκος./ Είσαι ο παλιός μου δαίμονας/ –Κι εγώ το αιώνιο θύμα σου: Ο δήμιος που μισείς. («Η πορεία των γεγονότων»).
Αποπνικτικός ο καπνός των χαμένων στιγμών. Εναλλαγές αδάμαστου χρόνου εκβάλλουν στην εκπνοή μας. Σκυμμένοι πάνω απ’ τα θνησιγενή μωρά μας βυζαίνουμε χυμούς αθωότητας. Όσο διαρκεί η ζωή ανασαίνουμε. Η ποίηση απορροφά μυρωδιές. Εκπέμπει τις δικές της, κάποτε ανοίγουμε σαν φύλλα να χωρέσουμε τ’ αρώματά της. Πολύτιμο συστατικό στη σύνθεση, η δίκοπη πληγή: Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα/ Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας/ Αλμύρα ήλιου, ολόκληρος/ Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης/ Λιώνει το βάρος του μυαλού[…] Τι εύκολα/ Καθώς αδειάζει κάθε ιδέα/ Κι ανάστροφα/ Ρουφάει την άφατη ευφροσύνη/ του-να-μην[…] («Δεν σκέφτομαι –Άρα υπάρχω»).
Το άδειο σώμα αναδιπλώνεται αποπνέοντας ξέθωρες αναμνήσεις. Είναι το κρύο, ίσως και η κρούστα της μούχλας στο θολό σεντόνι. Κομμένη ανάσα στη μέση αδέξιας διαδρομής. Τέλος προκαθορισμένο, μα πάντοτε απρόσμενο. Κρεμασμένα «γιατί» στο σχοινί μοσχοβολούν ανταύγειες φονικές, λίγο πριν συνθλιβούν αγκομαχώντας κάτω από πλάκες τεκτονικές. Πρόσημο στην αφαίρεση της ζωής: Γερνάω και γέρνω καθώς κάποια έμψυχα/ Του κόσμου αυτού σταθερά προς το χώμα./ Σοφία τετράποδη/ Που με υγρό μουσούδι οσμίζεται/ Σε γκρεμούς και σε λάσπες/ Ορισμούς πεπρωμένων[…]/ Όσο να πάρει εμπρός ο μεγάλος τροχός./ Με τον φόβο ή το μίσος συμπλέοντας/ Να προσφέρει θυσίας θυμίαμα/ Που οσφραίνεται ακόμα/ Ο πάντων πατήρ./ Με τον φόβο ή το μίσος –αγόγγυστα,/ Όσο θύμα και θύτης θα γέρνουνε/ Σταθερά προς το χώμα. («Το ζώο της ξηράς»).
Η όσφρηση κυοφορεί την επιθυμία και η επιθυμία την πείνα. Είναι ωραίο να πεινάμε για ζωή, πιότερο να τη γευόμαστε. Στην τάξη των ανισοτήτων αρπαχτικά ένστικτα κατακτούν αδηφάγα πνεύματα, κερματίζοντας ακόρεστες ψυχές. Σηψαιμική νόηση και κούφια γνώση μετέχουν στην ευωχία στείρων συνθημάτων. Η προκατασκευασμένη ανάγκη, όμηρος στον ιστό της απάτης των υλικών απολαύσεων. Το στόμα ανοίγει στην έξαψή του, λαχταρώντας να γευτεί σάρκα κι αισθήματα. Προδομένο από πίκρα αδημονεί. Στομωμένο από γλύκα ματώνει. Κάθε αίσθημα και μια αλλιώτικη έκφραση της ίδιας γεύσης. Τρέφει τον έρωτα η δαγκωματιά του. Αγάπη, μίσος, προσδοκία, άρνηση. Διπλή όψη στο ίδιο κίβδηλο νόμισμα. Νοθεύεται η νοστιμιά, χωρίς χυμένο ψέμα. Εντούτοις, ο λόγος διαθέτει ενδογενή πλαστικότητα. Πλάθεται με την ίδια του τη γλώσσα, σκαρώνοντας τα δικά του σχήματα. Ο Αντώνης Φωστιέρης επιλέγει τις αναλογίες κι ανακατεύει τα υλικά: Μακάριοι οι πεινώντες./ Γιατί αυτοί/ Όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα βρουν/ Μια χούφτα ψίχουλα/ Να μπουκωθούν/ Να θρέψουν/ Μέχρι τελικής/ Την άσπονδη/ Ένδεια./ Ενώ οι άλλοι./ Με στρωμένο εμπρός τους το τραπέζι/ Αδύναμοι/ να πιάσουνε πιρούνι/ Ανόρεχτοι–/ Πεινώντας/ Ακατάσχετα/ Για πείνα. (Οι πεινώντες»).
