Το Γκουαντάναμο βρίσκεται πολύ μακριά, όμως το φυλάκιο του Έβρου, απέχει μόνο όσο τα σύνορα της χώρας μας. Κι αν δεν ξέρουμε πώς ακριβώς παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα εκεί μακριά στην Αμερικάνικη βάση στην Κούβα – βέβαια οι καταγγελίες φτάνουν ψηφιακά αλλά και από τις τυπωμένες εφημερίδες – όμως όσα διαδραματίζονται στο φυλάκιο μπορούμε πολύ καλά να τα πληροφορηθούμε και να τα αντιληφθούμε. Το θέμα είναι αν και κατά πόσο θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια και το σημαντικότερο κατά πόσο είμαστε σε θέση να την διαχειριστούμε αυτή την αλήθεια.
Ως γνωστόν, στην εποχή μας τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύονται θεσμικά. Διεθνείς οργανισμοί επιβλέπουν κράτη και ιδιώτες και όταν διαπιστώσουν παραβιάσεις οφείλουν να τις καταγγείλουν. Η Διεθνής Αμνηστία, συχνότατα δημοσιοποιεί καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, εκτός από το ζήτημα των μεταναστών και των φυλακισμένων, στην εποχή μας – σύμφωνα με καταγγελίες – παραβιάζονται τα δικαιώματα των γυναικών στις μουσουλμανικές χώρες, των ανήλικων εργαζόμενων, ενώ οι πολεμικές – βίαιες συγκρούσεις ανά τον κόσμο δημιουργούν σοβαρά προβλήματα σε όλους σχεδόν τους πολίτες των χωρών αυτών. Άλλες παραβιάσεις μπορούν επίσης να παρατηρηθούν στο χώρο εργασίας, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων, η κακοποίηση των ζώων, περιβαλλοντικές καταστροφές και άλλα πολλά.
Το πλέγμα των αιτιών του φαινομένου είναι φυσικά σύνθετο – τι είναι απλό στην εποχή μας; – και σχετίζεται με εγγενείς κοινωνικές δυσλειτουργίες. Η λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την ελευθερία από τις δυο εκτροπές της, την ασυδοσία και την δουλεία στην πρακτική κοινωνική της εφαρμογή βρίσκει τεράστιες δυσκολίες. Έτσι, πολύ συχνά ακόμη και σε ευνομούμενες κοινωνίες, ο ισχυρότερος – κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, φυλετικά κλπ – παραβιάζει τα δικαιώματα του ασθενέστερου.
Επίσης η απάθεια που χαρακτηρίζει συχνά όλους μας – ο ποιητής Τ. Σινόπουλος την περιγράφει στον Καιόμενο «ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις» – στην πραγματικότητα επιτρέπει στις παράνομες πράξεις να μένουν πολλές φορές ατιμώρητες αλλά και στο κακό να γιγαντώνεται. Οι άνθρωποι βολευόμαστε στο μικρόκοσμό μας και αδιαφορούμε για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία.