Η αρχή, τυλιγμένη στα πέπλα της εύγεστης ελπίδας. Ελκυστική, ενθουσιώδης, παγιδευμένη στην άφατη παγίδα της. Άγουρο δάκρυ μουσκεύει κάθε σπιθαμή του σώματος, τρυφερά μουδιάζοντάς το. Το μεσοδιάστημα διαλέγει τις διαβαθμίσεις. Κρύο, ζεστό, στυφό, γλυκύτατο. Πικρό το ψυχορράγημα σταχτώνει τα σωθικά. Αίλουρος η τελεσφόρος γραφή τεντώνεται, χαράζοντας μ’ ακονισμένα νύχια τη ζοφερή κοιλιά: Ο έρωτας είν’ ένας ροζ πολτός/ Μες στα σχολεία τις ντισκοτέκ και τα τηλέφωνα/ Κολλάει στη γλώσσα μας στα μάτια στα μαλλιά μας[…] Ο έρωτας είναι τ’ αξέχαστο μαλλί της γριάς/ Κολλάει στα χείλια μας και τραγουδάμε υπέροχα/ Τι άλλο μεγαλύτερο έχ’ η ζωή/ Από τον ύπνο στη φωλιά του ωραίου; («Ο έρωτας»).
Γεύση ζωής, ζώσα. Απρόβλεπτη. Συνεχώς εναλλασσόμενη κι ας λείπει η εναλλακτική. Ρυθμός ακανόνιστος. Στιγμιαία αίσθηση καθορίζει το μέτρο, πότε θλίψη, πότε χαρά, ποτέ ευτυχία, ενίοτε η άγευστη συνήθεια. Θάνατος. Μοίρα εν δυνάμει πικρή, αλλά πάντοτε διαφορετική, αφού ο αδέκαστος πόνος αλλάζει ανάλογα με τα χείλη που βρέχει. Από την παγερή τομή δεν αναβλύζει, κατ’ ανάγκην χολή και αίμα. Ρυθμός ακαριαίος. Γεύση νεκρικά όμοια, μόνο για όποιον φεύγει. Αλλά, η τέχνη ταγμένη να μεταγγίζει αλήθεια, βλαστός που απομυζά τη χλωροφύλλη του.
Σκυτάλη στη ροή του βαθύρριζου λογισμού. Υπαρξιακή αναζήτηση, δογματική αμφισβήτηση, μεταφυσικός υπαινιγμός. Επίγευση ποίησης: Κι όμως περπάταγε ανάμεσά σας, μίλαγε[…]/ Κάποιον πυκνό αφανέρωτο έπλεκε ιστό/ Κι ήταν η αράχνη αυτός κι ήταν το έντομο/που θα ’τρωγε η αράχνη/ Κι ήταν ο ίδιος ο ιστός ο αράχνινος/ Ένας που εσάς με μια μπουκιά σας καταβρόχθισε,/ Ένας που εσείς καταβροχθίσατε,/ Ένας αυτόχθων του θανάτου ένας/ Αυτοκτόνος. («Ο αυτόχθων»).
Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο τόσο ευγενές. Κάποιες φορές μεταμορφώνεται σ’ ανάλγητο σαρκοβόρο. Στυγερός γητευτής, φορώντας ρούχα λαμπερά, κρύβει τα δόντια του καταβροχθίζοντας, σαν ελιξήριο, με χείλη λαίμαργα, λάγνο γλύκισμα, καρδιά γυναίκας. Και το αντίστροφο, ασφαλώς. Καταραμένη ανταμοιβή, αν η λαχταριστή λιχουδιά είναι δηλητηριώδης. Τίμια πληρωμή στην εύφλεκτη βουλιμία: Ο ύπνος κόλαση κι ιδρώτας τα σεντόνια/ Σε τρώω με τρως με κηροπήγια στο δείπνο./ Α, πόσο οι μέρες με βαραίνουν τις βαραίνω/ Με τυραννάνε τα ενθύμια κι ο θυμός/ Πόσο στυφό το σ’ αγαπώ σε στόμα ξένο/ Πόσο σπασμένος των ποιημάτων μου ο ρυθμός. (« Η φυσαρμόνικα»).
Απροσδόκητη σωτηρία απ’ την αναρρόφηση αιώνιων ερωτημάτων. Υπόθεση κι απόδοση σε ρόλους αντιστρόφως ανάλογους. Το παιχνίδι μένει, ακροβατεί στην ανάστροφη του χρόνου κλεψύδρα, το παιχνίδι χάνει κι όταν χάνεται, σώζει. Όπως ακριβώς, τα στοιχήματα των λέξεων, που συντρίβουν αόμματα κάστρα. Το «φαίνεσθαι» επισκιάζει το «είναι». Η διαίσθηση αριθμείται ως έκτη αίσθηση. Η διορατικότητα προστίθεται. Η ευαισθησία κεραία στην ακέραιη οροφή. Η ύπαρξη επαιτεί εξιλέωση, η ενσυναίσθηση αποθέτει τον οβολό της. Προαίσθηση επικείμενου συνωστισμού στο νεκροθάλαμο των ύστατων οραμάτων. Επιθανάτιες παραισθήσεις εξαργυρώνουν τη φθορά. Ψευδαίσθηση ζωής; Ποίημα των πέντε μου στίχων και των πέντε μου αισθήσεων/ Ποίημα πύργε Βαβέλ ανυψούμενε πύργε/ Ας τρυπήσει ασυλλόγιστα η οξεία σου μύτη/ Τον ψηλό ουρανό –ή την πλούσια μήτρα– /Της τυφλής μέχρι τρέλας αιωνιότητας. («Ποίηση μες στην ποίηση»).
Φαύλος ο κύκλος, κι οι άσοφοι σοφοί εν μέσω έρποντος κυκεώνα. Συρρικνωμένοι, σ’ εκείνα που βλέπουμε, σ’ όσα αγγίζουμε «επί τον τύπον των ήλων», υποταγμένοι στο νόμο των πιθανοτήτων, με πόση ασφάλεια μπορούμε να εμπιστευθούμε φθίνουσες αντανακλάσεις; Στη δίνη μιας εθισμένης πραγματικότητας ακροβατούμε στην αιχμή υπαινικτικής λογικής και απατηλών απεικονίσεων. Το σχήμα… η μορφή… το περίβλημα… η απάτη…
Το σχήμα η μορφή κι οι ωραίες γραμμές/ Το περίβλημα η απάτη των αισθήσεων/ Κι εκείνοι οι μουσικοί ψιθυρισμοί/ Εκείνα τα πυροτεχνήματα τις άναστρες νύχτες σου/ Πώς να μη σε σπρώξουνε μες στ’ όνειρο;/[…]Δεν συναρμολογούνται πια τα μέλη[…]/ Είναι το σχήμα η μορφή κι οι ωραίες γραμμές/ Το περίβλημα η απάτη των αισθήσεων[…]/ Που μέσα στ’ όνειρο σ’ αφήνουν βουλιαγμένο. («Η απάτη των αισθήσεων»).
Ο ποιητής σε δίχτυα πλάνης συγγνωστής. Αποκηρύσσει την αποστεωμένη γνώση, υπερβαίνει τις οπτικές εντυπώσεις, αντιστρέφει το καθρέφτισμα της ζωντανής πείρας, ενστερνίζεται τη συγγυμνασία των αισθήσεων. Στα χέρια και τα λόγια του, η ιδέα υπερυψούται, κρημνίζεται, κατακτά. Μελαγχολία σε τόνο ποιητικό. Αρμονία κι ας μην αρκεί το μέτρο. Αλχημιστής-θαυματοποιός, το δίχως άλλο, ο Αντώνης Φωστιέρης μεθάει από τις ενδοφλέβιες εκχύσεις μυστικού χαρίσματος. Τα σκοτάδια εκλύουν ήχους, οι σιωπές χρώματα. Αντιδιαστέλλοντας το φανταστικό με το πραγματικό διασπά τους κώδικες, εκτείνεται πέρα από ανείδωτα σύνορα, συνθέτοντας τοπία ενός υπεραισθητού κόσμου. Στέργει όσα απλόχερα του δόθηκαν, αναπολεί με θλίψη τις χαμένες αξίες, διαρκώς ανικανοποίητος, κληρονόμος δίχως κλήρο, εκλιπαρεί το αδύνατο. Υφέρπων αυτο-σαρκασμός διαποτίζει τους στίχους του. Στις παρυφές τους, ο ακροτελεύτιος χτύπος του θρυμματισμένου αισθήματος εκλογικεύει το παράλογο: Όραση βλέπω και όσφρηση οσμίζομαι/ Σ’ ένα πεντάγραμμο αισθήσεων παίζοντας/ Τα όργανα που προμηθεύει η φύση. […]/ Έχω αυτί ενδεχομένως/ Και τα πιάνω-/ Αστεία δουλειά για όποιον υπήρξε μουσικός/Εκ γενετής/ Και εξαργυρώνει τώρα πλήττοντας / Το τάλαντό του.[…]/ Με νιώθετε./ Γεννήθηκα σε χώρα μουσικών/ Που δε νογάει κανείς τους από νότες. («Οργανική μουσική»).