Πέρα όμως από όλα αυτά, τα γενικά, στην εποχή μας, που η παγκοσμιοποίηση αλλάζει πλέον άρδην τα δεδομένα έχουμε να κάνουμε με πολυπαραγοντικά ζητήματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το φυλάκιο Έβρου που αναφέραμε στην αρχή. Σε μια παλιά αποθήκη, διαμορφωμένη να φιλοξενεί 50 (και κατά άλλους 300) το πολύ άτομα, στοιβάζονται πλέον χιλιάδες παράνομοι μετανάστες. Οι άνθρωποι αυτοί, μεταξύ των οποίων είναι μικρά παιδιά και γυναίκες έγκυες, έχουν φύγει από τις χώρες τους για να σωθούν, να περάσουν σε μια ελεύθερη Ευρώπη, έχουν υποθηκεύσει την περιουσία τη δική τους και συχνά όλης της οικογένειας για να πληρώσουν τα έξοδα του ταξιδιού, έχουν περπατήσει μερόνυχτα με το φόβο παρέα και πια δεν διαθέτουν χρήματα αλλά ούτε και τη δύναμη να γυρίσουν πίσω, όπου τους περιμένει ίσως και ο θάνατος. Αναζητούν μια καλύτερη ζωή, οι Ευρωπαίοι αρνούνται να τους δεχτούν στα εδάφη τους και η Ελλάδα που «σηκώνει» το 90% των παράνομων μεταναστών της Ευρώπης, αδυνατεί να τους φιλοξενήσει. Η εξαθλίωσή τους λοιπόν είναι αναμενόμενη, αλλά ταυτόχρονα εξαθλιώνονται και όλοι οι εμπλεκόμενοι συνάνθρωποι, όπως οι φύλακές τους, οι οποίοι τους κρατούν βίαια εκεί εκτελώντας διαταγές ανωτέρων. Το συγκεκριμένο ζήτημα, φυσικά, δεν είναι ζήτημα της Ελλάδας όπου σημειώνεται η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης και ίσως και παγκόσμιο, αφού οι συνθήκες ζωής στις χώρες από όπου προέρχονται οι μετανάστες, τους οδηγούν να αναζητήσουν σωτηρία σε χώρες ελεύθερες.
Κατά παρόμοιο τρόπο διαπλέκονται και άλλα θέματα δικαιωμάτων. Εδώ όμως δε θα κάνουμε λόγο για άλλες παραβιάσεις αλλά θα επιχειρήσουμε κάποιες θετικές σκέψεις μέσα στον αρνητισμό των ημερών.
Και ξεκινάμε από το πρόσφατο έργο του Κώστα Βαρώτσου, την «Απόβαση». Ο Έλληνας γλύπτης με το έργο του «για τη μεταναστεύουσα ανθρωπότητα» επιχειρεί να αποκαταστήσει την απάνθρωπη πράξη των Ιταλών, όταν δηλαδή το 1997 βύθισαν το Αλβανικό πλοίο που μετέφερε 81 απελπισμένους μετανάστες, εμποδίζοντάς έτσι την απόβασή τους στις Ιταλικές ακτές. Φυσικά το έργο αυτό – η καλλιτεχνική παρέμβαση δηλαδή στο κουφάρι του ναυαγίου – δεν διορθώνει την πράξη του Ιταλικού στρατού. Δεν φέρνει πίσω τους νεκρούς Αλβανούς. Δείχνει όμως μια στάση ζωής, ένα τρόπο συμφιλίωσης με το πρόβλημα που δεν ωφελεί να το αγνοούμε. Ίσως δείχνει και το δρόμο που οφείλει ο αιώνας μας να πορευτεί.
Ήδη η παγκοσμιοποίηση μοιάζει πλέον με εφιάλτη. Οι λαοί γογγύζουν κάτω από το βάρος τρομακτικών αλλαγών και αδίστακτοι αόρατοι εκτελεστές διαλύουν κεκτημένα δικαιώματα και ελευθερίες μέσα από νομικίστικα τερτίπια. Παραινέσεις και νουθεσίες της ειρηνικής εποχής μοιάζουν τελείως αδύναμες να επηρεάσουν άτομα και κυβερνήσεις. Αξίες που μοιάζανε αυτονόητες και κάπως παραμελημένες, τώρα καλούμαστε να τις διεκδικήσουμε και να τις αξιολογήσουμε πάλι. Καλούμαστε να συμμετέχουμε σ’ αυτό το μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Το δύσκολο είναι ότι δεν γνωρίζουμε τους νέους τρόπους της συμμετοχής. Πολλοί αναλωνόμαστε σε αναλύσεις ατέρμονες και ατελέσφορες, υποτασσόμαστε σε υπεραπλουστευτικές θεωρίες συνωμοσίας και βιώνουμε την αγωνία του νέου που έρχεται πελαγωμένοι. Αυτή είναι όμως και η πρόκληση του καινούριου. «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», έγραφε ο Σεφέρης σε άλλες σκοτεινές εποχές της ιστορίας μας. Μπορεί να ήρθε ο καιρός να γεννηθούνε ήρωες.
Ελένη Γούλα