Οι αισθήσεις κλυδωνίζουν τους λίθους της λογικής. Προϊδεασμένες να βαίνουν παράλληλα, επαναστατούν, αυτονομούνται, αυτοαναιρούνται κι επαίρονται όταν κυριαρχούν η μία στην άλλη. Στην έντεχνη μεταφορά τους, συλλειτουργούν και γίνονται φορείς παρεπόμενων αισθημάτων. Στο έργο του Φωστιέρη επικρατεί ο συγκερασμός τους και η συνθετική αποδόμησή τους. Βλέπει ήχους κι ακούει χρώματα. Ενσυνείδητη ή ασυναίσθητη συναισθησία; Πεδίο βολής η ψυχή κι απέραντο ναρκοπέδιο. Ο δημιουργός αφήνεται στη μαγεία των ορατών αντιφάσεων. Δεν χωρά σε ανυποψίαστα όρια φθαρτών κατεστημένων αξιών. Σαρώνοντας δεδομένα αντιστρέφει το εκκρεμές των προαιώνιων απαντήσεων: Σαν να μην έχει ο κόσμος μάτια στα πασίδηλα/ Μόνο αυτιά για να πιστεύει./ Τέτοια αντίφαση. («Παλίντροπον»).
Ακρογωνιαίοι λίθοι και σημεία αναφοράς του: μνήμη και φαντασία. Δεδομένα αλληλοσυμπληρούμενα κι αλληλοσυγκρουόμενα, αφού η μνήμη ως παράγων ταυτότητας και ψυχοπνευματική προ-απαίτηση δεν μπορεί ποτέ να είναι ακριβής, καθώς υπόκειται στην αλλοίωση που ο χρόνος προξενεί στις σφραγίδες της, μα ούτε και η φαντασία αποψιλωμένη από πραγματικά στοιχεία.
Η λογική αντιπαλεύει το συναίσθημα, η πίστη την αμφιβολία, ο θάνατος τη ζωή. Και τανάπαλιν. Αιώνια ανταλλαγή, στα πλοκάμια του τέλους που καραδοκεί. Εύθραυστη ισορροπία: Λογική είσαι το τέλος το δικό μου/ Και του κόσμου/ Ποτάμι στερεμένο από αιώνες που ποτίζεις/ Τόσες ανύποπτες ψυχές που σ’ εμπιστεύονται («Λογική είσαι το τέλος»).
Σε σκοτεινό λαβύρινθο άναρθρης λογικής ξεφτίζει ο μίτος των φλεγόμενων θαυμάτων. Τα βήματα μαγνητίζει λάμψη πόρτας μισάνοιχτης. Δειλό το δίλημμα. Τέλος, αντώνυμο της αρχής. Όρια δυσδιάκριτα, μέλλον αβέβαιο, είσοδος ελεύθερη. Άλμα στο κενό ή έξοδος κινδύνου; Έτσι κι αλλιώς, η κλειδαριά σπασμένη και το προπατορικό κλειδί, προ πολλού κλεμμένο.
Αυτό το ποίημα
Είναι μια χτισμένη σκάλα
–Όπως και τ’ άλλα βέβαια, μια σκάλα–
Για ν’ ανεβείτε ως την ψηλή της την κορφή
Να δείτε, πίσω απ’ τις γραμμές, τη νύχτα που ανατέλλει. («Ποίηση μες στην ποίηση»).
«Μ»
Share this Post